ΣτΕ 2691/2019
Διοικητικές κυρώσεις (για την έκδοση ανακριβών ως προς το ποσό αποδείξεων παροχής υπηρεσιών από δικηγόρο) – Αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης φορολογικής κύρωσης.
Διοικητικές κυρώσεις (για την έκδοση ανακριβών ως προς το ποσό αποδείξεων παροχής υπηρεσιών από δικηγόρο) – Αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης φορολογικής κύρωσης – Πεδίο εφαρμογής της ενωσιακής αρχής – Έλλειψη επαρκούς συνδέσμου με το ενωσιακό δίκαιο – Πεδίο εφαρμογής του άρ. 7 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και του άρ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ – Αντίθεση προς τα εν λόγω άρθρα της ΕΣΔΑ της μεταβατικής ρύθμισης της παραγράφου 4 του άρθρου 7 του ν. 4337/2015 – Αναδρομική εφαρμογή της προβλεπόμενης στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου ηπιότερης φορολογικής κύρωσης για έκδοση ανακριβών ΑΠΥ
(Α) Η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης διοικητικής κύρωσης (και, γενικότερα, του ευμενέστερου για τον φορολογούμενο νόμου περί επιβολής διοικητικών κυρώσεων) για παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας αποτελεί γενική αρχή του ημεδαπού φορολογικού δικαίου, με δικαιολογητικό έρεισμα τις συνταγματικές διατάξεις περί ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1) και περί αναλογικότητας των περιορισμών του δικαιώματος επί της περιουσίας (άρθρο 25 παρ. 1 εδαφ. δ΄), οι οποίες δεσμεύουν τον νομοθέτη, όσον αφορά τη ρύθμιση, με διατάξεις μεταβατικού δικαίου, των υποθέσεων επιβολής φορολογικών κυρώσεων που εκκρεμούν ενώπιον της Διοίκησης ή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, όταν αυτός κρίνει ότι η αποτελεσματική πρόληψη και καταστολή των οικείων παραβάσεων μπορεί να επιτευχθεί μέσω της θέσπισης διοικητικών κυρώσεων ηπιότερων σε σχέση με τις ήδη προβλεπόμενες στο νόμο. Σύμφωνα με την εν λόγω αρχή, η οποία έχει το χαρακτήρα κανόνα διαχρονικού δικαίου, ο ευμενέστερος ή μη για τους φορολογουμένους χαρακτήρας του νεότερου νόμου που προβλέπει κύρωση για ορισμένη φορολογική παράβαση δεν κρίνεται γενικώς, αλλά ενόψει της συγκεκριμένης περίπτωσης, κατόπιν σύγκρισης όλων των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων που αφορούν στο χρονικό διάστημα από τη διάπραξη της παράβασης έως και την εκδίκαση της υπόθεσης από το διοικητικό δικαστήριο και εξέτασης ποιά από τις ρυθμίσεις αυτές, εφαρμοζόμενη στο σύνολό της, άγει, κατ’ εκτίμηση των συνθηκών της υπόθεσης, στην ελαφρύτερη κύρωση. Πάντως, η ανωτέρω αρχή δεν έχει πεδίο εφαρμογής, όταν ο νεότερος νόμος περί επιβολής φορολογικών κυρώσεων είτε δεν είναι συγκρίσιμος με τον προηγούμενο είτε συνδέεται αναπόσπαστα με τη θέσπιση νέου, ουσιωδώς διαφορετικού κανονιστικού πλαισίου φορολογίας, ώστε να μην απηχεί διαφορετική εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τον πρόσφορο και αναγκαίο χαρακτήρα των κυρώσεων που προβλέπονταν υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς. Εξάλλου, ο ανωτέρω κανόνας δεν είναι απόλυτος, αλλά μπορεί να καμφθεί από σαφή, αντίθετη νομοθετική διάταξη, η οποία είτε αποκλείει την αναδρομική εφαρμογή της νεότερης, ευμενέστερης για τον φορολογούμενο ρύθμισης είτε την προβλέπει, όχι όμως άνευ ετέρου, αλλά υπό προϋποθέσεις που θίγουν ουσιωδώς τα έννομα συμφέροντα του φορολογούμενου. Ωστόσο, τέτοια νομοθετική διάταξη, ως θεσπίζουσα απόκλιση από την ως άνω θεμελιώδη αρχή, πρέπει να δικαιολογείται επαρκώς (ενόψει και των αναφερόμενων στις προπαρασκευαστικές εργασίες της θέσπισής της), ώστε να συνάδει προς τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας (βλ. ΣτΕ 1438/2018 επταμ.).
