Δόλος του οφειλέτη στη μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών χρεών (Υπερχ. ΑΠ 636/2019)

Ο δόλος, ως μορφή πταίσματος, προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 330 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι "ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νόμιμων αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές". Μόνη η ανάληψη δανειακών υποχρεώσεων, η εξυπηρέτηση των οποίων είναι επισφαλής, δεν αποτελεί στοιχείο δόλου. Ούτε μπορούσε βέβαια να προβλέψει αφενός την οικονομική κρίση που θα ακολουθούσε, που οδήγησε τον ίδιο σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία πληρωμής και αφετέρου το ύψος των περικοπών των μισθών του ιδίου και της συζύγου του, που προκάλεσαν την οικονομική του κατάρρευση.

Η ανάληψη δανειακών υποχρεώσεων, η εξυπηρέτηση των οποίων είναι επισφαλής, προκειμένου να αποτελέσει περιεχόμενο του δόλου θα πρέπει να συνδυάζεται με την γνώση του οφειλέτη κατά την ανάληψη των χρεών ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους, είτε μεταγενέστερα από δική του υπαιτιότητα να χειροτερεύει την οικονομική του θέση με τρόπο που δεν συνάδει με την περιουσία του, το εισόδημά του και την γενικότερη θέση του.

Η κατωτέρω απόφαση μας διατίθεται από το Δικηγόρο Κέρκυρας, Αλέξανδρο Παπαδάτο.

Ακολουθεί η απόφαση :

ΑΠ 636/2019

Κατά την έννοια του άρθρου 576 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν κατά τη συζήτηση της αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως, αν ο απολειπόμενος διάδικος επέσπευσε εγκύρως τη συζήτηση, οπότε συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, ή, αν τη συζήτηση επέσπευσε ο αντίδικος του απολειπομένου διαδίκου, οπότε εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί (ΑΠ 1753/2017, ΑΠ 1747/2017, ΑΠ 242/2015).

Στην προκειμένη περίπτωση από τις υπ' αριθμ. ................... εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Σπυρίδωνα Βόλαρη, τις οποίες προσκομίζει και επικαλείται η αναιρεσείουσα, προκύπτει, ότι μετά από έγγραφη παραγγελία του Πληρεξουσίου Δικηγόρου της αναιρεσείουσας, η οποία επισπεύδει τη συζήτηση της αναίρεσης, αυτή κοινοποίησε νόμιμα και εμπρόθεσμα στις δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη και έκτη των αναιρεσιβλήτων αντίγραφο της αίτησης αναίρεσης με πράξη κατάθεσής της στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και κλήση για να παραστούν κατά την δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης, οι οποίες δεν εμφανίσθηκαν και ούτε κατέθεσαν δήλωση μη παράστασης κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε με την σειρά της από το οικείο πινάκιο. Επομένως, εφόσον οι υπολειπόμενες δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη και έκτη των αναιρεσιβλήτων δεν εμφανίστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, καίτοι κλητεύθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, πρέπει, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 2 περ. α’ και γ' ΚΠολΔ να προχωρήσει η συζήτηση της υπόθεσης παρά την απουσία αυτών.

