Οι δύο βασικές μορφές ανθρωποκτονίας τυποποιούνται στα άρθρα 299 και 302 ΚΠ, η μεν πρώτη στοιχειοθετείται όταν τελείται με πρόθεση, ήτοι με δόλο(αρ. 18∞16 ΠΚ), ενώ η δεύτερη όταν τελείται με αμέλεια. Ταυτόχρονα στο 16ο Κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα τυποποιούνται και άλλα εγκλήματα βλάβης κατά του εννόμου αγαθού της ζωής, τα οποία συνιστούν, ως επί το πλείστον, παραλλαγές του βασικού εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, όπως λ.χ συνιστά η παιδοκτονία( αρ. 303 ΠΚ).
Το έγκλημα της ανθρωποκτονίας, είτε με πρόθεση τελούμενο, είτε με αμέλεια, συνιστά ένα έγκλημα κοινό, ουσιαστικό, βλάβης, στιγμιαίο και ουσιαστικό. Έχοντας ως οδηγό την διάταξη του άρθρου 299 ΠΚ, αντιλαμβανόμαστε από το ίδιο το γράμμα του νόμου, ότι ο τρόπος θανάτωσης του θύματος δεν ενδιαφέρει, ούτως ώστε το αποτέλεσμα της θανάτωσης να δύναται να προκληθεί με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, Έτσι, μπορεί να τελεστεί με γυμνά χέρια, με χρήση όπλου, ρίψη αντικειμένου κ.ο.κ[1]. Εφόσον , λοιπόν, πρόκειται για έγκλημα ουσιαστικό, δηλαδή αποτελέσματος, είναι δυνατή η τέλεσή του και με παράλειψη, με την απαραίτητη, βέβαια, προϋπόθεση ο δράστης να έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παραλείψει τον θάνατο και παραλείπει πράγματι να τον αποτρέψει(αρ. 15 ΠΚ)[2]. Η ενέργεια η οποία παραλείπεται να τελεστεί θεωρείται εκείνη η ενέργεια που αντικειμενικά μπορούσε να αποτρέψει το αποτέλεσμα και ο δράστης μπορούσε να προβεί σε αυτήν[3]. Παράλληλα, η πράξη θανάτωσης , είναι δυνατόν, να τελεστεί και με μικτή συμπεριφορά, ήτοι μία συμπεριφορά στην οποία θα εμπεριέχεται, τόσο ενέργεια, όσο και παράλειψη καθώς η προηγούμενη επικίνδυνη ενέργεια του δράστη έχει ήδη θεμελιώσει ως προς αυτόν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει την επέλευση του αποτελέσματος. Σε αυτές τις περιπτώσεις, παρότι υποστηρίζεται ότι θα πρέπει να υπερισχύει η ενέργεια ως τρόπος τέλεσης[4], ως ορθότερη προκρίνεται η άποψη που υποστηρίζει πως τέτοιες συμπεριφορές θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως μικτές, ούτως ώστε οι συνέπειες που απορρέουν από τον προσδιορισμό του χρόνου τέλεσης μία πράξης να μετατίθενται σε μεταγενέστερο στάδιο, όπως λ.χ η έναρξη της παραγραφής του εγκλήματος[5].