(Β) Η υποχρέωση του επιτηδευματία για έκδοση των οριζόμενων στον Κ.Β.Σ. στοιχείων (ακριβούς/αληθούς περιεχομένου) επιβάλλεται με σκοπό την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων του ίδιου και των συναλλασσόμενων με αυτόν (βλ. άρθρο 1 του π.δ. 186/1992 και ΣτΕ 1365/2017 επταμ., 2221/2018). Οι εν λόγω φορολογικές υποχρεώσεις περιλαμβάνουν και τον Φ.Π.Α., ο οποίος όχι μόνο ρυθμίζεται από το ενωσιακό δίκαιο, αλλά συνιστά και ίδιο πόρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.χ. ΔΕΕ μειζ. συνθ. 5.12.2017, M.A.S. και M.B., C-42/17, σκέψη 31). Εξάλλου, από τα άρθρα 2 και 273 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 παρ. 3 ΣΕΕ, συνάγεται ότι τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να λαμβάνουν όλα τα νομοθετικά και διοικητικά μέτρα τα οποία μπορούν να διασφαλίσουν την είσπραξη του συνόλου του Φ.Π.Α. που οφείλεται εντός του εδάφους τους και να καταπολεμούν τη φοροδιαφυγή (βλ. ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, σκέψη 18 και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 26.2.2013, C-617/10, Åkerberg Fransson, σκέψη 25). Τέτοιο μέτρο είναι και η επιβαλλόμενη από τον Κ.Β.Σ. υποχρέωση των επιτηδευματιών για έκδοση φορολογικών στοιχείων ακριβούς περιεχομένου (πρβλ. ΔΕΕ 28.7.2016, C-332/15, Astone, σκέψη 56) και, περαιτέρω, η προβλεπόμενη από το ημεδαπό δίκαιο επιβολή διοικητικών κυρώσεων για παράβαση της εν λόγω υποχρέωσης (βλ. ΣτΕ 2221/2018). Συνεπώς, υπόθεση η οποία αφορά στην επιβολή σε βάρος του επιτηδευματία διοικητικών προστίμων για παραβάσεις έκδοσης εικονικών ή ανακριβών φορολογικών στοιχείων ή παράλειψης έκδοσης φορολογικών στοιχείων παρουσιάζει επαρκή σύνδεσμο με το δίκαιο της Ένωσης, στο μέτρο που συναρτάται με την (μη) τήρηση των υποχρεώσεων για τον Φ.Π.Α. (βλ. ΣτΕ 2221/2018). Αντίθετα, τέτοια υπόθεση δεν παρουσιάζει, κατ’ αρχήν, επαρκή σύνδεσμο με το ενωσιακό δίκαιο, στο βαθμό που συνδέεται με την (μη) εκπλήρωση υποχρεώσεων στο πλαίσιο της φορολογίας εισοδήματος, δεδομένου ότι στο παρόν στάδιο εξέλιξης του ενωσιακού δικαίου, η άμεση φορολογία, όπως είναι η φορολογία εισοδήματος, εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. ΣτΕ 1222/2017, με παραπομπές στη νομολογία του ΔΕΚ/ΔΕΕ) και, συνεπώς, δεν άπτεται, κατ’ αρχήν, της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης (βλ. ΣτΕ 1438/2018 επταμ., 351/2019 επταμ.). Επιπλέον, στην υπό κρίση υπόθεση δεν προκύπτει ότι οι επίδικες πράξεις της φορολογικής αρχής ενέχουν περιορισμό της άσκησης από τον αναιρεσίβλητο θεμελιώδους κοινοτικής ελευθερίας, στοιχείο που θα μπορούσε να θεμελιώσει, κατ’ εξαίρεση, επαρκή σύνδεσμο με το δίκαιο της Ένωσης, εκτός του πεδίου του Φ.Π.Α. (πρβλ. ΣτΕ 1438/2018 επταμ., 351/2019 επταμ.). Η παροχή υπηρεσιών από δικηγόρους υπήχθη σε Φ.Π.Α. από την 1.7.2010 [βλ. τη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 3 του ν. 3842/2010, Α΄ 58 (με την οποία αντικαταστάθηκε η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 περίπτ. ε΄ του ν. 2859/2000 και καταργήθηκε η απαλλαγή από τον Φ.Π.