Με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 ορίζεται ότι "φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο Δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών αυτών και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής". Σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, απαραίτητη προϋπόθεση για την υπαγωγή στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του ν. 3869/2010 είναι ο οφειλέτης να έχει περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του. Ο ν. 3869/2010 θεωρεί δεδομένη την έννοια του δόλου από τη γενική θεωρία του αστικού δικαίου. Στο πεδίο του τελευταίου ο δόλος, ως μορφή πταίσματος, προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 330 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι "ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νόμιμων αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές". Η εν λόγω διάταξη θεσπίζει δύο μορφές πταίσματος, το δόλο και την αμέλεια. Ενώ όμως δίνει ορισμό της αμέλειας, τον προσδιορισμό του δόλου αφήνει στην επιστήμη και τη νομολογία. Η έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή και στο πεδίο του αστικού δικαίου, συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 27 παρ. 1 ΠΚ, που ορίζει ότι "με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης· επίσης όποιος γνωρίζει ότι με την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται". Η τελευταία αυτή διάταξη διακρίνει το δόλο σε άμεσο και ενδεχόμενο. Ορίζει δε ότι με άμεσο δόλο πράττει αυτός που "θέλει" την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό, προβλέπει όμως ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξης του και, παρά ταύτα, δεν αφίσταται αυτής. Αντίθετα, με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξης του και το "αποδέχεται". Η διάταξη αυτή ισχύει και για τις ενοχές άλλων κλάδων του ενοχικού δικαίου και έτσι αποκτά γενικότερη σημασία που ξεπερνά το πλαίσιο της ευθύνης από προϋφιστάμενη ενοχή. Περαιτέρω, από τη διατύπωση της παρ. 1 εδάφ. α' του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 προκύπτει ότι το στοιχείο του δόλου αναφέρεται στην "περιέλευση" του οφειλέτη σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμών. Επομένως, το στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει τόσο κατά το χρόνο ανάληψης της οφειλής όσο και κατά το χρόνο μετά την ανάληψη της τελευταίας. Ο δόλος πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο, είτε είναι αρχικός, είτε είναι μεταγενέστερος. Το κρίσιμο ζήτημα είναι το περιεχόμενο του δόλου και όχι ο χρόνος που αυτός εκδηλώθηκε. Στην περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010, ο οφειλέτης ενεργεί δολίως όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνον ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωσή του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως είτε γνώριζε κατά την ανάληψη των χρεών ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους, είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών.

Συνεπώς, η εξαιτίας του δόλου μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη δεν είναι αναγκαίο να εμφανιστεί μετά την ανάληψη του χρέους αλλά μπορεί να υπάρχει και κατά την ανάληψη αυτού, όταν δηλαδή ο οφειλέτης ήδη από την αρχή, αναλαμβάνοντας το χρέος, χωρίζει ότι με βάση τα εισοδήματά του και τις εν γένει ανάγκες του δεν μπορεί να το εξυπηρετήσει. Περίπτωση ενδεχόμενου δόλου συντρέχει και όταν ο οφειλέτης συμφωνεί με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, προβλέποντας ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες  σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγήσει σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και όμως αποδέχεται το αποτέλεσμα αυτό. Αξίωση πρόσθετων στοιχείων για τη συγκρότηση του δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη κατά την ανάληψη του χρέους, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος ή η παράλειψη του πιστωτικού ιδρύματος να προβεί στις αναγκαίες έρευνες της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου. Ο δόλος του οφειλέτη στη μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών χρεών του περιορίζεται στην Ίτρόθεσή του και μόνο, δηλαδή σε ένα υποκειμενικό στοιχείο, {ωρίς να είναι ανάγκη προσθήκης και άλλων αντικειμενικών στοιχείων όπως είναι, όπως προαναφέρθηκε, η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος και η παράλειψη, από την πλευρά των τελευταίων, να ενεργήσουν την αναγκαία έρευνα, πριν χορηγήσουν την πίστωση, της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη. Τέλος, όπως προκύπτει από την πρόβλεψη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του πιο πάνω άρθρου 1 του ν. 3869/2010, σύμφωνα με την οποία την ύπαρξη του δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής, το επιλαμβανόμενο της υπόθεσης Δικαστήριο ερευνά την ύπαρξη του δόλου όχι αυτεπαγγέλτως, αλλά, όπως είναι αυτονόητο και γι' αυτό παραλείφθηκε στο νόμο, κατά πρόταση πιστωτή, ο οποίος πρέπει να προτείνει τον εν λόγω ισχυρισμό κατά τρόπο ορισμένο, ήτοι με σαφή έκθεση των γεγονότων, που τον θεμελιώνουν και να τον αποδείξει (ΑΠ 65/2017).

