του Σπύρου Σκιαδόπουλου, Δικηγόρου Κέρκυρας, ΜΔΕ Εμπορικού & Οικονομικού Δικαίου ΑΠΘ.
Η εταιρεία η οποία εκδίδει χρηματοπιστωτικά μέσα συνάπτει έναντι αμοιβής σύμβαση αναδοχής με πιστωτικό ίδρυμα (ή κοινοπραξία τραπεζών) το οποίο θα λειτουργεί ως ανάδοχος. Κάτι τέτοιο συνήθως συντρέχει όταν πρόκειται να εκδοθούν νέα χ.μ. (όπως πχ. μετοχές ή ομολογίες) με σκοπό να διατεθούν στο ευρύ κοινό, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την αύξηση κεφαλαίου των εταιριών. Οι εταιρίες μέσω της απόφασης του αρμοδίου οργάνου αναθέτουν έναντι αμοιβής συνήθως σε πιστωτικό ίδρυμα να αναλάβει την πρακτική διαδικασία της αύξησης. Η διάθεση αυτή επιβάλλεται να επιτευχθεί μέσω πιστωτικών ιδρυμάτων ή ΕΠΕΥ με δημόσια προσφορά [1] εισαγωγή κινητών αξιών προς διαπραγμάτευση [2]ή διάθεση ήδη υφιστάμενων μετοχών/ομολογιών.
Το είδος της αναδοχής ποικίλει, ανάλογα με τις περιστάσεις. Στην βιβλιογραφία διακρίνεται σε :
α) απλή αναδοχή, ή παραγγελιοδοχική αναδοχή (τοποθέτηση χ.μ. χωρίς δέσμευση ανάληψης) όπου το ανάδοχο πιστωτικό ίδρυμα διευκολύνει τη διάθεση νέων τίτλων μέσω των υποκαταστημάτων του, ενεργώντας ως άμεσος ή έμμεσος αντιπρόσωπος της εκδότριας εταιρείας.
β) εγγυητική αναδοχή, όπου ο ανάδοχος εγγυάται την ανάληψη/διάθεση της έκδοσης. Στην εν λόγω αναδοχή η τράπεζα ενεργεί ως πληρεξούσιος της εκδότριας εταιρίας και αναλαμβάνει να καλύψει τους τίτλους που έμειναν αδιάθετοι.
γ) σταθερή αναδοχή, όπου ο ανάδοχος αναλαμβάνει το σύνολο της έκδοσης σε συγκεκριμένη τιμή και το οποίο διαθέτει στη συνέχεια με δικό του κίνδυνο. Ουσιαστικά αγοράζει τίτλους (εγγράφεται σε ολόκληρο το νέο κεφάλαιο[3]) από την εκδότρια και πωλεί εν συνεχεία στο επενδυτικό κοινό, συνεπώς η κάλυψη του κεφαλαίου των τίτλων είναι εξασφαλισμένη αφού ο κίνδυνος μη διάθεσης μετακυλήθηκε στην τράπεζα.
Η διαμεσολάβηση του αναδόχου κρίνεται σκόπιμη σε πληθώρα λόγων. Αρχικά, διαθέτει την απαιτούμενη οργάνωση και γνώση των συνθηκών της κεφαλαιαγοράς καθώς και τις απαιτούμενες επαφές έστω η απορρόφηση των μετοχών να διευκολυνθεί. Επίσης αποτελεί ένα αμερόληπτο μέρος στην συναλλαγή, πράγμα που καθιστά δυνατή την ακριβέστερη σύνταξη ενημερωτικού δελτίου και γενικά την ορθότερη, αντικειμενικότερη και πληρέστερη πληροφόρηση προς το επενδυτικό κοινό, φέροντας παράλληλα την ευθύνη (ως φερέγγυο όργανο) , εφόσον η ενημέρωση που παρέχεται κριθεί ελλιπής. Τέλος η μερική σύμπραξη ομάδας προσώπων στον καθορισμό της τιμής διάθεσης των χ.μ. συνιστά σημαντική δικλείδα ασφαλείας καθώς εξασφαλίζει την αντικειμενικότητα της τιμής, σταθμίζοντας το συμφέρον του εκδότη να διαθέσει σε υψηλή τιμή (συνυπολογίζοντας τους κινδύνους μη διάθεσης εξαιτίας αυτού του συμφέροντος) με το συμφέρον του επενδυτικού κοινού για αμφοτέρως επωφελείς τιμές.
