του Σπύρου Σκιαδόπουλου, Δικηγόρου Κέρκυρας, ΜΔΕ Εμπορικού & Οικονομικού Δικαίου ΑΠΘ.
Στην εν λόγω επενδυτική υπηρεσία, ο πελάτης αναθέτει στο πιστωτικό ίδρυμα έναντι αμοιβής την διαχείριση του επενδυτικού πορτοφολιού του, [1]κατά τη διακριτική του ευχέρεια, στα πλαίσια πάντα των εντολών και των οδηγιών που προσφέρει στο μέλος. Το χαρτοφυλάκιο-πορτοφόλι μπορεί να περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα, με εξαίρεση τα μέσα πληρωμής.
Βασικά χαρακτηριστικά της υπηρεσίας αποτελούν :
α) Η διαχείριση να αφορά χαρτοφυλάκια πελατών. Εάν αφορά ίδιο χαρτοφυλάκιο του πιστωτικού ιδρύματος/εταιρίες επενδυτικών υπηρεσιών, δεν αποτελεί επενδυτική υπηρεσία.
β) Η διαχείριση να αφορά μεμονωμένο επενδυτή. Συλλογικές επενδύσεις υπόκεινται σε ειδικούς κανόνες, οι οποίοι βέβαια δεν υποδεικνύουν το δίχως την εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής των επενδυτικών υπηρεσιών.
γ) Η διαχείριση να αφορά χρηματοπιστωτικά μέσα. Κατά την κρατούσα άποψη τα μέσα πληρωμής δεν θεωρούνται χ.μ.[2]. Κατά άλλη άποψη (Τουντόπουλος, ο.π. σελ 390 επικαλούμενος γερμανική νομολογία) από την υπηρεσία διαχείρισης χαρτοφυλακίου καταλαμβάνεται και η κατάθεση χρημάτων προς επένδυση.
Στην αγορά απαντώνται διάφοροι τύποι τέτοιων συμβάσεων, οι οποίες μπορεί να ορίζουν αν το μέλος θα λαμβάνει επενδυτικές αποφάσεις, ποιες, αν θα τις εκτελεί, κατά πόσο είναι σημαντική η εντολή ή συμφωνία του επενδυτή. Η σύμβαση διαχείρισης χαρτοφυλακίου είναι σύμβαση ενοχική, διαρκής και αμφοτεροβαρής και προσομοιάζει σε σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών και διακρίνεται από εμπιστοσύνη. [3] Κατά άλλη άποψη (Σπ.Ψυχομάνης) εκτός από σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών θα μπορούσε να είναι σύμβαση έργου με εφαρμογή των διατάξεων περί εντολής όπου αυτές είναι συμβατές. [4]Κατά την κρατούσα νομολογία, πρόκειται για σύμβαση ( έμμισθης) εντολής.[5]
Βασική υποχρέωση του μέλους είναι η κατά διακριτική ευχέρεια διαχείριση της περιουσίας του επενδυτή κατά την σύμβαση, και με τους όρους της οικονομικής επιστήμης, χωρίς να υποχρεούται σε ένα συγκεκριμένο θετικό επενδυτικό αποτέλεσμα, αρκούμενο στην προσπάθεια. [6]Επιπλέον, το μέλος είναι υποχρεωμένο να παρέχει επαρκή και σαφή πληροφόρηση, αλλά και κατά τακτά χρονικά διαστήματα (τουλάχιστον ανά εξάμηνο) σχετικά με την αξιολόγηση και τη σύγκριση των μεθόδων που ακολουθούνται για την επίτευξη των προσωπικών στόχων του επενδυτή, καθώς και με την αποτίμηση του χαρτοφυλακίου του, λεπτομέρειες για τα χ.μ. καθώς και το κόστος, τα ποσά των αμοιβών του μέλους, η απόδοση του χαρτοφυλακίου κ.ο.κ.
Επιπρόσθετα ανάμεσα στις υποχρεώσεις του μέλους είναι η συμβουλευτική καθοδήγηση των επενδυτών και γενικά να διατηρεί κάθε εύλογο μέτρο προκειμένου να πετύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα προς όφελος τους.
_________________________________________________________________________________________________
[1] Αντικείμενο του χαρτουφυλακίου είναι τίτλοι και χ.μ., και όχι μέσα πληρωμής, ΑΠ 993/2010.
[2] ΕφΑθ 85/2012, ΑΠ 631/2011
[3] Ν.Ρόκας & Χ. Γκόρτσος, 2012,ο.π. σελ 333
[4] Σπύρος Ψυχομάνης, Τραπεζικό δίκαιο : Δίκαιο τραπεζικών συμβάσεων, 2011, σελ. 362
[5] ΠολΠρωτΚερκ 75/2005 , ΕφΑθ 3989/2011
[6] Εκτός από το να εγγυάται την επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος (Τουντόπουλος ο.π. 391). Η ΕΚ στην υπ’αριθμ. 2/24-7-1997 εγκύκλιο της θεωρούσε πως με βάση το προγενέστερο δίκαιο η εγγυημένη απόδοση δεν μπορεί να παρέχεται από ΕΠΕΥ.