Επαγγελματική εκπαίδευση – Επαγγελματικά προσόντα και δικαιώματα – Πρόσβαση στο επάγγελμα του ξεναγού – ΚΥΑ με την οποία καθορίζεται το αναλυτικό πρόγραμμα ταχύρρυθμων προγραμμάτων (της παρ. 2 του άρθρου 14 παρ. 2 του ν. 710/1977, όπως προστέθηκε με την περίπτωση 8 της υποπαραγράφου ΙΔ.1 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012) για την κατάρτιση αποφοίτων πανεπιστημιακών τμημάτων Αρχαιολογίας και Ιστορίας και άλλων συναφών στο επάγγελμα του ξεναγού
(Α) Ο ν. 710/1977 προβλέπει στο άρθρο 13 τη λειτουργία, στο πλαίσιο του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού, Σχολής Ξεναγών (παρ. 1), της οποίας οι Κανονισμοί εγκρίνονται με απόφαση του εποπτεύοντος τον εν λόγω Οργανισμό Υπουργού (παρ. 2). Η βαθμίδα του εκπαιδευτικού συστήματος, στην οποία εντάσσεται η εν λόγω Σχολή δεν προσδιορίζεται ούτε στο ν. 710/1977 ούτε σε οποιονδήποτε άλλο νόμο. Με το άρθρο 1, όμως, του ισχύοντος Κανονισμού Λειτουργίας των Σχολών Ξεναγών, που εγκρίθηκε με την ΚΥΑ Τ/7662/2002, οι Σχολές αυτές χαρακτηρίζονται ως “μεταδευτεροβάθμιες επαγγελματικές σχολές” και, επομένως, εν όψει των ορισμών του άρθρου 2 του ν. 3879/2010, δεν εντάσσονται στο “τυπικό εκπαιδευτικό σύστημα” (δηλαδή στο σύστημα είτε της πρωτοβάθμιας είτε της δευτεροβάθμιας είτε της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης), ως εκ τούτου δε, παρέχουν “μη τυπική εκπαίδευση”, όπως ακριβώς και τα επίμαχα ταχύρρυθμα προγράμματα. Επομένως, ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως, κατά τον οποίο η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 του ν. 710/1977 αντίκειται στο άρθρο 16 παρ. 7 του Συντάγματος, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, εφόσον στηρίζεται στην εσφαλμένη εκδοχή ότι οι Σχολές Ξεναγών, σε αντίθεση προς τα επίμαχα ταχύρρυθμα προγράμματα, ανήκουν στο τυπικό σύστημα εκπαίδευσης. Εξάλλου, η ανωτέρω συνταγματική διάταξη καθιερώνει μεν, σε συνδυασμό με τις παρ. 2, 5 και 6 του άρθρου 16 του Συντάγματος, ποιοτική διάκριση μεταξύ σχολών ανώτερης και ανώτατης βαθμίδας (βλ. ΣτΕ 678/2005, Ολομ. σκ. 8, 3066/2010 επταμ. σκ. 8, 2881/2011 επταμ. σκ. 6, 267/2016 σκ. 9), δεν περιέχει, όμως, διάκριση μεταξύ επαγγελματικών εν γένει σχολών και προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης, ενώ αφήνει στο νομοθέτη την ευχέρεια να καθορίσει τη διαβάθμιση κάθε επαγγελματικής σχολής (να την χαρακτηρίσει ως ανώτερη ή όχι) και να προσδιορίσει τα επαγγελματικά δικαιώματα που παρέχονται από τον τίτλο που κάθε επαγγελματική σχολή χορηγεί.
