Στην παρούσα μελέτη εξετάζεται η εξέλιξη της εγχώριας και ενωσιακής νομολογίας για την περιβαλλοντική εκτίμηση έργων/δραστηριοτήτων που μπορεί να έχουν (πάσης φύσεως) επιπτώσεις στο περιβάλλον και για τη στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση. Φέρει δε διττό σκοπό: αφενός να παραθέσει οργανωμένες τις πλέον σημαίνουσες παραδοχές των δικαστικών αποφάσεων για την εφαρμογή της διαδικασίας περιβαλλοντικής αδειοδότησης, αφετέρου να διατυπώσει συμπεράσματα κοινά και για τις δύο κατηγορίες αποφάσεων (και τις ενωσιακές δηλαδή, που είναι η μήτρα των εθνικών).
1. Εννοιολόγηση και σύντομη ιστορική αναδρομή
Η περιβαλλοντική αδειοδότηση ρυθμίζεται στο εθνικό δίκαιο από τον Ν. 4014/2011 «Περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων, ρύθμιση αυθαιρέτων σε συνάρτηση με δημιουργία περιβαλλοντικού ισοζυγίου και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Περιβάλλοντος», όπως ισχύει, μετά και τις αλλεπάλληλες τροποποιήσεις του (βλ. ιδίως την πρόσφατη τροποποίησή του με τον Ν. 4685/2020)[1].
Περιβαλλοντική αδειοδότηση είναι κατά έναν στενότερο ορισμό, η θέσπιση περιβαλλοντικών όρων που οφείλει να τηρεί ο φορέας του έργου/δραστηριότητας. Οι περιβαλλοντικοί όροι είναι αποφάσεις διοικητικών οργάνων και αφορούν
Α) Έγκριση Περιβαλλοντικών Όρων (ΕΠΟ) ή
Β) Υπαγωγή σε Πρότυπες Περιβαλλοντικές Δεσμεύσεις (ΠΠΔ).
Ο Ν. 1650/1986 υπήρξε εκείνος που εγκαινίασε την περιβαλλοντική εκτίμηση στη χώρα μας. Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 1650/1986, σκοπός του νόμου είναι η θέσπιση θεμελιωδών κανόνων και η καθιέρωση κριτηρίων και μηχανισμών για την προστασία του περιβάλλοντος. Η προστασία του περιβάλλοντος, θεμελιώδες και αναπόσπαστο μέρος και της πολιτιστικής και αναπτυξιακής διαδικασίας και πολιτικής, υλοποιείται κύρια μέσα από το δημοκρατικό προγραμματισμό.
Το άρθρο 3 του ίδιου νόμου αντικαταστάθηκε από τον Ν. 3010/2002: Σύμφωνα με το άρθρο 1 του τελευταίου νόμου, με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, τα έργα κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες ή/και υποκατηγορίες, καθώς και σε ομάδες κοινές για όλες τις κατηγορίες, ανάλογα με τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον.
Η νομολογία παγίως έχει ερμηνεύσει τους νόμους 1650/1986 και 3010/2002 και έχει κρίνει παλαιόεθν ότι απαιτούν έγκριση περιβαλλοντικών όρων, μετά από υποβολή ΜΠΕ τα εξής: μεταλλεία[2], σιδηροδρομικές γραμμές[3], η κεραία σταθμού κινητής τηλεφωνίας, οι μονάδες υδατοκαλλιέργειας[4] κλπ. Διαμορφώθηκε δηλ. συν τω χρόνω ένας (ανοιχτός) κατάλογος έργων που απαιτούν πρότερη εκτίμηση.
Η παρούσα, λοιπόν, φέρει διττό σκοπό: αφενός να παραθέσει οργανωμένες τις πλέον σημαίνουσες παραδοχές των δικαστικών αποφάσεων για την εφαρμογή της διαδικασίας περιβαλλοντικής αδειοδότησης, αφετέρου να διατυπώσει συμπεράσματα κοινά και για τις δύο κατηγορίες αποφάσεων (και τις ενωσιακές δηλαδή, που είναι η μήτρα των εθνικών).
2. Επισκόπηση νομολογίας τρέχουσας και παλαιότερης για την περιβαλλοντική αδειοδότηση
Η περιβαλλοντική αδειοδότηση, όπως και εν γένει το Δίκαιο Περιβάλλοντος εξαρτάται από τη νομολογιακή της διάπλαση. Η νομολογία έχει αναδείξει σειρά ζητημάτων που καταλογογραφούνται κάτωθι:
(1) Απαίτηση πρότερης εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΕΠΕ)
Η νομολογία καταρχήν απαιτεί για την πλειονότητα των έργων πρότερη διαδικασία έγκρισης περιβαλλοντικών όρων. Λ.χ. παλιότερα είχε κριθεί ότι από τις διατάξεις των άρθρων 3 και 4 Ν. 1650/1986 και των κοινών υπουργικών αποφάσεων που εκδόθηκαν κατ΄ εξουσιοδότησή του συνάγεται ότι για την πραγματοποίηση νέου έργου που κατατάσσεται στην ομάδα Ι της πρώτης κατηγορίας έργων του άρθρου 3 Ν. 1650/1986 ή για την επέκταση ή τροποποίηση υφισταμένου τέτοιου έργου απαιτείται να τηρηθεί προηγουμένως διαδικασία έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, η οποία ολοκληρώνεται με την έκδοση πράξεως εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων του έργου. Η ίδια νομολογία δέχεται πως μόνο κατ΄ εξαίρεση, σε περίπτωση επέκτασης (ή εκσυγχρονισμού) υφισταμένου έργου, δεν απαιτείται πριν την πραγματοποίηση της επέκτασης να τηρηθεί διαδικασία έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, αν η Διοίκηση, πριν την έναρξη των εργασιών, βεβαιώσει με έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξεως ότι από την επέκταση ή τροποποίηση του υφισταμένου έργου δεν επέρχονται ουσιαστικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις επιπτώσεις του έργου αυτού στο περιβάλλον[5]. Η κρίση δηλ. εδώ της Διοίκησης αποτελεί επαρκή λόγο για τη μη διενέργεια ΕΠΕ. Ως δικλίδα ασφαλείας προβάλλεται η αιτιολογία που δέον να φέρει η πράξη αυτή, η οποία, σύμφωνα με την ίδια νομολογία πρέπει να είναι πλήρως και εμπεριστατωμένως αιτιολογημένη και να στηρίζει την κρίση της σε συγκεκριμένα στοιχεία…».
(2) Λειτουργία βιομηχανικών-βιοτεχνικών εγκαταστάσεων
Σύμφωνα με τον Ν. 3325/2005, που διέπει την ίδρυση και λειτουργία των βιομηχανικών και βιοτεχνικών εγκαταστάσεων τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 4 του Ν. 1650/1986 όπως τροποποιήθηκαν, ερμηνευομένων ενόψει των επιταγών του άρθρου 24 του Συντάγματος, η εγκατάσταση βιομηχανικής ή βιοτεχνικής επιχείρησης είναι επιτρεπτή μόνο σε ειδικώς εκ των προτέρων καθορισμένες περιοχές και όχι σε όσες περιοχές απλώς και μόνο δεν απαγορεύεται ρητά η συγκεκριμένη χρήση. Πρέπει αυτές οι περιοχές (ενόψει των άρθρων 24 παρ. 2 και 106 παρ. 1 Σ) να καθορίζονται εκ των προτέρων με διοικητική πράξη και με νόμιμα κριτήρια. Εξαίρεση εισάγεται για μερικές στοιχειώδεις μόνον, ως προς την κλίμακα και τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον, παραγωγικές δραστηριότητες χαμηλής οχλήσεως, εφ΄ όσον η συγκεκριμένη δραστηριότητα είναι σχετική με τις παραδοσιακές καλλιέργειες της περιοχής ή την αναπτυσσόμενη σε αυτήν κτηνοτροφία ή δασοπονία. Ενδιαφέρουσα είναι η σχέση της εγκατάστασης με τον χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδίου: Όταν με χωροταξικό ή ρυθμιστικό σχέδιο προβλέπονται περιοχές, όπου είναι μεν επιτρεπτή άσκηση βιομηχανικής ή βιοτεχνικής δραστηριότητος, δεν έχουν όμως καθορισθεί βιομηχανικές ή βιοτεχνικές ζώνες ή ανάλογες περιοχές ή ζώνες αναγνωριζόμενες κατά τρόπο συγκεκριμένο ως προοριζόμενες για τον ανωτέρω σκοπό, για την εγκατάσταση και λειτουργία ορισμένης μονάδος απαιτείται αξιολόγηση της καταλληλότητος της συγκεκριμένης θέσεως κατά τη διαδικασία προεγκρίσεως χωροθετήσεως του Ν 1650/1986 ή προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτιμήσεως του Ν 3010/2002. Οι διατάξεις του άρθ. 4 παρ. 9 Ν. 3325/2005 αφορούν την έκδοση της αδείας εγκαταστάσεως και όχι στην απόφαση ΕΠΟ της δραστηριότητας[6].
