Η ρύθμιση του άρθρου 20 ν. 3301/04 κατά την οποία δεν εκτελούνται οι αναφερόμενοι σ’ αυτήν εκτελεστοί τίτλοι, μεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωμής, αντίκειται στις διατάξεις του Συντάγματος και των Διεθνών Συμφώνων και επομένως είναι δυνατή η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ν.π.δ.δ., και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή, της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως συμβαίνει επί διαφοράς από σύμβαση δημόσιου έργου.
Αριθμός Απόφαση ΑΠ 432/2015
Κατ` άρθρο 222 ΚΠολΔ, όταν επέλθει η εκκρεμοδικία και όσο αυτή διαρκεί, δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους, εφόσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα. Αν κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, ασκηθεί άλλη (δεύτερη) αγωγή για την ίδια επίδικη διαφορά, αναστέλλεται και αυτεπαγγέλτως η εκδίκασή της εωσότου περατωθεί η πρώτη δίκη. Η εκκρεμοδικία αποτελεί αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, ο σχετικός δε ισχυρισμός (ένσταση) προτείνεται παραδεκτά σε κάθε στάση της δίκης. Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις εκκρεμοδικίας, αναστέλλεται, όπως εκτέθηκε, η εκδίκαση της δεύτερης αγωγής εωσότου περατωθεί η πρώτη δίκη (ΑΠ 608/2005).
Περαιτέρω, ο, από το άρθρο 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο. Επί παραλείψεως κηρύξεως προσωρινού απαραδέκτου, όπως είναι το απαράδεκτο της συζητήσεως κλπ. ο λόγος αυτός στοιχειοθετείται, όταν το απαράδεκτο αυτό ή η αναβολή της συζήτησης ή η αναστολής διαδικασίας επιβάλλεται από το νόμο προς καταχύρωση του αποτελέσματος της ακυρότητας άλλης διαδικαστικής πράξεως, που προηγήθηκε, όπως π.χ. είναι η ακυρότητα της κλητεύσεως, ή (και) προς εξασφάλιση της ασκήσεως δικονομικού δικαιώματος, όπως είναι πρωτίστως το θεμελιώδες δικονομικό δικαίωμα της υπερασπίσεως (βλ. άρθρο 110 § 2 ΚΠολΔ) ή στην περίπτωση της παραλείψεως αναβολής της συζητήσεως κατά τα άρθρα 610 και 621 του ΚΠολΔ, κατά την οποία ο διάδικος καθίσταται έκπτωτος του δικονομικού δικαιώματος του για την παρεμπίπτουσα αμφισβήτηση της οικογενειακής σχέσεως, που αποτελεί προϋπόθεση για τη διάγνωση της διαφοράς (βλεπ. σχετ. ΟλΑΠ 12/2000).
Επομένως, η, παρά το νόμο, παράλειψη του δικαστηρίου να αναστείλει τη διαδικασία λόγω εκκρεμοδικίας (222 ΚΠολΔ), μη επιβαλλόμενη από το νόμο, προς κατοχύρωση του αποτελέσματος δικονομικής ακυρότητας ή προς εξασφάλιση της άσκησης δικονομικού δικαιώματος, δεν θεμελιώνει τον ανωτέρω λόγο της αναιρέσεως, διότι η αναστολή αυτή επιβάλλεται από το νόμο απλώς χάριν οικονομίας χρόνου και δαπάνης καθώς και προς αποφυγήν εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, ενδεχόμενο όμως που αντιμετωπίζεται από το νόμο με την καθιέρωση λόγου αναψηλαφήσεως για την τελευταία απόφαση κατ` άρθρα 544 § 1 και 549 § 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1393/2010 ΑΠ 290/05, ΑΠ 207/08, ΑΠ 554/09 αντ. ΑΠ 2359/09). Κατ` ακολουθίαν αυτών ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται από το αναιρεσείον η, από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, αιτίαση, με την επίκληση ότι, παρά το νόμο, η προσβαλλόμενη απόφαση παρέλειψε να κηρύξει το απαράδεκτο της συζητήσεως της κατά της αναιρεσίβλητης ασκηθείσας απ`αυτό (ένδικης) ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ αναστέλλοντας προσωρινώς τη σχετική διαδικασία λόγω εκκρεμοδικίας απορρέουσας από την προγενεστέρως ασκηθείσα από το ίδιο, ομοίου περιεχομένου, ανακοπή, κρίνεται απορριπτέος ως απαράδεκτος. Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 94 παρ.4 εδάφ. γ` του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής "οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει", κατά δ` αυτή του άρθρ. 95 παρ.5 του Συντ. "Η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει ... Νόμος ορίζει αναγκαστικά μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης". Σε εκτέλεση της πρώτης από τις παραπάνω διατάξεις εκδόθηκε ο ν.3068/2002, στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι, το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται, χωρίς καθυστέρηση, προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων.