Α. της παροχής δικηγορικών υπηρεσιών), σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 92 παρ. 1 περίπτ. ιστ΄ του ν. 3842/2010]. Ενόψει τούτου και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά παραπάνω, η παρούσα υπόθεση θα παρουσίαζε επαρκή σύνδεσμο με το δίκαιο της Ένωσης (ο οποίος θα ήταν ικανός να έλξει προς εφαρμογή τη γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου περί αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης διοικητικής κύρωσης - πρβλ. ΣτΕ 2957/2013, 2221/2018, 352/2019 επταμ., 1389/2019 επταμ.) μόνον κατά το μέρος της που τυχόν θα αφορούσε στην επιβολή προστίμων για μεταγενέστερες της 1.7.2010 παραβάσεις έκδοσης ανακριβών αποδείξεων παροχής δικηγορικών υπηρεσιών. Ωστόσο, τέτοιο πραγματικό ούτε προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση [η οποία, εξάλλου, στηρίχθηκε στην ημεδαπή – και όχι στην ενωσιακή – αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης φορολογικής κύρωσης ούτε, άλλωστε, επικαλέσθηκε (και, δη, κατά τρόπο ειδικό, ορισμένο και αρκούντως τεκμηριωμένο) ο αναιρεσίβλητος με την προσφυγή του ή με τα δικόγραφα προσθέτων λόγων προσφυγής που υπέβαλε ενώπιον του δικάσαντος Διοικ. Εφετείου. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, δεν προκύπτει, εν προκειμένω, σύνδεσμος με το δίκαιο της Ένωσης, που να έλκει προς εφαρμογή την προαναφερόμενη γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου.
(Γ) Το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ κατοχυρώνει και την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του ευμενέστερου για τον παραβάτη ουσιαστικού “ποινικού” νόμου (βλ. ΕΔΔΑ μειζ. συνθ. 17.9.2009, 10249/03, Scoppola κατά Ιταλίας, σκέψεις 108-109). Δεδομένου ότι το προστατευτικό πεδίο του άρθρου 7 της ΕΣΔΑ καλύπτει και τις περιπτώσεις επιβολής διοικητικών κυρώσεων “ποινικής” φύσης, βάσει κριτηρίων παρόμοιων με εκείνα της νομολογίας Engel για το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ (βλ. ΕΔΔΑ decision 24.11.1998, 38644/97, Brown κατά Ηνωμένου Βασιλείου, ΕΔΔΑ 15.5.2008, 7460/03, Nadtochiy κατά Ουκρανίας, σκέψη 32, ΕΔΔΑ 4.10.2016, 37462/09, Žaja κατά Κροατίας, σκέψεις 86-89 και ΕΔΔΑ 4.6.2019, 12096/14 και 39335/16, Rola κατά Σλοβενίας, σκέψη 54), η προαναφερόμενη αρχή εφαρμόζεται και επί χρηματικών φορολογικών/ τελωνειακών κυρώσεων σημαντικού ύψους (βλ. ΣτΕ 2957/2013, 2221/2018, 351/2019 επταμ., 1389/2019 επταμ.), όπως είναι τα επίδικα πρόστιμα ύψους 239.150,50 και 24.461,89 ευρώ, τα οποία επιβλήθηκαν στον αναιρεσίβλητο. Αλλά και τα (αρκετά μικρότερα) πρόστιμα ύψους 1.758 ευρώ (586 ευρώ Χ 3) και 8.000 ευρώ, που καταλογίσθηκαν στον αναιρεσίβλητο, έχουν επίσης το χαρακτήρα “ποινής” για “αδίκημα”, κατά την έννοια του άρθρου 7 της ΕΣΔΑ, αφενός, διότι σκοπούν στην αποτροπή και στην καταστολή των σχετικών παραβάσεων της φορολογικής νομοθεσίας και, αφετέρου, ενόψει της αυξημένης βαρύτητάς τους, σε σχέση με τις αντίστοιχες παραβάσεις (πρόστιμο ισόποσο με το ύψος της αποκρυφθείσας αξίας συναλλαγής στην περίπτωση του προστίμου 8.000 ευρώ και πρόστιμο ίσο περίπου με το 98% της αποκρυφθείσας αξίας συναλλαγής στην περίπτωση του προστίμου 1.758 ευρώ) [πρβλ., ιδίως, ΕΔΔΑ μειζ. συνθ. της 23.11.2006, Jussila κατά Φινλανδίας, 73053/01, σκέψεις 10 και 37-38 (πρόσθετος φόρος ύψους 308,80 ευρώ, ίσος με το 10% του διαφυγόντος φόρου – εφαρμογή του ποινικού σκέλους του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ), ΕΔΔΑ 4.10.2016, 37462/09, Žaja κατά Κροατίας, σκέψεις 20-22 και 86-89 (τελωνειακό πρόστιμο ύψους 690 ευρώ, με ανώτατο προβλεπόμενο στο νόμο πρόστιμο 14.010 ευρώ – εφαρμογή του άρθρου 7 παρ. 1 της ΕΣΔΑ) και ΕΔΔΑ μειζ. συνθ. 15.11.2016, 24130/11 και 29758/11, Α και Β κατά Νορβηγίας, σκέψεις 138-139 (φορολογικό πρόστιμο ανερχόμενο σε 30% του διαφυγόντος φόρου – εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Πρόσθετου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ)]. Η προαναφερόμενη αρχή της ΕΣΔΑ έχει κανονιστική εμβέλεια ανάλογη με εκείνη της αντίστοιχης αρχής του ημεδαπού φορολογικού δικαίου. Ειδικότερα, δεν είναι απόλυτη, αλλά η εφαρμογή της μπορεί να περιορισθεί από τον κοινό νομοθέτη, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας/δίκαιης ισορροπίας (βλ. ΣτΕ 351/2019 επταμ., 1389/2019 επταμ.). Εξάλλου, εάν παραδεκτώς προβαλλόμενος λόγος προσφυγής ερείδεται στη γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου περί αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης διοικητικής ποινής, η οποία, όμως, δεν δύναται να εφαρμοσθεί, στη συγκεκριμένη υπόθεση, λόγω έλλειψης επαρκούς συνδέσμου της διαφοράς με το δίκαιο της Ένωσης, το διοικητικό δικαστήριο εξετάζει το λόγο και με βάση τον ανωτέρω αντίστοιχο κανόνα της ΕΣΔΑ (βλ. ΣτΕ 351/2019 επταμ.).
(Δ) Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, το Διοικ. Εφετείο απέρριψε ως νόμω αβάσιμο τον ισχυρισμό του ήδη αναιρεσίβλητου ότι τα επίμαχα πρόστιμα έπρεπε να μειωθούν, σύμφωνα με την αρχή (κατά το ενωσιακό και το ημεδαπό δίκαιο) της αναδρομικής εφαρμογής της επιεικέστερης ποινής, σε 2.500 ευρώ ανά χρήση, κατ’ εφαρμογή της διάταξης της περίπτ. η της παραγράφου 1 του άρθρου 54 του ν. 4174/2013 (Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 παρ. 3 περίπτ. α του ν. 4337/2015, σε συνδυασμό με τη διάταξη της περίπτ. ε της παραγράφου 2 του άρθρου 54 του ν. 4174/2013, που προστέθηκε με το άρθρο πρώτο, υποπαρ. Δ.2, περίπτ. 9 του ν. 4254/2014. Η εν λόγω κρίση του δικάσαντος Εφετείου, που δεν πλήττεται από το αναιρεσείον Δημόσιο (και δεν έχει αμφισβητηθεί από τον αναιρεσίβλητο μέσω αίτηση αναίρεσης κατά της προσβαλλόμενης απόφασης), δεν αποτελεί αντικείμενο του ασκούμενου από το Δικαστήριο αναιρετικού ελέγχου στην παρούσα υπόθεση, δοθέντος ότι ίσταται αυτοτελώς σε σχέση με (και είναι αποσπαστή από) την περαιτέρω κρίση του Διοικ. Εφετείου (κατά της οποίας βάλλουν ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγος αναίρεσης) ότι, βάσει της αρχής της αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης φορολογικής κύρωσης, έπρεπε να εφαρμοστούν, εν προκειμένω, οι ευμενέστερες κυρώσεις που προβλέπει η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν. 4337/2015, καθώς και ότι ήταν ανίσχυρες, ως αντικείμενες στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 7 του ίδιου νόμου.