Εισάγεται μια λογική βιώσιμης ανάπτυξης, αφού πρέπει να αναπτυχθεί και η δραστηριότητα αυτή, παράλληλα με την προστασία του περιβάλλοντος ως ολότητας.
(3) Άδεια λειτουργίας που έπεται της ΑΕΠΟ
Αναφορικά με την άδεια λειτουργίας της εγκατάστασης που έπεται της αδειοδοτικής διαδικασίας, γίνεται δεκτό παγίως ότι η παράβαση, ενδεχομένως, άλλων νομοθετικών διατάξεων που αφορούν τη διαδικασία χορήγησης της άδειας λειτουργίας, ή εν προκειμένω τη θέση σε λειτουργία του επίμαχου σταθμού ΣΗΘ χωρίς την απαιτούμενη άδεια λειτουργίας, δεν συνιστά πλημμέλεια της ΑΕΠΟ[7].
Η άδεια λειτουργίας αυτή αποτελεί συναφή πράξη και δεν εντάσσεται στην προηγούμενη σύνθετη διοικητική ενέργεια[8].
(4) Προστασία πολιτιστικού περιβάλλοντος και αδειοδότηση
Καθώς η αρμοδιότητα για την έκδοση απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων καθορίζεται από τον κύκλο αρμοδιοτήτων κάθε υπουργού και προσδιορίζεται με βάση τη φύση και το αντικείμενο του έργου. Με τις διατάξεις, αφενός, του άρθρου 10 του Ν 3028/2002 και, αφετέρου, του ανωτέρω άρθρου 4 του Ν 1650/1986 θεσπίζονται δύο εκ παραλλήλου ισχύουσες διαδικασίες, μεταξύ των οποίων δεν υφίσταται χρονική ιεράρχηση και, επομένως, δεν είναι υποχρεωτική κατά νόμον η τήρηση ορισμένης σειράς για την έκδοση των σχετικών πράξεων. Δεν υφίσταται, κατά τα εκτεθέντα, χρονική ιεράρχηση μεταξύ των πράξεων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 10 του Ν 3028/2002 και του άρθρου 4 του Ν 1650/1986. Παράλληλα, καθώς η νομολογία αυτή αφορούσε και άδειες ύδατος, κρίθηκε ότι για την περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων προκύπτει ότι για την έκδοση της ΑΕΠΟ, σε περίπτωση που προβλέπεται χρήση νερού για τη λειτουργία ορισμένου έργου, δεν τάσσεται ως προϋπόθεση η χορήγηση της άδειας χρήσης νερού[9].
(5) Εκ των υστέρων περιβαλλοντική αδειοδότηση στην περίπτωση σταθμών κινητής τηλεφωνίας
Ο Ν. 3431/2006 «Περί Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και άλλες διατάξεις» περιλαμβάνει κάποιες ενδιαφέρουσες διατάξεις περί εγκατάτασης σταθμών κινητής τηλεφωνίας.
Με τη διάταξη του άρθρ. 31 παρ. 12, πολεοδομικές παραβάσεις σε ακίνητα, επί των οποίων ήδη υφίσταται κατασκευή κεραίας, δεν θίγουν τη νομιμότητα της άδειας της κατασκευής κεραίας, εφόσον οι παραβάσεις δεν αφορούν την κεραία ή τον οικίσκο αυτής ή την ασφάλεια του κτιρίου, και υπό την προϋπόθεση, ότι το κτίριο ή το δώμα, επί του οποίου τοποθετείται η κεραία, δεν στερείται πολεοδομικής άδειας.
Με τη διάταξη του άρθ. 31 παρ. 19 Ν 3431/2006 παρέχεται δυνατότητα εκ των υστέρων περιβαλλοντικής αδειοδότησης για υφισταμένους σταθμούς, καταλαμβάνει δε η ρύθμιση αυτή και σταθμούς, οι οποίοι είχαν αδειοδοτηθεί χωρίς προηγούμενη έγκριση περιβαλλοντικών όρων έως την έκδοση της ΚΥΑ 15393/2002, υπό τον όρο ότι διέθεταν τις λοιπές εγκρίσεις κατά το ισχύον κατά τον χρόνο εκδόσεως των σχετικών πράξεων καθεστώς.
Νομολογήθηκε πως οι ρυθμίσεις των άρθρων 31 παρ. 19 και 69 παρ. 11 Ν 3431/2006, ανεξαρτήτως αν είναι ανεκτή από πλευράς συνταγματικού και ενωσιακού δικαίου η εκ των υστέρων περιβαλλοντική αδειοδότηση δραστηριοτήτων, δεν καταλαμβάνουν περιπτώσεις αδειών εγκατάστασης κεραιών κινητής τηλεφωνίας, κατά των οποίων είχε ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως, εκκρεμής κατά τη δημοσίευση του ως άνω νόμου[10].
Η ρύθμιση του άρθ. 31 παρ. 20 Ν 3431/2006, με την οποία σκοπείται προσαρμογή εγκατεστημένων σταθμών στα όρια ασφαλούς εκθέσεως του κοινού, καταλαμβάνει όσους διέθεταν περιβαλλοντικές εγκρίσεις και προβλέπει δυνατότητα υποβολής στην ΕΕΑΕ μελέτης ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών, ώστε να διαπιστωθεί η προσαρμογή στα όρια αυτά, χωρίς εκ νέου τήρηση της διαδικασίας κατά τα λοιπά.
Έχει κριθεί πως οι ρυθμίσεις των παρ. 19 και 20 άρθ. 31 Ν 3431/2006 δεν έρχονται σε αντίθεση με την Οδηγία 85/337/ΕΟΚ. Δεν ορίζεται ελάχιστη επιτρεπτή απόσταση σταθμών κινητής τηλεφωνίας από χώρους ελευθέρως προσπελάσιμους από το κοινό ή κτήρια ευπαθών ομάδων πληθυσμού, αλλά στις περιπτώσεις αυτές τηρούνται όρια εκθέσεως στην ακτινοβολία μειωμένα σε σχέση με τα γενικώς οριζόμενα[11]. Και τούτο αποτελεί την απαραίτητη νομοθετικά και νομολογιακά δικλίδα ασφαλείας. Το στοιχείο πάντως της απόστασης από τους εν λόγω χώρους και κτήρια συνεκτιμάται κατά την αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τη λειτουργία του σταθμού και τη διερεύνηση των πρόσφορων τρόπων αντιμετώπισής τους στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης περιβαλλοντικών όρων. Ωστόσο, πράξη έγκρισης περιβαλλοντικών όρων σταθμού κινητής τηλεφωνίας, αποκλειστικό αιτιολογικό έρεισμα της οποίας είναι η σημαντική απόστασή του από κτίρια ευπαθών ομάδων πληθυσμού, χωρίς να συνεκτιμώνται τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης περιοχής ή πράξη, με την οποία απορρίπτεται ανάλογο αίτημα κατ’ επίκληση αποκλειστικώς και μόνον της μικρής απόστασης του σταθμού από κτίρια αυτής της κατηγορίας, δεν είναι νόμιμη[12]. Εν όψει δε του πλήθους των εγκατεστημένων κεραιών κρίνονται ανεκτές και διαδοχικές παρατάσεις για εύλογο χρόνο[13].
Επίσης, διαφορές από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων της ΕΕΤΤ με αντικείμενο τη χορήγηση, τροποποίηση ή ανάκληση αδείας εγκαταστάσεως κεραίας κινητής τηλεφωνίας, δεν είναι δεκτικές ουσιαστικού δικαστικού ελέγχου. Η διάταξη του άρθ. 67 Ν 3431/2006 είναι αντισυνταγματική κατά το μέρος που μετατρέπει τις διαφορές αυτές σε διαφορές πλήρους δικαιοδοσίας. Οι διαφορές αυτές, ο οποίες ως ακυρωτικές ανήκουν στη δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας, επιτρεπτώς υπάγονται στην ακυρωτική αρμοδιότητα του διοικητικού Εφετείου, ισχύει δε σε αυτές η γενική 60νθήμερη προθεσμία ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως[14].
(6) Διάθεση στερεών αποβλήτων: Σύνθετη διοικητική ενέργεια
Ο σχεδιασμός διαθέσεως στερεών αποβλήτων συνιστά σύνθετη διοικητική ενέργεια, που απολήγει στην πράξη έγκρισης περιβαλλοντικών όρων του οικείου έργου. Με την ενσωμάτωση των πράξεων στην προσβαλλόμενη ΑΕΠΟ του ΧΥΤΑ οι προηγούμενες στερούνται εκτελεστότητας[15].