Δικαστικές αποφάσεις, κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου, είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και, ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει". Επακολούθησε ο ν.3301/2004, με το άρθρο 20 του οποίου προστέθηκε στο άνω άρθρο 1 του ν.3068/02 εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο, δεν είναι δικαστικές αποφάσεις, κατά την έννοια του παρόντος νόμου, και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ`- ζ` της § 2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι κατά τα άρθρα 623 επ. του ιδίου Κώδικα εκδιδόμενες από τον αρμόδιο δικαστή διαταγές πληρωμής), πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων.
Περαιτέρω, το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που, μαζί με το προαιρετικό Πρωτόκολλο του, κυρώθηκε με τον ν.2462/1997, και άρχισε να ισχύει για την Ελλάδα από 5.8.1997 (Ανακοίνωση Υπ. Εξωτ. Φ.0546/62/Α1 /292/Μ.2870/ 7.5.1997), έχει δε υπερνομοθετική ισχύ, κατά το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, στο άρθρο 2 § 3 αυτού ορίζει ότι: "Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο αναλαμβάνουν την υποχρέωση: α) να εγγυώνται ότι κάθε άτομο, του οποίου τα δικαιώματα και οι ελευθερίες, που αναγνωρίζονται στο παρόν Σύμφωνο, παραβιασθούν, θα έχει στη διάθεση του μία πρόσφορη προσφυγή, ακόμη και αν η παραβίαση θα έχει διαπραχθεί από πρόσωπα που ενεργούν υπό την επίσημη κρατική ιδιότητα τους, β) να εγγυώνται ότι η αρμόδια δικαστική, διοικητική, νομοθετική ... αρχή ... θα αποφαίνεται πράγματι σχετικά με τα δικαιώματα του προσφεύγοντος, και θα προωθήσουν τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής, γ) να εγγυώνται την εκτέλεση, από τις αρμόδιες αρχές, κάθε απόφασης που θα έχει κάνει δεκτή τη σχετική προσφυγή". Εξάλλου, το άρθρο 14 § 1 εδ. α` του ίδιου Συμφώνου ορίζει ότι: "Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεση του να δικαστεί από ... δικαστήριο ... το οποίο θα αποφασίσει ... και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα". Με τη διάταξη αυτή συμπορεύεται και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, που καθιερώνεται με το άρθρο 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣ-ΔΑ) (η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974), καθώς και με το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος. Οι ως άνω διατάξεις δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλομένων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ, άρα θεμελιώνουν δικαιώματα υπέρ των προσώπων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους. Οι διατάξεις αυτές εγγυώνται όχι μόνο την ελεύθερη πρόσβαση σε δικαστήριο, αλλά και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάσθηκε από το δικαστήριο, δηλαδή το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο δραστήριο θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητά της (ΟλΑΠ 21/2001). Από τις εκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις και εκείνες του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και της ΕΣΔΑ σαφώς συνάγεται ότι, προς επίτευξη του επιδιωκομένου με αυτές σκοπού της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, είναι αναγκαίο να συμπεριληφθούν στους τίτλους που μπορούν να εκτελεστούν κατά του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ και οι διαταγές πληρωμής, αφού, ναι μεν αυτές εκδίδονται από δικαστή, χωρίς προηγουμένως να ακουστεί και να αναπτύξει τις απόψεις του ο καθού, μετά από εξέταση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοση τους και όχι από συγκροτημένο δικαστήριο, πλην όμως εξομοιώνονται λειτουργικώς με τις δικαστικές αποφάσεις, διότι αφ` ενός μεν επιλύουν διαφορές, αφ` ετέρου δε ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 του Συντάγματος δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθού να ασκήσει ανακοπή και να προβάλει τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τη μη συνδρομή του προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής, όσο και ως προς την απαίτηση.
Από τα παραπάνω παρέπεται ότι η ρύθμιση του άρθρου 20 ν.3301/04 κατά την οποία δεν εκτελούνται οι αναφερόμενοι σ` αυτήν εκτελεστοί τίτλοι, μεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωμής, αντίκειται στις ειρημένες διατάξεις του Συντάγματος, και των Διεθνών Συμφώνων (ΑΠ 2347/2009) και επομένως είναι δυνατή η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή (Ειρηνοδίκη ή δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου) έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ν.π.δ.δ., και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή, της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως συμβαίνει επί διαφοράς από σύμβαση δημόσιου έργου (σχ. ΑΕΔ 18/2005, ΑΕΔ 23/90, ΑΠ 369/2014 ΑΠ 1264/11 ΑΠ 1965/2011).
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθ. 559 αρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμόστηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόστηκε ενώ δεν έπρεπε καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, ή δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία του κανόνα δικαίου, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περιπτώσεως (Ολ.ΑΠ 10/2011, ΟλΑΠ 7/06, ΑΠ 191/2013, ΑΠ 486, 568/13).
Με το δεύτερο λόγο της αναιρέσεως προβάλλεται από το αναιρεσείον η, από το άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αιτίαση με την επίκληση ότι, η προσβαλλομένη απόφαση, κατ`εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεως του άρθρου 1 § 2 ν. 3068/2002 (όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 20 ν. 3301/2004), απέρριψε, επικυρώνοντας την ομοίως αποφηναμένη πρωτόδικη απόφαση, το σχετικό λόγο της ασκηθείσας ανακοπής του κατά της εκδοθείσας (σε βάρος του), από την αναιρεσίβλητη, υπ` αριθμ. 1363/2010 Δ/γης Πληρωμής του Δικαστή του Μον/λούς Πρωτ. Αθηνών, με τον οποίο (αυτό) προέβαλε ακυρότητα της τελευταίας, απορρέουσα από το νομικά ανεπίτρεπτο της έκδοσής της, λόγω της προβλεπομένης από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 1 § 2, του ν. 3068/2002 απαγόρευσης εκτέλεσης σε βάρος, πλην άλλων, και των ΝΠΔΔ όμως είναι και το ίδιο, των διαταγών πληρωμής, η οποία (απαγόρευση) αναιρεί το έννομο συμφέρον της αναιρεσίβλητης για την έκδοσή της, δεχθείσα την αντισυνταγματικότητα της σχετικής ρυθμίσεως. Ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος αφού, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, με την παραπάνω κρίση της η προσβαλλομένη απόφαση προέβη σε ορθή ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 1 § 2 ν. 3068/2002 (όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρ. 20 ν. 3301/2004), δεχθείσα (ορθώς) την αντισυνταγματικότητα της προβλεπομένης από αυτή απαγορεύσεως εκτελέσεως σε βάρος του ΝΠΔΔ των διαταγών πληρωμής και συνακόλουθα την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος της αναιρεσίβλητης για την έκδοσή της. Από τη διάταξη του άρθρου 624 § 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, η έκδοση διαταγής πληρωμής για απαίτηση η οποία τελεί υπό αίρεση προϋποθέτει την έγγραφη απόδειξη πληρώσεως της τελευταίας, η έλλειψη της οποίας επιφέρει την ακυρότητα της εκδοθείσας σχετικώς διαταγής πληρωμής, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της υπάρξεως της ανταιτήσεως και της δυνατότητας αποδείξεώς της με άλλα αποδεικτικά μέσα (ολΑΠ 10/97, ΑΠ 1378/2009, ΑΠ 1102/2008).
Περαιτέρω, οι εγγυητικές επιστολές, αποτελούν ιδιαίτερο είδος και τύπο εγγύησης διεπομένης από τις διατάξεις των άρθρων 847, 851 και 853 του ΑΚ, η οποία, στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 361 του ΑΚ δεν αποβλέπει στην απόκτηση πρόσθετης φερεγγυότητας, αλλά στην άμεση καταβολή από τον εκδότη στο δανειστή του ποσού που καλύπτει η εγγυητική επιστολή. Στην περίπτωση έκδοσης εγγυητικής επιστολής με ρήτρα πληρωμής "σε πρώτη ζήτηση ή με απλή ειδοποίηση", σκοπείται η άμεση μετάθεση του χρηματικού ποσού για το οποίο χορηγήθηκε η εγγυητική επιστολή σ` εκείνον που αυτή απευθύνεται με την επέλευση ορισμένου τυπικά διαπιστουμένου γεγονότος, ή με την πάροδο προθεσμίας, ή με απλή δήλωση του δικαιούχου προς τον οποίο απευθύνεται η επιστολή, ότι επήλθε ο λόγος της κατάπτωσης αυτής, χωρίς να έχει τη δυνατότητα ο εκδότης της επιστολής, να ελέγξει το υπαρκτό ή το έγκυρο της κύριας οφειλής, ούτε το λόγο της κατάπτωσης της εγγύησης, ή να προβάλλει την ένσταση διζήσεως ή άλλη μη προσωποπαγή ένσταση του πρωτοφειλέτη, από τις οποίες εγκύρως παραιτείται (ΑΠ 1796/2008).
