ΑΠ 697/2019 – Τμ. Ε' (Ποιν.)
Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι το Δικαστήριο της ουσίας έσφαλε, διότι προκειμένου να σχηματίσει την περί ενοχής της κατηγορουμένης κρίση του για τις αξιόποινες πράξεις, αφενός έλαβε υπόψη του έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο αφετέρου έλαβε υπόψη του ανωμοτί κατάθεση της κατηγορούμενης, η οποία λήφθηκε πριν αυτή αποκτήσει την ιδιότητα της κατηγορουμένης.
Δηλαδή το Εφετείο, προκειμένου να σχηματίσει την περί ενοχής της κατηγορουμένης κρίση του για τις αξιόποινες πράξεις, εκτός των άλλων αποδεικτικών μέσων που διαλαμβάνονται στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασής του, έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε σε βάρος της, με ιδιαίτερη μάλιστα αναφορά σε αυτή δύο φορές, και την ανωμοτί κατάθεση της κατηγορούμενης.
Όμως, όπως προέκυψε από την παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση των πρακτικών, τόσο της προσβαλλόμενης όσο και της πρωτόδικης απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, μεταξύ των εγγράφων που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο δεν περιλαμβάνεται το παραπάνω έγγραφο ούτε το περιεχόμενο του προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα ή από τα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ώστε με την ανάγνωσή τους να θεωρηθεί ως αναγνωσθέν και το συγκεκριμένο έγγραφο.
Επομένως, εφόσον το Δικαστήριο ουσίας που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, για το σχηματισμό της περί ενοχής της κατηγορουμένης και ήδη αναιρεσείουσας κρίσης του, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε το προαναφερόμενο έγγραφο, το οποίο δεν είναι διαδικαστικό, δεν αναφέρεται διηγηματικά στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης, το δε περιεχόμενο του δεν προκύπτει από άλλα παραδεκτώς ληφθέντα υπόψη αποδεικτικά μέσα, έπεται ότι η αναιρεσείουσα δεν μπόρεσε να ασκήσει το από το άρθρο 358 ΚΠΔ δικαίωμά της, δηλαδή να προβεί σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις για το ως άνω έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε και έτσι προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο κατά το βάσιμο περί τούτου, από το άρθρο 510 παρ. 1 Α’ ΚΠΔ λόγο αναίρεσής της.
Επιπρόσθετα το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε σε βάρος της κατηγορουμένης-αναιρεσείουσας, με ιδιαίτερη μάλιστα αναφορά σε αυτήν δύο φορές, την ανωμοτί κατάθεση της κατηγορούμενης ενώπιον της ενεργήσασας ένορκη διοικητική εξέταση υπαλλήλου του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, δυνάμει απόφασης του Διοικητή αυτού, η οποία κατάθεση λήφθηκε πριν αυτή αποκτήσει την ιδιότητα της κατηγορουμένης.
Όμως, όπως έκρινε το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, με το να αξιοποιηθεί αποδεικτικά η προδιαληφθείσα ανωμοτί κατάθεση της αναιρεσείουσας προς στήριξη της καταδικαστικής κρίσης του Δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς την παρουσία συνηγόρου και χωρίς να εξηγηθούν τα από τα άρθρα 103 και 104 του ΠΚ δικαιώματα, παραβιάσθηκε το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής της, και προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ σε συνδ. με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠΔ, κατά το βάσιμο περί τούτου λόγο αναίρεσης.
[…] Στην προκειμένη περίπτωση, o από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ γενόμενος δεκτός λόγος της αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα λόγω της λήψης υπόψη μη αναγνωσθέντος εγγράφου αναφέρεται σε απόλυτη παράβαση της επ' ακροατηρίω διαδικασίας. […]
Αναιρεί την υπ' αριθμ. 12600/30-3-2017 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών