H άμυνα του οφειλέτη κατά της διαταγής πληρωμής

Γράφει η Σωτήρχου Δάφνη

Η διαταγή πληρωμής είναι μια δικαστική επιταγή που εκδίδει ο δικαστής, με την οποία διατάζει τον οφειλέτη να πληρώσει στο δανειστή το πρόδηλο χρηματικό χρέος του. Και είναι αυτό πρόδηλο, όταν το παραγωγικό γεγονός του χρέους αυτού προαποδείχνεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο που έχει δεσμευτική αποδεικτική δύναμη.( << Κώστας Μπέης, Πολιτική δικονομία -Μαθήματα Πολιτικής Δικονομίας – Θεμελιακές Έννοιες >>). Η πράξη αυτή καταχωρίζεται σε δημόσιο έγγραφο που δημιουργεί μαχητό τεκμήριο ενοχής του οφειλέτη. Για το λόγο αυτό, η διαταγή πληρω­μής είναι εκτελεστός τίτλος (631 και 904 §2 εδ. ε’). Με τον τρόπο της έκδοσης διαταγής πληρωμής επιδιώκουν,κατά κύριο λόγο, οι Τράπεζες, την είσπραξη οφειλών από τους οφειλέτες και τους δανειολήπτες. Αποτελεί δε, συνήθη τακτική από τις Τράπεζες λόγω των εξής πλεονεκτημάτων της :

1) Όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί εκτελεστό τίτλο. Δίνεται, δηλαδή, η δυνατότητα στο δανειστή να επιχειρήσει την έναρξη της εκτέλεσης και την επίταξη του ποσού που του οφείλεται επιβάλλοντας κατάσχεση και ορίζοντας πλειστηριασμό.

2) Εκδίδεται σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Δεν απαιτείται προσδιορισμός δικασίμου ούτε διεξάγεται συζήτηση σε ακροατήριο.

3) Περιορίζεται το κόστος. Απαιτείται απλή κατάθεση, δικαστικό ένσημο και κοινοποίηση στον οφειλέτη για να ξεκινήσουν οι προθεσμίες.

4) Ελαφρύνει το δικαστήριο δεδομένου ότι ο όγκος των χρηματικών απαιτήσεων των δανειστών είναι τεράστιος.

Να σημειωθεί οτι όσο αφορά το χαρακτήρα της διαδικασίας,η διαταγής πληρωμής δεν αποτελεί διαγνωστική διαδικασία. Ο δανειστής έχει την δυνατότητα να επιλέξει μεταξύ της τακτικής διαδικασίας (χρονοβόρα αλλά ανοίγει τακτική δίκη) και της διαταγής πληρωμής.

Οι προϋποθέσεις για έκδοση της διαταγής πληρωμής είναι ( αρ.623 ΚΠολΔ – αρ.628 ΚΠολΔ ):

α. Η απαίτηση να είναι χρηματική,

β. Το οφειλόμενο ποσό να αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο (συμβόλαιο, ιδιωτικό συμφωνητικό, αξιόγραφο όπως η επιταγή ή η συναλλαγματική κ.λ.π.),

γ. Να μην εξαρτάται από καμία προϋπόθεση διότι τότε θα πρέπει να γίνει δικαστήριο που θα βεβαιώνει την πλήρωση αυτής της προϋπόθεσης

δ. Αυτοί κατά των οποίων στρέφεται να διαμένουν στην Ελλάδα και να είναι γνωστή η διεύθυνσή τους. Ο χρόνος έκδοσης μιας διαταγής πληρωμής κυμαίνεται από 1 ημέρα έως και ένα μήνα, ανάλογα το δικαστήριο και το φόρτο εκκρεμών διαταγών πληρωμής που έχει.

