Φωτεινή Σαμαρά Χατζηαναστασίου – τελειόφοιτη Νομικής Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης
Αντιμετωπίζοντας η ανθρωπότητα σύσσωμη σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση σχεδόν οικουμενικού περιορισμού άσκησης ποικίλων θεμελιωδών δικαιωμάτων, επανειλημμένα τίθεται το ζήτημα της συνταγματικότητας των μέτρων κάμψης των ατομικών ελευθεριών. Μολονότι οι συνταγματικές δημοκρατίες τόσο των ΗΠΑ, όσο και της Ευρώπης, δεν ανέχονται την ανεξέλεγκτη κρατική παρέμβαση και αξιώνουν αγώγιμα την αποχή του κράτους από επεμβάσεις επί αμυντικών δικαιωμάτων («status negativus»), προσλαμβάνουν μία εκάστη με διαφορετικό τρόπο την έννοια της «κρίσης» και την αναγκαιότητα ενεργοποίησης του κράτους πρόληψης.
Το ελληνικό Σύνταγμα προστατεύει την αρχή της προσωπικής ελευθερίας στο ά. 5 παρ. 3. το οποίο ορίζει ότι: «H προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστη. Κανένας δεν καταδιώκεται […] ούτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο περιορίζεται, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος». Στοιχειώδης εκδήλωση του δικαιώματος αυτού αποτελεί η ελευθερία κυκλοφορίας και μετακίνησης. Μάλιστα, με την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ο συνταγματικός νομοθέτης θέλησε να επιβάλει τόσο στη διοίκηση, όσο και στον κοινό νομοθέτη, απαγόρευση λήψης ατομικών διοικητικών μέτρων που, μεταξύ άλλων, περιορίζουν την ελεύθερη μετακίνηση και εγκατάσταση στην ελληνική επικράτεια, δηλαδή την ακόμη ευρύτερη προστασία του δικαιώματος.
Συγκεκριμένα, τέτοια μέτρα μπορούν να επιβληθούν μόνο ως παρεπόμενη ποινή δυνάμει απόφασης ποινικού δικαστηρίου. Εξαίρεση στην απαγόρευση αυτή, εντούτοις, επιβάλλει η ερμηνευτική δήλωση άρθρου 5 αναφορικά με τη «λήψη μέτρων που επιβάλλονται για την προστασία της δημόσιας υγείας ή της υγείας ασθενών, όπως νόμος ορίζει». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι επανερχόμαστε στο καθεστώς της «επιφύλαξης υπέρ του νόμου»1, για την προστασία της δημόσιας υγείας, χωρίς αυτή τη φορά την επιπρόσθετη προστατευτική ασπίδα της απαγόρευσης των ατομικών διοικητικών μέτρων, της παρ. 4.
Βέβαια, μια τέτοια επιφύλαξη δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση «εν λευκώ» εξουσιοδότηση ώστε να εισαχθεί νομοθετικά οποιοσδήποτε περιορισμός. Αντίθετα, ο περιορισμός που δύναται να εισαχθεί θα πρέπει αφενός μεν να μην προσβάλει τον πυρήνα του δικαιώματος, αφετέρου δε να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας του ά. 25 του Συντάγματος. Ζήτημα, επομένως, γεννάται ως προς το αν τηρήθηκαν οι ανωτέρω προϋποθέσεις κατά την λήψη των προληπτικών μέτρων προστασίας από την εξάπλωση του κορωναϊού. Θα πρέπει να τονισθεί πως τα μέτρα πληρούν την αρχή της αναλογικότητας, εφόσον είναι πρόσφορα (το περιοριστικό μέτρο να είναι κατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού) και αναγκαία (να μην υπάρχει άλλο λιγότερο επαχθές μέτρο). Ο «πυρήνας» δε προστατεύεται όταν οι περιοριστικοί όροι δεν εκμηδενίζουν δίχως άλλο την κανονιστική αξία του δικαιώματος.
Έτσι, λαμβάνοντας υπόψη και την ανωτέρω ερμηνευτική δήλωση του ά. 5 αλλά και την θετική υποχρέωση της πολιτείας («status positivus») στο ά. 21παρ. 3 του Συντάγματος να λαμβάνει μέτρα για τη διατήρηση (πρόληψη) και την αποκατάσταση της υγείας των πολιτών, προκύπτει πως «το Κράτος έχει ευθεία υποχρέωση προς προστασία της υγείας των πολιτών στους οποίους δίνει το δικαίωμα να απαιτήσουν την πραγμάτωση της αντίστοιχης υποχρέωσης» (πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατέιας). Κρίσιμο είναι εδώ να τονιστεί πως οι παροχές υγείας λαμβάνουν υπόψη τους αντίστοιχους πόρους του κράτους και τα οικονομικά στοιχεία αυτού, πράγμα που σημαίνει πως έρχεται το δικαίωμα σε σύγκρουση με τους την αρχή της εξυπηρέτησης του κρατικού ταμειακού συμφέροντος, εν όψει της προσπάθειας δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας. Επομένως, η ικανότητα αντιμετώπισης του προβλήματος, μαζί με τους οικονομικούς πόρους, σταθμίζονται μαζί με την ανάγκη περίθαλψης και προαγωγής της δημόσιας υγείας.