Όπως γίνεται, εξάλλου, δεκτό, το Περιφερειακό Σχέδιο Διαχείρισης Αποβλήτων δεν έχει κανονιστικό χαρακτήρα και απλώς εξειδικεύει το Εθνικό Σχέδιο. Τα σχέδια αυτά περιέχουν δηλ. κυρίως «καταγραφές πραγματικών καταστάσεων και προτάσεις επιλογής συγκεκριμένων ενοτήτων διαχείρισης αποβλήτων»[16].
Η νομολογία της ΕΑ του ΣτΕ κυμαίνεται σε θέματα περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Έτσι, κρίθηκε ότι δεν συντρέχει νόμιμος λόγος αναστολής εκτελέσεως αδείας εξακολούθησης λειτουργίας του χώρου υγειονομικής ταφής απορριμμάτων (Δήμου Κερκυραίων), καθ΄ όσον με τη λειτουργία του εν λόγω χώρου επιδιώκεται η εναρμόνιση της λειτουργίας υφισταμένου ΧΥΤΑ προς τις απαιτήσεις της νεότερης εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας καθώς και η αναβάθμιση της εν γένει λειτουργίας των επιμέρους εγκαταστάσεών του, ενώ με τη σχετική πράξη έγκρισης περιβαλλοντικών όρων και τις εκδοθείσες άδειες προβλέπονται επαρκή μέτρα στεγανοποίησης του πυθμένα του χώρου υγειονομικής ταφής και εν γένει προστασίας του περιβάλλοντος της περιοχής[17]. Έτσι, η συμμόρφωση με τη νεότερη νομοθεσία και η στόχευση ενός έργου στη βελτίωση του περιβάλλοντος κρίνονται ουσιώδη.
(7) Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων[18]
Η Στρατηγική ΜΠΕ (ΣΜΠΕ) προβλέπεται στην Οδηγία 2001/42/ΕΚ που ενσωματώθηκε με την ΚΥΑ του 2006. Σκοπός αυτής της Οδηγίας είναι η ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής διάστασης πριν την υιοθέτηση σχεδίων και προγραμμάτων με τη θέσπιση των αναγκαίων μέτρων για την αξιολόγηση των συνεπειών με όρους βιώσιμης ανάπτυξης.
Σε ΣΜΠΕ υπόκεινται σχέδια και προγράμματα εθνικού ή τοπικού χαρακτήρα με σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Ορισμένα έργα υπόκεινται και σε διαδικασία περιβαλλοντικού προελέγχου. Μεγάλη σημασία αποδίδεται στη διαβούλευση με τις δημόσιες αρχές και το ενδιαφερόμενο κοινό.
Ας επισκοπήσουμε ορισμένες πτυχές της ΣΜΠΕ, μέσα από την εγχώρια νομολογία:
ΣΜΠΕ και Χωροταξικό Δίκαιο. Ουσιώδης όρος για τη βιώσιμη ανάπτυξη είναι τα ολοκληρωμένα χωροταξικά σχέδια σύμφωνα με το Σύνταγμα, ενώ η ίδρυση ή η επέκταση και η διαμόρφωση οικιστικής περιοχής πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο ευρύτερου σχεδιασμού και προγραμματισμού. Το πρώην Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας (ΡΣΑ), του οποίου η φύση ορίζεται ως κάτι ενδιάμεσο των χωροταξικών και πολεοδομικών σχεδίων ορίζεται «ως το σύνολο των στόχων, κατευθύνσεων, προγραμμάτων και μέτρων που προβλέπονται από τον νόμο αυτό ως αναγκαία για τη χωροταξική και πολεοδομική οργάνωση της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας στα πλαίσια των πενταετών προγραμμάτων οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης (πρβλ. άρθρο 8 παρ. 1 Κ.Β.Π.Ν.)». Πρέπει δε να εναρμονίζεται με τις κατευθύνσεις που καθορίστηκαν μεταγενεστέρως με το Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης και δεσμεύουν τη Διοίκηση κατά την άσκηση της κανονιστικής της εξουσίας ή την έκδοση ατομικών πράξεων[19].
Στη συναφή υπόθεση, το ΔΕΕ απάντησε, κατόπιν προδικαστικού ερωτήματος του εθνικού δικαστηρίου πως «για την έκδοση πράξεως εμπεριέχουσας σχέδιο ή πρόγραμμα σχετικό με τη χωροταξική οργάνωση και τις χρήσεις γης και εμπίπτον στο πεδίο εφαρμογής της Oδηγίας 2001/42, με το οποίο τροποποιείται προϋφιστάμενο σχέδιο ή πρόγραμμα, δεν χωρεί απαλλαγή από την υποχρέωση πραγματοποιήσεως εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων βάσει της οδηγίας αυτής, για τον λόγο ότι η πράξη αυτή εξειδικεύει και υλοποιεί ρυθμιστικό σχέδιο θεσπισθέν με ιεραρχικώς υπερκείμενη πράξη το οποίο δεν είχε υποβληθεί σε τέτοια περιβαλλοντική εκτίμηση»[20].
Συμμετοχή του κοινού και ΣΠΕ. Η συμμετοχή του κοινού θεωρείται περαιτέρω ως σημαντικός παράγοντας διαμόρφωσης και της Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης (ΣΠΕ). Ήδη από τη νομοθετική και θεσμική κατοχύρωση των ΣΠΕ προκύπτει ο προσανατολισμός τους προς μια περισσότερο ανοικτή και διαφανή διαδικασία λήψης αποφάσεων με σκοπό τη μεγαλύτερη κατά το δυνατόν αποδοχή σχεδίων και προγραμμάτων από τον πληθυσμό που αφορούν. Η δημόσια συμμετοχή στην τρέχουσα πρακτική των ΣΠΕ παραμένουν περιορισμένα και με περιορισμένη επιρροή στη λήψη αποφάσεων[21].
Υπαγωγή σε ΣΠΕ. Προκειμένου ορισμένη πράξη να υπαχθεί στη διαδικασία της Οδηγίας 2001/42/ΕΚ, πρέπει, αυτή να «εγκρίνεται μέσω της νομοθετικής διαδικασίας από το Κοινοβούλιο ή την Κυβέρνηση και η έκδοσή της να απαιτείται» βάσει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων». Κατά την προφανή και μη καταλείπουσα εύλογες αμφιβολίες έννοια της εν λόγω διατάξεως, η υπαγωγή στη διαδικασία της οδηγίας δεν αποκλείεται, όταν η πράξη για την οποία πρόκειται, αποτελεί τυπικό νόμο, διότι, στην περίπτωση αυτή, η έκδοσή της δεν απαιτείται, μεν, κατ’ ακριβολογία, βάσει άλλων «νομοθετικών διατάξεων», ο ίδιος, όμως, ο τυπικός νομοθέτης, κατ’ ενάσκηση της κανονιστικής του εξουσίας, κρίνει επιβεβλημένη τη θεσμοθέτησή της[22].
Τυπικός νόμος περιέχων σχέδιο/πρόγραμμα. Είναι γνωστό ότι ο χωροταξικός σχεδιασμός ανάγεται σε συνταγματική υποχρέωση (άρθρο 24 παρ. 2 Συντ.). Κρίθηκε από τη νομολογία ότι τυπικός νόμος εκδιδόμενος για την υλοποίηση της εν λόγω συνταγματικής επιταγής, δηλαδή κατά συνταγματική απαίτηση, δεν αποκλείεται, κατά μείζονα λόγο, να περιέχει «σχέδιο ή πρόγραμμα», για τη θεσμοθέτηση του οποίου να απαιτείται, κατά την έννοια της οδηγίας, η προηγούμενη περιβαλλοντική εκτίμηση. Η ίδια νομολογία αποσαφήνισε τα κριτήρια για να θεωρηθεί κάτι σχέδιο: στη συγκεκριμένη υπόθεση, κρίθηκε ότι ο Ν. 4062/2012 δεν συνιστά, πράγματι σχέδιο, κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας, διότι ο νόμος αυτός αρκείται στην αφηρημένη πρόβλεψη ζωνών με ορισμένα γενικά χαρακτηριστικά, χωρίς να καθορίζει τις ζώνες αυτές στο χώρο και, γενικότερα, χωρίς ο ίδιος, πέραν της γενικής αναφοράς στην όλη έκταση του Μητροπολιτικού Πόλου, να περιέχει συγκεκριμένες χωροταξικές ρυθμίσεις και, μάλιστα, αρκούντως εξειδικευμένες ώστε να καθίσταται επιτρεπτή η εκτέλεση έργων, κατά την έννοια είτε της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ είτε των μεταγενεστέρων οδηγιών που ρυθμίζουν το ίδιο θέμα[23].
