Υπάρχουν περιπτώσεις, όπου η αιτία έκδοσης της επιταγής εκλείπει, όπως στην περίπτωση εμπορικής συναλλαγής κατά την οποίαν ο πωλητής δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του έναντι του αγοραστή, ή επέρχεται απώλεια του σώματος της επιταγής, οπότε ο εκδότης της μπορεί να βρεθεί ανεπανόρθωτα εκτεθειμένος και να κινδυνεύσει να καταβάλλει αχρεωστήτως το ποσό που αντιστοιχεί σε αυτήν. Έτσι λοιπόν, ζητεί την ανάκληση της επιταγής.
Εχει υποστηριχθεί η άποψη ότι η ανάκληση της επιταγής ισοδυναμεί με τη μη ύπαρξη διαθέσιμων κεφαλαίων. Στην εν λόγω περίπτωση, αν η Τράπεζα υπακούσει στην εντολή του εκδότη- πελάτη της, δηλαδή στην απαγόρευση να διαθέσει τα κεφάλαια που έχει στο λογαριασμό του για την πληρωμή του κομιστή και δεν πληρώσει τελικά το ποσό της επιταγής, τότε τα υπάρχοντα κεφάλαια ισοδυναμούν με μη διαθέσιμα και η γνώση των περιστατικών αυτών από τον εκδότη είναι αυτόδηλη. Στην περίπτωση, μάλιστα, αυτή, ο εκδότης διαπράττει το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Απο αυτήν την κίνηση προκύπτουν οι ακόλουθες ευθύνες.
ΑΔΙΚΟΠΡΑΚΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ
Όπως αναγράφεται στο άρθρο 914 Α.Κ. :
“ Όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει”[1].
Ως διαφαίνεται, για να γεννηθεί αστική ευθύνη προς αποζημίωση απαιτείται η συνδρομή τριών στοιχείων :
α) νόμιμου λόγου ευθύνης
β) ζημίας, και
γ) αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ ζημίας και νομίμου λόγου ευθύνης[2].
Ενόψει δε ειδικώς ευθύνης εξ αδικοπραξίας (άρθρο 914 Α.Κ.[3]), εκ του συνόλου των νομίμων λόγων ευθύνης, η προσοχή επικεντρώνεται στο αδίκημα, δηλαδή στην παράνομη και υπαίτια ανθρώπινη συμπεριφορά.
Από πλευράς του δικαίου της αποζημιώσεως[4], σύμφωνα με την αντικειμενική θεωρία, το άρθρο 914 Α.Κ. αποτελεί “λευκό κανόνα δικαίου”, μη ορίζοντας εκείνο ποιες πράξεις απαγορεύονται ή ποιες πράξεις επιβάλλονται, αλλά απλώς παραπέμποντας για το χαρακτηρισμό μιας πράξης ή μιας παράλειψης ως παράνομης στο σύνολο της νομοθεσίας. Έτσι, λοιπόν, και στο ποινικό δίκαιο, προκειμένου να εφαρμοστεί το άρθρο 914 Α.Κ., με νόμιμο λόγο ευθύνης το “αδίκημα”, ο παράνομος χαρακτήρας της συμπεριφοράς πρέπει να θεμελιωθεί κάθε φορά αυτοτελώς, μέσω του εντοπισμού του απαγορευτικού ή επιτακτικού κανόνα, μέσω της αναγωγής στο σύνολο των κανόνων της έννομης τάξης, συμπεριλαμβανομένων και των ποινικών.
Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται κι η διευρυμένη αντικειμενική θεωρία, σύμφωνα με την οποία “για την έννοια του παρανόμου δεν είναι αναγκαίο να συνιστά η ανθρώπινη συμπεριφορά παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί ότι αποδοκιμάζεται από το θετικό δίκαιο γενικά και τους καθ' όλους σκοπούς του. Δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της πράξης στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή τις επιταγές της έννομης τάξης[5].
