Γενικοί λόγοι άρσης του αδίκου: η κατάσταση ανάγκης (25ΠΚ)

Κατά το Ποινικό Δίκαιο (αρ. 14 του Ποινικού Κώδικα), ορίζεται ως έγκλημα κάθε πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη και η οποία τιμωρείται από το νόμο. Τέσσερα επομένως είναι τα συστατικά στοιχεία (οι "όροφοι του κτηρίου", κατά την ορολογία του Αλέξανδρου Κωστάρα -έννοια και θεσμοί Ποινικού Δικαίου- ): η πράξη, η οποία πρέπει να είναι ανθρώπινη, εξωτερικευμένη, αυτοελεγχόμενη και κοινωνικώς ενδιαφέρουσα, άδικη πράξη, τόσο αρχικώς όσο και τελικώς, καταλογιστή στο δράστη της, δηλ. να υπάρχει ένας στενός δεσμός (εμφάνιση ψυχολογικών δεδομένων) του δράστη με την πράξη στην οποία προβαίνει και προσβάλλει το εκάστοτε έννομο αγαθό καθώς και η αξιολόγηση όλων των δεδομένων αυτών και τέλος, πράξη άδικη (αρχικώς και τελικώς). Κάθε αξιόποινη πράξη η οποία τυποποιείται στον Ποινικό Κώδικα είναι αρχικώς άδικη πράξη και αντίστοιχα, χαρακτηρίζεται αυτή ως τελικώς άδικη πράξη όταν δεν καλύπτεται από κάποιον λόγο άρσης αδίκου, ο οποίος μπορεί να είναι είτε γενικός είτε ειδικός. Οι γενικοί λόγοι άρσης του αδίκου είναι 4 (ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος, προσταγή, άμυνα και κατάσταση ανάγκης). Οι ειδικοί ή κατ' ιδίαν λόγοι προβλέπονται σε διάφορα άρθρα του Ποινικού νόμου και θα επισημανθούν σε διαφορετική ανάλυση. Η παρούσα ανάλυση θα εστιάσει και θα ασχοληθεί κατά πρώτον με το ζήτημα της κατάστασης ανάγκης η οποία όταν συντρέχει αποκλείει (όπως και κάθε λόγος άρσης του αδίκου) το τελικώς άδικο της πράξης (ασχέτως αν η πράξη είναι αρχικώς άδικη). Για να γίνουν κατανοητοί μερικοί ορισμοί και να διευκολυνθεί και ο αναγνώστης ομαλότερα στην περιήγηση του κειμένου, κρίνεται σκόπιμο να υπάρξουν επεξηγήσεις μαζί με την ανάλυση. Έτσι λοιπόν, ως κατάσταση ανάγκης στο Ποινικό Δίκαιο ορίζουμε μία πραγματική κατάσταση στην οποία περιέρχεται ένα έννομο αγαθό και από την οποία δεν μπορεί τελικώς να εξέλθει παρά μόνο με τη θυσία ενός άλλου έννομου αγαθού. Δικαιολογητικός λόγος θέσπισης της ρύθμισης του άρθρου 25ΠΚ υπήρξε η αρχή προστασίας του υπέρτερου αγαθού ή συμφέροντος.

 Σύμφωνα λοιπόν με την εν λόγω διάταξη του άρθρου 25 του ΠΚ, "δεν είναι άδικη η πράξη που τελεί κάποιος, για να αποτρέψει παρόντα και αναπότρεπτο με άλλα μέσα κίνδυνο, ο οποίος απειλεί το πρόσωπο ή την περιουσία του ίδιου ή κάποιο άλλου χωρίς δική του υπαιτιότητα, αν η βλάβη που προκλήθηκε στον άλλο είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητα από τη βλάβη που απειλήθηκε". Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου "η διάταξη της παρ, 1 δεν εφαρμόζεται σε όποιον έχει καθήκον να εκτεθεί στον απειλούμενο κίνδυνο" ενώ, τέλος, η παράγραφος 3 ορίζει πως "η διάταξη του άρθρου 23 έχει ανάλογη εφαρμογή και στην παρούσα περίπτωση" (το εν λόγω άρθρο μιλά για υπέρβαση άμυνας, οπότε υφίσταται, κατά τη ρητή πρόβλεψη της παρ. 3 του άρθρου 25, εξίσου υπέρβαση κατάστασης ανάγκης). Με βάση την ανωτέρω διάταξη, οι προϋποθέσεις που πρέπει α συντρέχουν ώστε να στοιχειοθετηθεί κατάσταση ανάγκης είναι οι εξής: 1) Ύπαρξη κινδύνου, 2) Ο εν λόγω κίνδυνος να απειλεί αγαθά κατά της ζωής ή της περιουσίας, 3) Ο κίνδυνος να είναι παρών, 4) Ο κίνδυνος να είναι αναπότρεπτος με άλλα μέσα, 5) Να μην έχει προκληθεί με υπαιτιότητα του δράστη, και τέλος, 6) να μην έχει ο δράστης καθήκον (νομικό) να εκτεθεί στον εν λόγω απειλούμενο κίνδυνο.