Με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως προβάλλεται από το αναιρεσείον η, κατ` εκτίμηση των προς θεμελίωσή του εκτιθεμένων, από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, αιτίαση με την επίκληση ότι, παρά το νόμο, η προσβαλλομένη απόφαση δεν προέβη στην ακύρωση της 1363/2010 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε από την αναιρεσίβλητη σε βάρος του με βάση τις αναφερόμενες τέσσερες εγγυητικές επιστολές που εκδόθηκαν με τη διατύπωση της ρήτρας "σε πρώτη ζήτηση", από το αναιρεσείον υπέρ της κοινοπραξίας ............... με λήπτρια την αναιρεσίβλητη για την καλή εκτέλεση του έργου και την τήρηση των όρων της σύμβασης "Μελέτη, κατασκευή οικοδομικών Η/Μ εργασιών και προμήθεια - εγκατάσταση ιατρικού και ξενοδοχειακού εξοπλισμού Γ. ....", παραλείποντας να κηρύξει το απαράδεκτο που απέρρεε από τη μη πλήρωση του όρου από τον οποίο είχε εξαρτηθεί η κατάπτωσή τους (κακή εκτέλεση του έργου μη τήρηση των όρων της συμβάσεως) αρκεσθείσα στην περί της τελευταίας (καταπτώσεως) σχετική δήλωσή της αποδέκτριας (λήπτριας) αναιρεσίβλητης. Ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος νομικά αφού, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η απαίτηση της αναιρεσίβλητης - αποδέκτριας των ένδικων εγγυητικών επιστολών, για την οποία ζητήθηκε απ`αυτήν η έκδοση της διαταγής πληρωμής, είχε εξαρτηθεί, ενόψει της διαλαμβανομένης στις εν λόγω εγγυητικές επιστολές ρήτρας "σε πρώτη ζήτηση", μόνο από τη σχετική περί καταπτώσεως αυτών δηλώσεως της αιτουμένης την έκδοση της δ/γης πληρωμής αναιρεσίβλητης - αποδεκτρίας, η οποία (δήλωση), κατά τα συνομολογούμενα από το αναιρεσείον, είχε υποβληθεί και όχι από τη διαπίστωση του λόγου της καταπτώσεως, ο οποίος ανεξάρτητα της μη δυνατότητας προβολής από το αναιρεσείον, οριοθετούμενος από το σκοπό για τον οποίο δόθηκαν οι εγγυητικές επιστολές (καλή εκτέλεση του έργου - τήρηση όρων της σύμβασης), συναρτάται υποχρεωτικά με την επέλευση συναφούς προς το σκοπό αυτό γεγονότος δικαιολογούντος την κατάπτωση.
.......η ακύρωση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής, επικαλούμενο μη συνδρομή νομίμου λόγου καταπτώσεως των εγγυητικών επιστολών (είναι αβάσιμη) , με βάση τις οποίες ζητήθηκε η έκδοσή της, ενόψει του ότι η καταγγελία της ένδικης σύμβασης εκτέλεσης δημοσίου έργου "για την καλή εκτέλεση του οποίου καθώς και την τήρηση των όρων της σχετικής συμβάσεως" δόθηκαν αυτές έλαβε χώρα για λόγους μη σχετιζομένους με τους παραπάνω σκοπούς (χρήση πλαστών εγγυητικών επιστολών, ανάκληση ενημερότητας μέλους της αναδόχου κοινοπραξίας .... , παράβαση νομοθεσίας δημοσίων έργων), καθόσον (κρίνεται απορριπτέος), σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η διαλαμβανομένη στις ένδικες εγγυητικές επιστολές ρήτρα "σε πρώτη ζήτηση" καθιστούσε ανεπίτρεπτη την προβολή από το εκδόν αυτές αναιρεσείον ενστάσεων απορρεουσών από την ένδικη βασική σχέση μεταξύ της αναδόχου κοινοπραξίας (οφειλέτριας), υπέρ της οποίας εκδόθηκαν, και της κυρίας του έργου (αποδέκτριας δανείστριας) αναιρεσίβλητης, όπως οι παραπάνω προβαλλόμενες, οι οποίες αναμφισβητήτως δεν προκύπτουν από τις ίδιες τις εγγυητικές επιστολές, όπως αβασίμως επικαλείται το αναιρεσείον, προκειμένου να θεμελιώσει το νομικά βάσιμο των προβαλλομένων ως άνω ισχυρισμών.