Του Σωκράτη Τσαχιρίδη, Ασκ. Δικηγόρου, MSc Business Law & Administration
Η αφανής εταιρία εντάσσεται στην κατηγορία των προσωπικών εταιριών και αποτελεί μία άκρως ενδιαφέρουσα μορφή εταιρίας, η οποία ρυθμίζεται από τις διατάξεις του νόμου 4072/2012 (άρθρα 285-292). Τα βασικότερα πλεονεκτήματά της συνίστανται στο γεγονός ότι αποτελεί ευέλικτο εταιρικό τύπο και για τη σύστασή της δεν απαιτείται η τήρηση διατυπώσεων δημοσιότητας με αποτέλεσμα να αποτελεί ενδεδειγμένη μορφή εταιρίας για την εξυπηρέτηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Επιπλέον, σημαντικό στοιχείο της εν λόγω εταιρίας είναι ότι δεν διαθέτει νομική προσωπικότητα (άρθρο 285 παρ. 2) και δεν εμφανίζεται προς τα έξω ως εταιρία, καθώς ο εμφανής εταίρος δραστηριοποιείται αποκλειστικά στο όνομά του (αλλά προς το κοινό συμφέρον των εταίρων).
Η συμμετοχή του αφανούς εταίρου στην εταιρία περιορίζεται στα αποτελέσματα μίας ή περισσότερων εμπορικών πράξεων ή στην εμπορική επιχείρηση που διευθύνει ο εμφανής εταίρος (άρθρο 285 παρ. 1). Βασική υποχρέωση του αφανούς εταίρου, που πηγάζει από την συμμετοχή του στην εταιρία και ταυτίζεται εν μέρει με τη θέση του ετερόρρυθμου εταίρου στην ετερόρρυθμη εταιρία, αποτελεί η καταβολή εισφοράς. Αυτή δε μεταβιβάζεται κατά κυριότητα ή παραχωρείται κατά χρήση στον εμφανή εταίρο με στόχο να χρησιμοποιηθεί από αυτόν στην εξυπηρέτηση του εταιρικού σκοπού. Η συγκεκριμένη θέση έχει αποτυπωθεί στην νομοθεσία και δη στο άρθρο 286. Ωστόσο, το εν λόγω άρθρο δεν αποτελεί διάταξη αναγκαστικού δικαίου, με συνέπεια να καθίσταται δυνατή η υιοθέτηση διαφορετικής συμφωνίας αναφορικά με την τύχη των εισφορών. Ειδικότερα, οι εταίροι μπορούν να συμφωνήσουν ότι όλες ή ορισμένες εισφορές θα καθίστανται κοινές. Η συγκεκριμένη συμφωνία αποδεικνύεται με βάση το ισχύον καταστατικό της εταιρίας που έχουν συνυπογράψει τα μέρη και το οποίο αποτελεί πλήρη απόδειξη για τις μεταξύ τους σχέσεις.
Κατόπιν των εισαγωγικών που αναφέραμε, τώρα θα θίξουμε ένα ιδιαίτερο λεπτό ζήτημα, επί του οποίου έχουν εκφραστεί διάφορες απόψεις. Πρόκειται για την τύχη των εισφορών σε περίπτωση που έχει συμφωνηθεί μεταξύ των εταίρων ότι θα καθίστανται κοινές. Ποιος θα είναι, όμως, ο νομικός μανδύας κάτω από τον οποίο αυτές θα σκεπάζονται; Σύμφωνα με μία μερίδα της θεωρίας (Αλεξανδρίδου - Λιακόπουλος), οι εν λόγω εισφορές αποτελούν κοινωνία δικαιώματος και συνεπώς η τύχη τους θα ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 785 επομ. Α.Κ. (8384/2011 ΜΠΡ ΘΕΣΣΑΛ - το ποιος είναι ο φορέας των εισφορών προκύπτει πρώτα από τις συμφωνίες στην εταιρική σύμβαση - τρεις είναι κυρίως οι δυνατότητες: α) κάθε εταίρος διατηρεί την κυριότητα στο αντικείμενο της εισφοράς του, υποχρεούται όμως να μεταβιβάσει στον εμφανή εταίρο μόνον τη χρήση του, β) οι εισφορές σχηματίζουν κοινωνία κατ’ ιδανικά μέρη και γ) η κυριότητα στα αντικείμενα των εισφορών μεταβιβάζεται στον εμφανή εταίρο). Η δικαιολογητική βάση της συγκεκριμένης άποψης εδράζεται στο γεγονός ότι η αφανής εταιρία δεν έχει νομική προσωπικότητα και συνεπώς δεν υπάρχει αυτόνομος φορέας που μπορεί να είναι ιδιοκτήτης των εν λόγω κοινών εισφορών.