Σύμφωνα με την πρώτη προϋπόθεση, πρέπει να υφίσταται κίνδυνος. Ως τέτοιος ορίζεται κάθε κατάσταση που απειλεί να βλάψει ορισμένο έννομο αγαθό. Δεν αρκεί η απλή δυνατότητα βλάβης του έννομου αγαθού αλλά ούτε απ' την άλλη απαιτείται βεβαιότητα βλάβης αυτού.  Κατά την ορθότερη άποψη, θα πρέπει να ιδωθεί ο κίνδυνος στην παρούσα περίπτωση ως μία προσεγγίζουσα τη βεβαιότητα εξαιρετικά μεγάλη πιθανότητα βλάβης του έννομου αγαθού. Πρέπει να σημειωθεί εν προκειμένω πως η έννοια του "κινδύνου" στην κατάσταση ανάγκης είναι ευρύτερη της αντίστοιχης της "επίθεσης" στην άμυνα (22 ΠΚ), καθώς ο κίνδυνος δύναται να προκληθεί όχι μόνο από ανθρώπινη ενέργεια (όπως η επίθεση) αλλά από κάθε πηγή (όπως π.χ ενέργεια ενός ζώου ή ενός στοιχείου της φύσης).

 Κατά τη δεύτερη προϋπόθεση, απαιτείται ο κίνδυνος να στρέφεται κατά εννόμων αγαθών του προσώπου ή της περιουσίας. Ιδιαίτερη αμφισβήτηση έχει προξενήσει κατά καιρούς η έννοια των "αγαθών του προσώπου" με κρατούσα άποψη αυτή που δέχεται πως πρόκειται για τέτοια έννομα αγαθά τα οποία είναι συμφυή προς τη φυσική υπόσταση του ανθρώπου, όπως η ζωή, η υγεία, η προσωπική ελευθερία και η γενετήσια ζωή. Αν και η τιμή δεν φαίνεται να συμπεριλαμβάνεται στον εν λόγω ορισμό, ορθότερη θα ήταν μία διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 25 έτσι ώστε να δεχθούμε όχι μόνο το έννομο αγαθό της τιμής αλλά και περαιτέρω αγαθά, για να μη μείνει έξω από την προστατευτική λειτουργία του άρθρου κανένα έννομο αγαθό (και να μην χρειάζεται κατ' επέκταση η αναλογική εφαρμογή του 25 ΠΚ, όπως δέχεται ο Μαγκάκης). Η κρατούσα άποψη δέχεται ότι μπορεί να θεμελιωθεί τόσο κατάσταση ανάγκης όσο και άμυνα μόνο υπέρ και για τη σωτηρία ατομικών εννόμων αγαθών και όχι για αγαθά του κοινωνικού συνόλου (αντίθετα, Κωστάρας, έννοιες και θεσμοί Ποινικού Δικαίου, σελ. 402).

 Επίσης, ο κίνδυνος πρέπει να είναι παρών, είναι δε τέτοιος όταν έχει ήδη λάβει την κατεύθυνσή του προς την προσβολή του έννομου αγαθού και αν δεν ανακοπεί η εν λόγω κατεύθυνση, το αγαθό θα πάθει βλάβη με εγγίζουσες την βεβαιότητα πιθανότητες. Επομένως, και λογικώς, δεν είναι παρών ο μελλοντικά πιθανός και ακαθόριστος κίνδυνος, ούτε και ο κίνδυνος που έχει ήδη περάσει.

 Έπειτα, ο εν λόγω κίνδυνος θα πρέπει να είναι αναπότρεπτος με άλλα μέσα. Και είναι τέτοιος όταν δεν μπορεί να τον αποφύγει ο δράστης με άλλο τρόπο παρά μόνο με την προσβολή ενός άλλου έννομου αγαθού, και το οποίο τελικώς θυσιάζει. Σημειώνεται πως αν υπήρχε άλλος τρόπος για να αποτραπεί ο κίνδυνος και να σωθεί το αγαθό και ο δράστης δεν τον επέλεξε αλλά κατέφυγε σε αυτόν που έκρινε ο ίδιος βολικό, η πράξη του δεν καλύπτεται από τον γενικό λόγο άρσης της κατάστασης ανάγκης, και διαπράττει επομένως άδικη πράξη.

