Σύμφωνα με τη διάταξη του αρθ. 94 παρ. 2 περ. α` όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το αρθ. 7 ν. 3994/11, ήταν επιτρεπτή η δικαστική παράσταση ενώπιον του ειρηνοδικείου χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο σε κάθε περίπτωση. Με την τροποποιημένη διάταξη ορίζεται πλέον ότι επιτρέπεται η δικαστική παράσταση ενώπιον του ειρηνοδικείου χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο μόνο εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς δεν υπερβαίνει το ποσό των 12.000 ευρώ.
Με τη νέα διατύπωση της διάταξης αυτής, με την οποία τίθεται πλέον ποσοτικό κριτήριο για την υποχρεωτικότητα ή μη της παράστασης στο ειρηνοδικείο με δικηγόρο, δημιουργείται ερμηνευτικό ζήτημα, καθόσον ο περιορισμός αυτός λόγω ποσού παραπέμπει σε υποθέσεις το αντικείμενο των οποίων είναι επιδεκτικό χρηματικής αποτίμησης, οι οποίες εισάγονται προς διάγνωση με τη μορφή της καταψηφιστικής και αναγνωριστικής αγωγής, όχι όμως και σε υποθέσεις που το αντικείμενο τους δεν είναι επιδεκτικό χρηματικής αποτίμησης και υπάγονται στην υλική αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου, όπως αυτές που εισάγονται με την αίτηση του αρθ. 4 παρ. 1 του ν.3869/10, αντικείμενο των οποίων δεν είναι ορισμένο χρηματικό ποσό αλλά η ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη και η απαλλαγή απ` αυτά με σκοπό την επανένταξη του στην κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα (βλ. σε Κρητικό «Ρύθμιση τον οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων» σελ. 21).
Η επίλυση του ερμηνευτικού αυτού προβλήματος θα πρέπει να γίνει με βάση το σκοπό της νέας ρύθμισης, ο οποίος σχετίζεται με την αύξηση με τον ίδιο νόμο (3994/11)της λόγω ποσού αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου, καθώς και την αρχική διατύπωση της διάταξης του αρθ. 94 παρ. 2 εδ. α` ΚΠολΔ. Με τη θέσπιση ποσοτικού κριτηρίου, το οποίο ταυτίζεται με το ανώτατο όριο των αποτιμητών σε χρήμα διαφορών, που υπάγονταν στην αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου κατά το αρθ. 14 παρ. 1 α` ΚΠολΔ πριν την τροποποίηση του, ο νομοθέτης ήθελε η λόγω ποσού αύξηση της καθύλη αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου να μην επηρεάσει την υποχρεωτικότητα της παράστασης με δικηγόρο, για τις υποθέσεις με αντικείμενο πάνω από 12.000 ευρώ, όπως προβλεπόταν από τη διάταξη του αρθ. 94 παρ. 2 περ. α` ΚΠολΔ πριν την τροποποίηση του, οι οποίες υπάγονταν τότε στην καθύλη αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου, ώστε και μετά την αύξηση της αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου να είναι υποχρεωτική η παράσταση με δικηγόρο, όπως και συνέβαινε και πριν. Ετσι διαφοροποίησε τη διατύπωση της διάταξης του αρθ. 94 παρ. 2 περ. α` από τη γενική για κάθε υπόθεση αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου σε ειδική με τη διάκριση της υπέρβασης ή μη του ποσού των 12.000 ευρώ, αποβλέποντας στις συνήθεις περιπτώσεις που το αντικείμενο της δίκης προσδιορίζεται από το ύψος της χρηματικής απαίτησης.
