Η ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΣ Ο.Ε. Γράφει ο Σωκράτης Τσαχιρίδης

            Στο παρόν θα γίνει προσπάθεια προσέγγισης της νομικής φύσης της ομόρρυθμης εταιρίας που άρχισε την εμπορική της δραστηριότητα πριν την καταχώριση της στο Γ.Ε.ΜΗ. Προτού, όμως, προχωρήσουμε στην εις βάθος αναζήτηση της ουσίας του ενδιαφέροντος αυτού ζητήματος, κρίνεται σκόπιμο στα πλαίσια αυτού εισαγωγικού σημειώματος να αναφέρουμε ορισμένα κύρια σημεία του νομικού μορφώματος της ομόρρυθμης εταιρίας. Η ομόρρυθμη εταιρία, λοιπόν, ανήκει στις λεγόμενες προσωπικές εταιρίες και αποκτά την εμπορική της ιδιότητα κατά το ουσιαστικό σύστημα[1]. Ακόμα, σημαντική παράμετρος αποτελεί το γεγονός οτι στην ομόρρυθμη εταιρία οι εταίροι ευθύνονται έναντι των τρίτων για τις εταιρικές υποχρεώσεις προσωπικά, άμεσα,  απεριόριστα και εις ολόκληρον (άρθρο 249 ν. 4072/12). Ο συγκεκριμένος τύπος εμπορικής εταιρίας εξυπηρετεί κυρίως την άσκηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όπου το προέχων στοιχείο είναι το πρόσωπο των εταίρων και όχι το κεφάλαιο (κεφαλαιουχικές εταιρίες)[2].

              Για τη δημιουργία της ομόρρυθμης εταιρίας απαιτείται να πληρούνται σωρευτικά τρεις βασικές προϋποθέσεις (ΔΕφΑθ 1327/98 ΔιΔικ 1999, 593). Η πρώτη συνίστανται στην συμμετοχή δυο ή περισσότερων προσώπων (φυσικών ή νομικών). Τα εν λόγω πρόσωπα πρέπει να έχουν πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα και ικανότητα απόκτησης εμπορικής ιδιότητας. Δεύτερος όρος για την έγκυρη σύσταση ομόρρυθμης εταιρίας είναι η νόμιμη σύναψη εταιρικής σύμβασης (καταστατικού). Τέλος, απαιτείται η τήρηση της προβλεπόμενης στο νόμο δημοσιότητας. Τα βασικότερα σημεία αυτής της δημοσιότητας είναι η κατάθεση του συμφωνητικού σύστασης της εταιρίας ενώπιον της Υπηρεσίας Μιας Στάσης (One Stop Shop) και η καταχώριση της εταιρίας στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ)[3]. Κατά κανόνα από την ολοκλήρωση των διατυπώσεων δημοσιότητας η ομόρρυθμη εταιρία αποκτά νομική προσωπικότητα. Αυτή η καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ τόσο για την ομόρρυθμη εταιρία όσο  και για τα υπόλοιπα είδη των εμπορικών εταιριών[4] έχει συστατικό χαρακτήρα (και όχι αποδεικτικό)[5] για την απόκτηση νομικής προσωπικότητας.

                   Όμως, δεν είναι λίγες οι φορές που μια ομόρρυθμη εταιρία ξεκινάει την εμπορική της δραστηριότητα πριν από την συμπλήρωση των διατυπώσεων δημοσιότητας που επιβάλλονται από τον νόμο. Το εν λόγω ζήτημα έχει απασχολήσει έντονα την θεωρία τόσο στο προϊσχύσαν δίκαιο, όσο και με βάση την νέα ρύθμιση του ν. 4072/12. Σε αυτήν την περίπτωση γίνεται λόγος για την αδημοσίευτη ομόρρυθμη εταιρία ή de facto ομόρρυθμη εταιρία ή εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρία ή για ανώμαλη εταιρία. Το θέμα της αδημοσίευτης ομόρρυθμης εταιρίας είχε απασχολήσει ιδιαίτερα τον νομικό κόσμο και σε πρακτικό επίπεδο, καθώς έρχονται συχνά στο προσκήνιο  περιπτώσεις εταιριών που εμφανίζονταν μεν στις συναλλαγές ως ομόρρυθμες χωρίς ωστόσο να έχουν τηρήσει τις διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπονταν στο δίκαιο των εμπορικών εταιριών. Αυτό το ζήτημα, λοιπόν, θα αποτελέσει την προβληματική της παρούσας εργασίας. Ειδικότερα, θα εξεταστεί η νομική φύση  της αδημοσίευτης ομόρρυθμης εταιρίας όπως αυτή προκρίνεται από το νέο δίκαιο των προσωπικών εταιρίων με παράλληλη αναφορά και στο προϊσχύσαν δίκαιο.