Στο σημείο αυτό αναπτύσσεται μία προβληματική σχετικά με την τυχούσα συμπεριφορά ισχύς μιας δικαιϊκής αρνητικής αξιολογήσεως εν ανυπαρξία ενός αντιστοίχου προστακτικού κανόνα, επιτακτικού ή απαγορευτικού της αντιφατικώς αντιθέτου της, συνιστούν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και τις προϋποθέσεις καταφάσεως παραβιάσεως απλού βάρους. Αντιστοίχως, μια συμπεριφορά αντίθετη προς την εκπλήρωση βάρους, είναι μια συμπεριφορά, που αξιολογείται μεν αρνητικά, δεν συνιστά, όμως, παράβαση και αντιστοίχου προστακτικού κανόνα λόγω ανυπαρξίας του, δηλαδή δεν είναι άδικη ή παράνομη υπό την έννοια του άρθρου 914 Α.Κ[6].
Παραβλέποντας, λοιπόν, το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 79 του Νόμου 5960/1933, διαπιστώνουμε, ότι από τον υπόλοιπο νόμο περί επιταγής, ο μόνος προστατευτικός κανόνας, που καταρχάς απορρέει, ως προς τον εκδότη της επιταγής, είναι ένας ατομικός κανόνας συμπεριφοράς, δια του οποίου αυτός επιτάσσεται να καταβάλει το ποσό της επιταγής στον κομιστή της, εφόσον προηγουμένως η επιταγή εμφανίσθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στην πληρώτρια Τράπεζα και δεν πληρώθηκε από μέρους της.
Η υποχρέωση αυτή του εκδότη, που γεννάται υπό τις παραπάνω προϋποθέσεις, σημαίνει γένεση πλήρους ενοχής και δημιουργία χρηματικής οφειλής. Ο εκδότης, εκ του νόμου περί επιταγής έχει απλώς εγγυητική ευθύνη για την περίπτωση της μη εξοφλήσεως της επιταγής από την Τράπεζα. Σε περίπτωση αποφυγής της δημιουργίας τέτοιας ευθύνης, ο εκδότης έχει το βάρος να καλύψει την επιταγή στην Τράπεζα και να την διατηρήσει καλυμμένη μέχρις εκπνοής της προθεσμίας του άρθρου 29 του Νόμου 5960/1933, ώστε ο κομιστής να εισπράξει τα χρήματα με την εμφάνιση της επιταγής στην Τράπεζα.
Ενώ μεν στην συγκεκριμένη αλληλουχία η μη εκπλήρωση του συγκεκριμένου βάρους, της κάλυψης της επιταγής στην πληρώτρια Τράπεζα, συνεπάγεται αυτομάτως και γένεση ευθύνης του εκδότη εκ του νόμου, δηλαδή πληρούται τα στοιχεία του πραγματικού του άρθρου 914 Α.Κ., ωστόσο, ήδη εφόσον η διατήρηση διαθέσιμων κεφαλαίων στην Τράπεζα συνιστά απλό βάρος για τον εκδότη, τότε κατά λογική αναγκαιότητα πρέπει να δεχτούμε, ότι από τον υπόλοιπο νόμο περί επιταγής (εξαιρουμένου του άρθρου 79 Ν. 5960/1933) :
α) δεν απορρέει κανόνας που να απαγορεύει στον εκδότη την έκδοση ακάλυπτης επιταγής[7],
β) δεν απορρέει κανόνας που να επιτάσσει τον εκδότη να καταθέσει ή γενικώς να εξασφαλίσει κεφάλαια στην Τράπεζα προκειμένου να πληρωθεί μέσω αυτής η επιταγή.
γ) δεν απορρέει κανόνας, που να απαγορεύει στον εκδότη να υποδείξει στην Τράπεζα να μη καταβάλει έστω και προ της εκπνοής της προθεσμίας του άρθρου 29 Ν. 5960/1933 ή/και να αποσύρει τα διαθέσιμα κεφάλαιά του.
