Έννοια του Καταναλωτή στο Δίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή. Γράφει ο Σπύρος Σκιαδόπουλος

Με βάση το άρθρο 1 παρ. 4 στοιχ. Α΄ του Ν. 2251/1994, καταναλωτής δεν είναι απλά ένα πρόσωπο που απολαμβάνει προϊόντα και υπηρεσίες έναντι αντιτίμου, χρηματικού ή υλικού (οικονομικός ορισμός), ούτε αποτελεί κάθε πρόσωπο που ενεργεί συναλλαγές για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών αλλά καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, για το οποίο προορίζονται προϊόντα ή  υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους. Ωστόσο, η παραπάνω υπερβολικά ευρεία απόδοση της έννοιας του καταναλωτή, οδήγησε στην ανάγκη ερμηνείας αυτής, τόσο από τη θεωρία όσο και από τη νομολογία του ΔΕΚ  και των εθνικών δικαστηρίων, θεωρώντας ότι ο γενικός ορισμός ως "καταναλωτή" του αντισυμβαλλομένου κάθε προμηθευτή, ανεξαρτήτως των παρεχομένων προϊόντων ή υπηρεσιών, είναι το πρόσωπο που συναλλάσσεται για μη επαγγελματικούς σκοπούς, όχι δηλαδή απολύτως συναδελφικά, χωρίς να έχει αποκτήσει γνώσεις, εμπειρία και εν γένει την εξειδικευμένη στο αντικείμενο αυτό διαπραγματευτική ικανότητα στο πλαίσιο του συγκεκριμένου επαγγέλματος, προσόντα που έχει ο προμηθευτής. Δεν είναι δηλαδή ο μέσος πχ μηχανικός αυτοκινήτων που συμβουλεύεται ή αγοράζει προϊόντα ή υπηρεσίες από έναν συνάδελφο ή κάποιον συναφούς αντικειμένου.

Συνοπτικά, ουσιαστικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό του συμβαλλομένου ως καταναλωτή, πρέπει να φαίνεται ακριβώς η ερασιτεχνική ιδιότητα του αντισυμβαλλόμενου μέρους που λαμβάνει την υπηρεσία/αγαθό, σε κάθε συγκεκριμένη συναλλαγή βέβαια. Λόγου χάρη, ο μηχανικός αυτοκίνητων  που αγοράζει αγαθά από το διπλανό συνεργείο είναι καταναλωτής με την παραπάνω έννοια όταν ψωνίζει στο supermarket ή αγοράζει βιβλία.

Μόνο οι συμβάσεις που συνάπτονται για την κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο μπορούν να υπαχθούν στις διατάξεις για την προστασία του καταναλωτή, καθώς εκεί θεωρείται οικονομικά το ασθενέστερο μέρος (βλ.παρακάτω). Π.χ. μεγάλο τουριστικό γραφείο αγοράζει 5 λεωφορεία για την καλοκαιρινή σεζόν, δεν εμπίπτει.

Η ηθελημένη από τις διατάξεις αυτές ιδιαίτερη προστασία δεν δικαιολογείται στην περίπτωση συμβάσεων που έχουν ως σκοπό την επαγγελματική δραστηριότητα. Έτσι, και στις αποφάσεις του ΔΕΚ, κοινό χαρακτηριστικό και εννοιολογικός πυρήνας του ορισμού του καταναλωτή, αποτελεί η μη ικανοποίηση επαγγελματικών αναγκών με τη σύναψη της σύμβασης και όχι η ιδιότητα του συμβαλλόμενου λήπτη των υπηρεσιών ως εμπόρου ή ελεύθερου επαγγελματία και συνεπώς ο όρος καταναλωτής περιλαμβάνει και εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες, εφόσον αυτοί συνάπτουν συμβάσεις για τις ιδιωτικές τους ανάγκες.

Τα ανωτέρω ζητήματα εξειδικεύονται κατά περίπτωση κάθε φορά με τη θεωρία και τη νομολογία. Συνεπώς:

Μόνον όταν οι επιχειρούμενες, από τους τελευταίους συναλλαγές συναρτώνται λειτουργικά με την άσκηση του επαγγέλματός τους ή είναι βοηθητικές της εμπορικής τους δραστηριότητας, δεν τίθεται θέμα προστασίας τους με τις προβλεπόμενες ρυθμίσεις (ΕφΑθ 3884/2006 ΕλλΔνη 2007.305).

