Πρωί του Οκτώβρη 2015 στην Αθήνα. Capital Controls ακόμη σε ισχύ. Εντολέας μου μού έχει αναθέσει την αναζήτηση λογαριασμών του σε 2 από τις 4 συστημικές τράπεζες. Ε, με τα λίγα νομικά που έμαθα στο πανεπιστήμιο, τα δικαστήρια και την καθημερινότητα, του είπα να κάνει μια εξουσιοδότηση με το γνήσιο της υπογραφής και να μου τη δώσει. Αυτά συμβαίνουν 19 Οκτώβρη. Μια βδομάδα αργότερα, πάω στην τράπεζα. Η εξουσιοδότηση (γραμμένη από εμένα) είχε τρεις πεντακάθαρες, σταράτες και ξηγημένες εντολές.
Πάω περιχαρής στον υπάλληλο της τραπέζης με την εξουσιοδότηση και την καφέ ταυτοτητούλα μας υπό μάλης. Με το που την πιάνει στα χέρια του, ακούω την εξής τρομερή ατάκα: «Κύριε δικηγόρε λυπάμαι αλλά δεν τη δέχομαι αυτήν την εξουσιοδότηση διότι δεν είναι εξουσιοδότηση ημέρας.» Χμ….. Γάλα ημέρας έχω ακούσει, σπεσιαλιτέ ημέρας έχω ακούσει, γλυκά ημέρας επίσης…. Εξουσιοδότηση ημέρας, πρώτη φορά στη ζωή μου ακούω…… Έτσι λοιπόν, του αποκρίνομαι αναλόγως: «Μα τι λέτε αγαπητέ; Δεν τη βλέπετε; Είναι παστεριωμένη. Δεν έχει ανάγκη. Έχει περάσει και τους ελέγχους….»
Ξίνισε το μουσουδάκι του ο κύριος υπάλληλος αλλά δεν πειράζει. Αφού διάβασε την εξουσιοδότηση και τη μελέτησε ενδελεχώς, ως άλλος μελετητής της Αγίας Γραφής, μου ρίχνει ακόμη δυο κεραυνούς στο κεφαλάκι μου. Κεραυνός 1: «Η εξουσιοδότηση είναι γενική και όχι ειδική. Η εντολή πρέπει να είναι συγκεκριμένη. Εδώ υπάρχουν πολλές εντολές και δεν είναι συγκεκριμένο το τι θέλετε να κάνετε», Κεραυνός 2: «Αυτά που ζητάτε είναι ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα και δεν μπορώ να σας τα δώσω». Η απελπισία με τύλιξε σαν γλυκιά κουβέρτα ζεστού κρεβατιού, πρωινού παγωμένης Κυριακής άνευ συντρόφου… Ένα ένα τα νομικά πετραδάκια της πολυπράγμονος νομικής μου προσωπικότητας, εξαϋλώνονταν. Τα σοκ ήσαντο πολλά, απανωτά και άνευ προειδοποιήσεως. Αφού τον κοίταγα όπως βόιδουλας για κάποια δευτερόλεπτα, τον ερωτώ: «Θα ήταν εύκολο να μιλήσω με το διευθυντή του καταστήματος παρακαλώ, διότι εσείς φαίνεται να μην γνωρίζετε κάποιες σοβαρές νομικές πτυχές, οι οποίες είναι απαραίτητες για την περαιτέρω διεξαγωγή συζητήσεων;»
Οδηγούμαι στο διευθυντή, ο οποίος αρχίζει την ίδια κασέτα. Αρχίζω και εγώ λοιπόν να λέω ότι δεν νοείται εξουσιοδότηση ημέρας και ότι αυτή ισχύει μέχρι περάτωσης της εντολής ή ανάκλησής της (αρ. 216 επ. ΑΚ). Επίσης δεν αποτελεί προσωπικό δεδομένο η πληροφορία, που ήθελα, αλλά και αν ακόμη ήθελε κριθεί ότι είναι, τότε ισχύει το άρθρο 12 του νόμου 2472/1997. Όσον αφορά το γενικό των εντολών, απαξιώ ως και να το σχολιάσω.