Κατά την διάταξη του άρθρ. 560 αριθμ. 1 εδ. α' του Κ.Πολ.Δικ., όπως ίσχυε, τόσο πριν όσο και μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 31/2009, ΑΠ 757/2015). Στην περίπτωση που το Δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση. Με τον λόγο αυτόν δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ (ΑΠ 551/2018, ΑΠ 1753/2017).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αρ. 6 ΚΠολΔ, που είναι ταυτόσημη με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες άντίφοΓτΤκές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου γία την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ.ΑΠ 1/1999).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ πλημμέλεια, διότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Κέρκυρας δικάζον ως Εφετείο, με το να απορρίψει τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας για περιέλευση του αιτούντος οφειλέτη και ήδη πρώτου αναιρεσίβλητου σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των δανειακών υποχρεώσεών του, οφειλόμενη σε δόλο, τον οποίο είχε παραδεκτά προτείνει, παραβίασε ευθέως τις προαναφερόμενες ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 και 330 ΑΚ. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Κέρκυρας απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό ως ουσιαστικά αβάσιμο με τις εξής αιτιολογίες: «...καθόσον δεν αποδείχθηκε δόλος εκ μέρους του αιτούντος ως προς την ανάληψη των χρεών, ότι δηλαδή ο οφειλέτης ήδη από την αρχή, αναλαμβάνοντας τα χρέη, γνώριζε ότι με βάση τα εισοδήματά του και τις εν γένει ανάγκες του δεν μπορεί να τα εξυπηρετήσει.

Ομοίως από κανένα στοιχείο δεν αποδείχτηκε ότι ο αιτών συμφώνησε με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, προβλέποντας ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγήσει σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και όμως αποδέχτηκε το αποτέλεσμα αυτό. Και τούτο διότι κατά το χρόνο ανάληψης των δανειακών υποχρεώσεων (ήδη από το έτος 2000 έως και το έτος 2007) τα εισοδήματα του αιτούντος και της συζύγου ήταν ιδιαίτερα υψηλά δεδομένου ότι ο ίδιος ήταν ιατρός και η σύζυγός του νοσηλεύτρια και λάμβαναν υψηλές αμοιβές, ανερχόμενες στο ποσό των 3.500 ευρώ και 1.600 αντιστοίχως και θεωρούσε (ο αιτών) ότι μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτές τις υποχρεώσεις. Άλλωστε, μόνη η ανάληψη δανειακών υποχρεώσεων, η εξυπηρέτηση των οποίων είναι επισφαλής, δεν αποτελεί στοιχείο δόλου. Ούτε μπορούσε βέβαια να προβλέψει αφενός την οικονομική κρίση που θα ακολουθούσε, που οδήγησε τον ίδιο σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία πληρωμής και αφετέρου το ύψος των περικοπών των μισθών του ιδίου και της συζύγου του, που προκάλεσαν την οικονομική του κατάρρευση...».