Προς απόδειξη θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η θέση του προσώπου σε συγκεκριμένη σύμβαση, σε σχέση με τη φύση και το σκοπό αυτής και όχι η υποκειμενική κατάσταση του ιδίου αυτού προσώπου. Έτσι, ένα και το αυτό πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί ως καταναλωτής στο πλαίσιο ορισμένων πράξεων και ως επιχειρηματίας στο πλαίσιο άλλων πράξεων.

Ο όρος  περιλαμβάνει και εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες, εφόσον οι τελευταίοι συνάπτουν συμβάσεις για τις ιδιωτικές τους ανάγκες.  (βλ. ΕφΑθ 730/2005).

Από τα παραπάνω ξεκαθαρίζεται, ότι δεν προστατεύεται αλόγιστα ο οποιοσδήποτε ασθενέστερος συναλλασσόμενος, αλλά μόνο εκείνος που συνάπτει την επίμαχη σύμβαση εκτός του πλαισίου των επαγγελματικών του σχέσεων. Για τη διαπίστωση της συνδρομής της ανωτέρω προϋπόθεσης, δεν έχει κατ'ανάγκη σημασία ακριβώς αν το επάγγελμα του είναι συναφές ή ίδιο με τη σύμβαση που συνάπτει, παρά μόνο ένδειξη μπορεί να θεωρηθεί , αλλά αν μόνο κριθεί κατ'αντικειμενικό τρόπο ως επαγγελματίας στο πλαίσιο της συγκεκριμένης συναλλαγής.

Λόγου χάρη :

-> Ο αγοραστής χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή ο εμμέσως  δεν μπορεί να θεωρηθεί εκ των προτέρων και δίχως απόδειξη ως "καταναλωτής", και μόνο από το γεγονός ότι είναι αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας, ενώ επίκληση αυτής της ιδιότητας του καταναλωτή μπορεί να κριθεί καταχρηστική. Ωστόσο, εφόσον οι συμβάσεις  συνάπτονται για την κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο, τότε εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή, ως θεωρούμενο οικονομικώς ασθενέστερο μέρος.

-> Ο εγγυητής δεν μπορεί να θεωρηθεί δίχως άλλο καταναλωτής, αν δεν  είναι άμεσος αποδέκτης των υπηρεσιών της τράπεζας ( ΕφΑθ 3984/2011 ΔΕΕ 2011, 1276, ΕΑ 1778/2010,  ΔΕΕ 2009, 819, ΕΑ 4682/2008 ΕΔνη 2008, 1497).

-> Οδηγός που τράκαρε με αυτοκίνητο ασφαλισμένο σε όνομα άλλου, δεν είναι δίχως άλλο καταναλωτής, καθώς δεν είναι άμεσος αποδέκτης των υπηρεσιών της ασφαλιστικής.

Με λίγα λόγια, εάν δεν υπάρχει άμεση σχέση, δεν θεωρείται δίχως απόδειξη το ασθενέστερο μέρος ως  "καταναλωτής". Αν υπάρχει ήδη μια σχέση με τον προμηθευτή-έμπορο, μόνη η σχέση αυτή δεν αποδεικνύει της ύπαρξης  "καταναλωτή".

Στις παραπάνω περιπτώσεις, δεν είναι απίθανο ωστόσο να εισήχθη περιορισμένο τεκμήριο, το οποίο θα λειτουργεί μέχρι την κατάθεση του ένδικου μέσου. Ωστόσο το βάρος αποδείξεως από εκείνο το χρονικό σημείο και έπειτα βαραίνει το μέρος που θεωρεί τον εαυτό του καταναλωτή.

*Ο Σπύρος Σκιαδόπουλος είναι μεταπτυχιακός φοιτητής ΑΠΘ Εμπορικού Δικαίου και Δικηγόρος Κέρκυρας

Σπύρος Σκιαδόπουλος

Πρώτα ανακάλυψα ότι θέλω να γίνω developer, μετά ανακάλυψα ότι θέλω να γίνω δημοσιογράφος, και μετά πολιτικός μηχανικός. Τελικά έγινα περίπου δικηγόρος. Τι συνέβη;

Leave a reply