Όπως επισημαίνει και ο Παμπούκης[8], ο νόμος χαρακτηρίζει έγκλημα το περιστατικό, αποκλειστικά ότι ο εκδότης παραμέλησε το “βάρος” να έχει στην τράπεζα τ' αναγκαία διαθέσιμα κατά το χρόνο που η επιταγή εμφανίστηκε προς πληρωμή, με συνέπεια να μείνει απλήρωτη. Τότε, όμως, το βάρος παύει εξ' ορισμού να είναι βάρος και καθίσταται υποχρέωση.
Τέλος, ο νομοθέτης ανήγαγε στο άρθρο 79 του Νόμου 5960/1933 την έλλειψη προβλέψεως σε ποινικό αδίκημα της μετάπτωσης του βάρους καλύψεως της επιταγής σε υποχρέωση καλύψεώς της, ώστε αυτή να μην είναι γενική, αλλά περιορισμένη, να συμβάλλει δηλαδή μόνο στο μέτρο και υπό τους περιορισμούς που επιβάλλει το άρθρο 79 Ν. 5960/1933, το οποίο ενόψει της γραμματικής διατυπώσεως του, αποκλείει, την περίπτωση να χαρακτηρίζεται ως έγκλημα γενικώς η μη εκπλήρωση του βάρους[9].
ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΤΑΓΗΣ
Κατά το δίκαιο της επιταγής, ο κομιστής που εμφάνισε την επιταγή προς πληρωμή και δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθέσιμων, έχει το δικαίωμα να στραφεί με αναγωγή κατά του εκδότη και των λοιπών υπογραφέων της επιταγής, σύμφωνα με το άρθρο 40 Ν. 5960/1933, και να ζητήσει την έκδοση διαταγής πληρωμής.
Έχει, όμως, το δικαίωμα να ασκήσει αγωγή από αδικοπραξία διότι ο εκδότης της ακάλυπτης επιταγής παραβιάζει ειδικότερα από το άρθρο 79 που καθιερώνει ποινικό αδίκημα και επομένως διαπράττει άδικη πράξη και γι' αυτό ευθύνεται και κατά τα άρθρο 914 Α.Κ[10].
Κατά πάγια σχεδόν άποψη της νομολογίας και της θεωρίας, ο κομιστής ακάλυπτης επιταγής έχει προς ικανοποίησή του δύο δύο αξιώσεις, την αξίωση από την επιταγή και την αξίωση αποζημίωσης από αδικοπραξία. Οι δύο αυτές αξιώσεις μπορούν να ασκηθούν παράλληλα. Συνεπώς, έχουμε να κάνουμε με συρροή αξιώσεων από συμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη, που τείνουν στον ίδιο σκοπό, δηλαδή στην ικανοποίηση της ίδιας παροχής. Αν όμως ικανοποιηθεί η μία απ' αυτές, αποσβήνεται και η άλλη στο μέτρο που καλύπτεται από την πρώτη[11].
Κατ΄ άλλη άποψη, μη κρατούσα όμως, η άσκηση αγωγής από αδικοπραξία αποκλείεται, διότι ο κομιστής έχει αξίωση από την επιταγή που μπορεί να ασκηθεί με άλλα μέσα[12].
Τέλος, με βάση την διάταξη του άρθρου 79 Ν. 5960/1933 προβλέπονται και διοικητικές κυρώσεις. Ειδικότερα, η πληρώτρια Τράπεζα υποχρεούται να αναγγείλει την ακάλυπτη επιταγή στο διατραπεζικό σύστημα “ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ”, πράγμα που συνεπάγεται την καταχώρηση του εκδότη στη μαύρη λίστα, με διάφορες σχετικά δυσμενείς συνέπειες μεταξύ των οποίων τη μη χορήγηση νέων μπλοκ επιταγών[13].