Επίσης, σύμφωνα με το αρ.630 του ΚΠολΔ, η διαταγή πληρωμής καταρτίζεται εγγράφως και πρέπει να περιέχει : α) Το ονοματεπώνυμο του δικαστή που εκδίδει τη διαταγή, β) την κατοικιά και τη διεύθυνση εκείνου που ζήτησε την έκδοση της διαταγής και εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση, γ) την αιτία της πληρωμής, δ) το ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων που πρέπει να καταβληθεί, ε) διαταγή πληρωμής, στ) υπόμνηση σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται ότι έχει δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή μέσα σε 15 μέρες από την επίδοση της διαταγής και ζ) υπογραφή του δικαστή. Σ” ό,τι αφορα το καταβλητέο ποσό χρημάτων ή χρεογράφων (δ), αυτό είναι αναγκαίο για την πλήρωση της προϋποθέσεως για την αναγκαστική εκτέλεση (αρ.916 ΚΠολΔ), καθόσον για να γίνει αυτή πρέπει να προκύπτει από τον εκτελεστό τίτλο το ποσό και το ποιόν της παροχής, πρέπει δε με το ποσό να προστίθεται, αν υπάρχει αίτημα και οι τόκοι – όχι με το συνυπολογισμό του ορισμένου ποσού αυτών αλλά με την προσθήκη της λέξεως «νομιμότοκα» και τον προσδιορισμό του χρόνου έναρξης αυτών (οι κεφαλοποιημένοι τόκοι πρέπει να αναγράφονται κατά ποσό ορισμένο). Απο την παράλειψη ενός εκ των παραπάνω, επέρχεται ακυρότητα της διαταγής, όχι όμως αυτοδικαίως, αφού ο νόμος δεν ορίζει αυτό, αλλά θεμελιώνει λόγο ανακοπής.

“Αμυνα του οφειλέτη κατά της διαταγής πληρωμής’’

1)Ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής (αρ.632 ΚΠολΔ)

Αρχικά να αναφερθεί ότι η αίτηση κατά της διαταγής πληρωμής , πρέπει να ασκηθεί εντός 15 ημερών απο την επίδοση στον οφειλέτη. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το αρ.633 ΚΠολΔ παρ.2 , εάν η διαταγή πληρωμής κοινοποιηθεί στον οφειλέτη δύο φορές, χωρίς ο οφειλέτης να αντιδράσει με ανακοπή, τότε αποκτά δύναμη δεδικασμένου και προσβάλλεται μόνο με αναψηλάφιση.

Λόγοι ανακοπής μπορούν να αποτελέσουν:

  1. Η επίκληση μιας από τις αρνητικές προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 624 για την έκδοση διαταγής πληρωμής, λχ αν ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι έγινε επίδοση της διαταγής με τη διαδικασία της άγνωστης διαμονής.
  2. Η επίκληση μιας ουσιαστικής ένστασης (διακωλυτικής ή αποσβε­στικής), εξαιτίας της οποίας δεν ίσχυε η οφειλή, στο χρόνο που εκδόθηκε η ήδη ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής.
  3. η αμφισβήτηση της γνησιό­τητας του ιδιωτικού εγγράφου, στο οποίο στηρίχτηκε η ανακοπτόμενη διαταγή (αρ.457 ΚΠολΔ), καθώς και η προσβολή του ως πλαστού (αρ.460 ΚΠολΔ), οπότε αντι­κείμενο της προσβολής μπορεί να είναι ακόμη και δημόσιο έγγραφο.
  4. Η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος προς εκδόσεως διαταγής πληρωμής. Η διάταξη του αρ.281 ΑΚ στενεύει τα όρια της ατομικής πρωτοβουλίας, κατά την άσκηση των δικαιωμάτων, κατα τρόπο ώστε να υποβάλλει τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε περιορισμούς, οι οποίοι ανταποκρίνονται στον κανόνα, όπως επίσης τα δικαιώματα ασκούνται κατά τρόπο που να μην υπερβαίνει η άσκησή τους προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή τον οικονομικό ή κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος. Κατά την άποψη αυτή, η διάταξη του αρ.281 ΑΚ, δεν μπορεί να ερμηνεύεται διαφορετικά παρά μόνο κατά το σαφή προσδιορισμό, τον οποίο παρέχει η διατύπωση της, ούτε ευρύτερα, ούτε στενότερα, αρκεί μόνο στη συγκεκριμένη περίπτωση να ερευνάται εάν πράγματι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τίθενται από αυτή, με απώτερο σκοπό η άσκηση των δικαιωμάτων να γίνεται κατά τρόπο που συνάδει προς το κοινωνικό περιεχόμενο του δικαίου που τίθεται. Με άλλα λόγια, πρέπει να ερευνάται εάν η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση τείνει στην πραγμάτωση του κοινωνικού ή οικονομικού αυτού σκοπού ή υπερβαίνει αυτόν ή αντιβαίνει στην καλή πίστη ή στα χρηστά ήθη προς βλάβη του κοινωνικού συμφέροντος και συνεπώς πρέπει να απαγορευθεί. Η διάταξη αυτη έχει έντονο χαρακτήρα κανόνα δημοσίας τάξεως και αποσκοπεί στην καταπολέμηση της κακοπιστίας και της ανηθικότητας στις συναλλαγές. Συνεπώς, κατάχρηση υπάρχειόταν ο τρόπος ασκήσεως του δικαιώματος υπερβαίνει τα όρια που τίθενται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή από τον οικονομικό ή κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος. Τα κριτηρια αύτα ειναι : – Η καλή πίστη : νοείται σε κάθε περίπτωση η αντικειμενική καλή πίστη ως κριτήριο συμπεριφοράς. Το μέτρο αυτό, το οποίο αξιώνει η καλή πίστη είναι η επιβαλλόμενη στην κοινωνική συμβίωση ευθύτητα και εντιμότητα. – Τα χρηστά ήθη είναι οι επιδοκιμαζόμενες από την ηθική συνήθειες σε ορισμένη εποχή, τόπο και κύκλο ανθρώπων. – Ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος προκύπτει από τα γενικότερα οικονομικά συμφέροντα, τα οποία αποσκοπεί να ικανοποιήσει η χορήγηση του συγκεκριμένου δικαιώματος. Στο σκοπό αυτό υπάγεται και η κατά τη ρύθμιση ορισμένης σχέσεως εκτίμηση των οικονομικών εν γένει αντικτύπων, τους οποίους θα έχει η αναγνώριση κάποιου δικαιώματος κατά τρόπο ώστε καταχρηστική άσκηση αυτού να συνιστά ακριβώς η πέραν του επιτρεπόμενου μέτρου πραγμάτωση των αντικτύπων αυτών. – Ο κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Εδώ το δικαίωμα νοείται υπό την άποψη ότι εκπληρώνει ορισμένη κοινωνική λειτουργία που αφορά το γενικότερο κοινωνικό συμφέρον. – Η υπέρβαση της ασκήσεως του δικαιώματος να είναι προφανής. Προφανής θεωρείται η υπέρβαση εκείνη, κατά την οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση έκδηλα και κατά τρόπο προφανή ασκείται εξουσία πέρα από τα όρια που επιβάλλονται. Η προφανής παράβαση έχει ως σκοπό τον άμεσο έλεγχο της ενέργειας, όπως αυτή προδιαγράφεται και σκιαγραφείται με βάση τα πραγματικά περιστατικά. – Αντιφατική ή αδικαιολόγητα επαχθή του ασκούντος το δικαίωμα συμπεριφορά ή κακοβουλία. Αντιφατική συμπεριφορά υφίσταται ότν κάποιος ενεργεί αντίθεται προς προηγούμενη διαγωγή του. Αδικαιολόγητα επαχθή συμπεριφορά υφίσταται όταν ο δικαιούχος, ενώ έχει τη δυνατότητα να επιλέξει ανάμεσα σε περισσότερους δυνατούς χρόνους ή τρόπους ασκήσεως του δικαιώματος του, επιλέγει, χωρίς να έχει ίδιον συμφέρον, όχι το λιγότερο επαχθή. Κακοβουλία υπάρχει όταν το δικαίωμα ασκείται με τον κύριο και μοναδικό σκοπό να προκληθεί ζημιά σε άλλον. Η πρόκληση ζημίας συνάγεται αντικειμενικά και μάλιστα απο την έλλειψη κάποιου σοβαρού συμφέροντος ή ωφελείας από την άσκηση του δικαιώματος. Για παράδειγμα, η χωρίς καμία προηγούμενη προφορική ή γραπτή ειδοποίηση ή όχληση του οφειλέτη εκ μέρους του δανειστή και η άμεση έκδοση διαταγής πληρωμής αντιτείθεται στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη.
  5. Ενστάσεις αοριστίας επί της διαταγής πληρωμής. Σύμφωνα με την παγία νομολογία η επιταγή προς πληρωμή πάσχει αοριστίας και ως εκ τούτου είναι άκυρη, όταν σε τούτη δεν εμπεριέχεται σαφής και ορισμένη έκθεση των σχετικών κονδυλίων εξόδων κτλ.
  6. Λόγος ανακοπής δεν μπορεί να είναι η γενική άρνηση της οφειλής εκ μέρους του οφειλέτη («ουδέν οφείλω»!)Μάλιστα, σε μια τέτοια περίπτωση, δικαιολογείται η επιβολή δικονομικής ποινής για κακόπιστη διεξαγωγή της δίκης, σύμφωνα με το άρθρο 205 (ΕιρΑθ 5/1969 ΝοΒ 17, 67).
  7. Απαράδεκτη είναι ακόμη η ανακοπή, αν το σχετικό δικόγραφο δεν περιέ­χει ένα τουλάχιστον λόγο ανακοπής. Η ενδεχόμενη έλλειψη νομικής ή ουσια­στικής βασιμότητας του μοναδικού λόγου της ανακοπής δεν επηρεάζει το παρα­δεκτό της.