            Ξεκινώντας, λοιπόν, την μελέτη του ενδιαφέροντος θέματος της αδημοσίευτης ομόρρυθμης εταιρίας κρίνεται σκόπιμο, προτού προχωρήσουμε στην ανάλυση των νέων ρυθμίσεων σχετικά με το δίκαιο των προσωπικών εταιριών, όπως αυτές διαμορφώθηκαν με τον ν. 4072/12, να επισημάνουμε συνοπτικά την νομική μεταχείριση που αυτή είχε στα πλαίσια του προϊσχύσαντος δικαίου. Καταρχήν, σύμφωνα με μια άποψη της νομολογίας αλλά και μέρους της θεωρίας, το έγγραφο για τη δημιουργία της ομόρρυθμης εταιρίας είναι αποδεικτικό και όχι συστατικό[6]. Επιπλέον, προϋπόθεση για την απόκτηση νομικής προσωπικότητας εκ μέρους της εταιρίας είναι η δημοσίευση του καταστατικού της. Σε περίπτωση μη ολοκλήρωσης των διατυπώσεων δημοσιότητας που προκρίνει ο νομοθέτης για την έγκυρη σύσταση της εταιρίας  εγείρονται ορισμένα ενδιαφέροντα ζητήματα. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα όσα ίσχυαν στο προγενέστερο δίκαιο για τις προσωπικές και δη ομόρρυθμες εταιρίες, η παράλειψη τήρησης των διατυπώσεων δημοσιότητας που προβλέπονται στο νόμο επιφέρει ορισμένες συνέπειες. Ως προς τις επερχόμενες αυτές συνέπειες δεν ακολουθήθηκε πάγια θέση εκ μέρους της νομολογίας και της θεωρίας. Τουναντίον, δημιουργήθηκε  έντονη διχογνωμία και οι απόψεις που προκρίθηκαν διίστανται.

            Ειδικότερα, αν θεωρήσουμε ότι η δημοσίευση του καταστατικού έχει αποδεικτικό χαρακτήρα[7], τότε η αδημοσίευτη ομόρρυθμη εταιρία δεν είναι απολύτως άκυρη κατά το άρθρο 159 πργφ. 1 ΑΚ, αλλά  επέρχεται απλώς μια σχετική ακυρότητα υπερ των τρίτων. Η σχετική αυτή ακυρότητα που αναφέρθηκε έχει την έννοια οτι μόνο τρίτοι μπορούν να την επικαλεστούν έναντι της εταιρίας και όχι οι εταίροι έναντι αυτών (επιχείρημα που απορρέει από το άρθρο 42 πργφ. 3 ΕΝ). Η μόνη δυνατότητα που αναγνωρίζεται στους εταίρους είναι να προβάλουν την ακυρότητα στις προς τα εσω σχέσεις[8]. Από αυτά που τονίστηκαν συνάγεται οτι οι τρίτοι έχουν την ευχέρεια να επιλέξουν αν θα επικαλεστούν την ακυρότητα της εταιρίας ή θα αναγνωρίσουν την ύπαρξη της  αποδεικνύοντας την με μάρτυρες[9].

            Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίχθηκε σθεναρά από την νομολογία και μεγάλη μερίδα της θεωρίας η άποψη ότι η μη ολοκλήρωση των διατυπώσεων δημοσιότητας ομόρρυθμης εταιρίας που άρχισε την δραστηριότητά της δεν καθιστά άκυρη την εταιρία. Οι υποστηρικτές της εν λόγω άποψης θεωρούσαν τη συγκεκριμένη εταιρία ανώμαλη ή εν τοις πράγμασι (de facto) αναγνωρίζοντας τη λειτουργία της[10]. Η συγκεκριμένη θέση που αντλεί την προέλευση της από το γαλλικό κείμενο του εμπορικού νόμου έγινε δεκτή και στην ελληνική νομολογία και θεωρία υπό την προϋπόθεση ότι η μη δημοσιευμένη εταιρία έχει ήδη λειτουργήσει. Αυτό σημαίνει οτι οι συναλλαγές που είχε συνάψει η εταιρία με τρίτους από την ίδρυση της μέχρι την επίκληση της ακυρότητας είναι ισχυρές και οτι η ακυρότητα ενεργεί μόνο για το μέλλον. Παράλληλα, κατ' αυτούς η εν λόγω εταιρία έπρεπε να θεωρείται οτι έχει και νομική προσωπικότητα[11], η οποία απορρέει από την ουσιαστική δημοσιότητα που έχει αποκτήσει με την εμφάνισή της στις συναλλαγές[12]. Σύμφωνα με την εν λόγω πρακτική η εταιρία αυτή υπήρξε ως νομικό πρόσωπο, υπήρξε εν τοις πράγμασι με αποτέλεσμα να εφαρμόζεται σε αυτήν το δίκαιο της ομόρρυθμης εταιρίας καθ' ολοκληρίαν. Η άποψη αυτή εδραιώνεται στο γεγονός οτι η νομική προσωπικότητα δεν πηγάζει από την τυπική δημοσιότητα που προκύπτει από  την δημοσίευση του καταστατικού,αλλά από την ουσιαστική δημοσιότητα που γεννάται με την εμφάνιση στις συναλλαγές. Με άλλα λόγια, για να θεωρείται οτι έχει νομική προσωπικότητα η ομόρρυθμη εταιρία δεν απαιτούνταν η ολοκλήρωση των διατυπώσεων δημοσιότητας, αλλά αρκούσε και η δημόσια εμφάνισή της στο κοινό μέσω της λειτουργίας της. Αυτή ήταν η κρατούσα θέση στη θεωρία και γινόταν αποδεκτή και από μεγάλο μέρος της νομολογίας.