(8) Ανανέωση ΑΕΠΟ
Για την ανανέωση της έγκρισης περιβαλλοντικών όρων δεν απαιτείται να τηρηθεί η προβλεπόμενη διαδικασία της αρχικής έγκρισής τους, με τη σύνταξη και υποβολή νέας μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων της οικείας κατηγορίας, αν κατά την αιτιολογημένη κρίση του αρμοδίου για την έγκριση περιβαλλοντικών όρων οργάνου, δεν επέρχονται ουσιαστικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις επιπτώσεις στο περιβάλλον ούτε ουσιώδεις μεταβολές των δεδομένων, επί των οποίων στηρίχθηκε η αρχική έγκριση περιβαλλοντικών όρων. Η σχετική κρίση της Διοικήσεως, η οποία αρκεί να προκύπτει από την αιτιολογία της αποφάσεως περί ανανεώσεως των περιβαλλοντικών όρων χωρίς να απαιτείται έκδοση ιδιαίτερης πράξης, πρέπει να στηρίζεται σε πρόσφορα στοιχεία και κριτήρια αναγόμενα στον σχεδιασμό, την εξέλιξη και λειτουργία του έργου, στην υλοποίηση των περιβαλλοντικών όρων και περιορισμών που έχουν επιβληθεί και στην αποτελεσματικότητά τους, σε ενδεχόμενες μεταβολές[24].
(9) Ακυρωτικός έλεγχος
Το περιεχόμενο της ΜΠΕ ελέγχεται από τον ακυρωτικό δικαστή – μεταξύ άλλων – ως προς το αν συμμετείχαν για την κατάρτιση επιστήμονες της απαιτούμενης ειδικότητας, αν υπάρχει επαρκής αιτιολόγηση της αναγκαιότητας κατασκευής του έργου και τυχόν πλάνη περί τα πράγματα[25].
Η ευθεία αξιολόγηση από τον δικαστή των συνεπειών και η κρίση αν αντίκειται στην αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης εκφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου γιατί προϋποθέτουν ουσιαστική εκτίμηση.
Οι ΜΠΕ πρέπει να εξετάζουν και εναλλακτικές λύσεις και να προβαίνουν σε συγκριτική αξιολόγηση με επαρκή αιτιολογία[26]. Στη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων πρέπει να εξετάζονται οι βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις, ιδίως ως προς τη θέση, το μέγεθος ή και την τεχνολογία, συμπεριλαμβανομένης της μηδενικής λύσης, που εξετάστηκαν από τον φορέα του έργου ή της δραστηριότητας και να παρουσιάζονται οι κύριοι λόγοι της επιλογής της προτεινόμενης λύσης σχετικά με τις επιπτώσεις στο περιβάλλον. Επομένως, κατ΄ αρχήν, η εξέταση εναλλακτικών λύσεων αποτελεί ουσιώδες και αναγκαίο στοιχείο της μελέτης[27]. Η εξέταση εναλλακτικών λύσεων κρίνεται πολλώ μάλλον επιβεβλημένη στις περιπτώσεις που πρόκειται για επέμβαση σε προστατευόμενη περιοχή, καθώς και στις περιπτώσεις που η ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων είναι προφανής ή έχουν προταθεί νομίμως από ενδιαφερόμενους φορείς, κατά τη διαδικασία δημοσιοποίησης της ΜΠΕ[28]. Η παράλειψη εξέτασης εναλλακτικών λύσεων, πολλώ δε μάλλον η συνοπτική εξέτασή τους στη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων δεν συνεπάγονται ακυρότητα της έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, σε περίπτωση που δεν καταλείπεται ευχέρεια επιλογής της θέσης ή άλλων στοιχείων εκτέλεσης του έργου[29]. Τέλος, ναι μεν οι εναλλακτικές λύσεις είναι αναγκαίο στοιχείο για μια ΜΠΕ, αλλά η νομολογία έχει κρίνει πως όταν οι πολίτες εκφράζουν εναλλακτικές λύσεις βάσει της παρ. 3 άρθρ. 2 ΚΥΑ 75308/90, τότε αυτές είναι εκτιμητέες από τη Διοίκηση, μόνο εφόσον προτείνονται, και μάλιστα εγγράφως, κατά τη διαδικασία ενημέρωσης και είναι και τεκμηριωμένες[30].
Ο νομοθέτης χρησιμοποιεί συχνά αόριστες τεχνικές έννοιες ιδίως στον τομέα του περιβάλλοντος διότι το περιβάλλον είναι έννοια δυναμική και μεταβάλλεται κυρίως μέσω της τεχνολογικής ανάπτυξης και επιθυμεί να ρυθμίσει όσο το δυνατόν περισσότερες περιπτώσεις που μπορεί μελλοντικά να προκύψουν και οι οποίες δε θα μπορούσαν να υπαχθούν στις νομικές διατάξεις σε περίπτωση που δεν χρησιμοποιούνταν αόριστες νομικές έννοιες. Στη Διοίκηση ανατίθεται η εξειδίκευση αυτών των κρίσεων, ενώ υπάρχει ασφαλώς το ανέλεγκτο των τεχνικών κρίσεων Η Διοίκηση διαθέτει ασφαλώς περιθώριο διακριτικής ευχέρειας και τεχνικών επιλογών, ιδίως για το πού θα τοποθετήσει ένα έργο κλπ. Ωστόσο, τα όρια της διακριτικής ευχέρειας αυτής προκύπτουν από την αρχή της πρόληψης και την αρχή της προφύλαξης και την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, ενώ τυγχάνει εφαρμογής και η αρχή της αναλογικότητας και η αρχή της στάθμισης κόστους – οφέλους (stricto sensu αναλογικότητα, η αρχή της αποφυγής του πρόδηλου σφάλματος, καθώς και η συνταγματική αρχή της ισότητας.
(10) Δημοσιοποίηση ΜΠΕ-ΑΕΠΟ, τεκμήριο γνώσης
Όπως έχει κριθεί, υπό το καθεστώς περιβαλλοντικής αδειοδότησης έργων και δραστηριοτήτων των ν. 1650/1986 και 3010/2002, η δημοσιοποίηση της απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων κατά τους όρους της κυα 75308/5512/1990 (Β΄ 691), αρχικώς, και κατά τους όρους της κυα Η.Π. 37111/2021/26.9.2003 (Β΄ 1391), ακολούθως, δεν αρκούσε καθ΄ εαυτή για να κριθεί ότι υπήρχε πλήρης γνώση της απόφασης εκ μέρους των αιτούντων[31].
Εξετάζεται από τη νομολογία εκάστοτε το εύλογο ενδιαφέρον των αιτούντων και τις εκάστοτε ιδιαίτερες περιστάσεις και αν απ’ αυτό συνάγεται ή τεκμαίρεται πλήρης γνώση της προσβαλλόμενης πράξης από τους αιτούντες σε χρόνο που καθιστά εκπρόθεσμη την ασκηθείσα αίτηση ακυρώσεως. Ως τέτοιες ιδιαίτερες περιστάσεις είχαν θεωρηθεί η έναρξη των εργασιών εκτέλεσης του έργου, η πρόοδος αυτών έως το χρονικό σημείο κατά το οποίο εμφανίζονται στον εξωτερικό κόσμο τα χαρακτηριστικά του τεχνικού έργου, η κλίμακα της τοπικής κοινωνίας και η τυχόν ευρεία δημοσιότητα που έλαβε στον τύπο το έργο[32].
Υπό τον Ν. 4014/2011, η διαδικασία δημοσιοποίησης της ΜΠΕ για την κατηγορία Α’ καλύπτει πλήρως τις απαιτήσεις περιβαλλοντικής πληροφόρησης της Διεθνούς Σύμβασης του Aarhus. Εάν η διαδικασία αυτή ολοκληρωθεί επιτυχώς, ακολουθεί η έκδοση της απόφασης έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων έργων και δραστηριοτήτων της εν λόγω κατηγορίας, την οποία η Διοίκηση οφείλει, εντός μηνός από την έκδοσή της, να αναρτήσει με πλήρη στοιχεία, σε ειδικό δικτυακό τόπο, τον οποίο προβλέπει ειδικά ο νόμος.
Στην ειδικότερη περίπτωση, που οποία η Διοίκηση προβαίνει, επιπλέον, σε ανάρτηση της πράξεως και στον γενικού περιεχομένου δικτυακό τόπο «Διαύγεια», τότε, για την προστασία όσων ενδιαφέρονται για τη δικαστική αμφισβήτηση του κύρους της πράξεως, ως χρονικό σημείο έναρξης της δικαστικής προθεσμίας νοείται, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η χρονικώς τελευταία από τις δημοσιεύσεις αυτές, με ανάλογη παρέκταση της προθεσμίας[33]. Ειδικά για την κατηγορία Α’ (του παλαιού νόμου), το σύστημα αυτό ανάρτησης είναι πλήρες, συνεκτικό και εκ των προτέρων γνωστό και προβλέψιμο και σαφώς είναι συνταγματικό (σύμφωνο με το άρθρο 20 Σ) και σύμφωνο με το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 6 ΕΣΔΑ[34].