Σύμφωνα με το αρ.632 παρ.2 ΚΠολΔ, η άσκηση της ανακοπής, δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διαταγής πληρωμής. Το δικαστήριο όμως που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής μπορεί, κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 ΚΠολΔ, να χορηγήσει αναστολή ώσπου να εκδοθεί η τελεσίδικη απόφαση για την ανακοπή.

2) Αίτηση αναστολής κάθε πράξεως αναγκαστικής εκτέλεσης (αρ.632 παρ.2 ΚΠολΔ)

Η αίτηση αναστολής είναι και αυτή δικόγραφο, ασκείται όπως ακριβώς και η ανακοπή ( με κατάθεση και επίδοση στον αντίδικο ) μέσα στην ίδια προθεσμία ( 15 εργάσιμες ημέρες από την επίδοση τη διαταγή πληρωμής ) και για τη συζήτηση αυτής γίνεται επίσης δικαστήριο. Η αίτηση αναστολής, δικάζεται πιο σύντομα από την ανακοπή και με αυτή το ζητούμενο είναι – όχι η ακύρωση της διαταγής πληρωμής, όπως με την ανακοπή, αλλά – η αναστολή κάθε πράξης εκτέλεσης ( κατάσχεσης ) μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της ανακοπής που ασκήθηκε.

Οι διαταγές πληρώμής αποτελούν εκτελεστό τίτλο βάσει του οποίου ο δανειστής μπορεί να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του οφειλέτη. Συνεπώς, εάν μέχρι τη συζήτηση της ανακοπής και της επ’αυτής έκδοσης τελεσίδικης αποφάσεως, υπάρχει άμεσος και επικείμενος κίνδυνος και συντρέχει κατεπείγον να απολεσθούν τα κατασχεθέντα περιουσιακά στοιχεία λόγω του επικείμενου πλειστηριασμού και να προκληθεί ανεπανόρθωτη οικονομική βλάβη στον αιτών της ανακοπής, θα πρέπει να αναστέλλεται η επισπευδόμενη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης. Για να επιτευχθεί η ως άνω αναστολή εκτέλεσης, θα πρέπει ο αιτών εντός τριών εργασίμων ημερών από την κοινοποίηση της διαταγής πληρωμής, να καταθέσει αίτηση αναστολής εκτελέσεως μαζί με την ασκηση της προαναφερθείσας ανακοπής του αρ.632 ΚΠολΔ.

3)Προσωρινή διαταγή για μη εκτέλεση της διαταγής πληρωμής

Τέλος, για την ολική προστασία του οφειλέτη, είναι απαραίτητη η -ενώπιον του δικαστηρίου- αίτηση για έκδοση προσωρινής διαταγής. Το αίτημα σε αυτήν την περίπτωση είναι να εκδοθεί προσωρινή διαταγή με την οποία θα διατάσσει ο δικαστής την αναστολή κάθε πράξης εκτέλεσης ( κατάσχεσης ) σε βάρος του οφειλέτη , μέχρι την έκδοση απόφασης επί της αίτησης αναστολής που ασκήθηκε κατά της διαταγής πληρωμής.

*Η Δάφνη Σωτήρχου είναι Δικηγόρος Αθηνών

Leave a reply