            Ταυτόχρονα μια αξιοπρόσεκτη μερίδα της νομολογίας υιοθετούσε διαφορετική γνώμη σχετικά με την νομική φύση της αδημοσίευτης ομόρρυθμης εταιρίας. Πιο συγκεκριμένα, κατά αυτήν η αδημοσίευτη ομόρρυθμη εταιρία αντιμετωπιζόταν ως εταιρία δίχως νομική προσωπικότητα[13]. Σε αυτό το σημείο να επισημάνουμε οτι η συγκεκριμένη θέση φαίνεται να είναι εντελώς εσφαλμένη. Οι λόγοι είναι δυο. Πρώτον, αν και η εν λόγω θέση φαίνεται να αποδέχεται την εγκυρότητα της αδημοσίευτης ομόρρυθμης εταιρίας ως εν τοις πράγμασι εταιρία, ωστόσο, δεν δέχεται την νομική της αυτοτέλεια, πράγμα εκ των πραγμάτων αντιφατικό. Η άποψη αυτή εμμένει στο συστατικό χαρακτήρα των διατυπώσεων δημοσιότητας για την απόκτηση της νομικής προσωπικότητας θεωρώντας ότι δεν αρκεί η άσκηση εμπορικής δραστηριότητας[14]. Ακόμα, να σημειώσουμε ότι αυτή η αντίληψη δημιουργεί τεράστια ανασφάλεια πλήττοντας ανεπανόρθωτα το ''εύθραυστο''' χώρο των συναλλαγών και ουσιαστικά ανατρέπει ολόκληρη τη θεωρία της εν τοις πράγμασι εταιρίας.

            Δεύτερον, παρόλο που δεν αναγνωριζόταν σύμφωνα με προαναφερθείσα άποψη νομική προσωπικότητα στην αδημοσίευτη ομόρρυθμη εταιρία εντούτοις η εταιρία αυτή νομιμοποιούνταν ενεργητικά και παθητικά ως ένωση προσώπων, πράγμα που συνάγεται με σαφήνεια από τις διατάξεις των άρθρων 62 εδαφ. β' & 64 πργφ. 3 ΚΠολΔ. Η εν λόγω άποψη πηγάζει από δυο αποφάσεις του Αρείου Πάγου. Η πρώτη είναι η απόφαση ΟλΑΠ 2/2003 και η δεύτερη η απόφαση ΟλΑΠ 14/2007. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτές, αφού δόθηκε στις συγκεκριμένες ενώσεις προσώπων η ικανότητα να είναι διάδικοι, θεωρείται δεδομένο οτι αυτές είναι φορείς των κατ' ιδίαν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μελών τους και συνεπώς νομιμοποιούνται ενεργητικά και παθητικά ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αντίστοιχα[15]. Βέβαια, ως προς αυτήν την θέση έχουν διατυπωθεί πολλές επιφυλάξεις και αντιρρήσεις. Ειδικότερα, το πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός πώς γίνεται να είναι αποδέκτης (φορέας) των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μελών μιας ένωσης που δεν διαθέτει νομική προσωπικότητα να είναι η ίδια η ένωση. Η αντίληψη αυτή οδηγεί σε άτοπα συμπεράσματα που δεν συνάδουν με τη λογική των πραγμάτων. Μάλιστα, θα μπορούσε να πει κανείς οτι δημιουργεί περισσότερα ερωτήματα στο λεπτό αυτό θέμα της αδημοσίευτης ομόρρυθμης εταιριάς, παρά δίνει απαντήσεις[16].

            Ορθότερη φαίνεται να είναι η άποψη που απονέμει νομική προσωπικότητα στην αδημοσίευτη ομόρρυθμη εταιρία που έχει αναπτύξει εμπορική δραστηριότητα. Βέβαια, σε αυτό το σημείο αξίζει να αποσαφηνίσουμε ορισμένα κρίσιμα στοιχεία. Η νομική αυτή προσωπικότητα της μη καταχωρίσθείσας ομόρρυθμης εταιρίας δεν απορρέει από την τυπική δημοσιότητα, αλλά από την ουσιαστική δημοσιότητα που γεννάται από την λειτουργία της εν λόγω εταιρίας και την άσκηση της δραστηριότητας της. Εδώ να προσθέσουμε οτι η αποκτηθείσα νομική προσωπικότητα που προκύπτει με την ουσιαστική δημοσιότητα δεν εξομοιώνεται με την νομική προσωπικότητα που είναι συνέπεια της καταχώρισης. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η αδημοσίευτη ομόρρυθμη εταιρία αποκτά νομική προσωπικότητα στενότερη από την νομική προσωπικότητα με την έννοια που συνηθίζεται να χρησιμοποιείται ο όρος στην νομική επιστήμη. Με άλλα λόγια, η νομική προσωπικότητα που αποκτάται με την εμφάνιση της αδημοσίευτης ομόρρυθμης εταιρίας στο κοινό δε ταυτίζεται με την νομική προσωπικότητα που προκύπτει από την καταχώριση της. Στην πραγματικότητα είναι έννοια στενότερη, καθώς δεν έχει όλα τα στοιχεία της νομικής προσωπικότητας όπως αυτή προκρίνεται από την τυπική δημοσιότητα, αντιθέτως περιορίζεται σε μερικά μόνο από αυτά. Ειδικότερα, η αδημοσίευτη ομόρρυθμη εταιρία που άσκησε εμπορική δραστηριότητα αποκτά νομική προσωπικότητα με την έννοια ότι έχει ικανότητα δικαίου και ικανότητα να είναι φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (62 εδαφ. β' & 64 πργφ. 3 ΚΠολΔ.). Ωστόσο, στην έννοια αυτής της νομικής προσωπικότητας που αποκτά η αδημοσίευτη ομόρρυθμη με την εμφάνισή της στις συναλλαγές δεν εμπίπτει η πτωχευτική ικανότητα. Ο λόγος είναι οτι για την απόκτηση της πτωχευτικής ικανότητας απαιτείται τυπική δημοσιότητα, πράγμα που καθιερώνεται ρητά και στο άρθρο 2 πργφ. 1 ΠτΚ, όπως αυτός τροποποιήθηκε με τον ν. 3588/2010.

            Απ' όσα εκτέθηκαν παραπάνω συνάγεται ότι στα πλαίσια της καταργηθείσας πλέον εμπορικής νομοθεσίας δεν υπήρχε ενιαία αντιμετώπιση της νομικής φύσης της αδημοσίευτης ομόρρυθμης εταιρίας. Τουναντίον, υπήρχαν πολλές διακυμάνσεις,  ακούστηκαν σοβαρές επιφυλάξεις και διατυπώθηκαν ποικίλες απόψεις. Άλλες από αυτές περισσότερο ορθές και άλλες λιγότερο. Παράλληλα, σχετικά με την αδημοσίευτη ομόρρυθμη εταιρία δημιουργήθηκε έντονη αμφιβολία αν στην  εν λόγω εταιρία θα έπρεπε να εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΑΚ για την αστική εταιρία ή οι διατάξεις της ΕΝ για την ομόρρυθμη. Όλη αυτήν την αβεβαιότητα και αμφισβήτηση που επικρατούσε στο εταιρικό δίκαιο επιχείρησε να διευθετήσει ο νόμος 4072/12 εισάγοντας νέες ρυθμίσεις.

            Καταρχήν, στο νέο νόμο προβλέφθηκε ρητά οτι η ομόρρυθμη εταιρία αποκτά νομική προσωπικότητα από την καταχώρισή στο Γ.Ε.ΜΗ. Έτσι, τέθηκε τέλος στην όποια αμφισβήτηση υπήρχε σχετικά με τον χαρακτήρα της δημοσιεύσεως. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 251 πργφ. 2 προκύπτει ξεκάθαρα ο συστατικός χαρακτήρας της δημοσιεύσεως του καταστατικού της εταιρίας για την απόκτηση της νομικής προσωπικότητας. Το σκεπτικό της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής για στοιχειοθέτηση της εν λόγω διάταξης ήταν το ακόλουθο. Για όλα αυτά τα νομικά πρόσωπα που προβλέπονται στο εταιρικό δίκαιο[17] ισχύει, σύμφωνα με την παρ. 1 άρθρ. 15 του ν. 3419, ο ίδιος κανόνας.  Μόνο με την καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ αποκτούν νομική προσωπικότητα και υπόσταση οι απαριθμούμενες στον νόμο εταιρίες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι Ο.Ε. και οι Ε.Ε.[18] Καθιέρωσε, δηλαδή, ο νόμος συστατική δημοσιότητα και για τις Ο.Ε. και τις Ε.Ε., ακριβώς δηλαδή όπως ισχύει για τις Α.Ε., τις Ε.Π.Ε. και τις Ι.Κ.Ε. Η πρόθεση του νόμου είναι σαφής και ξεκάθαρη. Ήθελε για όλα τα νομικά πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένου και για τις προσωπικές εταιρίες, να υπάρχει ασφάλεια δικαίου σχετικά με την υπόστασή τους και τις τροποποιήσεις του καταστατικού τους, η οποία εξασφαλίζεται με την καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ, μια επιλογή που συμβαδίζει με τον κανόνα της ΑΚ 61. Από την επιλογή αυτή του νομοθέτη προκύπτει ότι η δημόσια δράση της εταιρίας δεν μπορεί να υποκαταστήσει την καταχώριση, όπως γινόταν δεκτό στο προϊσχύσαν δίκαιο. Τούτο συνιστά μια πολύ σημαντική εξέλιξη στο δίκαιο των προσωπικών εταιριών, έστω και αν περιέχεται στον νόμο για το Γ.Ε.ΜΗ. Άμεση επίπτωση της συστατικής αυτής ενέργειας της καταχώρισης είναι ότι οι μη καταχωρισμένες στο Γ.Ε.ΜΗ ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρίες είναι ανυπόστατες,  με αποτέλεσμα οι οποιεσδήποτε τυχόν πράξεις που διενεργούνται πιθανόν να δεσμεύουν τα ενεργήσαντα φυσικά πρόσωπα (άρθρο 759 ΑΚ, αναγκαστικό δίκαιο) και όχι την εταιρία.