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΑΣ ΣΕ ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ
- ΒουλΣυμβΠλημΘεσ 1426/1982(ΑΡΜ/1983, σελ. 141)
[…]Επειδή, κατά την διάταξιν του αρθρ. 15 ΠΚ, όπου ο νόμος διά την ύπαρξιν αξιοποίνου πράξεως απαιτεί την επέλευσιν ωρισμένου αποτελέσματος, η μη αποτροπή τούτου τιμωρείται ως η δι` ενεργείας παραγωγή, εάν ο υπαίτιος της παραλείψεως είχεν ιδιαιτέραν νομικήν υποχρέωσιν, όπως παρεμπόδιση την επέλευσιν του αποτελέσματος. Εκ της διατάξεως ταύτης σαφώς προκύπτει οτι έγκλημα διά παραλείψεως τελούμενον υφίσταται οσάκις ο υπαίτιος της παραλείψεως είχεν ιδιαιτέραν νομικήν υποχρέωσιν προς παρεμπόδισιν του εγκληματικού αποτελέσματος εν τη εννοία οτι βαρύνεται με μιαν ιδιάζουσαν μέριμναν προς διαφύλαξιν του εννόμου αγαθού το οποίον προσβάλλεται διά της επελεύσεως του αποτρεπτέου αποτελέσματος. Το τοιούτον συμβαίνει μόνον οσάκις, ο υπαίτιος της παραλείψεως συνεπεία εγγυτέρου τινός κοινωνικού δεσμού προς τον φορέα του εννόμου αγαθού είναι επιφορτισμένος με την δημιουργίαν και διασφάλισιν πραγματικής καταστάσεως εξυπηρετούσης το εν λόγω έννομον αγαθόν (Ν. Χωραφά, Γεν. Αρχ. Π .Δ., έκδ. 6η, σελ. 156), εμφανιζομένου ούτω του υπαιτίου της παραλείψεως ως έχοντος θέσιν εγγυητού της ασφαλείας του εννόμου τούτου αγαθού (Γ. Μαγκάκην, εις ΠοινΧρον ΓΣΤ` 314). Εξ άλλου, εκ της αυτής διατάξεως προκύπτει ότι εις την υπ` αυτής προβλεπομενην εγκληματικήν συμπεριφοράν η παράλειψις δεν είναι στοιχείον του εγκλήματος, τούθ` όπερ συμβαίνει εις τα γνήσια δια παραλείψεως τελούμενα εγκλήματα εις τα οποία όμως δεν αναφέρεται το αρθρ. 15 ΠΚ αλλά αποτελεί αρνητικόν τρόπον τελέσεως του εγκλήματος διά της μη αποτροπής του εγκληματικού αποτελέσματος, καίτοι ιδιαιτέρως επιβεβλημένης. Επομένως, το διά παραλείψεως έγκλημα συνίσταται εις την ηθελημένην αδράνειαν του δράστη περί την αποτροπήν του εγκληματικού αποτελέσματος και όχι εις την επιχείρησιν θετικής ενεργείας την οποίαν ώφειλε να διακόψη προς αποτροπήν του αποτελέσματος. Άλλως και επί τω αυτώ ο δράστης του διά παραλείψεως εγκλήματος κατηγορείται διότι παρέλειψε θετικήν ενέργειαν αποτρεπτικήν του εγκληματικού αποτελέσματος και όχι διότι εξηκολούθησε να επιδεικνύη συμπεριφοράν θετικήν εκ της οποίας επήλθεν το αποτέλεσμα τούτο, διότι εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει πρόκειται ευθέως περί ενεργητικής παραγωγής του εγκληματικού αποτελέσματος, επί της οποίας δεν εφαρμόζεται το άρθρ. 15 ΠΚ. Εν προκειμένω εις τον ρηθέντα κατηγορούμενον αποδίδεται η κατηγορία, κατά τα ειδικώτερον ανωτέρω εκτιθέμενα, ότι δεν επαύσατο θετικήν συμπεριφοράν, ήτοι την τοιαύτην των βάναυσων ξυλοδαρμών κατά της συζύγου του, με αποτέλεσμα εκ της εξακολουθήσεως υπ` αυτού της τοιαύτης συμπεριφοράς να επέλθη ο θάνατος της συζύγου του καταφυγούσης συνεπεία της συμπεριφοράς ταύτης εις την αυτοκτονίαν. Επομένως, εφ` όσον δεν αποδίδεται εις τον κατηγορούμενον παράλειψις εν τη ανωτέρω εννοία του αρθρ. 15 ΠΚ, ήτοι ηθελημένη αδράνεια έναντι