Με τις ανωτέρω παραδοχές του το ως Εφετείο δικάσαν Δικαστήριο για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα ότι ο αιτών και ήδη πρώτος των αναιρεσιβλήτων δικαιούνται της προστασίας του Ν. 3869/2010, διότι δεν περιήλθε από δόλο σε μόνιμη και γενική αδυναμία των ληξιπροθέσμων χρεών του, ερμήνευσε ορθά τις ουσιαστικού κανόνα δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1α Ν. 3869/2010, 330 ΑΚ και 27 ΠΚ, διότι τα πραγματικά περιστατικά
που ανελέγκτως αναιρετικά δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, αρκούσαν για να πληρωθεί το πραγματικό των ανωτέρω διατάξεων. Ειδικότερα από τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι ο αιτών και ήδη πρώτος αναιρεσίβλητος περιήλθε, άνευ δόλου (άμεσου ή ενδεχόμενου), σε μόνιμη και γενική αδυναμία εξυπηρετήσεως των ληξιπρόθεσμων χρεών του, καθόσον κατά το χρόνο ανάληψης των δανείων, η οικονομική του κατάσταση ήταν τέτοια που του δημιουργούσε την ττεποίθηση ότι σε κάθε περίπτωση θα ικανοποιούνταν οι απαιτήσεις των πιστωτών του, ότι η κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής στην οποία έχει περιέλθει οφείλεται σε γεγονότα και περιστατικά ανεξάρτητα από τον ίδιο, ενώ παράλληλα ήταν απρόβλεπτα κατά τη σύναψη των εκάστοτε δανειακών συμβάσεων, όσο και κατά το χρόνο μετά την ανάληψη των χρεών του και όπ δεν συνέτρεχε στο πρόσωπό του ούτε αρχικός, αλλά ούτε και μεταγενέστερος δόλος. Τα παραπάνω δεν αναιρούνται από την παραδοχή της προσβαλλομένης απόφασης ότι «...η ανάληψη δανειακών υποχρεώσεων, η εξυπηρέτηση των οποίων είναι επισφαλής, δεν αποτελεί στοιχείο δόλου...», καθόσον η παραδοχή αυτή δεν συνιστά εσφαλμένη ερμηνεία των ως άνω διατάξεων, όπως αβάσιμα διατείνεται η αναιρεσείουσα, αφού η ανάληψη δανειακών υποχρεώσεων, η εξυπηρέτηση των οποίων είναι επισφαλής, προκειμένου να αποτελέσει περιεχόμενο του δόλου θα πρέπει να συνδυάζεται με την γνώση του οφειλέτη κατά την ανάληψη των χρεών ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους, είτε μεταγενέστερα από δική του υπαιτιότητα να χειροτερεύει την οικονομική του θέση με τρόπο που δεν συνάδει με την περιουσία του, το εισόδημά του και την γενικότερη θέση του, στοιχεία που δεν διαλαμβάνονται στην προσβαλλομένη απόφαση. Αντίθετα σε αυτήν διαλαμβάνεται
ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο αιτών προέβλεψε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του, με βάση τις υφιστάμενες οικονομικές του δυνατότητες σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγήσει σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και όμως αποδέχθηκε το αποτέλεσμα. Επομένως, αφού, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης, δεν αποδείχθηκε δόλος του οφειλέτη - πρώτου αναιρεσίβλητου, το Δικαστήριο της ουσίας απορρίπτοντας τον επίμαχο ισχυρισμό - ένσταση της αναιρεσείουσας, ως ουσιαστικά αβάσιμο, δεν παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 και 330 ΑΚ με εσφαλμένη υπαγωγή σε αυτές των πραγματικών περιστατικών, που ανέλεγκτα δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν. Επομένως ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και πρέπει ν' απορριφθεί.

Με τον δεύτερο λόγο της αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, διότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Κέρκυρας δικάζον ως Εφετείο, με αντιφατικές αιτιολογίες απέρριψε τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας για δόλια περιέλευση του αιτούντος οφειλέτη-πρώτου αναιρεσίβλητου σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των δανειακών του υποχρεώσεων και ειδικότερα, ενώ δέχεται την ύπαρξη τόσο του άμεσου όσο και του ενδεχόμενου δόλου ως στοιχείου της δόλιας υπερχρέωσης του κάθε οφειλέτη, στη συνέχεια δέχεται ότι η ανάληψη δανειακών υποχρεώσεων, η εξυπηρέτηση των οποίων είναι επισφαλής δεν αποτελεί στοιχείο δόλου.