            Ταυτόχρονα, οι νέες διατάξεις για το δίκαιο των προσωπικών εταιριών έπρεπε να λάβουν υπόψη τους και τη θεωρία ''τοις εν τοις πράγμασι εταιρίας'' λόγω της συχνότητας που αυτή εμφανίζεται στις συναλλαγές. Αυτό, όμως, έπρεπε να γίνει χωρίς να θιγεί ο συστατικός χαρακτήρας της καταχώρισης του καταστατικού στο Γ.Ε.ΜΗ για την απόκτηση νομικής προσωπικότητας. Ο νομοθέτης, δηλαδή, έπρεπε να λάβει υπόψη του αυτές τις δυο σημαντικές παραμέτρους για τη στοιχειοθέτηση των νέων διατάξεων. Το εν λόγω δύσκολο εγχείρημα έλαβε μορφή με τη διάταξη του άρθρου 251 πργφ. 3 εδαφ. β'.Το κείμενο του νόμου προβλέπει οτι η μη καταχωρισθείσα στο Γ.Ε.ΜΗ εταιρία, η οποία ασκεί εμπορική δραστηριότητα, έχει ικανότητα δικαίου και πτωχευτική ικανότητα. Με αυτόν τον τρόπο ο νομοθέτης δεν απέδωσε στην αδημοσίευτη ομόρρυθμη εταιρία ξεκάθαρα νομική προσωπικότητα, αλλά ορισμένα στοιχεία της. Ουσιαστικά, της έδωσε νομική προσωπικότητα που δεν την ονόμασε νομική προσωπικότητα γιατί αυτό θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με το γράμμα της διάταξης του άρθρου 251 πργφ. 2 που προβλέπει το συστατικό χαρακτήρα της καταχώρισης στο Γ.Ε.ΜΗ. Συνεπώς, η νέα ρύθμιση που εισήχθη, ναι μεν αναγνωρίζει την υπόσταση της μη καταχωρισμένης ομόρρυθμης εταιρίας, αλλά χωρίς να την εξομοιώνει τυπικά με την εταιρία που έχει ολοκληρώσει τις διατυπώσεις δημοσιότητας. Αναγνωρίζει σε αυτήν ικανότητα δικαίου και πτωχευτική ικανότητα χωρίς όμως να την ονομάζει νομική προσωπικότητα.

            Επιπλέον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 251 πργφ. 3 εδαφ. α', αν η εταιρία αρχίσει την εμπορική της δραστηριότητα πριν την καταχώριση της στο Γ.Ε.ΜΗ., οι διατάξεις του κεφαλαίου για την ομόρρυθμη εταιρία και όχι εκείνες για την αστική εταιρία εφαρμόζονται αναλόγως και ως προς αυτή. Με αυτήν την διάταξη κατέστη ξεκάθαρο ότι ως προς τις σχέσεις μεταξύ των μελών της εταιρίας είναι δυνατόν να ισχύουν οι μεταξύ τους συμφωνίες, απέναντι στους τρίτους, όμως, έχει εφαρμογή το νέο δίκαιο των προσωπικών εταιριών με βασικότερη συνέπεια την απεριόριστη, προσωπική και εις ολόκληρον ευθύνη τους (συνάγεται από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 251 πργφ. 3 εδαφ. α' και άρθρο 249 πργφ. 1). Αυτό έχει ως συνέπεια να προστατεύονται οι τρίτοι και μάλιστα χωρίς να εξετάζεται αν γνώριζαν ή όχι τις μη καταχωρισμένες συμφωνίες που είχαν συνάψει τα μέλη της εταιρίας. Παράλληλα, αναγνωρίστηκε ικανότητα δικαίου ως ένωση προσώπων και όχι ως νομικό πρόσωπο στη μη καταχωρισμένη στο Γ.Ε.ΜΗ ομόρρυθμη εταιρία που ασκεί εμπορική δραστηριότητα. Η επισήμανση αυτή απορρέει από το γεγονός οτι το πνεύμα του νέου νόμου αντιμετωπίζει τις διατυπώσεις δημοσιότητας ως απολύτως συστατικές της νομικής προσωπικότητας[19].