(Β) Η Οδηγία 2005/36/ΕΚ “σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων” θεσπίζει, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 αυτής, τους κανόνες, σύμφωνα με τους οποίους το κράτος μέλος που εξαρτά την ανάληψη ή την άσκηση νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος στην επικράτειά του από την κατοχή καθορισμένων επαγγελματικών προσόντων αναγνωρίζει, για την ανάληψη και την άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος, τα επαγγελματικά προσόντα που έχουν αποκτηθεί σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη, δίνοντας στον κάτοχό τους το δικαίωμα να ασκεί εκεί αυτό το επάγγελμα. Η οδηγία αυτή εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο 2 αυτής, σε κάθε υπήκοο κράτους μέλους ο οποίος επιθυμεί να ασκήσει νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο όπου απέκτησε τα επαγγελματικά προσόντα του, είτε ως αυτοαπασχολούμενος είτε ως μισθωτός, συμπεριλαμβανομένων των ασκούντων ελευθέρια επαγγέλματα. Η ανωτέρω, συνεπώς, οδηγία – όπως και το π.δ. 38/2010 – αφορά σε περιπτώσεις υπηκόων των κρατών μελών οι οποίοι επιθυμούν να ασκήσουν νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο απέκτησαν τα επαγγελματικά τους προσόντα για την άσκηση του εν λόγω επαγγέλματος, δεν θίγει δε η οδηγία αυτή την αρμοδιότητα των κρατών μελών να καθορίζουν τα επαγγελματικά προσόντα για την άσκηση συγκεκριμένου επαγγέλματος στην επικράτειά τους ούτε εφαρμόζεται σε καταστάσεις οι οποίες δεν εμφανίζουν κανένα συνδετικό στοιχείο προς οποιαδήποτε από τις καταστάσεις που ρυθμίζει το ενωσιακό δίκαιο και των οποίων όλα τα στοιχεία περιορίζονται στο εσωτερικό ενός μόνον κράτους μέλους (βλ. ΣτΕ 3299/2014 Ολομ. σκ. 20, 3827/2009 σκ. 7). Δεν εμπίπτουν, επομένως, στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ ούτε η, κατά το άρθρο 14 παρ. 5 του ν. 710/1977, αναγνώριση, σε αποφοίτους τμημάτων Αρχαιολογίας, Ιστορίας (και άλλων συναφών) ημεδαπών και αναγνωρισμένων αλλοδαπών πανεπιστημίων, του δικαιώματος πρόσβασης στο επάγγελμα του ξεναγού μετά από παρακολούθηση ταχύρρυθμων προγραμμάτων κατάρτισης, ούτε ο, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 14 παρ. 2 του ν. 710/1977, καθορισμός του περιεχομένου των προγραμμάτων αυτών με την προσβαλλόμενη ΚΥΑ.
(Γ) Προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη ΚΥΑ παραβιάζει την εξουσιοδοτική διάταξη, ιδίως διότι το πρόγραμμα που καθορίζει (8 θεματικές ενότητες μαθημάτων σε 122 ώρες διδασκαλίας και 104 ώρες πρακτική εξάσκηση) δεν διασφαλίζει το απαραίτητο γνωσιολογικό υπόβαθρο για την άσκηση του επαγγέλματος του ξεναγού, το οποίο προσδιορίζεται στο άρθρο 13 του Κανονισμού Λειτουργίας της Σχολής Ξεναγών και στο Ευρωπαϊκό Πρότυπο ΕΝ 15565:2008, αφού από το επίμαχο πρόγραμμα απουσιάζει παντελώς οποιαδήποτε διδακτέα ύλη μαθημάτων ελληνικού πολιτισμού, καθώς και ειδικά, τεχνικά, πρακτικά ή υποστηρικτικά μαθήματα αναγκαία για το εν λόγω επάγγελμα (λ.χ. τεχνικές παρουσίασης και επικοινωνίας, διαχείριση ομάδων). Ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, κατά την έννοια της εξουσιοδοτικής διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 14 του ν. 710/1977, οι συναρμόδιοι για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης Υπουργοί δεν είχαν υποχρέωση να περιλάβουν στα επίμαχα ταχύρρυθμα προγράμματα κατάρτισης ξεναγών όλα τα μαθήματα που δεν καλύπτονται από την ύλη που διδάχθηκε στο πανεπιστημιακό τμήμα από το οποίο αποφοίτησε ο κάθε καταρτιζόμενος, εν προκειμένω δε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, επέλεξαν, για την διδασκαλία στα ως άνω ταχύρρυθμα προγράμματα, συγκεκριμένα μαθήματα που δεν περιλαμβάνονται στη διδαχθείσα στα οικεία πανεπιστημιακά τμήματα ύλη, τα οποία είναι, κατά την ουσιαστική τους εκτίμηση, αναγκαία, προκειμένου να διαθέτουν οι καταρτιζόμενοι, με την ολοκλήρωση των ανωτέρω προγραμμάτων, το απαραίτητο γνωσιολογικό υπόβαθρο για την άσκηση του επαγγέλματος του ξεναγού, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι συμμετέχοντες στα προγράμματα αυτά είναι ήδη απόφοιτοι τμημάτων Ιστορίας και Αρχαιολογίας (και άλλων συναφών) ημεδαπών και αναγνωρισμένων αλλοδαπών πανεπιστημίων. Η ουσιαστική δε αυτή εκτίμηση δεν παρίσταται προδήλως εσφαλμένη και δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να ελεγχθεί ακυρωτικώς.
[με συγκλίνουσα γνώμη ενός Συμβούλου]