της αποτροπής του αποτελέσματος, δεν δύναται να ευσταθήση η κατηγορία της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως διά παραλείψεως τελεσθείσης. - ΑΠ 937/1983 (ΝΟΜΟΣ) Εν προκειμένω, ως προκύπτει εκ του συνδυασμού του σκεπτικού και του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, το εκδόσαν αυτήν Εφετείον Ναυπλίου, μετ` εκτίμησιν των αποδείξεων, εδέξατο, ως αποδεδειγμένα, τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, την 9ην Σεπτεμβρίου 1978, ων προϊστάμενος συνεργείου του εις Μελιγαλά Υποπρακτορείου της ΔΕΗ, έχοντος εντολήν των αρμοδίων προϊσταμένων του, προς εντοπισμόν και αποκατάστασιν βλάβης του δικτύου της γραμμής Στενίκλαρο-Ζερμπίνια-Ρευματιά, συνεπεία της οποίας είχε διακοπή η παροχή ρεύματος εις την περιοχήν της γραμμής ταύτης, εν τη θέσει "Λ.**" περιφερείας Κ. Μ.*, επέφερε τον θάνατον του Ε.Π.**, βοηθού τεχνίτου του συνεργείου του, εξ ελλείψεως της προσηκούσης προσοχής, ην ώφειλεν εκ των περιστάσεων και ηδύνατο να καταβάλη. Ειδικώτερον ο κατηγορούμενος, κατά τον έλεγχον της ως άνω γραμμής, προς εντοπισμόν της βλάβης του δικτύου, προκειμένου να απομονωθή τμήμα τούτου εκ της ηλεκτρικής ενεργείας, ενώ ο Ε.Π., βοηθός του, ανήλθε κατ` εντολήν του επί τίνος στύλου της ΔΕΗ και προέβη εις την λύσιν των "γεφυρών", χωρίς ν` αντιληφθή, λόγω της απειρίας του, την βλάβην των μονωτήρων, συνεπεία της οποίας εγένετο διαρροή του ηλεκτρικού ρεύματος, ούτος (κατηγορούμενος) παρέλειψε μετά ταύτα να προβή, ως υπεχρεούτο εκ των καθηκόντων του, ως προϊσταμένου του συνεργείου, επιφορτισμένου με την ασφάλειαν των μελών αυτού, εις την επιβαλλομένην επιθεώρησιν της εκτελεσθείσης υπό του ειρημένου βοηθού του εργασίας, και συγκεκριμένως παρέλειψε να ελέγξη, αν οι μονωτήρες του στύλου ήσαν εν καλή καταστάσει, τούθ` όπερ απετέλει προϋπόθεσιν προς απομόνωσιν του αναγκαίου τμήματος της εν λόγω γραμμής, δεδομένου ότι αναγκαίως θα επηκολούθει η αποκατάστασις της βλάβης, ήτοι η αντικατάστασις των εφθαρμένων μονωτήρων, εις ους και μόνον ωφείλετο η παρατηρηθείσα διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος, ούτω δε, λόγω της παραλείψεως του ταύτης, υπέστη ο παθών ηλεκτροπληξίαν, όταν εν απουσία του κατηγορουμένου ανήλθεν επί του στύλου προς έλεγχον, με αποτέλεσμα να αποβιώοη μετά τινας ημέρας, εξ υπαιτιότητος του κατηγορουμένου, ο οποίος δεν προείδε το επελθόν αποτέλεσμα. ` Οθεν ταύτα δεξάμενον το άνω Εφετείον και ακολούθως κήρυξαν τον αναιρεσείοντα ένοχον ανθρωποκτονίας εξ αμελείας εις βάρος του ανωτέρω παθόντος, διέλαβεν εν τη αποφάσει του την εκ του Συντάγματος και του ΚΠΔ επιβεβλημένην κατά τα προεκτεθέντα ειδικήν και εμπεριστατωμένην αιτιολογίαν, ο δε περί του εναντίου πρώτος λόγος της υπό κρίσιν αιτήσεως αβάσιμος και απορριπτέος κρίνεται. -
- ΑΠ 1047/1983 (ΝΟΜΟΣ)