            Με βάση αυτήν την άποψη θα πρέπει να ακολουθήσουμε τη διδασκαλία για την ίδρυση των νομικών προσώπων. Η συγκεκριμένη  θεωρία καθίσταται χρήσιμη για την ορθότερη  αξιολόγηση  του νομικού  καθεστώτος της  αδημοσίευτης εταιρίας. Η σύγχρονη, λοιπόν, θεωρία του εταιρικού δικαίου δέχεται επ’ αυτού οτι η νομική προσωπικότητα δημιουργείται με την τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας. Εφόσον, κατ' αρχήν, έχει συναφθεί έγκαιρη εταιρική σύμβαση, δεν έχει, όμως, ολοκληρωθεί ακόμα η καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ., η εν λόγω εταιρία θεωρείται οτι υπάρχει ως ένωση προσώπων για την επιδίωξη ορισμένου σκοπού αποτελώντας υπόστρωμα του υπο ίδρυση νομικού προσώπου. Η θεωρία αυτή συνάγεται ευθέως από το άρθρο 61 ΑΚ. Η ένωση αυτή προσώπων, που αποτελεί το υπόβαθρο του νομικού προσώπου, μπορεί να ονομασθεί  ''προ-εταιρία'' (Vorgesellschaft)[20]. Η νομική μορφή της ''προ-εταιρίας'' δεν είναι η ίδια με εκείνη της συσταθείσας εταιρίας. Αντιθέτως, η ''προ-εταιρία'', σύμφωνα με την κρατούσα γνώμη στη γερμανική νομολογία και θεωρία, έχει πλήρη ικανότητα δικαίου (Schloz/Karsten Schmidt). Ειδικότερα, μπορεί να είναι φορέας περιουσίας, να ανοίγει τραπεζικούς λογαριασμούς, να αναλαμβάνει υποχρεώσεις, να εγγράφεται στο κτηματολόγιο, να έχει αδικοπρακτική και πτωχευτική ικανότητα, και γενικά να αναπτύσσει πλήρη δραστηριότητα. Η νομική φύση της προ-εταιρίας αμφισβητείται στο γερμανικό δίκαιο, γίνεται πάντως δεκτό ότι αποτελεί sui generis ένωση προσώπων.Κατά την κρατούσα γνώμη πρόκειται για μια ειδική μορφή γερμανικής κοινωνίας[21]. Ο Karsten Schmidt απορρίπτει την κρατούσα γνώμη περί ειδική μορφή γερμανικής κοινωνίας. Τουναντίον, θεωρεί ότι πρόκειται για σωματειακά οργανωμένη οντότητα, την οποία όμως αποφεύγει να χαρακτηρίσει ως νομικό πρόσωπο. Βέβαια, σε αυτό το σημείο να σημειώσουμε ότι δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία η νομική κατάσταση αυτού του μορφώματος της ''προ-εταιρίας''. Το κρίσιμο στοιχείο σε αυτήν τη θεωρία είναι το γεγονός ότι η εν λόγω ''προεταιρία''  έχει ικανότητα δικαίου. Μάλιστα, αν λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι οι επερχόμενες συνέπειες από την αναγνώριση της προεταιρίας είναι ίδιες και δεν αλλάζουν ανάλογα με τον χαρακτηρισμό ως ειδικής μορφής γερμανικής κοινωνίας  ή σωματειακά οργανωμένης οντότητας παρατηρούμε ότι η εν λόγω προβληματική δεν έχει ιδιαίτερη σημασία.

            Όπως προαναφέρθηκε, αν και η ''προεταιρία'' έχει διαφορετική νομική μορφή από τη συσταθείσα, έχει επικρατήσει στη γερμανική θεωρία η ταυτότητας της ''προεταιρίας'' με τη συσταθείσα εταιρία. Αυτό έχει ως άμεσο αποτέλεσμα ότι η καταχώριση του καταστατικού στο Γ.Ε.ΜΗ έχει ως μόνη συνέπεια τη μεταβολή της μέχρι τότε υπάρχουσας νομικής μορφής, δηλαδή από ''προεταιρία'' σε ολοκληρωμένη εταιρική μορφή, χωρίς να μεταβάλλεται ο νομικός φορέας, ο οποίος παραμένει ο ίδιος (Schloz/Karsten Schmidt). Με άλλα λόγια, η ευθύνη των φυσικών προσώπων που υπήρχε κατά το στάδιο της ''προεταιρίας'' εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη σύσταση του νομικού προσώπου της εταιρίας. Στην πραγματικότητα συνεχίζει να υφίσταται ο ίδιος δεσμός των μελών με την εταιρία, καθώς θεωρείται ότι στο καταστατικό υπάρχει εκφρασμένη η βούληση των μελών της να μεταβιβάζονται αυτομάτως (ex lege) στην εταιρία όλες οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που κατα το ιδρυτικό στάδιο άνηκαν σε αυτούς από κοινού (758 ΑΚ). Από όσα εκτέθηκαν παραπάνω προκύπτει ξεκάθαρα οτι δεν χρειάζεται κανενός είδους μεταβίβαση της εταιρικής περιουσίας και των εταιρικών χρεών (ενεργητικό και παθητικο) από την ''προεταιρία'' στην ιδρυθείσα εταιρία. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι συγκεκριμένες λύσεις που προτείνει η γερμανική θεωρία δεν μπορούν να έχουν ευθεία εφαρμογή στο ελληνικό δίκαιο παρά την ομοιότητα που αυτό παρουσιάζει με το γερμανικό. Ωστόσο, η απάντηση στην εν λόγω αμφισβήτηση κρύβεται στο γεγονός ότι η υιοθέτηση αυτών γερμανικών απόψεων περι νομικών προσώπων έχει ως κύριο στόχο την καλύτερη κατανόηση ορισμένων λεπτών θεμάτων και την εξυπηρέτηση πρακτικών αναγκών που δημιουργήθηκαν από τις πρόσφατες αλλαγές που επέφερε ο νόμος 4072/2012 στο δίκαιο των προσωπικών εταιριών.

