Του Σωκράτη Τσαχιρίδη, Δικηγόρου, ΜΔΕ Εμπορικού Δικαίου.
Στο παρόν θα αναλύσουμε εν συντομία και χωρίς να κουράσουμε τους αναγνώστες μας το ειδικό ζήτημα της αμοιβής του μεσεγγυούχου, που διορίστηκε ως τέτοιος με δικαστική απόφαση. Το εν λόγω θέμα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον τόσο εξ απόψεως ουσιαστικού, όσο και δικονομικού δικαίου. Πως, όμως, το συγκεκριμένο θέμα μπορεί να αποτελέσει ύλη δικηγορικής και δικαστικής πρακτικής;
Εφόσον υπάρχει μια δικαστική διαμάχη, που αντικείμενό της είναι η κυριότητα, νομή ή κατοχή ορισμένων κινητών πραγμάτων, το δικαστήριο δύναται, εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα εκ μέρους κάποιου εκ των διαδίκων, να διορίσει μεσεγγυούχο για την φύλαξη των επίδικων (κινητών πραγμάτων) μέχρι την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης.
Ο μεσεγγυούχος που διορίστηκε οφείλει να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του που πηγάζουν από το νόμο και την εκδοθείσα δικαστική απόφαση. Εφαρμόζονται δε στην περίπτωσή του οι διατάξεις της μεσεγγύησης (831 - 833 Α.Κ.) καθώς και εκείνες που αφορούν τον θεματοφύλακα (822 επομ. Α.Κ.), γεγονός που συνάγεται ευθέως από το άρθρο 832 Α.Κ. Συνεπώς, οι βασικές υποχρεώσεις του μεσεγγυούχου θα συναχθούν από τις ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό με τα όσα αναφέρει το διατακτικό της δικαστικής απόφασης που τον διόρισε. Καταρχήν, ο μεσεγγυούχος οφείλει να καταβάλει ιδιαίτερη φροντίδα για την ασφαλή φύλαξη των πραγμάτων διατηρώντας τα τόσο ποσοτικά, όσο και ποιοτικά. Με άλλα λόγια, υποχρεούται να προβαίνει σε κάθε απαραίτητη ενέργεια προκειμένου να διατηρηθούν αυτά ακέραια και ασφαλή. Σύμφωνα με το άρθρο 833 παρ. 1 Α.Κ., ο μεσεγγυούχος πρέπει, αν το επιβάλλει η ιδιαίτερη φύση των πραγμάτων, να επιχειρεί και πράξεις διαχείρισης, οπότε εφαρμόζονται ως προς αυτές (τις πράξεις διαχείρισης) οι διατάξεις για την εντολή (713 επομ. Α.Κ.). Φυσικά, το ζήτημα αυτό θα επιλυθεί in concreto, για το λόγο ότι δεν είναι δυνατή η εκ των προτέρων διατύπωση ενός γενικού κανόνα λόγω των ιδιαζουσών συνθηκών που μπορούν ad hoc να προκύψουν. Επιπροσθέτως, ο μεσεγγυούχος καλείται να καταβάλει την επιμέλεια που ο ίδιος επιδεικνύει στις δικές του υποθέσεις καθώς και την εν γένει επιμέλεια που χαρακτηρίζει κάθε μέσο συνετό άνθρωπό του χώρου του. Φυσικά, ο μεσεγγυούχος που διορίστηκε με δικαστική απόφαση δε δύναται να διαθέσει τα πράγματα που του παραδόθηκαν για φύλαξη σε οποιονδήποτε άλλον χωρίς την έκδοση δικαστικής απόφασης που διατάσσει αυτό (άρθρο 824 παρ. 2 Α.Κ.), με την επιφύλαξη του άρθρου 833 παρ. 2 Α.Κ.
Πέρα, όμως, από τις ως άνω αναφερόμενες υποχρεώσεις, ο μεσεγγυούχος που διορίστηκε με δικαστική απόφαση για την φύλαξη ορισμένων πραγμάτων έχει και κάποια δικαιώματα. Το σημαντικότερο από αυτά είναι το δικαίωμα στην αμοιβή. Το άρθρο 822 εδαφ. β’ Α.Κ. ορίζει «Αμοιβή μπορεί να απαιτηθεί μόνο όταν συμφωνήθηκε ή συνάγεται από τις περιστάσεις». Ποιες, όμως, είναι αυτές οι περιστάσεις; Η ανωτέρω έννοια αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση αόριστης νομική έννοιας που χρήζει εξειδίκευσης. Η νομολογία επιτυχώς έχει προχωρήσει στην διαμόρφωση ορισμένων κατευθυντήριων γραμμών για την συγκεκριμενοποίησή της. Ειδικότερα, τέτοιες αποτελούν α) η χρονική διάρκεια της μεσεγγύησης, β) η επαγγελματική δραστηριότητα του μεσεγγυούχου, γ) η χρήση ειδικών εγκαταστάσεων και εξοπλισμών εκ μέρους του μεσεγγυούχου και δ) η απασχόληση προσωπικού για την αποτελεσματικότερη φύλαξη των επίδικων πραγμάτων.
Ένα άλλο εύλογο ερώτημα που δημιουργείται είναι το ζήτημα του ποιος είναι υπόχρεος σε καταβολή της εν λόγω αμοιβής. Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη στη νομολογία και τη θεωρία, τη συγκεκριμένη αμοιβή οφείλει να καταβάλει ο διάδικος που αιτήθηκε το διορισμό του μεσεγγυούχου. Βέβαια, η εν λόγω άποψη δεν είναι χωρίς αντίλογο. Σύμφωνα με άλλη γνώμη που υποστηρίχθηκε σποραδικά, υπόχρεος σε αμοιβή του μεσεγγυούχου για τις παρασχεθείσες εκ μέρους του υπηρεσίες φύλαξης είναι ο διάδικος που ωφελείται από την μεσεγγύηση που διατάχθηκε. Ποιος μπορεί να είναι αυτός; Μπορεί να είναι και ο αντίδικος του αιτούντος (το μέτρο της μεσεγγύησης) σε περίπτωση που εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση υπερ του. Ουσιαστικά, η τελευταία άποψη δεν αποκλείει την πρώτη, αλλά την εμπεριέχει και την διευρύνει θεωρώντας ότι υπόχρεος σε αμοιβή του μεσεγγυούχου μπορεί να είναι, είτε ο αιτών το μέτρο της μεσεγγύησης, είτε ο αντίδικός του, ανάλογα με την εξέλιξη της δικαστικής τους διαμάχης.
Σε κάθε περίπτωση, όταν δεν καταβάλλεται η αμοιβή του μεσεγγυούχου για τις υπηρεσίες που παρείχε βάσει της δικαστικής απόφασης (πρέπει να προκύπτει η σχετική άρνηση – επομένως, κρίνεται σκόπιμο να γίνει γραπτή όχληση προς τον υπόχρεο), τότε δύναται αυτός (μεσεγγυούχος) να ασκήσει σχετική αγωγή σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 677 περ. 3 Κ.Πολ.Δ. (διαφορές από αμοιβές για την παροχή εργασίας), αρμόδιο δε καθ’ ύλην και κατά τόπον δικαστήριο θα είναι το Ειρηνοδικείο του τόπου που δόθηκε η εντολή διαχείρισης (άρθρο 15 περ. 12 σε συνδυασμό 28 Κ.Πολ.Δ).