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ – ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΑΚΑΛΥΠΤΗΣ ΕΠΙΤΑΓΗΣ
Όπως είναι ευρέως γνωστό, ακάλυπτη είναι η επιταγή, η οποία εμφανίσθηκε νομότυπα και δεν πληρώθηκε από την τράπεζα επειδή δεν υπάρχει κάλυψη. Ακάλυπτη θεωρείται η επιταγή που δεν πληρώθηκε επειδή δεν υπάρχουν ίδια διαθέσιμα κεφάλαια από πλευράς του εκδότη. Ωστόσο, επικρατεί η άποψη ότι ακάλυπτη επιταγή μπορεί να υπάρξει και σε περίπτωση πρόωρης ανάκλησης της επιταγής.
Ειδικότερα, αναγράφεται στο άρθρο 79 του Νόμου 5960/1933 :
- 1 : “Ο εκδίδων επιταγήν μη πληρωθείσαν επί πληρωτού παρ' ω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής ταύτης, τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον δεκα χιλιάδων δραχμών [...]”[14].
Από την διάταξη αυτή προκύπτει πως το ποινικό αδίκημα της έκδοση ακάλυπτης επιταγής[15] τελείται όταν η επιταγή εμφανιστεί προς πληρωμή οποιαδήποτε ημέρα από την επόμενη του πραγματικού χρόνου έκδοσης μέχρι και την όγδοη ημέρα μετά την αναγραφόμενη στην επιταγή ημερομηνία. Χρόνος τέλεσης του αδικήματος θεωρείται εκείνος στον οποίο η επιταγή εμφανίστηκε προς πληρωμή και βεβαιώθηκε η μη πληρωμή της.
Η ποινική δίωξη του εκδότη ασκείται μετά από έγκληση[16] του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε (μέσα σε προθεσμία 3 μηνών από την ημερομηνία εμφάνισης και μη πληρωμής ή εξ αναγωγής υπόχρεου, ο οποίος τελικά την πλήρωσε και έτσι έγινε κομιστής της[17].
Στο σημείο αυτό αξίζει να κάνουμε ιδιαίτερη αναφορά στο περιεχόμενο του άρθρου 79 Ν.5960/1933 υπογραμμίζοντας τους συναγόμενους κανόνες συμπεριφοράς από το εν λόγω άρθρο. Συγκεκριμένα, στο περιεχόμενο του άρθρου 79 αντιστοιχούν τρεις διαφορετικού περιεχομένου απαγορευτικοί κανόνες συμπεριφοράς :
Κανόνας πρώτος : “αν δεν διατηρεί ο εκδότης τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια Τράπεζα, τότε θα πρέπει να μην εκδίδει επιταγή”.
Ο κανόνας αυτός, ως κανόνας υπό συνθήκη, επικαιροποιείται μόνο όταν δεν διατηρούνται στην πληρώτρια Τράπεζα αντίστοιχα κεφάλαια κατά το χρόνο εκδόσεως.
Κανόνας δεύτερος : “αν προβλέπεται ότι κατά το χρόνο εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή ενδέχεται να μη διατηρηθούν τα διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα, τότε θα πρέπει ο εκδότης να μην εκδίδει επιταγή”.
Και ο κανόνας αυτός, ως κανόνας υπό συνθήκη, επικαιροποιείται μόνο όταν υπάρχει μια τέτοια πρόβλεψη του εκδότη ως υποκειμενικό στοιχείο.
Κανόνας τρίτος : “αν έχει εκδώσει επιταγή ο εκδότης, τότε πρέπει να μην καθιστά τα αντίστοιχα διαθέσιμα στην Τράπεζα κεφάλαια μη διαθέσιμα”.
Ο κανόνας αυτός, ως κανόνας υπό συνθήκη, επικαιροποιείται μόνο όταν έχει προηγηθεί η έκδοση επιταγής.