Σκοπός συνεπώς του νομοθέτη με τη διαφοροποίηση της διατύπωσης του άρθρου αυτού ήταν να μη θίξει ως προς to ζήτημα της υποχρεωτικής παράστασης με δικηγόρο μόνο τις υποθέσεις εκείνες που με το προηγούμενο καθεστώς υπάγονταν στην καθύλη αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου, όχι όμως και τις υπόλοιπες υποθέσεις αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου, στις οποίες περιλαμβάνονται εκτός από τις αποτιμητές σε χρήμα διαφορές με αντικείμενο μικρότερο των 12.000 ευρώ, και υποθέσεις που το αντικείμενο τους δεν είναι επιδεκτικό χρηματικής αποτίμησης και υπάγονται στην καθύλη αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου, όπως οι υποθέσεις ρύθμισης των χρεών υπερχρεωμένων οφειλετών φυσικών προσώπων του ν. 3869/10. Ειδικά ως προς τις τελευταίες ένας από τους λόγους που επιλέχθηκε το ειρηνοδικείο ως αποκλειστικά καθύλη αρμόδιο, ήταν η δυνατότητα κατάθεσης της αίτησης και παράστασης χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο, σύμφωνα με τη διάταξη του αρθ. 94 παρ. 2 περ. α` όπως ίσχυε τότε, γεγονός που καθιστούσε λιγότερο δαπανηρή την προσφυγή στη ρύθμιση του υπερχρεωμένου οφειλέτη. Επομένως η διάταξη του αρθ. 94 παρ. 2 περ. α` ΚΠολΔ με τη νέα της διατύπωση θα πρέπει να ερμηνευτεί ως αποκλείουσα τη παράσταση χωρίς δικηγόρο ειδικά και μόνο στις αναγνωριστικές και καταψηφιστικές αγωγές με αίτημα που υπερβαίνει το ποσό των 12.000 ευρώ, και ότι σε κάθε άλλη περίπτωση επιτρέπεται η παράσταση στο ειρηνοδικείο και αυτοπροσώπως. Μια τέτοια ερμηνεία βρίσκεται μέσα στα όρια του σκοπού του νομοθέτη της νέας διάταξης, ενώ ειδικά ως προς τις υποθέσεις του νόμου 3869/10 είναι σύμφωνη και με την επιλογή από το νομοθέτη του ειρηνοδικείου ως αποκλειστικά καθύλη αρμόδιου δικαστηρίου ώστε να περιοριστεί η επιβάρυνση του οφειλέτη.
Κατ` ακολουθία το δικόγραφο της αίτησης ρύθμισης των οφειλών μπορεί να υπογράφεται από τον αιτούντα οφειλέτη και να κατατίθεται αυτοπροσώπως από τον ίδιο, χωρίς να δημιουργείται από το λόγο αυτό ακυρότητα (ΕιρΔύμης 1/13, αντιθ. ΕιρΧαλκ/2012 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ), ο οποίος έχει τη δικονομική δυνατότητα να παρίσταται χωρίς δικηγόρο. Στην προκειμένη περίπτωση η υπό κρίση αίτηση υπογράφεται από την ίδια την αιτούσα, όπως και η πράξη κατάθεσης της στη γραμματεία του δικαστηρίου αυτού (βλ. τη μ` αριθ. 294/2012 έκθεση κατάθεσης), γεγονός το οποίο, σύμφωνα με τα προλεχθέντα, δεν καθιστά άκυρο το δικόγραφο της αίτησης, όπως αβάσιμα υποστηρίζεται από τις 2η, 3η, 4η και 5η μετέχουσες.
Με την κρινόμενη αίτηση, η αιτούσα επικαλούμενη έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της προς τις μετέχουσες πιστώτριες, που αναφέρονται στην περιεχόμενη στην αίτηση αναλυτική κατάσταση, ζητά, τη ρύθμιση των χρεών της, με την εξαίρεση από τη ρευστοποίηση της περιγραφόμενης κύριας κατοικίας της, που ανήκει στην ιδιοκτησία της, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υποβάλλει και αφού ληφθούν υπόψη η περιουσιακή και οικογενειακή της κατάσταση που εκθέτει αναλυτικά, με σκοπό την απαλλαγή της απ` αυτά. Από το συνδυασμό των διατάξεων των αρθ. 1 και 4 παρ. 1 ν.3869/10, προκύπτει ότι για το ορισμένο της αίτησης αρκεί να αναφέρεται ότι ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο στερούμενο πτωχευτικής ικανότητας, ότι κατέβαλε προσπάθεια εξωδικαστικού συμβιβασμού, ο οποίος απέτυχε και ότι βρίσκεται σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του. Ακόμη στην αίτηση πρέπει να περιέχεται ακριβής περιγραφή της οικογενειακής και περιουσιακής κατάστασης του οφειλέτη, κατάσταση όλων των πιστωτών και των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και σχέδιο διευθέτησης των οφειλών. Τέλος απαιτείται ορισμένο αίτημα, που είναι αυτό της ρύθμισης των χρεών του οφειλέτη με σκοπό την απαλλαγή του, εφόσον δε επιθυμεί να εξαιρεθεί η κύρια κατοικία του πρέπει να υποβάλλεται και σχετικό αίτημα (βλ. Κρητικός «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων», εκδ. 2010 σελ. 64 επ.).
Ειδικά όσον αφορά την περιγραφή των απαιτήσεων, κατ` αρχάς στο πεδίο εφαρμογής του νόμου εμπίπτουν όλα τα χρέη του οφειλέτη έναντι οποιουδήποτε δανειστή. Τα μόνα χρέη που εξαιρούνται απαριθμούνται περιοριστικά στο άρθρο 1 παρ. 2 του νόμου αυτού, μεταξύ των οποίων και αυτά που έχουν αναληφθεί το τελευταίο έτος πριν την υποβολή της αίτησης ρύθμισης. Με τη διάταξη αυτή ο νομοθέτης εισάγει εξαίρεση από τη ρύθμιση της συγκεκριμένης κατηγορίας απαιτήσεων, και συνεπώς τα χαρακτηριστικά που τις εντάσσουν στην εξαίρεση πρέπει να προβάλλονται από τον πιστωτή που ωφελείται από την εξαίρεση, ο οποίος φέρει και το βάρος της απόδειξης (βλ. Βενιέρης- Κατσάς «Εφαρμογή του ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα» σελ. 77 και 137).
Επομένως δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της αίτησης ρύθμισης ο χρόνος γέννησης της απαίτησης, της οποίας ζητείται η ένταξη σε ρύθμιση και ειδικά επί δανείων η ημερομηνία σύναψης της δανειακής σύμβασης και πρέπει ν` απορριφθεί ο περί αοριστίας της ένδικης αίτησης λόγω έλλειψης του στοιχείου αυτού ισχυρισμός της 5ης των μετεχουσών. Επίσης δεν πάσχει από αοριστία η αίτηση, επειδή, όπως ισχυρίζονται η 2η και 3η από τις μετέχουσες, δεν αναφέρονται σ` αυτήν τα εισοδήματα και η περιουσιακή κατάσταση του εν διαστάσει συζύγου της αιτούσας, ούτε αν συνεισφέρει στις ανάγκες διαβίωσης της. Και αυτό γιατί το ζήτημα της διάστασης αποτελεί αντικείμενο απόδειξης και συνεπώς δεν υποχρεούται η αιτούσα να αναφέρει τα εισοδήματα του, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση του συζύγου συνεισφοράς για την απευθείας εξόφληση των χρεών της, ούτε επικαλείται υποχρέωση διατροφής της (αρθ. 1391 ΑΚ), οπότε θα έπρεπε να αναφέρει το ποσό της, είναι δε ζήτημα απόδειξης αν υπάρχει τέτοια υποχρέωση, και αν καταβάλλεται οικιοθελώς ή συμφωνήθηκε ή επιδικάστηκε κάποιο ποσό διατροφής. Ακόμη δεν υποχρεούται να περιγράψει τα περιουσιακά στοιχεία του συζύγου της, τα οποία αποτελούν ξένη περιουσία και δεν είναι υπεγγυα στους πιστωτές της. Απ` αυτά ενδιαφέρουν μόνο εκείνα που αποφέρουν κάποιο εισόδημα, χα οποία και αποτελούν αντικείμενο απόδειξης. Τέλος απορριπτέοι είναι και ο περί αοριστίας ισχυρισμοί της 2ης και 5ης των μετεχουσών μετέχουσας, καθόσον δεν απαιτείται αναφορά στην αίτηση των λόγων που οδήγησαν την αιτούσα σε οικονομική αδυναμία, ούτε των εμπραγμάτως εξασφαλίσεων των απαιτήσεων των πιστωτών, στους οποίους απόκειται να το προβάλλουν και αποδείξουν προκειμένου να τύχουν προνομιακής μεταχείρισης κατά τις διανομές (βλ. ΕιρΘεσ. 5104/12 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ,, ΕιρΛαρ. 106/11 ΤΝΠ-ΔΣΑ, Βενιέρη-Κατσά «ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ Ν 3869/2010» σελ. 132,137),