Σε άλλη υπόθεση, κρίθηκε ότι παρ΄ όλο που δεν έγιναν οι προβλεπόμενες νόμιμες δημοσιεύσεις της προσβαλλόμενης πράξης, εν όψει της εκτεταμένης δημοσιότητας που έλαβε η απόπειρα εγκατάστασης του επίδικου έργου, σε συνδυασμό με την πανελλαδική εμβέλεια της αιτούσας εταιρείας η οποία, λόγω του ενδιαφέροντός της για την προστασία της άγριας χλωρίδας και πανίδας και του φυσικού περιβάλλοντος εν γένει, έχει την υποχρέωση να επεμβαίνει προστατευτικά εντός ευλόγου χρόνου, τεκμαίρεται πλήρης γνώση των προσβαλλομένων πράξεων από την αιτούσα, σε χρόνο που καθιστά εκπρόθεσμη την κρινομένη αίτηση, που ασκήθηκε 8 έτη μετά την έκδοσή τους»[35].
(11) Συνθετική ΜΠΕ
Στην περίπτωση που η επέμβαση στο περιβάλλον είναι εκτεταμένη και συνεπάγεται επιδράσεις σε πολλές περιοχές, τότε τίθεται το ζήτημα της αναγκαιότητας ύπαρξης συνολικής/συνθετικής ΜΠΕ που προέκυψε για πρώτη φορά στην περίφημη υπόθεση της εκτροπής του Αχελώου, όπου κρίθηκε ότι δεν αρκεί η σύνταξη ΜΠΕ για καθένα από τα επιμέρους έργα αλλά απαιτείται η σύνταξη συνολικής ΜΠΕ, με σκοπό να διαπιστωθούν σε όλη τους την έκταση οι περιβαλλοντικές συνέπειες από το έργο και αυτή δεν είναι συρραφή των επιμέρους μελετών, αλλά νέα, ολοκληρωμένη, συστηματική προσέγγιση[36].
(12) Δυνατότητα συμπλήρωσης της ΜΠΕ
Αν η ΜΠΕ έχει πλημμέλειες, τότε υπό πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις, δηλ. να μην είναι ουσιώδεις οι πλημμέλειες αυτές και να μην κλονίζουν τη διοικητική κρίση, ενώ συντρέχει ταυτοχρόνως και επιτακτικός λόγος δημοσίου συμφέροντος, το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα, αντί να ακυρώσει την πράξη, να ζητήσει από τη Διοίκηση την άρση των πλημμελειών μέσα σε ορισμένη προθεσμία[37]. Πρόκειται για δικονομική δυνατότητα του δικαστηρίου, αντί να ακυρώσει την πράξη.
3. Ενωσιακή Νομολογία[38] για την περιβαλλοντική αδειοδότηση
Η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων είναι η διαδικασία διαπίστωσης και αξιολόγησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ενός έργου ενόψει της απόφασης υλοποίησής του και πρόκειται για αμερικανικής έμπνευσης μεταφορά στον ευρωπαϊκό χώρο[39]. Η σύνδεση περιβάλλοντος – οικονομίας – κοινωνίας – δικαίου αποτελεί κοινό τόπο όλων εν γένει των θεωρητικών, ερευνητικών και πρακτικών παραδοχών.
Δύο Οδηγίες αφορούν άμεσα την περιβαλλοντική εκτίμηση είναι:
- Η Οδηγία 85/337/ΕΟΚ (Οδηγία ΕΠΕ) αφορά την πρόληψη και δυνατότητα γνώσης επιπτώσεων ενός έργου/δραστηριότητας στο περιβάλλον. Ωστόσο, εντοπίζεται έλλειμμα αποτελεσματικότητάς της, όπως διεπιστώθη και από οικονομολογικές μελέτες. Επίσης, όπως επισημαίνουν οι οικονομολόγοι, η εκτίμηση βασίζεται ακριβώς σε μία πρόβλεψη, δεν δύναται να σηματοδοτήσει παρέμβαση πάντα και κατ’ απόλυτο τρόπο.
- Η Οδηγία 2001/42/ΕΚ (Οδηγία ΣΜΠΕ) που αφορά σχέδια/προγράμματα είναι κομβική για την περιβαλλοντική αδειοδότηση. Η περιβαλλοντική παράμετρος στα Διαρθρωτικά Ταμεία και στο Ταμείο Συνοχής είναι εμφανής. Η Οδηγία αυτή με ξεκάθαρη περιβαλλοκτική σφραγίδα εξασφαλίζει τη συναίνεση, τη συμμετοχή, τη διαβούλευση. Υφίσταται βεβαίως διακριτική ευχέρεια κράτους να εξειδικεύσει διαδικασίες διαβούλευσης, ενώ υπάρχει διασυνοριακή διαβούλευση και η τελική απόφαση ανακοινώνεται δημόσια. Υπάρχει ευελιξία, ανά χώρα, ενώ στην Ελλάδα παρατηρείται ένα σημαίνον πρόβλημα εφαρμογής.
Το ΔΕΕ (πρώην ΔΕΚ) έχει πάλαι ποτέ ασχοληθεί με το ζήτημα ερμηνείας των σχετικών Οδηγιών 85/337 (όπως ισχύει τροποποιηθείσα) και 2001/42.
Ενδεικτικώς αναφέρονται κάποιες σημαντικές του αποφάσεις:
- C-431/92 Commission v. Federal Republic of Germany, Grosskrotzenburg thermal power station: Το ΔΕΚ απεφάνθη ότι η εκπόνηση ΜΠΕ για μια δραστηριότητα είναι υποχρεωτική (εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της Οδηγίας) ανεξάρτητα από το αν αυτή είναι ξεχωριστή ή συνδέεται με μια άλλη (πχ κατασκευή που προστέθηκε σε μία προϋπάρχουσα, ή έχει στενούς λειτουργικούς δεσμούς με προϋπάρχουσα κατασκευή). Επίσης το ΔΕΚ επισήμανε το ευρύ πεδίο εφαρμογής και τον ευρύ σκοπό (wide scope and broad purpose) της οδηγίας, τονίζοντας ότι ο σκοπός της θα υπονομευόταν (καταστρατήγηση) αν επιτρέπαμε οι τροποποιήσεις υφιστάμενων έργων να γίνουν χωρίς προηγούμενη ΜΠΕ, ενώ η φύση, το μέγεθος ή η θέση τους είναι πιθανό να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Υιοθετείται δηλ. μία ευρεία ερμηνεία των διατάξεων της Οδηγίας. Ακόμα και αν μια δραστηριότητα δεν προβλέπεται ρητώς στην Οδηγία δεν σημαίνει ότι εκφεύγει από το πεδίο εφαρμογής της. Για παράδειγμα, αν και η οδηγία δεν αναφέρεται ρητά στην «οικιστική ανάπτυξη», θα ήταν λάθος να θεωρηθεί ότι η οικιστική ανάπτυξη δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των «έργων αστικής ανάπτυξης».
- C-133/94 Commission v. Belgium: Τα διάφορα κριτήρια ή κατώτατα όρια που τίθενται (κατά διακριτική ευχέρεια των Κρατών-Μελών) για τη διευκόλυνση της εκτίμησης της αναγκαιότητας της ΜΠΕ, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να είναι τέτοιας φύσεως, ώστε να εξαιρούν από την υποχρέωση σύνταξης ΜΠΕ δραστηριότητες, που αναφέρονται στο Παράρτημα ΙΙ, και για τις οποίες η ΜΠΕ είναι υποχρεωτική.
- C-72/95 – Kraaijeveld BV and Others v. Gedeputeerde Staten van Zuid-Holland (The Netherlands): Επισημαίνεται και πάλι το πρόβλημα της ευρείας διακριτικής ευχέρειας των εθνικών αρχών να θέτουν τα κριτήρια εκτίμησης της αναγκαιότητας ΜΠΕ, η οποία οδηγεί σε ιδιαίτερα μεγάλες διαφοροποιήσεις μεταξύ των διάφορων εννόμων τάξεων των Κρατών Μελών αναφορικά με το καθεστώς ΜΠΕ, και για αυτό κρίνεται σκόπιμη η τροποποίηση της Οδηγίας ώστε να καταστούν σαφείς οι δραστηριότητες για τις οποίες απαιτείται ΜΠΕ.
- C-287/98, Linster (Προδικαστικό Ερώτημα από Δικαστήριο του Λουξεμβούργου): Οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να προβαίνουν στη διαδικασία ΕΠΕ πριν από τη χορήγηση αδείας. Δυνατότητα ενός ατόμου να επικαλεστεί την οδηγία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Η ερμηνεία του περιεχομένου των όρων γίνεται με βάση την αυτόνομη ενωσιακή ερμηνεία.
- C-508/03 Commission v. United Kingdom: Το ΔΕΚ διαπίστωσε την ανεπάρκεια της βρετανικής νομοθεσίας να ανταποκριθεί στους όρους της Οδηγίας (κάθε αναγκαίος έλεγχος και εκτίμηση πρέπει να γίνονται πριν την αδειοδότηση, όχι σε μεταγενέστερο στάδιο).
- C-117/02 – Commission v. Portugal: Αφορά τα screening thresholds. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η Πορτογαλία παραβίασε την Οδηγία καθώς δεν απαίτησε την εκπόνηση ΜΠΕ, ενώ το έργο βρισκόταν σε περιοχή, η οποία κατά την κρίση της Επιτροπής έπρεπε να χαρακτηριστεί Natura Το ΔΕΚ όμως απέρριψε την προσφυγή, υποστηρίζοντας ότι μια τέτοια εκτίμηση της Επιτροπής δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής για τη διαπίστωση ύπαρξης παραβάσεως του άρθρου 2 (1) της Οδηγίας.
- C-2/07 Abraham (Προδικαστικό Ερώτημα από Δικαστήριο του Βελγίου): Η ΜΠΕ που εκπονείται πρέπει να περιέχει μια συνολική εκτίμηση των επιπτώσεων ενός έργου στο περιβάλλον. Συνεπώς πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνο οι άμεσες συνέπειες αλλά και οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις που ενδέχεται να προκύψουν από τη χρήση, εκμετάλλευση και λειτουργία του έργου αυτού.
- C-567/10: Πεδίο εφαρμογής (screening) Οδηγίας 2011/42: Αφορά σχέδια και προγράμματα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Δεν απαιτείται η υποχρεωτική τους έγκριση, αρκεί να στηρίζεται σε «εθνικές νομοθετικές/κανονιστικές διατάξεις που καθορίζουν τις αρμόδιες για την έγκριση αρχές και τη διαδικασία εκπόνησης»[40]. Το Δικαστήριο ερμηνεύει διασταλτικά την έννοιά τους, ορίζοντάς τα ως «συνεκτικό σύνολο κριτηρίων και προϋποθέσεων» για την αδειοδότηση και εκτέλεση έργων ικανών να έχουν σημαντικές συνέπειες στο περιβάλλον.
4. Συμπεράσματα από την ανασκόπηση της νομολογίας
Η νομολογία για την περιβαλλοντική αδειοδότηση είναι αχανής, δυναμική, πολυεπίπεδη και πολυπαραγοντικά καθοριζόμενη. Επελέγησαν ειδικώς τρία σημεία τομής όπου συγκλίνει σύμπασα η νομολογία:
1) Η σύνδεση της περιβαλλοντικής αδειοδότησης με την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης και της πρόληψης
Η εκπόνηση ΜΠΕ και η εν γένει εκτιμητική και αδειοδοτική διαδικασία πρέπει να συνάδουν με την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, αλλά και να είναι ορθολογικές, ρεαλιστικές, να επιδιώκουν τη συμμετοχή του κοινού, να συνάδουν με τη λοιπή περιβαλλοντική και γενική νομοθεσία.
Η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης/της αειφορίας συνεπάγεται τη διαχείριση και εκμετάλλευση των φυσικών πόρων με τρόπο που να διασφαλίζει τη (μακροπρόθεσμη, προφανώς) διατήρησή τους και προς χάριν των μελλουσών γενεών, βλ. Διάσκεψη του Ρίο[41]. Είναι μία σύγχρονη θεώρηση της ανάπτυξης. Συστατικά αυτής της μορφής της αναπτυξιακής διαδικασίας είναι η ορθολογική και βιώσιμη χρήση και διατήρηση των φυσικών πόρων και η ενσωμάτωση της παραμέτρου της περιβαλλοντικής προστασίας στις πολιτικές και τις αποφάσεις, αλλά και η ενδογενεακή ισότητα. Η βιωσιμότητα επιτυγχάνει μια ισόρροπη στάθμιση. Ο συγκερασμός όλων των επιμέρους παραμέτρων αποτελεί τον στόχο της βιώσιμης ανάπτυξης[42]. Συγγενείς με αυτή αρχές είναι η αρχή της βιώσιμης δραστηριότητας ή του έργου, όπως και η αρχή της ήπιας ανάπτυξης στα ευπαθή οικοσυστήματα (π.χ. ακτές)[43], όπως και ο σεβασμός της φέρουσας ικανότητας των οικοσυστημάτων, αλλά και της διατήρησης της ικανότητας ανασύστασης/αποκατάστασης του φυσικού κεφαλαίου, όπως και η αρχή του περιβαλλοντικού κεκτημένου[44]. Όλες αυτές αφορούν την περιβαλλοντική αδειοδότηση. Στην ελληνική έννομη τάξη, η αρχή της αειφορίας ταυτίζεται με την έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης. Ωστόσο, αποτελούν στην πραγματικότητα απλώς παρεμφερείς, όχι πανομοιότυπες έννοιες. Πρέπει να γίνει η εξής ορολογική επισήμανση: η έννοια της βιωσιμότητας αναφέρεται σε γενικούς οικονομικούς δείκτες για την υλική ευημερία των ατόμων, ενώ η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης παραπέμπει στη διαρκή παραγωγή και εκμετάλλευση των πόρων[45]. Κατ’ άλλη θέση, η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης εξισορροπεί μεταξύ των ανταγωνιστικών συμφερόντων της περιβαλλοντικής προστασίας και της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης[46].
Από δε την αρχή της πρόληψης απορρέει η υποχρέωση να ακολουθείται μια διαδικασία εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Η διαδικασία αυτή πραγματώνεται μέσω της εκπόνησης Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης δραστηριότητας[47]. Ουσιαστικό περιεχόμενο της αρχής της πρόληψης είναι ότι επιβάλλεται τοιουτοτρόπως στο Κράτος η υποχρέωση να προβεί σε θετικές ενέργειες κάθε είδους (νομοθετικές/διοικητικές) για τη διαφύλαξη του περιβάλλοντος.
Ποια είναι όμως αυτά τα μέτρα και πώς αποτυπώνονται νομολογιακά; Γίνεται δεκτό ότι είναι ο καθορισμός των ορίων όχλησης[48], οι μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων[49], η προσφυγή στις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές κλπ. Ζήτημα γεννάται εδώ με τη δικαστική προστασία που επιβάλλει η αρχή της πρόληψης. Σύμφωνα με όσα γίνονται δεκτά, πρέπει να αρκείται αυτή στην πιθανολόγηση της βλάβης. Το αυτό έχει δεχθεί και το ΣτΕ το οποίο ρητά αναγνωρίζει την αρχή αυτή, την οποία συνάγει – μεταξύ άλλων – και από το άρθρο 24 του Συντάγματος, το οποίο ερμηνεύει ούτως ώστε ο στόχος της επίτευξης αποτελεσματικής και πλήρους δικαστικής προστασίας να πραγματούται μόνο τότε, όταν επιτευχθεί η οικολογική ισορροπία και η διατήρηση των φυσικών πόρων για την παρούσα αλλά και τις μέλλουσες γενεές[50]. Οι δημόσιες πολιτικές και οι διοικητικές κρατικές παρεμβάσεις πρέπει να ενσωματώνουν τα κατάλληλα και αναγκαία κριτήρια προστασίας. Στο πλαίσιο αυτό, είναι αυτονόητο ότι οι επιλογές του κοινωνικο-οικονομικού μοντέλου ιδίως σε επίπεδο ΕΕ είναι σημαίνουσες[51].
2) Η σχέση ΜΠΕ και ΣΜΠΕ
Σκοπός της Οδηγίας 2001/42/ΕΚ είναι η ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής διάστασης πριν την υιοθέτηση σχεδίων και προγραμμάτων με τη θέσπιση των αναγκαίων μέτρων για την αξιολόγηση των συνεπειών με όρους βιώσιμης ανάπτυξης. Σε ΣΜΠΕ υπόκεινται «σχέδια» και «προγράμματα» εθνικού ή τοπικού χαρακτήρα με σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Ορισμένα έργα υπόκεινται και σε διαδικασία περιβαλλοντικού προελέγχου. Μεγάλη σημασία αποδίδεται στη διαβούλευση με τις δημόσιες αρχές και το ενδιαφερόμενο κοινό. Επισημαίνεται ότι αυτή η διαδικασία δεν αναιρεί την υποχρέωση τήρησης της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ, δηλαδή την επιπλέον περιβαλλοντική μελέτη και έγκριση των επί μέρους έργων τα οποία περιγράφονται σε ένα σχέδιο ή πρόγραμμα.