 Για την εφαρμογή της κατάστασης ανάγκης, απαιτείται περαιτέρω, ο κίνδυνος να μην έχει προκληθεί από υπαιτιότητα του δράστη. Ο όρος "χωρίς υπαιτιότητα" που απαιτεί ο νόμος έχει κατά καιρούς προκαλέσει έντονες αμφισβητήσεις στην επιστημονική θεωρία, υπάρχει όμως ομοφωνία πως δεν πρόκειται για την έννοια της χωρίς δόλο ή αμέλεια τέλεσης της πράξης (26 ΠΚ), διότι μια τέτοια ερμηνεία ουσιαστικά θα καθιστούσε άχρηστη στην ουσία τη συγκεκριμένη διάταξη στις περιπτώσεις της αμελούς ή επιπόλαιης έκθεσης κάποιου σε κίνδυνο. Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με την άποψη του Μανωλεδάκη (Επιτομή, σελ. 550), ο όρος "χωρίς υπαιτιότητα" που ορίζει ο νόμος σημαίνει ότι δεν πρέπει να παραβιάζει ο δράστης μία απαγορευτική νομική διάταξη, από την παραβίαση της οποίας προκαλείται η κατάσταση ανάγκης. Η μάλλον κρατούσα, εντούτοις, άποψη πρεσβεύει πως ο όρος "χωρίς υπαιτιότητα" πρέπει να ευθυγραμμίζεται με το πνεύμα και το πρίσμα της διάταξης του άρθρου 24 ΠΚ (υπαίτια κατάσταση άμυνας) δηλ. να σημαίνει την χωρίς την επιδίωξη του δράστη να βρεθεί σε κατάσταση κινδύνου, για να προσβάλλει κατόπιν με το πρόσχημα της κατάστασης ανάγκης, το αγαθό κάποιου άλλου. Η συμπλήρωση του Μανωλεδάκη, υποστηρίζει ο Κωστάρας, ότι αν ήθελε πράγματι ο νόμος να εφαρμόζεται το 24 ΠΚ στην εν λόγω περίπτωση, θα το όριζε ρητώς, δεν είναι πειστική, μιας και το όλο νόημα του άρθρου 25 δεν πρέπει να ερμηνεύεται αποκομμένο από τη νομοθετική επιλογή του 24 ΠΚ, το οποίο αποκλείει τη δικαιολόγηση της πράξης μόνον όμως όταν ο δράστης χρησιμοποιεί τις διατάξεις του νόμου ως πρόσχημα ώστε να διαπράξει το προσχεδιασμένο έγκλημα. Περαιτέρω (συνεχίζει), το άρθρο 24 ΠΚ μπορεί να αναφέρεται ρητώς στην άμυνα, όμως αποτελεί την πηγή (sedes materiae) της άρσης της δικαιολόγησης και επομένως, θα ήταν και λογικά και δογματικά ασυνεπές, συναφείς περιπτώσεις να κρίνονται κάθε φορά με διαφορετικά κριτήρια.

 Τέλος, όλες οι προαναφερθείσες περιπτώσεις δεν επαρκούν εάν ο δράστης έχει το νομικό καθήκον να εκτεθεί στον κίνδυνο. Εδώ εντάσσονται ενδεικτικά οι πυροσβέστες, αστυνομικοί, πλοίαρχοι και οι οποίοι έχουν εκ νόμου την υποχρέωση να εκτεθούν στον κίνδυνο λόγω του λειτουργήματός τους. Κατά τον Μανωλεδάκη, οι πράξεις οι οποίες συνιστούν παράβαση του νομικού καθήκοντος έκθεσης στον κίνδυνο έχουν να κάνουν είτε με τη φυγή προ του κινδύνου, η οποία συνεπάγεται την δια παραλείψεως προσβολή του εννόμου αγαθού, είτε με την πλημμελή αντιμετώπιση αυτού. 

