Κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών το παρέχον συμβαλλόμενο μέρος (πιστωτικό ίδρυμα, ΕΠΕΥ κτλ) οφείλει να παρέχει κύριες και παρεπόμενες επενδυτικές υπηρεσίες με αμεροληψία και επαγγελματισμό, ώστε να προστατεύονται με τον καλύτερο τρόπο τα δικαιώματα των επενδυτών. Η σημασία της πληροφόρησης των επενδυτών ως μέσο που εξυπηρετεί την προστασία τους από τους κινδύνους που ενέχει η χρηματιστηριακή επένδυση έχει αναδειχθεί τόσο από τον κοινοτικό όσο και από τον εθνικό νομοθέτη. Η διασφάλιση της αποτελεσματικότητας και ακεραιότητας της αγοράς αποτελεί καίριο ζήτημα, βάσει του οποίου δύναται να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών.
του Σπύρου Σκιαδόπουλου, Δικηγόρου Κέρκυρας
ΜΔΕ Εμπορικού & Οικονομικού Δικαίου ΑΠΘ.
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, ωστόσο, όπου οι παρέχουσες τις επενδυτικές υπηρεσίες εταιρίες (ΕΠΕΥ, ΑΕΠΕΥ, πιστωτική ιδρύματα κτλ) στα πλαίσια να διευκολύνουν τις συναλλαγές τους με μεγάλο αριθμό ατόμων, να εξασφαλίσουν προμήθεια, αλλά ίσως και με σκοπό να μετακυλήσουν τον κίνδυνο στο επενδυτικό κοινό, είτε παραλείπουν το υποχρεωτικό στάδιο της πληροφόρησης, είτε το επισκέπτονται με βιαστικό και παραπλανητικό τρόπο.
Μένει λοιπόν στην κρίση των Δικαστηρίων η προστασία των επενδυτών έναντι τέτοιων πρακτικών. Χωρίς αμφιβολία, τα τελευταία έτη, έχουν γίνει σημαντικά βήματα για τον εκσυγχρονισμό του νομικού πλαισίου των επενδυτικών υπηρεσιών, ειδικά με τις πρόσφατες Κοινοτικές Οδηγίες, και η προστασία του επενδυτή έχει επιτευχθεί σε ικανοποιητικό βαθμό.Ωστόσο, το βασικό πρόβλημα παραμένει.
Κύριος σκοπός του νόμου είναι η αντιμετώπιση της ασύμμετρης πληροφόρησης και του ελλείμματος της διαπραγματευτικής δύναμης του πελάτη της τράπεζας μέσω της παροχής επαρκούς ενημέρωσης, και παρότι αυτός ικανοποιείται, δεν μπορούμε να είμαστε πεπεισμένοι πως συμβάλει με αποτελεσματικό τρόπο στην προστασία των επενδυτών και ειδικά των ιδιωτών επενδυτών. Η πλειοψηφία των ιδιωτών επενδυτών δεν διαθέτει τις απαιτούμενες ικανότητες που χρειάζονται για την επεξεργασία των πληροφοριών που δέχονται από τις ΕΠΕΥ και οι ΕΠΕΥ με την σειρά τους επικαλούμενες πληθώρα πελατειακών υποχρεώσεων, δεν επεξηγούν επαρκώς της πληροφορίες που διαθέτουν. Συνεπώς, δεν μπορούμε να οδηγηθούμε με ασφάλεια στο συμπέρασμα πως πράγματι το διαπραγματευτικό έλλειμμα των επενδυτών αντιμετωπίζεται, και εάν οι τελευταίοι είναι σε θέση πράγματι να λάβουν μια ορθή επενδυτική απόφαση, λόγου χάρη συγκρίνοντας την επενδυτική αξία δύο ομολόγων και επιλέγοντας την περισσότερο συμφέρουσα λύση.
Σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να αναμένουμε ότι ο επενδυτής εξαπίνης θα αναπτύξει μαθηματικές γνώσεις, γνώσεις οικονομικών και αναλυτική ικανοτήτων των οικονομικών ειδήσεων, ακόμα και εάν όλα τα στοιχεία του παρουσιασθούν από την ΕΠΕΥ. Εκ της μιας άποψης γεννάται ο εύλογος αντίλογος πως δεν είναι δυνατόν να υποδεικνύεται στον ιδιώτη η περισσότερο συμφέρουσα λύση, καθώς θα εξέλιπε η προσωπική ανάμειξη στην επένδυση και ουσιαστικά απλά θα του προσφέρεται κέρδος. Στον αντίποδα, η σημερινή αγορά αποζητά την όλο και μεγαλύτερη ανάμιξη των ιδιωτών επενδυτών στην αγορά, θέλοντας τον να συμμετέχει σε τιτλοποίηση ιδιωτικού ή δημοσίου χρέους, σε είσοδο Α.Ε. στην χρηματιστηριακή αγορά, και γενικώς να διακινδυνεύει.
Η εισαγωγή ενός νομοθετικού πλαισίου, όπως ο ν.3606/2007, ο οποίος δεν αντιμετωπίζει ένα μεμονωμένο πρόβλημα, όπως πολλά σύγχρονα δύσκαμπτα νομοθετήματα, αλλά ερμηνευτικά καλύπτει πληθώρα περιπτώσεων και λειτουργεί παράλληλα με τις διατάξεις του κοινού δικαίου, κρίνεται απαραίτητη, ειδικά στον ορίζοντα της εφαρμογής της νέας ευρωπαϊκής οδηγίας MiFID (II) σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες.