Αιτιολογία καταδικαστικής απόφασης- Αυτοτελείς Ισχυρισμοί

υπ'αριθμ. 298/2010 Άρειου Πάγου, Ζ τμήμα

Η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σε αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, γιατί στην περίπτωση αυτή πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή στην άρση ή μείωση της ικανότητας για καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με παράθεση όλων των πραγματικών περιστατικών που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους. Αν δεν αναφέρονται τα ανωτέρω περιστατικά, ο σχετικός ισχυρισμός είναι αόριστος και το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει επ' αυτού ή να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή του. Αν, όμως, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός είναι σαφής και ορισμένος κατά τα άνω και δεν αιτιολογείται ειδικώς η απόρριψή του, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση σ'αυτόν συνιστά έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ΚΠΔ και ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β του ίδιου Κώδικα. Εξάλλου, λόγω αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε.

......................πραγματικά περισταστικά...............

.......από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την απόρριψη των προβληθέντων ως άνω ισχυρισμών του κατηγορουμένου, στους οποίους και μόνο αφορά η αίτηση αναιρέσεως, γιατί αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στήριξε την απορριπτική του κρίση ότι δεν συνέτρεχαν τα στοιχεία της άμυνας (άρθρο 22 του ΠΚ) ή της υπέρβασης αυτής (άρθρο 23 του ΠΚ) ή της άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξεως λόγω ενάσκησης δικαιώματος ή εκπληρώσεως καθήκοντος που επιβάλλεται από το νόμο (άρθρο 20 του ΠΚ). Επίσης διέλαβε εκ περισσού αιτιολογία και για την απόρριψη του ισχυρισμού περί ελλείψεως υπαιτιότητας, παρά το ότι αυτός δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό, όπως οι προηγούμενοι, αλλά αρνητικό της κατηγορίας. Επομένως ο σχετικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, είναι αβάσιμος, ενώ η αιτίαση του αναιρεσείοντος περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των αναγνωσθέντων εγγράφων, είναι απαράδεκτη, γιατί με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Περαιτέρω ο αναιρεσείων προβάλλει έλλειψη ακροάσεως (άρθ. 170 παρ. 2 του ΚΠΔ), συνιστάμενη στο ότι το Δικαστήριο δεν απάντησε στον προβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό του περί καταστάσεως ανάγκης που αποκλείει τον καταλογισμό (άρθ. 32 του ΠΚ). Όπως, όμως, προκύπτει από τις προαναφερθείσες παραδοχές της αποφάσεως και κυρίως από την παραδοχή ότι δεν αποδείχτηκε η ύπαρξη κινδύνου που απειλούσε την υγεία της συζύγου και του τέκνου του αναιρεσείοντος ώστε να δικαιολογείται η αντίδρασή του, αφού δεν υπήρξε έκλυση καρκινογόνων ουσιών ούτε η σκόνη από την κοπή της πέτρας κατευθυνόταν προς τη σύζυγο και το τέκνο αυτού, το Δικαστήριο απάντησε και μάλιστα αιτιολογημένα και στον ισχυρισμό αυτόν. Επομένως, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β του ΚΠΔ, είναι αβάσιμος.

Τέλος ο αναιρεσείων προβάλλει ότι το Δικαστήριο εσφαλμένως δεν δέχτηκε τη συνδρομή στο πρόσωπό του πραγματικής πλάνης, η οποία προέκυπτε από τα γενόμενα δεκτά περιστατικά και εσφαλμένως δεν εφάρμοσε τη διάταξη αυτή. Από το προεκτεθέν όμως σκεπτικό της αποφάσεως, δεν προκύπτει η επικαλούμενη με την αίτηση αναιρέσεως συνδρομή πραγματικής πλάνης, ούτε βέβαια προβλήθηκε τέτοιος ισχυρισμός. Επομένως ο σχετικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του Π.Κ., είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθ. 583 παρ. 1 του ΚΠΔ).

(Απορρίπτει αναίρεση)

Σπύρος Σκιαδόπουλος

Πρώτα ανακάλυψα ότι θέλω να γίνω developer, μετά ανακάλυψα ότι θέλω να γίνω δημοσιογράφος, και μετά πολιτικός μηχανικός. Τελικά έγινα περίπου δικηγόρος. Τι συνέβη;

Leave a reply