Εν προκειμένω, ως προκύπτει εκ της προσβαλλομένης αποφάσεως, το εκδόν ταύτην Εφετείον, κατ` εκτίμησιν των αποδείξεων, εδέξατο ως προκύψαντα εκ της αποδεικτικής διαδικασίας, κατά την περί πραγμάτων ανέλεγκτον κρίσιν του, τα εξής πραγματικά περιστατικά. Κατά τον εν τη αποφάσει αναφερόμενον τόπον και χρόνον ο ηλικίας 13 ετών Δ.Σ.**, καταπεσών εξ υψώματος, υπέστη ρωγμώδες κάταγμα του κρανίου και απώλεσε προς στιγμήν τας αισθήσεις του. Μετά ταύτα, συνελθών περιεπάτισε μόνος και ωμίλησε κανονικώς. Εν συνεχεία ωδηγήθη υπό του πατρός του, μετά παραπομπήν του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου Αθηνών (Ρυθμιστικού), εις το Νοσοκομείον Παίδων "Αγία Σοφία", ίνα τω παρασχεθούν αι. πρώται βοήθειαι και να κριθή εάν υπήρχε κίνδυνος και τίνα μέτρα έδει να ληφθούν προς αντιμετώπισίν του. Την ημέραν εκείνην εφημερεύωνιατρός ήτο ο κατηγορούμενος, ο οποίος εξήτασε τον τραυματισθέντα παίδα και περιεποιήθη το εν τη κεφαλή τραύμα του. Εν συνεχεία, μετά από επιμονήν του πατρός, ο οποίος τω αφηγήθη ου μόνον τας παριστάσεις του τραυματισμού του υιού του, αλλά και την επακολουθήσασαν απώλειας της συνειδήσεως, ο κατηγορούμενος υπέβαλε τον τραυματίαν εις ακτινολογικόν έλεγχον. Εκ των δύο δε ακτινογραφιών της κεφαλής κατά μέτωπον και προφίλ, ας εξήτασε, έπρεπε καταβάλλων εξειδιασμένην επιμέλειαν, ην ώφειλε και ηδύνατο να καταβάλη ως ιατρός, να διάγνωση, ότι υπήρχε πιθανόν κάταγμα εις το κρανίον και εάν είχεν αμφιβολίας, να διάταξη επανάληψιν του ακτινογραφικού ελέγχου. Οπωσδήποτε όμως ώφειλε να κράτηση τον τραυματίαν εις το νοσοκομείον. Ιδιαιτέρως κρίσιμον και ανησυχητικήν έπρεπε να θεώρηση, κατά τα πορίσματα της ιατρικής επιστήμης και πρακτικής, την ολιγοχρόνιον έστω απώλειαν των αισθήσεων. Το ότι ηκολούθησε φαινομενική αποκατάστασις του τραυματισθέντος δεν έπρεπε να τον καθησύχαση διότι το φαινόμενον τούτο δεν είναι σπάνιον. Η όλη πάντως εικών, εν συνδυασμώ προς το πιθανόν κάταγμα του κρανίου, όπερ έπρεπε να είχε διαγνώσει, συν τη πληροφορία περί απώλειας των αισθήσεων, έπρεπε να είχον ωδηγήσει τον κατηγορούμενον εις την κρίσιν και την απόφασιν να κράτηση τον ασθενή εν τω νοσοκομείο, ένθα θα ήτο δυνατή η αντιμετώπισις επιπλοκών ή δυσμενών εξελίξεων. Όμως ο κατηγορούμενος, εξ αμεριμνησίας και επιπολαιότητος, καθησύχασε τον πατέρα, και απέκρουσε την εισαγωγήν του τραυματισθέντος εν τω νοσοκομείο. Αποτέλεσμα της τοιαύτης απρονοησίας και ελαφρότητος αυτού υπήρξεν ο θάνατος του ασθενούς. Διότι από το κάταγμα εδημιουργήθη εξωμηνιγγικό αιμάτωμα, του οποίου η αντιμετώπισις οίκοι ήτο αδύνατος. Ενώ, αν παρέμενεν εν τω νοσοκομείω θα ·ήτο δυνατή, με θεραπευτικά μέσα γνωστά και πρακτικώς εφαρμόσιμα, οπότε ο ασθενής θα είχε διασωθεί οπωσδήποτε. Μετά ταύτα το δίκασαν Εφετείον, κήρυξαν ένοχον τον κατηγορούμενον επί ανθρωποκτονία εξ αμελείας, ασαφείς διέλαβεν αιτιολογίας, ως προς την δυνατότητα διαγνώσεως υπό του κατηγορουμένου, καταβάλλοντος την εκ του επαγγέλματος του επιβαλλομένην συνήθη επιμέλειαν, της ρηθείσης επιπλοκής, εφ` όσον, όπως δέχεται το κάταγμα του κρανίου δεν ήτο δεδομένον, αλλά πιθανόν, και περαιτέρω ως προς την δυνατότητα αντιμετωπίσεως της επιπλοκής ταύτης δια θεραπευτικών μέσων γνωστών και πρακτικώς εφαρμόσιμων, εφ` όσον ουδόλως προσδιορίζεται ποία είναι ειδικώτερον τα μέσα ταύτα. Ίνα δύναται κριθή και η ύπαρξις ή μη αντίκειμενικού αιτιώδους ουνδέσμου μεταξύ της ρηθείσης παραλείψεως του κατηγορουμένου και του επελθόντος θανατηφόρου αποτελέσματος. Ούτω δε καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής εφαρμογής του νόμου, στερούμενης της αποφάσεως νομίμου βάσεως. Οθεν δέον όπως αναιρεθή η προσβαλλομένη απόφασις δι` εκ πλαγίου παράβασιν των προπαρατεθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, κατ` άρθρον 510 §1 στοιχ. Ε ΚΠοινΔ και τον τοιαύτην έννοιαν έχοντα μοναδικόν του αναιρετηρίου λόγον, παραπεμφθή δε υπόθεσις προς νέαν συζήτησιν εις το αυτό, δικαστήριον, ούσης εφικτής της συνθέσεως αυτού εξ άλλων δικαστών (αρθρ. 518 §2 και 519 ΚΠοινΔ). -
- ΑΠ 1498/1986(ΝοΒ 1986, σελ. 1637)
Οι γενικοί διευθυνταί ή ιδιόκτητοι απαλλάσσονται της ποινικής διώξεως, εφ` όσον έχουσιν τεχνικόν διευθυντήν της επιχειρήσεως, υπό την άμεσον επίβλεψιν ή διαταγήν του οποίου διατελεί το εργαζόμενον προσωπικόν, και εφ` όσον εξετέλεσαν εγκαίρως τα παρ` αυτού, ή υπό της επιθεωρήσεως εργασίας, υποδειχθέντα μέτρα. Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει, ότι μεταξύ εκείνων που έχουν υποχρέωση να μεριμνούν για την καλή λειτουργία των εργαζομένων σ` αυτά κατά κινδύνου ζωής, υγείας κλπ. είναι και ο διευθυντής εταιρικής επιχειρήσεως, άσχετα αν είναι γενικός ή τεχνικός διευθυντής και ότι καθένας απ` αυτούς τους διευθυντές απαλλάσσεται της ποινικής διώξεως με ορισμένες προϋποθέσεις (όπως πιο πάνω αυτές καθορίζονται). Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφαση (όπως προκύπτει απ` αυτή) ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος του ότι "την 9ην Σεπτεμβρου 1981 και περί ώραν 19.00, Α) εν τω εργοταξίω σιδηροκραμάτων Α., εξ αμελείας του, δηλονότι ένεκεν ελλείψεως της προσοχής ην ώφειλεν εκ των περιστάσεων και ηδύνατο να καταβάλει, επέφερε τον θάνατον ετέρου, μη προϊδών το εκ της πράξεως του ταύτης παραχθέν αξιόποινον αποτέλεσμα, όπερ ηδύνατο να αποτρέψει εάν κατέβαλεν την απαιτουμένην επιμέλειαν. Ειδικώτερον ο ρηθείς κατηγορούμενος Α.Π., μηχανολόγος μηχανικός ων της Εταιρείας "Χ. και Σια" υπό τον διακριτικόν τίτλον "Ε" αρμόδιος δια την συντήρησιν των μηχανημάτων της ως είρηται εταιρείας, δεν έλαβεν τα ενδεικνυόμενα μέτρα ουδέ εμερίμνησεν δια την ασφαλή λειτουργίαν του συστήματος ανελκυοτήρος ενός μηχανήματος (πασσαλοπλήκτου) της εταιρείας Η., με αποτέλεσμα κατά την ανύψωσιν αυτού να αποκοπή το συρματόσχοινο του ανελκυστήρος και να καταπέση ούτος (ανελκυστήρ) εξ ύψους 12 μέτρων και να υποστή ο εν αυτώ εργαζόμενος Α.Δ., ρήξιν καρδίας και αριστερού πνεύμονος εκ πολλαπλών καταγμάτων του αριστερού ημιθωρακίου, συνεπεία των οποίων επήλθεν ο θάνατος αυτού. Πλέον ειδικώτερον ενώ είχε υποστεί φθοράν το σημείον επαφής της καστανιάς μετά του πύρου έλξεως του φορείου, δεν προέβη εις την αντικατάστασίν του, (διότι άλλως δεν ηδύνατο να λειτουργήση το σύστημα ασφαλείας) το δε επέτρεψεν τον χειρισμόν του ανελκυστήρος εις τον βοηθόν χειριστού Θ.