Συμπερασματικά, εκδότης που αντιφάσκει σε έναν από τους τρεις παραπάνω απαγορευτικούς κανόνες, συνιστά εξ' ορισμού άδικη πράξη που ασφαλώς εμπίπτει στο “παράνομο”, ως πρώτο στοιχείο του πραγματικού του άρθρου 914 Α.Κ., χωρίς αυτό ακόμη να σημαίνει ότι γεννά αξίωση από το άρθρο 914 Α.Κ[18].
Αν και η ανάκληση αυτή δεν δεσμεύει την τράπεζα, δεδομένου ότι η ανάκληση κατά το άρθρο 32 §1 Ν.5960/1933 ισχύει μόνο μετά την έκπνευση της προθεσμίας εμφανίσεως, οι τράπεζες, αν και δικαιούνται να πληρώσουν, σέβονται την ανάκληση αυτή και δεν πληρώνουν, σημειώνοντας στο σώμα της επιταγής ότι δεν την πληρώνουν “λόγω ανακλήσεως, παρά την ύπαρξη επαρκούς υπολοίπου”.
Ο Άρειος Πάγος, όμως, σε σχετικά πρόσφατη νομολογία του, δέχεται ότι η πρόωρη ανάκληση της επιταγής καθιστά τα υπάρχοντα κεφάλαια μη διαθέσιμα για τη συγκεκριμένη επιταγή. Με άλλα λόγια, ότι η πρόωρη ανάκληση αποτελεί εντολή του πελάτη προς τη τράπεζα, να μη διαθέσει τα κεφάλαια που έχει στα χέρια της για την πληρωμή της συγκεκριμένης επιταγής. Συνεπώς, μια εντολή που ισοδυναμεί με απόσυρση συνεπάγεται και έλλειψη των αντίστοιχων διαθέσιμων. Έτσι, η νομολογία αυτή καταλήγει στην εκτίμηση ότι η επιταγή είναι ακάλυπτη και ότι επισύρει μάλιστα και ποινικές κυρώσεις σε βάρος του εκδότη[19].
Εν τέλει,με τον Ν. 3472/2006, ο εξ αναγωγής υπόχρεος είναι αυτός που υφίσταται τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής. Υπό το φως της νέας αυτής διάταξης, η νομολογία υιοθέτησε τελικά την αντίθετη άποψη, ότι ο κομιστής της επιταγής κατ' άρθρο 79 παρ. 5 Ν.5960/1933,είναι ο εξ αναγωγής υπόχρεος, ο οποίος την εξόφλησε και έγινε κομιστής της, οπότε ως αμέσως ζημιούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει αποζημίωση και να υποβάλλει τη σχετική αγωγή[20].
* Η Ντένια Μπιρμπίλη είναι τελειόφοιτη Νομικής ΔΠΘ.
_______________________________________________________________________________________________
[1] Άρθρο 914 Α.Κ.
[2] Σταθόπουλος, “Γενικό Ενοχικό Δίκαιο”, τρίτη έκδοση, 1998, άρθρο 297-298 αριθ. 2. Α.Κ.
[3] Γεωργιάδης- Σταθόπουλος, “Αστικός Κώδιξ, Ερμηνεία κατ' άρθρο”, 1979, άρθρο 914 αριθμ. 7.
[4] Γεωργιάδης- Σταθόπουλος, “Αστικός Κώδιξ, Ερμηνεία κατ' άρθρο”, 1979, άρθρο 914 αριθμ. 6, Κορνηλάκης, “Ειδικό Ενοχικό Ι”, 2002, σελ. 477επ.
[5] Γεωργιάδης- Σταθόπουλος, “Αστικός Κώδιξ, Ερμηνεία κατ' άρθρο”, 1979, άρθρο 914 αριθμ. 21.
[6] Παναγιώτης Μ. Βασιλακόπουλος, “Περί της αδικοπρακτικής ευθύνης του εκδότη ακάλυπτης επιταγής”, Σάκκουλας, 2005, σελ. 78-79.
