ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΥΡΕΙΑΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ ΕΔΔΑ
Guðmundur Andri Ástráðsson κατά Ισλανδίας της 01.12.2020 (αριθ. προσφ. 26374/18)
Δικαίωμα διαδίκου να δικαστεί από δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως. Διορισμός δικαστή. Κριτήρια για την νομιμότητα διορισμού δικαστή. Παραβίαση δίκαιης δίκης γιατί συμμετείχε στη σύνθεση του Εφετείου δικαστίνα που διορίστηκε παρανόμως.
Tο Εφετείο της Ισλανδίας ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του 2018. Σύμφωνα με τον νόμο, μια ειδική Επιτροπή αξιολόγησης έπρεπε να αξιολογήσει τους υποψηφίους για τις θέσεις των αρχικών 15 δικαστών. Όταν αυτή η Eπιτροπή επέλεξε τους 15 πιο κατάλληλους υποψηφίους για τη θέση αυτή, η Υπουργός Δικαιοσύνης συνέταξε τη δική της λίστα, συμπεριλαμβανομένων μόνο 11 από τους υποψηφίους που είχε εγκρίνει η Επιτροπή, προσθέτοντας 4 επιπλέον υποψηφίους δικαστές από αυτούς που δεν είχαν επιλεχθεί και είχαν κατατάχθηκαν πολύ χαμηλά από την Επιτροπή. Τελικά η Υπουργός διόρισε τους δικαστές από τη δική της λίστα.
Ο προσφεύγων καταδικάστηκε τον Μάρτιο του 2017 για οδήγηση χωρίς έγκυρη άδεια και υπό την επήρεια ναρκωτικών. Στη συνέχεια άσκησε ένδικο μέσο κατά της απόφασης και επρόκειτο να εκδικαστεί η υπόθεσή του από το νεοϊδρυθέν Εφετείο.
Ο προσφεύγων καταδικάστηκε για παραβίαση διατάξεων Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και συγκεκριμένα για οδήγηση χωρίς άδεια ικανότητας και υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών. Στη σύνθεση του Εφετείου το οποίο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, συμμετείχε μία δικαστίνα που είχε διοριστεί παρά το νόμο γιατί επιλέχθηκε από την Υπουργό ενώ ήταν επιλαχούσα στην κατάταξη των υποψηφίων, παρά την αντίθετη γνώμη της αρμόδιας Επιτροπής και χωρίς να γίνει ονομαστική ψηφοφορία από το Κοινοβούλιο για κάθε υποψήφιο χωριστά, όπως απαιτούσε ο νόμος.
Το Στρασβούργο επισήμανε ότι το δικαίωμα σε ένα «δικαστήριο που έχει συσταθεί από το νόμο» δεν πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά, ώστε να υπάρχει κίνδυνος τυχόν παρατυπιών στη διαδικασία δικαστικού διορισμού και να διακυβεύεται το εν λόγω δικαίωμα αλλά ούτε να διακυβεύεται η εμπιστοσύνη του κοινού στη δικαιοσύνη.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου όρισε 3 κριτήρια για το έλεγχο της νομιμότητας διορισμού δικαστών τα οποία εφάρμοσε στην υπό κρίση υπόθεση.
1ο κριτήριο: αν υπήρξε πρόδηλη παραβίαση του εσωτερικού δικαίου.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι κατά την επιλογή της δικαστίνας, η αρμόδια Υπουργός δεν είχε παράσχει επαρκείς λόγους για τη διαφοροποίησή της από την πρόταση αξιολόγησης της Επιτροπής επιλογής και είχε παραβιάσει τη διάταξη για χωριστή ψηφοφορία στη βουλή για καθένα των υποψηφίων, κάνοντας μια γενική ψηφοφορία για όλους.
2ο κριτήριο: εάν οι παραβιάσεις του εσωτερικού δικαίου αφορούσαν οποιονδήποτε θεμελιώδη κανόνα δικαστικού διορισμού.
Το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι σύμφωνα με την εγχώρια νομοθεσία η Υπουργός κατ’ εξαίρεση, μπορούσε να παρεκκλίνει σε κάποιο βαθμό από την εκτίμηση της Επιτροπής, και η χρήση αυτής της διακριτικής ευχέρειας παρέμενε υπό κοινοβουλευτικό έλεγχο. Η Υπουργός Δικαιοσύνης όμως δεν αιτιολόγησε επαρκώς την επιλογή της υποψηφίας και ο διορισμός της δικαστίνας προφανώς στηρίζονταν σε πολιτικά κίνητρα, το δε Κοινοβούλιο δεν είχε εκπληρώσει το καθήκον του ως εγγυητής της νομιμότητας της διαδικασίας διορισμού δικαστών,
3ο κριτήριο: Εάν έγινε αποκατάσταση των παραβιάσεων στη σύνθεση του Δικαστηρίου από τα εθνικά δικαστήρια.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι το εγχώριο Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχτηκε τους επίμαχους υπό αμφισβήτηση διορισμούς επειδή είχαν πλέον ολοκληρωθεί και δεν εξέτασε τυχόν παρατυπίες σε αυτούς. Κατά συνέπεια ούτε το Ανώτατο Δικαστήριο εξισορρόπησε την ανάγκη για ασφάλεια δικαίου και σεβασμού του νόμου.
Το ΕΔΔΑ ότι λόγω της μη τήρησης των παραπάνω τριών κριτηρίων διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο που είχε συσταθεί σύμφωνα με το νόμο (άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ).
Επιδίκασε στον προσφεύγοντα 20.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.