Ζ., χωρίς την παρουσίαν του χειριστού Σ.Α., και ούτω συνεπεία της απειρίας του χειριστού και της μη εγκαίρου διαγνώσεως του κινδύνου, όταν το συρματόσχοινο περιελήφθη εις τον δ`ισκον του τύμπανου (μάγουλον βαρούλκου), να αποκοπή τούτο, να μη λειτουργήση το σύστημα ασφαλείας και να επέλθη, συνεπεία της πτώσεως του ανελκυστήρος, ο θάνατος του ειρημένου παθόντος. Β) υπό την ως άνω ιδιότητα του, δεν εμερίμνησε δια την ασφαλή λειτουργία των μηχανημάτων του ως άνω εργοταξίου εις τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται η υγεία των εν αυτώ εργαζομένων". Στο αιτιολογικό της προσβαλλομένης αποφάσεως γίνεται δεκτό, ότι ο αναιρεσείων (κατηγορούμενος) ήταν μηχανολόγος-μηχανικός, επόπτης και υπεύθυνος για την επισκευή και συντήρηση των μηχανημάτων της εταιρικής επιχειρήσεως, καθόλου όμως δεν καθορίζεται, ούτε οπωσδήποτε γίνεται δεκτό, ότι αυτός (κατηγορούμενος) ήταν οιοσδήποτε διευθυντής (γενικός ή τεχνικός) της εταιρικής επιχειρήσεως. Επίσης ενώ γίνεται δεκτό ότι ο κατηγορούμενος ήταν αρμόδιος για επίβλεψη και συντήρηση των μηχανημάτων της επιχειρήσεως αποδίδεται σε αυτόν ευθύνη και για μη αντικατάσταση τμήματος μηχανήματος ("καστάνιας-πύρου έλξεως φορείου") και για το ότι επέτρεψε τον χειρισμόν ανελκυστήρος στον βοηθό του χειριστού αυτού Θ.Ζ., χωρίς να γίνεται δεκτό ότι ο κατηγορούμενος είχε τέτοια διευθυντική αρμοδιότητα, ενώ συγχρόνως γίνεται δεκτό, ότι το συγκεκριμένο αυτό μηχάνημα συντηρεί καθημερινώς ο αδειούχος χειριστής αυτού Σ.Α. Κατά συνέπεια με τις πιο πάνω ελλείψεις και ασάφειες η προσβαλλομένη απόφαση όσον αφορά την πράξη της από αμέλεια ανθρωποκτονίας, δεν έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία[…] -
- ΑΠ 1583/1987 (ΠοινΧρ/1988, σελ. 241)
Μετά από αυτά το Εφετείο εκήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα γιατί αυτός τη νύκτα της 31.3.1982 άφησε τη θύρα της αποθήκης του ανασφάλιστη με αποτέλεσμα ο Α.Σ. που τελούσε υπό την επήρεια οινοπνεύματος και προτίθετο να εισέλθει στο νυκτερινό κέντρο από λάθος ώθησε την θύρα της αποθήκης που άνοιξε ευχερώς λόγω του ανασφαλίστου της κατέπεσε στο υπόγειο και υπέστη βαρεία κρανιοεγκεφαλική κάκωση και κάταγμα κρανίου, από τα τραύματα δε αυτά επήλθεν ο θάνατός του μετά τριήμερο. Σύμφωνα με τα όσα έγιναν δεκτά από το Εφετείο στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για ανθρωποκτονία από αμέλεια που τελέσθηκε δια παραλείψεως και για την ύπαρξη της οποίας απαιτείται όπως ο υπαίτιος έχει ιδιαίτερα νομικήν υποχρέωση προς ενέργειαν που να τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος (άρθρ. 15 ΠΚ). Το Εφετείο όμως ούτε στο αιτιολογικό ούτε στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρει από που ανέκυπτεν η ιδιαιτέρα νομική υποχρέωση του αναιρεσείοντος να κατασκευάσει α) στην κορυφή της κλίμακος της αποθήκης του πλατύσκαλο, β) την κλίμακα που οδηγούσε στην αποθήκη κατά τρόπο ώστε αυτή να μην είναι απότομος και γ) την θύρα