Υποχρεώσεις & Δικαιώματα των μερών
Δεν υπάρχουν συγκεκριμένες ειδικές υποχρεώσεις σχετικά με τη σύμβαση αναδοχής, πέραν εκείνων που συμφωνούνται εκ του κειμένου της σύμβασης, ενώ ανάλογα με τη νομική φύση της κάθε σύμβασης μπορεί να προκύψουν οι νόμιμες υποχρεώσεις και δικαιώματα.
Λόγου χάρη, η σύμβαση εγγυημένης αναδοχής είναι σύμβαση έργου με στοιχεία εντολής, επομένως εφαρμόζονται διατάξεις των αντίστοιχων διατάξεων του Αστικού Κώδικα. Στις εξωτερικές σχέσεις, το μέλος δρα ως αντιπρόσωπος της εκδότριας εταιρείας (σχέση πρακτορείας) ενώ το μέτρο της ευθύνης του διαχωρίζεται στο εάν αναλαμβάνει να καλύψη το κεφάλαιο των τίτλων και με ποιο τρόπο.
Στην εγγυημένη σύμβαση αναδοχής, επί δημόσιας προσφοράς ( όπου όπως αναφέρθηκε το μέλος αναλαμβάνει να διαμεσολαβήσει σε τρίτους προκειμένου να καλυφθεί το κεφάλαιο) δύο μπορούν να θεωρηθούν οι υποχρεώσεις του μέλους :
α) Η διαμεσολάβηση (με τη γενική έννοια) του μέλους ώστε να επιτευχθεί η διάθεση των νέων μετοχών, ήτοι η πρόσκληση προς το κοινό, η οργάνωση της διαδικασίας της δημόσια εγγραφής, η θέση των τίτλων στη διάθεση του επενδυτικού κοινού και η παροχή των σχετικών πληροφοριών, η δημοσίευση ενημερωτικού δελτίου ( άρθρο 3 παρ.1 3401/005) το οποίο σημειωτέον συντάσσεται είτε η εταιρεία εισάγεται στην οργανωμένη αγορά είτε όχι.
β) Η ανάληψη των μετοχών οι οποίες τελικά έμειναν αδιάθετες. Ο κίνδυνος να επιβαρυνθεί η τράπεζα με το κόστος των μετοχών είναι εμφανής και συνήθως η τράπεζα διαθέτει αργότερα τις μετοχές σε υψηλότερη τιμή από την τιμή έκδοσης.
Η σχέση μεταξύ αναδόχου-τράπεζας και εγγραφόμενων (ιδιωτών που αναλαμβάνουν τίτλους) εδράζεται σε σύμβαση ανάληψης μετοχών. Οι εκατέρωθεν δηλώσεις βουλήσεων συμπίπτουν ( αναλαμβάνω μετοχές-διαθέτω μετοχές), ενώ όλες οι πράξεις εκτελούνται σε σχέση με τον ανάδοχο ήτοι η καταβολή των εισφορών, η παράδοση των μετοχών κ.ο.κ. Ως απλός αντιπρόσωπος της εκδότριας εταιρείας, η τράπεζα δεν οφείλει να παρέχει συμβουλές προς τους επενδυτές.
Ευθύνη του αναδόχου
Βασική ευθύνη του αναδόχου από την σύμπραξη διάθεσης μετοχών αποτελεί η δημοσίευση ενημερωτικού δελτίου, εγκεκριμένο από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όπου είναι αναγκαίο να αναγράφονται η τιμή διάθεσης των τίτλων, η περιουσία και γενικά η οικονομική κατάσταση της εκδότριας εταιρείας καθώς και όλες οι πληροφορίες που θεωρούνται απαραίτητες για την ενημέρωση σχετικά με το πρόσωπο το εκδότη και των κινητών αξιών.
Ο ανάδοχος ευθύνεται εις ολόκληρον με τα λοιπά υπεύθυνα για τη δημοσίευση του ενημερωτικού δελτίου πρόσωπα, και φέρει το βάρος αποδείξεως πταίσματος.
_________________________________________________________________________________________________
[1] Προσφορά στο ευρύ κοινό με βάση τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις ( άρθρο 8α ν.2190/1920)
[2] Κάθε ΑΕ εφόσον πληροί τους όρους της χρηματιστηριακής νομοθεσίας μπορεί να ζητήσει την εισαγωγή νέων μετοχών (ή ήδη υφιστάμενων μετοχών) σε οργανωμένη αγορά (going public).
[3] Επί αυξήσεως μετοχικού κεφαλαίου το πρωτογενές δικαίωμα προτίμησης ανήκει στον ανάδοχο , αντί για την εκδότρια εταιρεία. Βέβαια στην ελληνική πραγματικότητα κάτι τέτοιο σπάνια απαντάται.