 Όσον αφορά την πράξη ανάγκης, σημειώνεται πως δικαίωμα να προβεί στην κατάσταση ανάγκης έχει όχι μόνο ο φορέας του αγαθού που απειλείται αλλά και τρίτος (κατάσταση ανάγκης υπέρ τρίτου), ενώ μπορεί αυτή να είναι και αγνοούμενη (χωρίς να γνωρίζει δηλ. ο δράστης τον κίνδυνο και την εκδήλωσή του). Αντιθέτως, νομιζόμενη κατάσταση ανάγκης (όπως και νομιζόμενη άμυνα) ουδέποτε αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης αλλά μόνο τον καταλογισμό αυτής στο δράστη. Ενδεικτικά, στην περίπτωση της νομιζόμενης κατάστασης ανάγκης, τονίζεται πως δεν υπάρχει αντικειμενικά αυτή και απλώς τη φαντάζεται ως υπαρκτή στο μυαλό του ο δράστης ο οποίος παρερμηνεύει ορισμένα πραγματικά περιστατικά και νομίζει πως υφίσταται κίνδυνος που απειλεί να βλάψει ένα έννομο αγαθό (παράδειγμα: ένας σκύλος τρέχει προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση και ο δράστης νομίζει πως έτρεχε να δαγκώσει ένα μικρό παιδί που βρισκόταν μπροστά του και έπαιζε ενώ στην πραγματικότητα έτρεχε για να πιάσει το μπαλάκι που του είχε πετάξει εκείνη τη στιγμή ο ιδιοκτήτης του. Εάν ο δράστης προβεί στην θανάτωση του σκύλου, πυροβολώντας το, βρίσκεται σε νομιζόμενη κατάσταση ανάγκης και έχει στο μυαλό του μία αντικειμενικά ανύπαρκτη κατάσταση κινδύνου, που ο ίδιος νομίζει ότι υφίσταται).

 Τέλος, όσον αφορά το περιεχόμενο της πράξης ανάγκης, ορίζει το άρθρο 25 ".. αν η βλάβη που προκλήθηκε στον άλλο είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητα από τη βλάβη που απειλήθηκε". Από τη διατύπωση του νόμου συμπεραίνουμε 2 πράγματα: πρώτον, ότι ο δράστης οδηγείται στην προσβολή εννόμου αγαθού άλλου προσώπου, άσχετου με τον κίνδυνο που έχει δημιουργηθεί (και σε αντίθεση με την άμυνα, κατά την οποία προσβάλλεται πάντοτε έννομο αγαθό του επιτιθέμενο αλλά και ξένο, μόνο όμως όταν αυτό χρησιμοποιείται ως μέσο επίθεσης από τον άλλο) και δεύτερον, ότι το αγαθό που θυσιάζεται θα πρέπει να είναι όχι μόνο απλώς κατώτερο αλλά σημαντικά κατώτερο. Υπάρχει, επομένως εδώ μία στάθμιση συγκρουόμενων αγαθών, για την ορθή επίλυση της οποίας, ο νόμος δίνει τα χρήσιμα κριτήρια του είδους και της σπουδαιότητας. Το κριτήριο του είδους μας παραπέμπει στην αξία των αγαθών, και αυτό της σπουδαιότητας παραπέμπει στην κοινωνική σημασία που έχουν τα συγκρουόμενα αγαθά. Αξιομνημόνευτο είναι επίσης και το βοηθητικό κριτήριο διαπίστωσης της σπουδαιότητας του έννομου αγαθού, κατά την άποψη του Μαγκάκη, το αν δηλαδή χρησιμοποιήθηκε το σωστό μέσο για την επίτευξη του σωστού σκοπού. Εν κατακλείδι, και σύμφωνα με την τρίτη παράγραφο του άρθρου 25 ΠΚ, η καθ' υπέρβαση των ορίων της κατάστασης ανάγκης πράξη τιμωρείται με ποινή ελαττωμένη, κατά το άρθρο 83 ΠΚ, εάν έγινε με πρόθεση, ενώ αν έγινε από αμέλεια τιμωρείται ως έγκλημα αμέλειας, εφόσον βέβαια τυποποιείται ως τέτοιο στον Ποινικό Κώδικα. Μένει όμως ατιμώρητος ο δράστης αν ενήργησε με τον συγκεκριμένο τρόπο εξαιτίας του φόβου ή της ταραχής που του προκάλεσε ο κίνδυνος (κατά παραπομπή, από το άρθρο 23).

Βιβλιογραφία: Έννοιες και θεσμοί του Ποινικού Δικαίου, Κωστάρας. Ποινικό Δίκαιο Ιωάννης Μπέκας.

Πάνος Καμηνάς

Iam secretly Clark Kent.

Leave a reply