(Ε) Η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του ν. 4337/2015, που ρυθμίζει το ύψος του επιβαλλόμενου προστίμου για παραβάσεις έκδοσης ανακριβών στοιχείων του Κ.Β.Σ., είναι συγκρίσιμη με τη ρύθμιση των διατάξεων του άρθρου 5 παρ. 2 περίπτ. αβ και παρ. 10 περίπτ. α του ν. 2523/1997, λαμβανομένου υπόψη ότι (i) σε αμφότερες τις ρυθμίσεις το ύψος προστίμου ορίζεται ως ποσοστό της αποκρυβείσας αξίας της συναλλαγής, εφόσον η αξία αυτή υπερβαίνει το ελάχιστο προβλεπόμενο όριο και (ii) στις λοιπές περιπτώσεις, προβλέπει ποσό προστίμου ίσο με το ένα τρίτο του οριζόμενου στο άρθρο 5 του ν. 2523/1997. Εξάλλου, η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 7 παρ. 3 του ν. 4337/2015 άγει σε ηπιότερη για τον παραβάτη διοικητική κύρωση έναντι της οριζόμενης από τις ως άνω διατάξεις του ν. 2523/1997. Ενόψει τούτου και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά παραπάνω, ανακύπτει, ενόψει της κατοχυρωμένης στην ΕΣΔΑ αρχής της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης “ποινής”, ζήτημα εφαρμογής ratione temporis της εν λόγω διάταξης του ν. 4337/2015, στα επίδικα πρόστιμα ύψους 239.150,50 ευρώ, 1.758 ευρώ, 8.000 ευρώ και 24.461,89 ευρώ, τα οποία επιβλήθηκαν στον αναιρεσίβλητο και ενσωματώθηκαν στην προσβληθείσα με την προσφυγή του αναιρεσίβλητου απόφαση της Δ.Ε.Δ..
(ΣΤ) Με τις μεταβατικές διατάξεις των εδαφίων δ και ε της παραγράφου 4 του άρθρου 7 του ν. 4337/2015 τέθηκαν προϋποθέσεις για την αναδρομική εφαρμογή της προεκτεθείσας ρύθμισης της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου του ν. 4337/2015 επί των εκκρεμών υποθέσεων ενώπιον της Δ.Ε.Δ. και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Οι εν λόγω προϋποθέσεις θίγουν ουσιωδώς τα έννομα συμφέροντα του φορολογούμενου, δεδομένου ότι του επιβάλλουν να προβεί σε ανέκκλητη δήλωση ανεπιφύλακτης αποδοχής του συνόλου των παραβάσεων εκάστης καταλογιστικής πράξης της φορολογικής Αρχής (με περαιτέρω συνέπεια την υποχρέωση άμεσης πληρωμής του ποσού του τυχόν μη καταβληθέντος ποσού προστίμου, υπολογιζόμενου με βάση τη νέα, ευμενέστερη γι’ αυτόν, διάταξη). Ωστόσο, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ν. 4337/2015 δεν προκύπτει κάποιο στοιχείο που να δικαιολογεί, ενόψει της αρχής της αναλογικότητας/δίκαιης ισορροπίας, την τοιαύτη απόκλιση από την κατοχυρωμένη στην ΕΣΔΑ αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης “ποινής” (πρβλ. ΣτΕ 1389/2019 επταμ.). Παράλληλα, οι διατάξεις των εδαφίων δ και ε της παραγράφου 4 προσβάλλουν αθέμιτα και το κατοχυρωμένο στην ΕΣΔΑ δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής σε δικαστήριο (βλ. άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που εφαρμόζεται, κατά το “ποινικό” του σκέλος, σε σχέση με τα επίμαχα πρόστιμα), δεδομένου ότι παρακινούν τον φορολογούμενο (προκειμένου να επωφεληθεί της νεότερης, ευμενέστερης γι’ αυτόν, διάταξης) να αποδεχθεί το σύνολο των παραβάσεων που του απέδωσε η φορολογική Διοίκηση, ενέργεια που θα είχε ως συνέπεια να μην μπορεί να τις αμφισβητήσει παραδεκτώς με ένδικη προσφυγή (πρβλ. ΣτΕ 1389/2019 επταμ., με παραπομπή στην απόφαση ΔΕΚ 7.6.2007, C-156/04, Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψεις 74-77). Εξάλλου, οι ανωτέρω αθέμιτες προϋποθέσεις συνιστούν ουσιώδες και αναπόσπαστο τμήμα της όλης μεταβατικής ρύθμισης της παραγράφου 4 του άρθρου 7 του ν. 4337/2013 (πρβλ. ΣτΕ 1389/2019 επταμ.). Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η επίμαχη μεταβατική ρύθμιση δεν τυγχάνει εφαρμογής, διότι δεν συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας του περιορισμού των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 παρ. 1 και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (πρβλ. ΣτΕ 1389/2019 επταμ.). Επομένως, σε υπόθεση όπως η παρούσα, εφαρμόζεται ratione temporis η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 7 του ν. 4337/2015, με βάση την απορρέουσα από το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης φορολογικής “ποινής”.