Του Σωκράτη Τσαχιρίδης, Δικηγόρου, ΜΔ Πάντειου Πανεπιστημίου
Το άρθρο 983 παρ. 1 ΚΠολΔ, αναφορικά με τα αναγκαία στοιχεία που πρέπει να περιέχει το κατασχετήριο εις χείρας τρίτου, παραπέμπει ευθέως στη διάταξη του άρθρο 118 ΚΠολΔ, η οποία τυγχάνει πλήρους εφαρμογής. Η εν λόγω διάταξη, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ. 2 του ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87/23.7.201) ορίζει «Τα δικόγραφα που επιδίδονται από ένα διάδικο σε άλλον ή υποβάλλονται στο δικαστήριο πρέπει να αναφέρουν: .. καθώς και τον αριθμό φορολογικού μητρώου του διαδίκου που επιδίδει ή υποβάλλει το δικόγραφο ..». Η υποχρέωση αναγραφής του αριθμού φορολογικού μητρώου αυτού που επιδίδει ή υποβάλλει ένα δικόγραφο καταλαμβάνει τόσο τα εξώδικα δικόγραφα, όσο και αυτά που απευθύνονται σε κάποιο δικαστήριο, γεγονός που συνάγεται από την γραμματική διατύπωση - ερμηνεία του νόμου. Ως εκ τούτου, είναι υποχρεωτικό κάθε δικόγραφο, εξώδικο ή δικαστικό, να αναγράφει τον αριθμό φορολογικού μητρώου (τουλάχιστον) εκείνου στο όνομα του οποίου ασκείται.
Μάλιστα, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 4209/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η μη αναγραφή του ΑΦΜ των αιτούντων στο δικόγραφο οδηγεί στην απόρριψή του ως απαράδεκτο, λόγω αοριστίας, καθώς δεν περιέχει (όλα) τα απαραίτητα στοιχεία για την θεμελίωσή του. Μάλιστα, η ως άνω θέση της νομολογίας, που ερείδεται στην διάταξη του άρθρο 118 αρ. 3 ΚΠολΔ αναφέρει ότι η πληρότητα των απαιτούμενων στοιχείων ερευνάται από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, σε περίπτωση δε που παρατηρηθεί έλλειψη ως προς κάποια εξ αυτών πρέπει να απορριφθεί το δικόγραφο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας. Ο ΚΠολΔ και δη η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, που επενεργεί στην περιουσία προσώπων είναι τυπικό δίκαιο με την έννοια ότι στηρίζεται σε συγκεκριμένους κανόνες από τους οποίους δεν χωρεί παρέκκλιση. Η μη αναγραφή του ΑΦΜ του επισπεύδοντος την κατάσχεση αποτελεί παρέκκλιση από τα άρθρο 983 παρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 118 αρ. 3 ΚΠολΔ, η οποία, εφόσον ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως ανακοπή, οδηγεί σε ακύρωση της κατάσχεσης που διενεργείται, λόγω αοριστίας του κατασχετηρίου.
Η υποχρέωση περί αναγραφής του ΑΦΜ περιλαμβάνεται και σε άλλες διατάξεις του κεφαλαίου της αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει δυνάμει του ν. 4335/2015, και πιο συγκεκριμένα στη διάταξη του άρθρο 955 παρ. 2 εδ. β’ ΚΠολΔ και τη διάταξη του άρθρο 995 παρ. 4 εδ. β’ ΚΠολΔ. Η επανάληψη της υποχρέωσης αναγραφής του ΑΦΜ στις νέες διατάξεις του ΚΠολΔ και δη στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης φανερώνει την πρόθεση του νομοθέτη ότι το στοιχείο αυτό είναι αναγκαίο για οποιαδήποτε διαδικαστική πράξη. Το κατασχετήριο εις χείρας τρίτου αποτελεί διαδικαστική πράξη στα πλαίσια της αναγκαστικής εκτέλεσης και επομένως η μη αναγραφή σε αυτό του ΑΦΜ του επισπεύδοντος καθιστά αυτό αόριστο και οδηγεί σε ακυρότητά του, εφόσον ασκηθεί ανακοπή.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4335/2015 «Σκοπός της ρύθμισης αυτής είναι η ακριβής και επαρκής ταυτοποίηση των προσώπων, ώστε να εξασφαλίζεται η ασφάλεια και η τυπικότητα της διαδικασίας και να διευκολύνεται η πραγμάτωση της αξίωσης του ενάγοντος και γενικότερα η ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Ο ΑΦΜ είναι μοναδικός για κάθε φυσικό και νομικό πρόσωπο και δεν αλλάζει και ως εκ τούτου το πρόσωπο αυτό προσδιορίζεται με ασφάλεια. Η υποχρεωτική αναγραφή ισχύει για όλους τους διαδίκους και τα υπόλοιπα πρόσωπα που είναι παρόντα και συμπράττουν κατά τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων (άρθρο 117). Με αυτόν τον τρόπο ο ενάγων, αιτών κ.λπ. θα υποχρεούται να αναφέρει στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο που καταθέτει το δικό του ΑΦΜ και τα υπόλοιπα ως άνω αναγκαία στοιχεία, ο εναγόμενος, καθ’ ου στις προτάσεις, ανταγωγή, ανακοπή κ.λπ. τα δικά του στοιχεία, τα οποία θα συμπεριληφθούν στην απόφαση που θα εκδοθεί».
Ο Σωκράτης Τσαχιρίδης είναι δικηγόρος Αθηνών, μεταπτυχιακός διπλωματούχος Πάντειου Πανεπιστημίου και ειδικος σε θέματα κατασχέσεων. Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να καλέσετε στο 211 400 5285.