Με την υπ΄. αριθ. 4978/2022 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών ( Τμήμα 25ο Τριμελές) έγινε δεκτή αγωγή με αίτημα αναγνώρισης της υποχρέωσης του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου προς την καταβολή εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης των εναγόντων εξαιτίας θανάτου συγγενούς τους από νόμιμη πράξη των αστυνομικών οργάνων στο πλαίσιο αστυνομικής επιχείρησης για τη σύλληψη κακοποιών (ΔΠΑ 4978/2022).
Ειδικότερα, το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος το οποίο προβλέπει, ότι: «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους», έχει αναγάγει σε συνταγματικό κανόνα την ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών, συγχρόνως, συνιστά δε διάταξη, στην οποία θεμελιώνεται η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων του που προκαλούν ζημία (βλ. ΣτΕ 3783/2014). Η διάταξη αυτή επιτάσσει την αποκατάσταση της ζημίας, που υφίσταται κάποιος χάριν του δημοσίου συμφέροντος, όπως αυτό εκάστοτε προσδιορίζεται από τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας, εφ’ όσον η ζημία αυτή είναι μη αναμενόμενη, πέραν της συνήθους και υπερβαίνει τα όρια της θυσίας, στην οποία είναι ανεκτό από την έννομη τάξη να υποβάλλονται οι πολίτες χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται λοιπόν ευθέως ότι δύναται να ανακύψει ευθύνη του Δημοσίου προς αποκατάσταση και ζημίας, την οποία υφίσταται κάποιος από νόμιμη, κατ’ αρχήν, ενέργεια των οργάνων του Δημοσίου. Με τις ίδιες προϋποθέσεις μπορεί να επιδικασθεί εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (βλ. ΣτΕ 622/2021, ΔΕφΑθ 1793/2021).
Κατά το σκεπτικό του εν λόγω Δικαστηρίου επί της συγκεκριμένης υποθέσεως εκρίθη ότι, σε περίπτωση που, συνεπεία νόμιμης εκτέλεσης αστυνομικής επιχείρησης για τη σύλληψη κακοποιών, επέλθει θάνατος τρίτου, μη εμπλεκόμενου στην υπόθεση προσώπου, δηλαδή ζημία μη οφειλόμενη σε παρεμβαλλόμενη παράνομη πράξη ή παράλειψη, ανακύπτει ευθέως εκ του άρθρου 4 παρ. 5 σε συνδυασμό και με το άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος (με το οποίο καθιερώνεται η αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης των πολιτών) , ευθύνη του κράτους προς εύλογη χρηματική ικανοποίηση των οικείων του θανόντος λόγω ψυχικής οδύνης. Τούτο δε διότι, στις περιπτώσεις αυτές, η προκαλούμενη από την πραγματοποίηση της αστυνομικής επιχείρησης βλάβη συνιστά υπέρμετρη θυσία για τους ενάγοντες (προσβολή του δικαιώματος στη ζωή μέλους της οικογένειάς τους), χάριν του συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου (βλ. ΣτΕ 622/2021).
Εν προκειμένω διαπιστώθηκε από το ως άνω Δικαστήριο ότι εν μέσω καταδίωξης σε επαρχιακή οδό και ένοπλης συμπλοκής αστυνομικών δυνάμεων με κακοποιούς, τραυματίστηκε σοβαρά στη ράχη από βολίδα των κακοποιών η θυγατέρα και αδελφή των εναγόντων, την ώρα που διερχόταν από το σημείο με το αυτοκίνητό της. Η τραυματίας μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου απεβίωσε κατά τις πρώτες πρωινές ώρες της επόμενης ημέρας με αιτία θανάτου κακώσεις κοιλίας που είχαν προκληθεί από βολίδα πυροβόλου όπλου.
Σημειώνεται ότι η εν λόγω ασκηθείσα αγωγή, σύμφωνα με την οποία το Ελληνικό Δημόσιο υποχρεούται σε καταβολή χρηματικής ικανοποίησης κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 932 του ΑΚ απερρίφθη εν πρώτοις από το ως άνω Δικαστήριο, κατά την κύρια βάση της, έγινε όμως δεκτή κατά την επικουρική βάση της, η οποία θεμελιώνεται στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Η απόρριψη της κύριας βάσης της η οποία και συνάπτεται με τη συνδρομή παράνομης συμπεριφοράς των αστυνομικών οργάνων βασίστηκε στο ότι όμοια αγωγή των εναγόντων είχε ήδη απορριφθεί, ως αβάσιμη στην ουσία της, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό (απόφαση 13708/2017 του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και απόφαση 3182/2019 του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Αθηνών) .
Ως προς την επικουρική δε βάση αυτής, ήτοι , την υποχρέωση του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει αποζημίωση κατ’ ευθεία εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, ανεξαρτήτως της συνδρομής παράνομων πράξεων ή παραλείψεων των οργάνων του, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο θάνατος της συγγενούς των εναγόντων είχε επέλθει κατά την ανταλλαγή πυροβολισμών μεταξύ αστυνομικών και καταδιωκόμενων υπόπτων στα πλαίσια αστυνομικής επιχείρησης για τη σύλληψή τους, ήτοι κατά την εξέλιξη της νόμιμης και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας διοικητικής δράσης των αστυνομικών οργάνων προς εξασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης και προστασίας των πολιτών. Και ναι μεν, από τα στοιχεία της δικογραφίας προέκυπτε ότι η θανούσα είχε τραυματιστεί από βολίδα προερχόμενη από το όπλο ενός εκ των καταδιωκόμενων δραστών, ωστόσο, το δικαστήριο επεσήμανε πως το συμβάν αυτό δεν ήταν άσχετο με την καθ’ όλα νόμιμη επιχειρησιακή απόφαση των αστυνομικών οργάνων να καταδιώξουν το όχημα των υπόπτων, γνωρίζοντας ότι αυτοί έφεραν βαρύ οπλισμό, αλλά εγγραφόταν στην αιτιώδη τροχιά που αυτή είχε προδιαγράψει, ενώ τελούσε σε άμεση χρονική και τοπική εγγύτητα με την ανταλλαγή πυροβολισμών μεταξύ αστυνομικών και υπόπτων που ακολούθησε.
Ως αποτέλεσμα συνεπώς της εξέλιξης της ως άνω νόμιμης δράσης των αστυνομικών οργάνων, οι ενάγοντες υπέστησαν βαθύτατη ψυχική οδύνη από τον αιφνίδιο θάνατο της συγγενούς τους, με την οποία συνδέονταν με δεσμούς αγάπης. Ενόψει τούτων, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ως άνω βλάβη των εναγόντων, υπό την ειδικότερη μορφή της ψυχικής οδύνης λόγω της προσβολής του υπέρτατου εννόμου αγαθού της ζωής της συγγενούς τους, ήταν μη αναμενόμενη, έβαινε πέραν του συνήθους μέτρου και συνιστούσε υπέρμετρη θυσία την οποία είχαν υποστεί χάριν του συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου και δη προς διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης και της ασφάλειας από τη σύλληψη των κακοποιών, με αποτέλεσμα, εν προκειμένω, να συντρέχει ευθύνη του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου βάσει του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος προς αποκατάσταση αυτής, μέσω της καταβολής εύλογης χρηματικής ικανοποίησης.