            Με βάση τα όσα αναλύθηκαν ανωτέρω, συμπεραίνεται ότι η αναγνώριση ικανότητας δικαίου και πτωχευτικής ικανότητας στο νομικό μόρφωμα της αδημοσίευτης εταιρίας που άρχισε την εμπορικής της δραστηριότητα δεν έχει την έννοια του ολοκληρωμένου νομικού προσώπου, αλλά είναι ''κάτι λιγότερο''. Η θέση αυτή φαίνεται να συμβαδίζει με την κρατούσα πλεόν και απολύτως ορθή απόψη περι συστατικού χαρακτήρα των διατυπώσεων δημοσιότητας. Ίσως, θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει το μόρφωμα αυτό ως ''ατελές'' νομικό πρόσωπο. Βέβαια, η αναγνώριση στο δικαιο μας και μιας τρίτης κατηγορίας ικανότητας δικαίου, την οποία έχει μια ένωση προσώπων καθίσταται δυσνόητη υπόθεση για τον απλούστατο λόγο ότι δεν προβλέπεται ρητά στην ελληνική νομική επιστήμη. Ωστόσο, η υιοθέτηση της συγκεκριμένης  θέσης, φαίνεται να οδηγεί σε ταύτιση απόψεων του ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου, καθώς αναγνωρίζεται ικανότητα δικαίου και στις ενώσεις προσώπων ως συλλογική ενότητα (άρθρο 62 εδαφ. β' ΚΠολΔ).

            Αν παρά την όλη την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε σχετικά με το συστατικό χαρακτήρα της καταχώρισης του καταστατικού στο Γ.Ε.ΜΗ., κάποιος επιμένει να ενστερνίζεται την αντίθετη άποψη που υποστηρίζει οτι δεν απαιτείται για την απόκτηση της νομικής προσωπικότητας ολοκλήρωση των διατυπώσεων δημοσιότητας, αλλά αρκεί και  η άσκηση εμπορικής δραστηριότητας εκ μέρους της εταιρίας δημιουργείται έντονη ανασφάλεια και αβεβαιότητα στις συναλλαγές.