[7] Κατά την άποψη του Μάρκου, Αρμ. 2002, σελ. 6 επ. εκ. Του άρθρου 3 Ν.5960/1933 συνάγεται επιτακτικός κανόνας διατηρήσεως διαθεσίμων κεφαλαίων στη τράπεζα, με αποτέλεσμα η έκδοση ακάλυπτης επιταγής να παρίσταται όχι ως παράβαση απαγορεύσεως, αλλά ως παράλειψη συμμορφώσεως προς τον επιτακτικό κανόνα που καθ' υπόθεσιν εισάγει το άρθρο 3 του Ν. 5960/1933.
[8] Παρατηρήσεις υπό την ΕφΑθ 9430/2000 σε ΕπισκΕΔ 2001/502.
[9] Παναγιώτης Μ. Βασιλακόπουλος, “Περί της αδικοπρακτικής ευθύνης του εκδότη ακάλυπτης επιταγής”, Σάκκουλας, 2005, σελ. 80-83.
[10] Γεώργιος Δ. Τριανταφυλλάκης, “Εισαγωγή στο δίκαιο των αξιογράφων- Συναλλαγματική, Επιταγή, Αξιόγραφα Κεφαλαιαγοράς & Λοιπά Αξιόγραφα”, Νομική Βιβλιοθήκη, 2008, σελ.203.
[11] Γεώργιος Δ. Τριανταφυλλάκης, “Εισαγωγή στο δίκαιο των αξιογράφων- Συναλλαγματική, Επιταγή, Αξιόγραφα Κεφαλαιαγοράς & Λοιπά Αξιόγραφα”, Νομική Βιβλιοθήκη, 2008, σελ.204.
[12] Έχουμε στην περίπτωση αυτή “Επίταση δόλου”, ΑΠ 1263/2002, ΠοινΧρ 2002, σελ. 423.
[13] Γεώργιος Δ. Τριανταφυλλάκης, “Εισαγωγή στο δίκαιο των αξιογράφων- Συναλλαγματική, Επιταγή, Αξιόγραφα Κεφαλαιαγοράς & Λοιπά Αξιόγραφα”, Νομική Βιβλιοθήκη, 2008, σελ.198-206.
[14] Άρθρο 79 του Νόμου 5960/1933.
[15] ΕφΠατρ. 112/2006, ΕπισκΕΔ 2006, σελ. 617 (σημ. Κ. Παμπόυκη), Εφ.Πατρ. 168/2003, ΕπισκΕΔ 2003, σελ. 840.
[16] Δικαίωμα έγκλησης έχει όχι μόνο ο τελευταίος κομιστής της επιταγής που την εμφάνισε και δεν πληρώθηκε, αλλά και ο οπισθογράφος που έγινε κομιστής πληρώνοντας αναγωγικά την επιταγή μετλα την εμφάνισή της.
[17] Γεώργιος Δ. Τριανταφυλλάκης, “Εισαγωγή στο δίκαιο των αξιογράφων- Συναλλαγματική, Επιταγή, Αξιόγραφα Κεφαλαιαγοράς & Λοιπά Αξιόγραφα”, Νομική Βιβλιοθήκη, 2008, σελ.198-200.
[18] Ι. Μάρκου, “Δίκαιο Επιταγής, Κατ' άρθρο ερμηνεία - Νομολογία Ν. 5960/1933”, Σάκκουλας, 2002, σελ. 118.
[19] Α. Κιάντου- Παμπούκη, “Δίκαιο Αξιογράφων”, Εκδόσεις Σάκκουλα, 1997, σελ. 381.
[20] Γεώργιος Δ. Τριανταφυλλάκης, “Εισαγωγή στο δίκαιο των αξιογράφων- Συναλλαγματική, Επιταγή, Αξιόγραφα Κεφαλαιαγοράς & Λοιπά Αξιόγραφα”, Νομική Βιβλιοθήκη, 2008, σελ.201, ΝοΒ 2007, σελ 1852 επ. Με παρατηρήσεις Μάρκου και Μαργαρίτη.