Με τις ανωτέρω παραδοχές του, που προαναφέρθηκαν, το ως Εφετείο δικάσαν Δικαστήριο για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ότι ο αιτών και ήδη 1ος αναιρεσίβλητος δικαιούται της προστασίας του Ν. 3869./2010, διότι δεν περιήλθε από δόλο σε μόνιμη και γενική αδυναμία των ληξιπροθέσμων χρεών του, διέλαβε πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία ως προς το κρίσιμο ζήτημα της μη περιέλευσης αυτού από δόλο (άμεσο ή ενδεχόμενο) σε αδυναμία πληρωμής των δανειακών του υποχρεώσεων. Ειδικότερα από τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης πρόκυπτέι ότι το Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε, όπως και στον πρώτο λόγο αναίρεσης αναφέρεται, ότι ο αιτών περιήλθε, άνευ δόλου σε μόνιμη και γενική αδυναμία εξυπηρετήσεως των ληξιπρόθεσμων χρεών του, καθόσον κατά το χρόνο ανάληψης των δανείων, η οικονομική του κατάσταση, την οποία προσδιορίζει, ήταν τέτοια που του δημιουργούσε την πεποίθηση ότι σε κάθε περίπτωση θα ικανοποιούνταν οι απαιτήσεις των πιστωτών του, ότι η κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής στην οποία έχει περιέλθει λόγω σημαντικής συρρίκνωσης των εισοδημάτων του οφείλεται σε γεγονότα και περιστατικά ανεξάρτητα από τον ίδιο, ενώ παράλληλα ήταν απρόβλεπτα κατά τη σύναψη της εκάστοτε δανειακής σύμβασης, όσο και κατά το χρόνο μετά την ανάληψη των χρεών του και ότι δεν συνέτρεχε στο πρόσωπό του, ούτε αρχικός, αλλά ούτε και μεταγενέστερος δόλος. Εξάλλου η παραδοχή της προσβαλλομένης απόφασης ότι: «...η ανάληψη δανειακών υποχρεώσεων, η εξυπηρέτηση των οποίων είναι επισφαλής δεν αποτελεί στοιχείο δόλου», δεν αναιρεί τα παραπάνω και δεν ενέχει αντίφαση με την παραδοχή της προσβαλλομένης ότι ο αιτών δεν τελούσε σε δόλο, όπως αβάσιμα διατείνεται η αναιρεσείουσα στο σχετικό λόγο αναίρεσης, καθόσον για να στοιχειοθετήσει η ανάληψη δανειακών υποχρεώσεων των οποίων η εξυπηρέτηση είναι επισφαλής δόλο, θα πρέπει να συνδυάζεται με τη γνώση κατά την ανάληψη των χρεών ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους, είτε μεταγενέστερα από υπαιτιότητα του δανειολήπτη να χειροτερεύει την οικονομική του θέση με τρόπο που δεν συνάδει με την περιουσία του, το εισόδημά του και τη γενικότερη θέση του, στοιχεία που δεν διαλαμβάνονται στις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης ώστε να δημιουργείται αντίφαση ως προς το στοιχείο του δόλου. Αντίθετα σε αυτήν διαλαμβάνεται, όπως και στον πρώτο λόγο αναίρεσης αναφέρεται, ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο αιτών προέβλεψε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του, με βάση τις υφιστάμενες οικονομικές του δυνατότητες σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγήσει σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και όμως αποδέχθηκε το αποτέλεσμα, παραθέτοντας στη συνέχεια ότι κατά το χρόνο κατάρτισης των ένδικων δανειακών συμβάσεων ο ίδιος ιατρός και η σύζυγός του νοσηλεύτρια λάμβαναν υψηλές αποδοχές ανερχόμενες στο ποσό των 3.600 ευρώ και 1.600 ευρώ αντιστοίχως, οπότε θεωρούσε ότι μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις αυτές. Εξάλλου, πλεοναστικά, το ως Εφετείο δικάσαν Δικαστήριο και ως επιχείρημα για την έλλειψη δόλου περί της οποίας υπάρχει σαφής παραδοχή, κατά τα εκτεθέντα, αναφέρει τα παραπάνω. Η πλεοναστική αυτή παραδοχή δεν επιδρά στη διαμόρφωση του διατακτικού της απόφασής του που αυτοτελώς στηρίζεται στις λοιπές παραδοχές του αιτιολογικού της απόφασης. Επομένως, το Δικαστήριο της ουσίας, απορρίπτοντας τον εν λόγω ισχυρισμό - ένσταση της αναιρεσείουσας, ως ουσιαστικά αβάσιμο, διέλαβε πλήρεις σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία και ο σχετικός δεύτερος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.

