Το Α Quiet Place είναι μια αμερικανική ταινία τρόμου του 2018 σε σκηνοθεσία του John Krasinski, ο οποίος πρωταγωνιστεί μαζί με τη σύζυγό του Emily Blunt. Η ταινία ακολουθεί μια οικογένεια όπου προσπαθεί να επιβιώσει σε μια εναλλακτική γη, όπου τέρατα έχουν κυριεύσει στον κόσμο και ο παραμικρός θόρυβος τα πληροφορεί για την παρουσία του καθενός, οπότε ορμούν και τον σκοτώνουν.
Καταρχήν το concept της ταινίας ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον, αλλά και η εκτέλεση επάξια, με τρόπο που να αξίζει να εξερευνηθούν καταλλήλως οι δυνατότητες επικοινωνίας μεταξύ των μελών της οικογένειας μέσα στη σιωπή της ταινίας, καθώς και τα μέτρα που έπρεπε να πάρουν ώστε να προφυλαχθούν από τα τέρατα, αλλά να μην καταντάει κουραστική η «βουβότητα» της ταινίας.
Και αυτή είναι η βασική αντίθεση της ταινίας «ήχος» ενάντια στο «κενό του ήχου». Θα έλεγα ότι τα τέρατα αποτελούν μια σεναριακή ευκολία, ώστε να έχουμε λόγο να εξερευνήσουμε τις ανθρώπινες σχέσεις που μπορεί να εξελίσσονται σε ένα τέτοιο βουβό περιβάλλον. Σε τεχνικό επίπεδο, αυτή η συνήθεια της βουβότητας δημιουργεί όντως ένταση, διότι όταν ακούγεται ήχος, ακόμα και εάν είναι κάτι το εντελώς ακίνδυνο, τινάζεσαι από την καρέκλα. Αυτός ο εσωτερικός κανόνας της ταινίας (εννοείται μαζί με τους χαρακτήρες) είναι ουσιαστικά που σε κρατάει τα 80 από τα 95 λεπτά της ταινίας κολλημένο ( θα έρθω γιατί μόνο 80).
Η ταινία είναι πολύ άνετη με αυτό που κάνει, εξερευνά ουσιαστικά τις ανθρώπινες σχέσεις και τα εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν, υπό την συνεχή πίεση ότι το παραμικρό λάθος μπορεί να είναι και το τελευταίο μας .
Εύκολα κανείς μπορεί να παρομοιάσει την έλλειψη ήχου με έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ της κοινωνίας και της οικογένειας, όμως η οικογένεια δεν πέφτει σε αυτή την παγίδα. Αναπτύσσει το δικό της εσωτερικό κώδικα επικοινωνίας ώστε να μην αποξενωθεί, δηλαδή νοηματική γλώσσα και μπορεί να επικοινωνήσει πολύ καλύτερα εν τέλει, απότι θα μπορούσε να επικοινωνήσει αν όντως ο λόγος ήταν μια ρεαλιστική λύση.
Η οικογένεια, που είναι και ο πυρήνας της ταινίας, είναι αρκετά πυρηνική και παραδοσιακή. Αν δεν σας κερδίσει η οικογένεια, μάλλον δεν θα απολαύσετε την ταινία. Ο Krasinski είναι ο κλαασικός προστάτης/κουβαλητής/λύτης προβλημάτων πατέρας, και η Blunt μια κλασική στοργική/υποστηρικτική μητέρα. Το σενάριο δεν την αφήνει να κάνει πολλά, ωστόσο εξίσου και οι δύο χαρακτήρες είναι εξαιρετικά δυναμικοί στον τομέα τους.
Οι ήχοι είναι αρκετά ενισχυμένοι σε κάποια σημεία για να εξυπηρετηθεί η θεματική, ενώ η μουσική επένδυση του Marco Beltrani ζητήθηκε με τέτοιο τρόπο από τον Krasinski, ώστε οι θεατές να γνωρίζουν ότι παρακολουθούν μια mainstream ταινία και να μην αισθάνονται ότι η ταινία πρόκειται για ένα "πείραμα σιωπής". Η μουσική, λοιπόν είναι εξαιρετική, βγαλμένη για ταινία τρόμου, και μεταδίδει την αίσθηση ότι «κάτι θα συμβεί, κάτι θα συμβεί, κάτι θα συμβεί», και ….αυτό συμβαίνει!