Εκτός από τα αρχικά στάδια κατάφασης της αναγκαιότητας ΣΜΠΕ και της σχετικής διαβούλευσης, λαμβάνονται υποχρεωτικώς υπόψη τα πορίσματά της και στο τελικό στάδιο χωρεί παρακολούθηση (monitoring) των πραγματικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων από εφαρμογή σχεδίου/προγράμματος, για την αντιμετώπιση απρόβλεπτων δυσμενών επιπτώσεων μελλοντικώς. Ως εξέχουσας σημασίας αποφάσεις θα μπορούσαν να αναφερθούν ενδεικτικώς πρώτον η απόφαση του ΔΕΕ C-177/11, το οποίο ερμηνεύοντας την οδηγία της ΣΜΠΕ και ιδίως το άρθρο 3, παράγραφος 2 β΄, της οδηγίας ΣΠΕ έχει «την έννοια ότι εξαρτά την υποχρέωση υποβολής συγκεκριμένου σχεδίου σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τη συνδρομή, για το ίδιο σχέδιο, των προϋποθέσεων που καθιστούν αναγκαία την υποβολή του σε εκτίμηση κατά την οδηγία περί οικοτόπων, εάν ενδέχεται το σχέδιο να επηρεάσει σημαντικά τον περί ου πρόκειται οικότοπο», απόφαση που αφορά και τη δική μας[52]. Δεύτερον, η απόφαση ΔΕΕ C- 43/10 δέχθηκε ότι το εν λόγω σχέδιο (της εκεί υπόθεσης) «δεν φαίνεται να αποτελεί πράξη η οποία καθορίζει τα κριτήρια και τις λεπτομέρειες της χωροταξικής οργανώσεως και η οποία καθιερώνει κανόνες και διαδικασίες ελέγχου που διέπουν την εφαρμογή ενός ή περισσοτέρων σχεδίων[53]. Άρα σχέδιο μερικής εκτροπής των υδάτων ποταμού, όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, δεν πρέπει να θεωρείται ως σχέδιο ή πρόγραμμα το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2001/42»: η απόφαση αυτή έθεσε επί τάπητος το ζήτημα της σχέσης ΣΜΠΕ με τον χωρικό σχεδιασμό[54].
Όπως επισημαίνεται, η αρχή της ορθολογικής διενέργειας των περιβαλλοντικών εκτιμήσεων επιτάσσει τη δημιουργία ενός αλληλοτροφοδοτούμενου δικτύου περιβαλλοντικών εκτιμήσεων κατά τρόπο ώστε να αποφεύγονται οι επαναλήψεις και η περιττή επιβάρυνση της διαδικασίας. Ουσιώδης όρος για τη βιώσιμη ανάπτυξη είναι τα ολοκληρωμένα χωροταξικά σχέδια σύμφωνα με το Σύνταγμα, ενώ η ίδρυση ή η επέκταση και η διαμόρφωση οικιστικής περιοχής πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο ευρύτερου σχεδιασμού και προγραμματισμού[55].
3) Ακυρωτικός έλεγχος της ΜΠΕ
Το περιεχόμενο της ΜΠΕ (που δέον όπως φέρει και επαρκή αιτιολογία κατασκευής του έργου) ελέγχεται από τον ακυρωτικό δικαστή – μεταξύ άλλων – ως προς:
α) το αν συμμετείχαν για την κατάρτισή της επιστήμονες της απαιτούμενης ειδικότητας,
β) το αν υπάρχει επαρκής αιτιολόγηση της αναγκαιότητας κατασκευής του έργου και τυχόν πλάνη περί τα πράγματα[56]: ελέγχεται η νομιμότητα κρίσης του διοικητικού οργάνου, η παράβαση ουσιώδους τύπου, η νομική πλάνη, η πλάνη περί τα πράγματα[57],
γ) το αν το περιεχόμενό της εν συνόλω συμφωνεί με το νόμο και
δ) το αν είναι επαρκές ώστε να παρέχει δυνατότητα εκτίμησης των κινδύνων από τα διοικητικά όργανα. Ευλόγως η ευθεία αξιολόγηση από τον δικαστή των συνεπειών και η κρίση αν αντίκειται στην αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης εκφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου γιατί προϋποθέτουν ουσιαστική εκτίμηση.
Η παράβαση της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης μπορεί να ελεγχθεί ευθέως από τον ακυρωτικό δικαστή μόνο αν από τα στοιχεία της δικογραφίας και βάσει διδαγμάτων της κοινής πείρας (προς «έλεγχο ευλογοφάνειας») προκύπτει ότι η βλάβη είναι μη επανορθώσιμη και αντιστρατεύεται τη συνταγματική αρχή[58]. Συνεπώς, κάτι τέτοιο θα ξέφευγε από την αρμοδιότητά του.
Σημειώνεται, τέλος, ότι η διαβούλευση για το περιεχόμενο της ΜΠΕ τάσσεται κατά νόμο ως αναγκαίο στοιχείο, χωρίς, ωστόσο, να φέρει και ενδικοφανή χαρακτήρα και η ύπαρξη αυτής δεν τάσσεται ως όρος του παραδεκτού της μετέπειτα διαδικασίας. Μπορεί όμως να προβληθεί, κατά την ορθότερη γνώμη, η έλλειψη διαβούλευσης ως ελάττωμα που το δικαστήριο μπορεί και επιβάλλεται να ελέγξει, αν δεν υπήρχε άλλος τρόπος να ελεγχούν οι συνέπειες του έργου. Το ζήτημα δέον να κρίνεται ad hoc[59].
Η περιβαλλοντική αδειοδότηση συνιστά έκφραση θεμελιωδών αρχών του Δικαίου Περιβάλλοντος και αναπόσπαστο τμήμα της επίτευξης βιώσιμης ανάπτυξης. Τα προβλήματα εφαρμογής στην εθνική έννομη τάξη είναι αρκετά, αλλά και αντιμετωπίσιμα κατά περίπτωση: απαιτούν τη σύμπραξη των τριών λειτουργιών, αλλά και της νομικής θεωρίας που τα επισημαίνει εκ των προτέρων είτε εκ των υστέρων. Ο δε δικαστής ειδικώς οφείλει να μην απόσχει της θεμελιώδους αποστολής του να κρίνει τη συμβατότητα της όποιας άδειας με το ισχύον δίκαιο και όχι να υιοθετήσει οικολογικό ή μη μανδύα.
Παναγιώτης Γαλάνης,
Δικηγόρος Περιβαλλοντικού – Πολεοδομικού Δικαίου,
Διδάκτωρ Νομικής ΕΚΠΑ,
Εμπειρογνώμων Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης,
Μεταδιδάκτωρ Δικ. Περιβάλλοντος
————
[1] γενικώς: Π. Γαλάνης, Ευρωπαϊκό Δίκαιο του Περιβάλλοντος, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2023, Π. Γαλάνης, Δίκαιο για την κλιματική αλλαγή, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2023, Π. Γαλάνης, Περιβαλλοντική Εκτίμηση και Αδειοδότηση (προλ. καθηγήτριας Β. Καραγεώργου), εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2022, Π. Γαλάνης, Δημόσιο Δίκαιο της Αναδάσωσης (προλ. καθηγήτριας Γ. Σιούτη), εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2022.
[2] ΟλΣτΕ 462/2010 ΠερΔικ 2/2010, 287.
[3] ΣτΕ 3631/2006, ΠερΔικ 1/2007, 136.
[4]ΣτΕ 1055/2010, ΠερΔικ 2011, 100.
[5] Περιβαλλοντική εκτίμηση και αδειοδότηση, ΠερΔικ 2/2015, 323, ΣτΕ 2586/2014 (Τμ. Ε΄):
[6] ΣτΕ 380/2014 [Περιοχές ανάπτυξης βιομηχανικής δραστηριότητος – ΕΠΟ χημικής βιομηχανίας], ΠερΔικ 2/2014, 256.
[7] ΣτΕ 380/2014 [Περιοχές ανάπτυξης βιομηχανικής δραστηριότητος – ΕΠΟ χημικής βιομηχανίας], ΠερΔικ 2/2014, 256.
[8] Βλ. ΣτΕ 1343/2007 Τμ. Ε΄.
[9] ΣτΕ 102/2018 Τμ. Ε΄ επταμ., ΠερΔικ 2/2018, 313.
[10] ΣτΕ 4077/2010 Τμ. Ε΄ [Κεραίες – Εκ των υστέρων περιβαλλοντική αδειοδότηση], ΠερΔικ 1/2011, 129.
[11] ΣτΕ 4900/2013 [Εκ των υστέρων περιβαλλοντική αδειοδότηση σταθμών κινητής τηλεφωνίας – Όρια ασφαλούς εκθέσεως] (παρατ. Ε. Παυλίδου), ΠερΔικ 4/2014, 642.
[12] ΣτΕ 4423/2010 Τμ. Ε΄ [Νόμιμη αιτιολογία ΕΠΟ σταθμού κιν. τηλεφωνίας], ΠερΔικ 2/2011, 324.
[13] ΣτΕ 456/2014 [Εκ των υστέρων περιβαλλοντική αδειοδότηση σταθμών – Προσαρμογή στα όρια ασφαλούς εκθέσεως], ΠερΔικ 3/2014, 499.
[14] ΣτΕ 1057/2012 Τμ. Ε΄ [Περιβαλλοντική αδειοδότηση σταθμών – Ελάχιστες αποστάσεις – Δικαιοδοσία], ΠερΔικ 4/2012, 720.
[15] ΣτΕ 4150/2011 Τμ. Ε΄ [ΧΥΤΑ Ν. Τρικάλων – Διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης], ΠερΔικ 1/2012, 85.