Παράλληλα, η ως άνω θέση ενισχύεται σημαντικά από την αντίληψη ότι στην αφανή εταιρία δεν νοείται ξεχωριστή εταιρική περιουσία. Εταιρική περιουσία υφίσταται μόνο στις εξωτερικές εταιρίες και όχι σε αυτές που δεν εμφανίζονται στους τρίτους ως τέτοιες. Η αφανής εταιρία αποτελεί κλασική μορφή εσωτερικής εταιρίας, καθώς προς τα έξω εμφανίζεται και δραστηριοποιείται μόνο ο εμφανής εταίρος που ενεργεί στο όνομά του (227/2012 ΑΠ - η αφανής εταιρία, στην οποία εφαρμόζονται, εφόσον δεν αντιτίθενται στον ιδιάζοντα χαρακτήρα της, οι διατάξεις περί εταιριών του Α.Κ., δηλαδή τα άρθρα 741 επομ. αυτού, συνιστάται ατύπως και δεν έχει νομική προσωπικότητα, ούτε δική της περιουσία, διαφορετική από την περιουσία των εταίρων - οι εταιρικές εισφορές, για τις οποίες υπάρχει υποχρέωση όλων των εταίρων, δεν μεταβιβάζονται στην εταιρία, αλλά χρησιμοποιούνται από τον εμφανή εταίρο για την πραγματοποίηση του εταιρικού σκοπού). Επομένως, ναι μεν οι εισφορές των εταίρων μεταβιβάζονται στον εμφανή, αλλά είναι δυνατόν με πρόβλεψη στο καταστατικό να συμφωνηθεί ότι ορισμένες θα καθίστανται κοινές και εφόσον γίνει αυτό, θα ρυθμίζονται με βάση τις διατάξεις περί κοινωνίας δικαιώματος, καθώς δεν υπάρχει άλλος ενδεδειγμένος τρόπος.
Βέβαια, για τα ως άνω αναφερόμενα έχουν εκφραστεί ορισμένες επιφυλάξεις. Ας ξεκινήσουμε, όμως, με τη σειρά την παράθεση του αντιλόγου. Καταρχήν, η ρύθμιση ότι ορισμένες εισφορές θα ανήκουν από κοινού στους εταίρους δεν έρχεται σε αντίθεση με την πρόβλεψη του νόμου περί απουσίας εταιρικής περιουσίας στην αφανή εταιρία. Πώς, ωστόσο, γίνετα αυτο; Σύμφωνα με την κρατούσα και μάλλον ορθότερη γνώμη (Ρόκας), ασυμβίβαστο με τη φύση της αφανούς εταιρίας δεν είναι η παντελής έλλειψη εταιρικής περιουσίας, αλλά η αυτόματη από κοινού κτήση των εισφορών από την εταιρία. Επομένως, κατόπιν σχετικής πρόβλεψης στο καταστατικό - το άρθρο 286 είναι ενδοτικού δικαίου - είναι δυνατόν να οριστεί ότι κάποιες εισφορές θα καθίστανται κοινές με φορέα της περιουσίας την εταιρία. Συμπερασματικά, δε συμβαδίζει με τη φύσης της αφανούς εταιρίας η δημιουργία εταιρικής περιουσίας εκ του νόμου. Αυτό, όμως, δεν εμποδίζει τα μέρη να συμφωνήσουν κάτι τέτοιο στην εταιρική σύμβαση.
Κλείνοντας να αναφέρουμε ότι και οι δύο ως άνω θέσεις που έχουν εκφραστεί εκκινούν από τη σωστή θέση, ήτοι ότι δύναται με πρόβλεψη στο καταστατικό ορισμένες εισφορές να είναι κοινές. Η υιοθέτηση, όμως, της μίας ή της άλλης άποψης θα εξαρτηθεί από τον εφαρμοστή του δικαίου που θα πρέπει να κρίνει την κάθε υπόθεση in concreto σταθμίζοντας τα όσα έχουν αποτυπωθεί στην εταιρική σύμβαση και εντοπίζοντας την πραγματική βούληση των μερών.