Με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, διότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Κέρκυρας δικάζον ως Εφετείο, μετά την παραδοχή ότι ο πρώτος των αναιρεσιβλήτων έχει περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών του οφειλών, όχι από δόλο, άμεσο ή ενδεχόμενο άλλα από αμέλεια, έπρεπε, πέραν του ότι αναφέρεται και στα δύο είδη αμέλειας (ενσυνείδητη - ασυνείδητη), να παραθέσει το νόμιμο λόγο, για τον οποίο η συμπεριφορά αυτή συνιστά ενσυνείδητη αμέλεια καί όχι ενδεχόμενο' δόλο, να αιτιολογήσει δηλαδή για ποιό λόγο αυτά τα πραγματικά γεγονότα δεν καταδεικνύουν αποδοχή του ζημιογόνου γεγονότος, ήτοι της αδυναμίας πληρωμών, έτσι ώστε να θεμελιώνεται το στοιχείο του ενδεχόμενου δόλου.

Σχέτικά με τον παραπάνω τρίτο αναιρετικό λόγο η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε κατά λέξη τα εξής: «Ακόμη δε κι αν ήθελε υποτεθεί ότι ο αιτών βαρύνεται με υπαιτιότητα για την περιέλευσή του σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών, αυτή συνίσταται στην έλλειψη της προσοχής που όφειλε και μπορούσε να καταβάλει σύμφωνα με τις περιστάσεις (αμέλεια), συνεπεία της οποίας προέβλεψε την αδυναμία του να εκπληρώσει τις δανειακές του υποχρεώσεις, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν, και όχι σε δόλο (άμεσο ή ενδεχόμενο), όπως ήδη αναλυτικώς εκτέθηκε». Η παράθεση στην προσβαλλόμενη απόφαση της κατά τα άνω αιτιολογίας είναι πλεοναστική και διατυπώθηκε κατά την πορεία του δικανικού συλλογισμού του Μονομελούς Πρωτοδικείου, προς άντληση επιχειρήματος υπέρ της ως άνω αναφερόμενης κύριας αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, περί έλλειψης δόλου (άμεσου ή ενδεχόμενου). Η πλεοναστική αυτή παραδοχή δεν επιδρά στη διαμόρφωση του διατακτικού της απόφασης, που αυτοτελώς στηρίζεται στις λοιπές σαφείς παραδοχές περί ελλείψεως δόλου του αιτιολογικού. Συνεπώς, από την παραπάνω επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν ιδρύεται ο παραπάνω λόγος αναίρεσης, ο οποίος είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

Μετά από αυτά η κρινόμενη αιτίαση αναίρεσης πρέπει ν' απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε' ΚΠολΔ, όπως ισχύει και εφαρμόζεται στην προκειμένη υπόθεση μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που ισχύει κατ' άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 αυτού, για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από 1-1-2016). Στην παρούσα απόφαση δεν περιλαμβάνεται διάταξη για τα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 6 εδ. β’ του ν. 3869/2010, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη (ΑΠ 156/2018, ΑΠ 1208/2017).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30.11.2017 αίτηση για αναίρεση της 1094/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κέρκυρας, δικάζοντος ως Εφετείου, κατά την Εκουσία Δικαιοδοσία. Και
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Μαΐου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Ιουνίου 2019.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Leave a reply