Η σκηνοθεσία του Krasinski είναι αξιοπρεπέστατη ειδικά για την τρίτη σοβαρή του σκηνοθετική προσπάθεια με αρκετό budget. Δεν είχε κάποιο εξαιρετικά ιδιαίτερο πλάνο, ούτε κάποια σκηνή της ταινίας που αποφάσισε να αναδείξει κάποια προσωπική σκηνοθετική επιλογή. Με λίγα λόγια δεν πήρε κάποιο εξεζητημένο ρίσκο. Τα πλάνα είναι σταθερά όταν υπάρχει ηρεμία, με περισσότερη έντονη κίνηση όταν βρισκόμαστε στη δράση, κοντινά όταν θέλει να μεταδοθεί ένα κλειστοφοβικό αίσθημα και περισσότερο ανοικτά όταν θέλει να μεταδοθεί ένα πιο ανάλαφρο και φυσικό αίσθημα. Η επαφή με τη φύση είναι έντονη, καθώς εκτός από τα πολλά εξωτερικά γυρίσματα, μερικές σκηνές καταναλώνονται σε έναν καταρράκτη, όπου ο μικρότερος υιός μαθαίνει να ψαρεύει.
Η ταινία μαρκεταρίστηκε ως «ταινία τρόμου», και φαίνεται να γίνεται προσπάθεια να μεταδοθεί με κάποια άχαρα jump-scares. Δεν είναι ταινία τρόμου, και η προσπάθεια να φανεί κάπως έτσι ουσιαστικά μειώνει και υποτιμά το όλο στημένο concept. Θα το χαρακτήριζα περισσότερο ως μια δραματική ταινία με τέρατα. Η ταινία, κατά το τέλος, και μετά από έναν συγκεκριμένο περιστατικό, το οποίο θα έλεγα ότι αφηγηματικά είναι η πραγματική κλιμάκωση[1], φαίνεται ότι δεν έχει τίποτα άλλο να δώσει και τελειώνει αρκετά συμβατικά και ίσως αντικλιμακτικά. Το καλό είναι ότι το «φλάτ τέλος» δεν τραβιέται από τα μαλλιά ώστε να διαρκέσει ώρα και δεν είναι αρκετό ώστε να αφαιρέσει από την όλη αίσθηση της ταινίας, αν και (παλι κατά το τέλος) πάσχει από έλλειψη ανασών. Όσο πλησιάζουμε κατά το τέλος, κάθε σκηνή είναι και μια κλιμάκωση, η οποία δεν συνδέεται με την προηγούμενη με κάποιο τρόπο (ή τουλάχιστον δεν φαίνεται να συνδέεται) με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε στο χολιγουντιανό «final confrontation», και στην κάθαρση που θα μπορούσε να είναι διαφορετική.
Η λύση-κάθαρση που δίνεται στο τέλος ουσιαστικά αφορά ολόκληρο το πρόβλημα των τεράτων, πράγμα που ξενίζει αρκετά. Ναι μεν θέλουμε να λύσουμε το συνολικό πρόβλημα, αλλά περισσότερο έχουμε εναποθέσει τις ελπίδες μας στην οικογένεια. Μόνο η επιβίωση και η κάθαρση της οικογένειας θα ήταν αρκετή για ένα ίσως περισσότερο «καθαρτικό τέλος».
Είναι μια επαναστατική ταινία που θα αλλάξει το ρου του σινεμά; Όχι.
Είναι μια αξέχαστη σκηνοθετική εμπειρία; Όχι.
Υπακούει στους δικούς της εσωτερικούς κανόνες, μένει πιστή σε αυτούς και περιγράφει μέσα από ένα πολύ ενδιαφέρον concept, χωρίς να κουράζει, μια δραματική ιστορία μιας οικογένειας που προσπαθεί να επιβιώσει. Θα σας πρότεινα να την δείτε, και στον κινηματογράφο αν είναι δυνατόν για να βιώσετε την πλήρη αντίθεση μεταξύ «ήχου» και «απουσίας ήχου».
______________________________________________________________________________________________
[1] Spoiler Alert : = > Έναν θάνατο.