Από νομική σκοπιά, επομένως, το κράτος όχι μόνο δικαιούται, αλλά μάλιστα οφείλει να λαμβάνει άμεσα, περιοριστικά άλλων ελευθεριών, μέτρα, τα οποία έχουν την έννοια του κατεπείγοντος για την προστασία της δημόσιας υγείας και τηρούν την προαναφερθείσα αρχή της αναλογικότητας (ά. 25 Σ.). Η αρχή αυτή ελήφθη υπόψη από τις ελληνικές αρχές δεδομένου ότι:
1. Tα μέτρα έχουν «προσωρινό χαρακτήρα».
2. Δεν πρόκειται για απόλυτη απαγόρευση των μετακινήσεων, αλλά για περιορισμό των άσκοπων, με στόχο τον περιορισμό των συναθροίσεων και την μείωση των πηγών μετάδοσης του ιού.
3. Ο περιορισμός αποτέλεσε για το ύστατο μέσο για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού, καθώς προηγήθηκαν ηπιότερα μέσα ( υποχρεωτικό κλείσιμο χώρων εστίασης και λοιπών χώρων συνάθροισης και διασκέδασης) δίχως ο κίνδυνος να αμβλύνεται (τα κρούσματα αυξάνονταν).
Από την άλλη πλευρά, αναφορικά με το εξ ίσου διαφιλονικούμενο ζήτημα της αντιμετώπισης της εκδήλωσης της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης του ά. 13 παρ. 1 του Συντάγματος, παρουσιάστηκε μια φανερή δυσανάλογη ελαστικότητα ως προς τον περιορισμό αυτού, όπου μάλιστα ο κίνδυνος διασποράς είναι ακόμα μεγαλύτερος λόγω της ανθρώπινης εγγύτητας και έμμεσης επαφής, καθώς και η συσπείρωση ηλικιωμένων . Ως προς αυτήν θα έπρεπε να έχουν ληφθεί εξ ίσου, ίσως και αυστηρότερα άμεσα μέτρα. Οι ενδεχόμενες συγκρούσεις μεταξύ συνταγματικών δικαιωμάτων πρέπει να καταλήγουν πάντοτε στον καθορισμό του εννοιολογικού τους πυρήνα και την διασφάλιση του περιεχομένου τους. Έτσι, εφόσον τίθεται σε κίνδυνο ανθρώπινη ζωή δεν μπορεί να γίνει επίκληση θρησκευτικών πεποιθήσεων προσβάλλοντας τον πυρήνα του θεμελιώδους αυτού δικαιώματος.
Στο άμεσο μέλλον αναμένεται να κριθεί και η αντιμετώπιση της κρίσης με διακυβερνητικά εργαλεία βάσει του ευρωπαϊκού συνταγματισμού της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης (ά. 2 ΣΕΕ). Tα, ενδεχομένως ήδη αναγκαία, οικονομικά μέτρα στήριξης των εθνικών κρατών θα πρέπει να στηρίζονται σε μια ευρωπαϊκή λογική ενοποίησης και όχι σε αποκλειστικά εθνικές ατζέντες. Μια στενή αντίληψη μονεταριστικών μέτρων δεν αρκεί και θέτει σε κίνδυνο πιθανώς ακόμα και το μέλλον της θεσμικής επιβίωσης. Ο ιός δεν έχει εθνικότητα, είναι «παγκόσμιος» και οι ευρωπαϊκές ηγεσίες θα πρέπει να σταθούν αντάξιες των περιστάσεων, πάντοτε μέσασε ένα πλαίσιο κοινωνικού κράτους δικαίου.
________________________________________________________________________________
1 Ρήτρες που διατυπώνονται με τις λέξεις «όπως νόμος ορίζει», «τηρώντας τους νόμους», εξουσιοδοτούν τον κοινό νομοθέτη για θέσπιση όρων και περιορισμών κατά την άσκηση θεμελιωδών δικαιωμάτων και είναι γνωστές στη θεωρία των θεμελιωδών δικαιωμάτων ως «επιφύλαξη υπέρ του νόμου». (Βλ. Βλαχόπουλο Σπύρο, Θεμελιώδη Δικαιώματα, εκδ. 1η, Νομική Βιβλιοθήκη