του υπογείου με ενσωματωμένο το κλείθρο κατά τρόπο που και με βίαιη ώθηση να μην παραβιάζεται αυτό για να αποτραπεί η επέλευση του αξιοποίνου αποτελέσματος. Δηλαδή δεν προσδιορίζεται αν οι παραπάνω φερόμενες ως υποχρεώσεις του αναιρεσείοντος πηγάζουν από ρητή διάταξη νόμου ή από σύνολο άλλων νομικών διατάξεων ή κάποια άλλη ειδική σχέση ή από προηγούμενη συμπεριφορά του αναιρεσείοντος και ποία ακριβώς γιατί μόνη η αναφορά τραυματισμού στο παρελθόν κατά παρόμοιο τρόπο του κατανομαζόμενου άλλου προσώπου δεν αρκεί για να καλύψει την υπάρχουσα έλλειψη στην απόφασή του. Έτσι όμως όπως έχει η προσβαλλομένη απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως και πρέπει σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1στοιχ. Ε του ΚΠΔ και τους βάσιμους λόγους αναιρέσεως πρώτο του κυρίου δικογράφου και πρώτο, τρίτο και τέταρτο των προσθέτων να αναιρεθεί. -
- ΑΠ 230/1990( ΠοινΧρ/1990, σελ. 2370)
[…]Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό του αιτιολογικού και του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης που την εξέδωσε, δέχτηκε ανέλεγκτα,παραθέτοντας και τα αποδεικτικά στοιχεία τα εξής: Ο κατηγορούμενος ήδη αναιρεσείων, είχε αναλάβει εργολαβικά την εκτέλεση των εργασιών επιχρισμάτων σε οικοδομή που ανεγείρετο στο Νησί-Ημαθίας, επί της οδού Καρασίμου 6. Για την μεταφορά των υλικών επιχρίσεως στον πρώτο όροφο είχε εγκατασταθεί ανυψωτικό μηχάνημα (αναβατόριο) που λειτουργούσε με ηλεκτρικό ρεύμα. Το ηλεκτρικό ρεύμα παρελαμβάνετο με μπαλαντέζα απόοικοδομή που βρισκόταν απέναντι και από τα άκρα ενός ηλεκτρικό λαμπτήρα με προχειρότατο τρόπο, και χωρίς αγωγό γειώσεως. Την 9-8-83,εξ αιτίας της κακής σύνδεσης και φθοράς του ηλεκτροφόρου αγωγό διέρρευσε ηλεκτρικό ρεύμα σε όλο το μηχάνημα του αναβατορίου με συνέπεια όταν ο Ι.Τ., εργάτης που εργαζόταν στον πρώτο όροφο άγγιξε αυτό, να υποστεί ηλεκτροπληξία και από την αιτία αυτή να πεθάνει. Το αξιόποινο αυτό αποτέλεσμα οφείλεται σε αμέλεια του κατηγορουμένου (αναιρεσείοντα), ο οποίος από έλλειψη της προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλλει, δεν προείδε το αποτέλεσμα αυτό και έτσι δεν εμερίμνησε όπως είχε υποχρέωση για την ασφαλή συντήρηση και λειτουργία του ανυψωτικού μηχανήματος ώστε να αποφεύγετο η διαρροή του ηλεκτρικού ρεύματος, πράγμα που θα εξασφαλίζετο εάν είχε αναθέσει την σύνδεση του ηλεκτροφόρου αγωγού με το παραπάνω μηχάνημα σε ειδικό τεχνίτη ηλεκτρολόγο, είχε αντικαταστήσει το φθαρμένο τμήμα του αγωγού και είχε εξοπλίσει το μηχάνημα με αγωγό γειώσεως αυτά όμως παρέλειψε να κάνει. Με τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο που δίκασε και εκήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 28 και 302 του ΠΚ ουδεμία δε αντίφαση υπάρχει μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού της αποφάσεως που να καθιστά αδύνατο τον αναιρετικό έλεγχο, προσέτι δε διέλαβε στην απόφαση του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατευμένη αιτιολογία. -
- ΑΠ 782/1996 (ΠοινΧρ/1997 , σελ. 968)
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που την εξέδωκε, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, που τη στήριξε στα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Αποδείχθηκε ότι στις 3-7-1989 στο πλωτό αντλιοστάσιο της λίμνης Υλίκης (ο κατηγορούμενος) έδωσε εντολή στον εργαζόμενο στην εταιρία Λ. Π. να μεταβεί και προβεί σε ηλεκτρολογική επισκευή του πλωτού αντλιοστασίου της λίμνης, χωρίς να ελέγξει, ως όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε νααντιληφθεί ως εκ του επαγγέλματος του, εάν ο πιο πάνω εργαζόμενος είχε τις κατάλληλες γνώσεις για να προβεί σ` αυτή την εργασία, χωρίς επίσης να τον έχει εφοδιάσει με ειδική προστατευτική στολή εργασίας (μονωτικά γάντια, υποδήματα ασφαλείας) και χωρίς να λάβει επιπρόσθετα μέτρα για την κάλυψη των ηλεκτροφόρων αγωγών του πλωτού αντλιοστασίου με μονωτικά καλύμματα και χωρίσματα, με συνέπεια όλων αυτών την ώρα που επιχειρούσε ο άνω εργαζόμενος να επισκευάσει βλάβη, που είχε παρουσιασθεί στο αντλιοστάσιο, χωρίς να φέρει την άνω προστατευτική στολή και ιδίως γάντια και υποδήματα και δεν είχε και τις απαιτούμενες ηλεκτρολογικές γνώσεις, να υποστεί ηλεκτροπληξία, όταν ήλθε σε επαφή με τα καλώδια, που δεν έφεραν μονωτικά καλύμματα και να επέλθει εξ αιτίας αυτών ο θάνατος του". Με τις παραδοχές αυτές κήρυξε τον αναίρεσείοντα-κατηγορούμενο ένοχο ανθρωποκτονίας από αμέλεια. Ετσι, όμως, η προσβαλλομένη απόφαση δεν περιέχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι, ενώ δέχεται ότι ο θάνατος του παθόντος οφείλεται σε αμελή συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, συνισταμένη στην παράλειψη του να λάβει τα παραπάνω αναφερόμενα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας, όντας προς τούτο υπόχρεος, λόγω του επαγγέλματος και της ιδιότητος του, που δέχεται, δεν εκτίθεται σ` αυτή η ιδιαιτέρα προς τούτο νομική υποχρέωση του, πολύ δε περισσότερο δεν προσδιορίζεται και δεν αιτιολογείται ο επιτακτικός κανόνας από τον οποίο πηγάζει η υποχρέωση αυτή. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ` ουσίαν ο από το άρθρο 510 παρ. 1 εδ. Δ` του Κ.Π.Δ. πρώτος λόγος της αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 519 του Κ.Π.Δ., η υπόθεση προς νέα συζήτηση, στο ίδιο δικαστήριο, αφού η σύνθεση του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή.
________________________________________________________________________________________________
[1] Στ. Παύλου – Γ. Μπέκας, ΠΟΙΝΙΚΟ III, Εγκλήματα κατά της Ιδιοκτησίας, Περιουσίας & Ζωής, σελ. 476
[2] Κ. Βαθιώτης, ΠοινΧρ ΜΗ΄, σελ. 843 επ. και εκεί παραπομπές
[3] Βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου- Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι σε Ι.Μανωλεδάκης, Ποινικό Δίκαιο-Επιτομή γενικού μέρους, 2005,σελ. 354-359.
[4] Ν. Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο. Γενικό Μέρος. Θεωρία για το έγκλημα, 2000, σελ. 164, 240 επ.
[5] Στ. Παύλου – Γ. Μπέκας, ό.π. , σελ. 477-478