Ο κυρ διευθυντάς, δεν πείθεται και μου λέει δεν είμαι αρμόδιος και εγώ δεν τα ξέρω αυτά τα δικηγορίστικα. Διευθυντής κεντρικού υποκαταστήματος. Δ Ι Ε Υ Θ Υ Ν Τ Η Σ και δεν ξέρει αυτά τα δικηγορίστικα. Ε, τότε ρε αγόρι μου πήγαινε να πουλήσεις στράγαλια και σταφίδες στην Ομόνοια άμα δεν ξέρεις 3 βασικά πράματα. Ουφ, ουφ…. Εφούντωσα πάλε. Τέλος πάντω, ο φίλος διευθυντάς με απέφευγε όταν άρχισα να επιμένω και να τον ζορίζω με την κλασική εικονογραφημένη, πλέον, ατάκα: «Θα ρωτήσω το νομικό τμήμα και θα σας πω». Ναι φίλε. Πες εσύ για εξουσιοδότηση ημέρας στο νομικό τμήμα και θα γελάνε μέχρι και οι πέτρες της παραλίας και τα ψάρια του βυθού. Ευτυχώς που είσαι και χρυσό αγόρι (golden boy). Μα έψαξαν πολύ για να σ’ έβρουνε λεβέντη μου; Ούτε για λαγουρέντες[1] τση σιόρα[2] Κάτες δεν κάμεις μαγκούφι μου να τση απλώνεις απά στη σπαρτσίνα[3] τσι μπόλιες[4] τση. Α στο καλό, με σύγχυσε είχε δεν είχε. Καιρό είχα να αισθανθώ τόσα πολλά νεύρα. Φυσικά ως γνήσιος επαγγελματίας κράτησα την ψυχραιμία μου, και αφού απομάκρυνα τα γυναικόπαιδα και τους γηραιότερους, του έριξα ένα μπερντάκι ξύλο. Βασικά πολύ θα το ήθελα, αλλά μετά θα έχει εγκλήσεις, αγωγές, δικαστήρια, δικηγόρους, μπλα μπλα μπλα μπλα και τα βαριέμαι. Οπότε επέλεξα τη φυγή, με επιφύλαξη.
Πως είναι δυνατόν να γίνονται αυτά τα πράματα στην Ελλάδα του 2015; Στην Ελλάδα των Capital Control; Στην Ευρωπαϊκή Ελλάδα; Βέβαια θα μου πείτε, εδώ γίνονται άλλα και άλλα, αυτό μας πείραξε; Εδώ οι τράπεζες διαδραματίζουν το σημαντικότερο ρόλο, πιο σημαντικό ακόμη και από αυτόν του κράτους (λέμε τώρα) δικαίου. Έχουν δικούς τους νόμους, δικούς τους ερμηνευτές δικαίου, δική τους αντίληψη της πραγματικότητας. Κοντεύουμε να ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε. Πάρτε για παράδειγμα μια άλλη συστημική τράπεζα, από την οποία, για να πάρεις τα κατασχεθέντα χρήματα πρέπει να προχωρήσεις σε ασφαλιστικά μέτρα επειδή υπάρχει ένα νομικό απολίθωμα από τη δεκαετία του 1950….. Τα λόγια είναι περιττά (την ώρα που χωρίζουμε, που λέει και το παλαιό λαϊκό άσμα).
Το πιο αστείο ξέρετε ποιό είναι αγαπητοί συνάδελφοι, αναγνώστες και λοιποί; Το νομικό τμήμα της ανωτέρω αναφερθείσας πρώτης τράπεζας με αντιμετώπισε ως βλάκα λέγοντάς μου πράγματα ανυπόστατα, που θα έκαναν τα κοκάλα του Μπαλή να τρίζουν. Έχω μείνει speechless, που λέγαμε και στο χωριό μου…. Το θέμα είναι ότι έπεται συνέχεια. Η τράπεζα ήταν, είναι και θα είναι εδώ να σε παρακολουθεί σε κάθε σου κίνηση. Θα είναι πάντα μέσα στη ζωή σου και θα ξέρει τι έκανες. Δεν μπορείς να ξεφύγεις από εκείνη. Από ζηλιάρη σύντροφο μπορείς, από την τράπεζα, όχι.
(Υ.Γ. Σκεφτόμουν να κλείσω με μια φράση, αλλά θα τη βάλω με μορφή υστερόγραφου, έτσι γιατί μου αρέσει και την είδα περίεργα, την οποία μου είπε ένας εξαίρετος συνάδελφος και φίλος, ο Δημήτρης, εκεί που πίναμε τη μπύρα μας σε ένα μπαρ στην Ομόνοια: Τράπεζα είναι ένα μέρος, όπου σου δανείζουν μια ομπρέλα όταν έχει καλό καιρό και τη ζητούν πίσω όταν πιάσει βροχή)
[1] Στα Κεφαλλονίτικα σημαίνει βοηθός
[2] Στα Κεφαλλονίτικα σημαίνει κυρία
[3] Στα Κεφαλλονίτικα σημαίνει σχοινί
[4] Στα Κεφαλλονίτικα σημαίνει ποδιά