[16] Γ. Σιούτη, ό.π., 268, ΣτΕ 901/11.
[17] ΣτΕ ΕΑ 630/2011 [ΧΥΤΑ Δήμου Κερκυραίων – Έγκριση Περιβαλλοντικών Όρων ], ΠερΔικ 3/2011, 481.
[18] Π. Γαλάνης, Η περιβαλλοντική αδειοδότηση: θεωρία και πράξη – Συμπίλημα ΙΙ (νομολογία εγχώρια και διεθνής, ειδικά ζητήματα αδειοδότησης), ΤΝΠ Qualex, 2020.
[19] Δ. Χριστοφιλόπουλος, Πολιτιστικό Περιβάλλον – Χωρικός σχεδιασμός και βιώσιμη ανάπτυξη, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, 2002, 101 επ. βλ. και Γεωργιάδου, Πολεοδομία – Δόμηση, 2011 για περαιτέρω θέματα.
[20] C-473/14.
[21] Σ. Παυλάκη, Η συμμετοχή των πολιτών στην προστασία του περιβάλλοντος, ΠερΔικ 1/2017, 52.
[22] Ελληνικό – Υπαγωγή της έκτασης στο Πρόγραμμα Ιδιωτικοποιήσεων ΣτΕ Ολ 1305/2019 [Παρατ.: Σ. Κουστένη], ΠερΔικ 2/2019, 278.
[23] Ελληνικό – Υπαγωγή της έκτασης στο Πρόγραμμα Ιδιωτικοποιήσεων ΣτΕ Ολ 1305/2019 [Παρατ.: Σ. Κουστένη], ΠερΔικ 2/2019, 278.
[24] Π. Γαλάνης, Σύγχρονες προσεγγίσεις στο Δίκαιο του Περιβάλλοντος, 2020, 60.
[25] Ε. Κουτούπα-Ρεγκάκου, Η διοικητική διαδικασία εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, εκδ. Σάκκουλα, 1995, βλ. και ΣτΕ 1672/05.
[26] Α. Παπαπετρόπουλος, Οι γενικές αρχές του ακυρωτικού ελέγχου κατά τη διαδικασία εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων έργων και δραστηριοτήτων, Νόμος και Φύση, Ιούλιος 2003.
[27] πρβλ. ΣτΕ 3170/2012 7μ.
[28] πρβλ. ΣτΕ 2466/2008 Ολομ., 2627/2016 7μ., 3170/2012.
[29] ΣτΕ 1207/2017 Τμ. Ε΄[Έγκριση περιβαλλοντικών όρων σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από βιομάζα], ΠερΔικ 2/2017, 305.
[30] ΣτΕ 1495/02 κλπ.
[31] ΣτΕ 2173/2002 Ολομ., 3520/2006 Ολομ., 673/2010 Ολομ., 1815/2016, 2006/2015, 3224/2014, 4317/2013, 4150/2011, 2474/2010, 1793/2009, 1665/2009.
[32] Ενδεικτικά ΣτΕ 2469/2009, 673/2010, 4150/2011, 3771/2015.
[33] ΣτΕ 855/2018 Τμ. Ε΄ [Περιβαλλοντική αδειοδότηση αντιδιαβρωτικών έργων σε ακτές], ΠερΔικ 1/2018, 147.
[34] ΣτΕ 674/2018 Τμ. Ε΄ [Εφαρμογή Συμβάσεως Aarhus – Αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων], ΠερΔικ 1/2018, 110.
[35] ΣτΕ 834/2009 Τμ. Ε΄ [Μικρός Υδροηλεκτρικός Σταθμός Κλεινοβίτικου Ν. Τρικάλων – Έννομο συμφέρον – Προθεσμία], ΠερΔικ 3/2009, 500.
[36] ΟλΣτΕ 3478/2000, ΣτΕ 3289/2004 κλπ.
[37] Άρθρ. 50 π.δ. 18/89, ΣτΕ 4357/2011, 1941/2013 κλπ.
[38] Βλ. και Ι. Δημητρακόπουλο, Η νομολογία του ΔΕΚ και βασική κοινοτική νομοθεσία για το περιβάλλον, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2003.
[39] Ε. Κουτούπα-Ρεγκάκου, ό.π., 89, L.K. Caldwell, K. Shrader-Frechette, Policy for land: Land and Ethics, Landham, MD, USA, Rowman Littlefield, 1993, 146.
[40] C-567/10, απόφ. της 22.3.2012, Inter-Environnement Bruxelles ASBL κ. Region Bruxelles-Capitale.
[41] Βλ. και Brundtland Report, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://sustainabledevelopment.un.org/content/documents/5987our-common-future.pdf
[42] Γ. Τσάλτας, Γιοχάνσεμπουργκ 2002: Το περιβάλλον μετά τη Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την Αειφόρο Ανάπτυξη, εκδ. Ι. Σιδέρης, 2003, Αθήνα, 38, Β. Βρετού, Η συνταγματική κατοχύρωση της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης. Προκλήσεις για τη Διοίκηση – Συνήγορος του Πολίτη και προστασία του περιβάλλοντος, ΠερΔικ 1/2003, 73.
[43] Μ. Δεκλερή, Ο Δωδεκάδελτος…, 331, ΣτΕ 2993/1998, ΣτΕ 637/1998, ΣτΕ 327/1999 (Ε΄ Τμ.) [Έργα επί των ακτών] (Σημ. Γ. Τράντας), ΠερΔικ 1/1999, 74.
[44] Ι. Καράκωστας, Απειλούμενη συνταγματική παραβίαση του περιβαλλοντικού κεκτημένου – Το άρθρο 24 του Συντάγματος, μη αναθεωρητέα διάταξη, ΠερΔικ 4/2000, 464, Γ. Σιούτη, Αναθεώρηση και προστασία του περιβάλλοντος, ΠερΔικ 4/2000, 466, Π. Γετίμης, Η αναθεώρηση του άρθρου 24 του Συντάγματος. Σκέψεις πάνω στο δημόσιο διάλογο, ΠερΔικ 4/2000, 509.
[45] Γ. Τσάλτας, Χ. Πλατιάς, Ευρωπαϊκή Ένωση και Περιβάλλον: Ανατομία μίας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής, εκδ. Ι. Σιδέρης, Αθήνα, 59.
[46] Α. Παπακωνσταντίνου, Το περιβαλλοντικό Σύνταγμα: Σύγχρονες πτυχές, ΠερΔικ, 439-440.
[47] ΣτΕ 4033/1998 (Ε΄ Τμ.) [Κατάργηση κοινοτικής οδού] (Σημ. Μ. Γαβουνέλη), ΠερΔικ 3/1998, 386.
[48] Οδηγία 85/337/ΕΟΚ και Οδηγία 80/68/ΕΟΚ.
[49] Αραβώσης Κ., Η χρήση των ΜΠΕ στον σχεδιασμό και την αξιολόγηση έργων, ΠερΔικ, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2003, σελ. 74 επ.
[50] ΣτΕ 2760/94.
[51] Κ. Στεφάνου, Γ. Καταπόδης (επιμ.)., Οι Ευρωπαϊκές Συνθήκες μετά την αναθεώρηση της Λισαβώνας, Αθήνα, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2008.
[52] C-177/11.
[53] Βλ. και Δ. Χριστοφιλόπουλο., Πολιτιστικό Περιβάλλον – Χωρικός σχεδιασμός και βιώσιμη ανάπτυξη, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, 2002, 101 επ. και Μ. Γεωργιάδου, Πολεοδομία – Δόμηση, 2011 για περαιτέρω θέματα.
[54] Βλ. C- 43/10.
[55] Γ. Δελλής, Η στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση της Οδ. 2001/42/ΕΚ και οι προεκτάσεις της για το ελληνικό δημόσιο δίκαιο, Ευρωπαίων Πολιτεία, 2008, 667 επ. (αναδιατύπωση φράσης).
[56] Ε. Κουτούπα-Ρεγκάκου, Η διοικητική διαδικασία εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, εκδ. Σάκκουλα, 1995, βλ. και ΣτΕ 1672/05.
[57] Ε. Κουτούπα-Ρεγκάκου, Δίκαιο Περιβάλλοντος, 144.
[58] Βλ. γενικώς Μ. Δεκλερή Μ., Το δίκαιο της Βιωσίμου Αναπτύξεως, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2000, Ε. Κουτούπα-Ρεγκάκου, Δίκαιο Περιβάλλοντος, 148.
[59] Α. Λιάσκα, Πολιτική συμμετοχή σε περιβαλλοντικά θέματα, ΠερΔικ 3/2018, ΣτΕ 674/2018, ΣτΕ 855/2018, ΣτΕ 1390/2017 κλπ., βλ. γενικώς και Γαλάνη Π., Σύγχρονες προσεγγίσεις στο Δίκαιο του Περιβάλλοντος, 2020.