Μια εισηγμένη εταιρεία στο χρηματιστήριο έχει τη δυνατότητα να ζητήσει ( ή να υποστεί) την διαγραφή (όλων ή μέρους) των μετοχών της από την οργανωμένη αγορά. Η διαγραφή αξιών μπορεί να είναι ακούσια [1] ή εκούσια[2] . Η εκούσια διαγραφή να προϋποθέτει απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που θα βασίζεται στην ίδια την αίτηση της εκδότριας εταιρείας ή στην αίτηση του χρηματιστηρίου ή και αυτεπαγγέλτως από την ίδια την ΕΚ σε περίπτωση που η εκδότρια δεν πληροί τους κανόνες της οργανωμένης αγοράς.
Η εκούσια διαγραφή της εκδότριας μπορεί να οφείλεται σε σύνθετους λόγους σε σχέση με το οικονομικό, κοινωνικό ή νομικό περιβάλλον. Σε κάθε περίπτωση εντοπίζονται δύο αντικρουόμενα συμφέροντα, από την μια η επιθυμία διαγραφής της εταιρίας από την οργανωμένη αγορά και το συμφέρον των επενδυτών να μην περιορισθεί η διαπραγματευσιμότητα των τίτλων. [3]Προκειμένου να διευθετηθεί αυτή η σύγκρουση, η απόφαση διαγραφής θα πρέπει :
Α) να ληφθεί από την Γενική Συνέλευση
Β) να ληφθεί με αυξημένα ποσοστά απαρτίας και πλειοψηφίας ( 95% επί του συνόλου των δικαιωμάτων ψήφου)
Γ) να ελεγχθεί κατά διακριτική ευχέρεια και όχι δέσμια αρμοδιότητα από την ΕΚ , η οποία θα συνεκτιμήσει τα σχετικά συμφέροντα εταιρίας και μετόχων.
Σε κάθε περίπτωση η ΕΚ έχει τη δυνατότητα να θέσει ειδικούς όρους στην εκδότρια, για λόγους προστασίας γενικά των μετοχών της ( όχι δηλαδή μόνο της πλειοψηφίας) , εκδίδοντας διοικητική πράξη, προσβλητέα στο Διοικητικό Εφετείο.
Προκειμένου να αποφευχθεί καταστρατήγηση της αυξημένης πλειοψηφίας και των αυστηρών προϋποθέσεων, από τον ίδιο ο νόμο 3371/2005 τέθηκε η αυτή πλειοψηφία του 95% σε περιπτώσεις [4]εταιρικού μετασχηματισμού ( συγχώνευση, μετατροπή κτλ) που θα απέφεραν διαγραφή κινητών αξιών από την αγορά.
Σε κάθε περίπτωση η μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων εκούσιας εξόδου διενεργείται ύστερα από δημόσια πρόταση αγοράς ή του δικαιώματος εξαγοράς του προτείνοντος ( άρθρο 3461/2007 ).
Η διαγραφή των μετοχών ως διοικητικό μέτρο στοχεύει στην διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της αγοράς καθώς στην προστασία των επενδυτών, ενώ θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως η τελευταία λύση εφόσον μπορεί να επιβληθεί κάποιο επιεικέστερο μέτρο. Η ρύθμιση του άρθρου 17 παρ. 3 ν.3371/2005 αναφέρει πως μπορούν να ληφθούν ενδεικτικώς υπόψη για την αυτεπάγγελτη ή ύστερα από αίτηση της αγοράς διαγραφή : α) η αναστολή διαπραγμάτευσης για διάστημα μεγαλύτερο από 6 μήνες, β) η κατ’επανάληψη μη δημοσίευση οικονομικών καταστάσεων ( ετήσιων, εξαμηνιαίων κτλ ) , γ) η κήρυξη της εκδότριας σε πτώχευση και δ) η καθαρή αρνητική θέση για περισσότερες από μια χρήσης της εκδότριας.
Πριν την λήψη της τελικής απόφασης, η ΕΚ γνωστοποιεί στην εκδότρια τους λόγους της διαγραφής και την καλεί να διατυπώσει τις απόψεις της. Η προθεσμία δεν μπορεί να ξεπερνά τον ένα μήνα, ενώ μπορεί να χορηγηθεί αιτιολογημένη προθεσμία μέχρι έξη μήνες στην εκδότρια προκειμένου να διορθώσει του λόγους της διαγραφής της. Η απόφαση διαγραφής αποτελεί διοικητική πράξη και προσβάλλεται με αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου, με δυνατότητα προσωρινής δικαστικής προστασίας.
Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τους κανόνες της οργανωμένης αγοράς, όπως καθορίζονται από τους νόμους 3371/2005 και 3606/2007 , η διαγραφή τίτλων μπορεί να επιβληθεί ως μέτρο προστασίας της αγοράς και των επενδυτών. Εκτός από την μη συμμόρφωση θα πρέπει να συντρέχει και το δεδομένο πως η διαγραφή δεν θα βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα του επενδυτικού κοινού, αλλά και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.
Η προσωρινή διακοπή διαπραγμάτευσης αποφασίζεται από το χρηματιστήριο σε περιπτώσεις εξαιρετικού χαρακτήρα, απότομων, εξαιρετικά απρόβλεπτων και έντονων διακυμάνσεων της τιμής κινητής αξίας, ώστε να προστατευθεί η λειτουργία της αγοράς και το επενδυτικό κοινό είτε κατά διακριτική του ευχέρεια είτε κατά δέσμια αρμοδιότητα ύστερα από αίτηση της ΕΚ. Όταν κριθεί πως πλέον δεν κινδυνεύει υπέρμετρα η αγορά ή το επενδυτικό κοινό, το ίδιο το χρηματιστήριο αίρει την διακοπή.[5]
Η αναστολή διαπραγμάτευσης αποφασίζεται όταν δεν διασφαλίζεται ή απειλείται για περιορισμένο διάστημα η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς ή η προστασία των επενδυτών δεν είναι πλήρης. Διαδικαστικά ακολουθεί την ίδια πορεία με την διακοπή διαπραγμάτευσης.
_______________________________________________________________________________________________
[1] Άρθρα 59 & 46 ν.3606/2007
[2] Άρθρο 17 ν.3371/2005
[3] Δίκαιο Κεφαλαιαγοράς, Τουντόπουλος, σελ. 189 Σάκκουλας 2015
[4] 90% εάν λαμβάνονται μετοχές εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά άλλης χώρας.
[5] ΣτΕ 4993/1996