            Ειδικότερα, εφόσον υιοθετηθεί η παραπάνω άποψη δημιουργείται αυτόματα ένα επιπλέον πρόβλημα. Αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι εφόσον δεν έχει συστατικό χαρακτήρα η καταχώριση του καταστατικού στο Γ.Ε.ΜΗ, τότε θα έπρεπε να γίνει απευθείας δεκτό ότι οι τροποποίησεις του καταστατικού ασχέτως αν καταχωρίστηκαν ή όχι στο Γ.Ε.ΜΗ, είναι ισχυρές και δύναται να προταθούν έναντι όλων. Ωστόσο, η συγκεκριμένη θέση είναι προδήλως εσφαλμένη καθώς θα δημιουργούσε τεράστια προβλήματα ανασφάλειας. Δεν είναι δυνατόν ο καθένας που ενδιαφέρεται να συναλλαχθεί με μια εταιρία να χάνει χρόνο στην προσπάθεια ανεύρεσης του καταστατικό της εταιρίας, όπως αυτο διαμορφώθηκε απο τις τελευταίες τροποποιήσεις. Κάτι τέτοιο θα έθιγε ανεπανόρθωτα το χώρο των συναλλαγών και γενικότερα του εμπορίου που απαιτεί μεγάλη ταχύτητα. Μάλιστα, από το άρθρο 15 πργφ. 1 ν. 3419/2005 συνάγεται ότι και οι καταχωρίσεις που σφορούν τροποποιήσεις του καταστατικού έχουν συστατικό χαρακτήρα[22]. Ακολουθώντας τον συστατικό χαρακτήρα της καταχώρισης του καταστατικού και κάθε τροποποίησης του στο Γ.Ε.ΜΗ, διαπιστώνουμε οτι οι τρίτοι εύκολα μπορούν να ελέγξουν τα στοιχεία που τους ενδιαφέρουν χωρίς άσκοπες αναζητήσεις και χάσιμο χρόνου. Ακόμη, ένα επιπρόσθετο πρόβλημα που θα ανέκυπτε στην περίπτωση που υιοθετηθεί ο μη συστατικός χαρακτήρας της δημοσίευσης του καταστατικού στο Γ.Ε.ΜΗ είναι  αν η πενταετής παραγραφή του άρθρου 269 τυγχάνει εφαρμογής και στη μη καταχωρισμένη ομόρρυθμη εταιρία που έχει ήδη λειτουργήσει. Σύμφωνα με τα όσα ορίζονται ρητά στην εν λόγω διάταξη, η πενταετής παραγραφή  των αξιώσεων κατά των εταίρων για εταιρικά χρέη έχει ως εναρκτήριο γεγονός την καταχώριση της λύσης της εταιρίας στο Γ.Ε.ΜΗ. Σε περίπτωση που δεν απαιτείται για την λύση της εταιρίας καταχώριση της εν λόγω απόφασης στο Γ.Ε.ΜΗ, οι εταιρικοί δανειστές είναι πολυ πιθανό να μην  λάβουν άμεση ενημέρωση για τη λύση της εταιρίας με αποτέλεσμα να ''τρέχει'' εις βάρος τους  η πενταετής παραγραφή και να κινδυνεύουν οι αξιώσεις του. Πιο συγκεκριμενα, οι τροποποιήσεις του καταστατικού για να είναι ισχυρές και να μπορούν να προταθούν έναντι τρίτων πρέπει να έχουν  καταχωριστεί στο Γ.Ε.ΜΗ. Ως εκ τούτου οι μη καταχωρισμένες στο Γ.Ε.ΜΗ τροποποίησεις του καταστατικού, λόγω της συστατικής δημοσιότητας, δεν παράγουν κανένα απολύτως αποτελέσματα[23].Ταυτόχρονα δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 269 πργφ. 1. Από την άλλη πλευρά, αν ακολουθήσουμε την αντίθετη (και ορθότερη) άποψη περί του συστατικού αποτέλεσματος της ολοκλήρωσης των διατυπώσεων δημοσιότητας τα προβλήματα αυτά εκλείπουν.

            Στο παρόν έγινε προσπάθεια προσέγγισης του λεπτού και ιδιαίτερα ενδιαφέροντος ζητήματος της νομικής φύσης της ομόρρυθμης εταιρίας που άρχισε την εμπορική της δραστηριότητα πριν από την καταχώριση της στο Γ.Ε.ΜΗ. Παλαιότερα, πριν την θεσμοθέτηση  του νόμου 4072/2012 οι απόψεις ήταν ποικίλες και δεν υπήρχε μια ενιαία θέση. Οι διακυμάνσεις τόσο και στην θεωρία, όσο και στη νομολογία ήταν πολλές. Πλεόν, οι επιλογές του νομοθέτη είναι σαφείς και δείχνουν ξεκάθαρα τον δρόμο ως προς την αντιμετώπιση που πρέπει να έχει η αδημοσίευτη ομόρρυθμη εταιρία που ξεκίνησε την εμπορική της δραστηριότητα. Αυτό που αναμένουμε πια είναι η σταδιακή υιοθέτηση της νέας θέσης με σωρεία αποφάσεων και σε νομολογιακό επίπεδο.

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

  1. Η μη τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας συνεπάγεται ακυρότητα για την εταιρία. Οι εταίροι της όμως δεν μπορούν να προτείνουν την έλλειψη αυτών κατά των τρίτων, με τους οποίους συναλλάχθηκαν. Αν συνεπώς η ανωμαλα συσταθείσα αυτή εταιρία ανέπτυξε φανερή συναλλακτική δραστηριότητα, η ακυρότητα καλύπτεται για το παρελθόν έναντι των τρίτων, ως προς τους οποίους αποκτά νομική προσωπικότητα. Οι διατάξεις των άρθρων 34 και 61 ΑΚ, που αναφέρονται αντιστοίχως στην ικανότητα δικαίου και στα νομικά πρόσωπα γενικώς, δεν επέφεραν κάποια τροποποίηση στη μνημονευθείσα διάταξη του εμπορικού δικαίου.:ΑΠ 1325/2002 ΕεμπΔ 2002, 822, ΕλΔ 2002, 1662 Συνήγορος 2003, 14.
  2. Η παράλειψη τήρησης των διατυπώσεων του άρθρου 42 ΕμπΝ συνεπάγεται ακυρότητα της ομόρρυθμης εταιρίας. Την ακυρότητα μπορούν να την επικαλεσθούν και οι εταίροι στις μεταξύ τους σχέσις. Αν η εταιρία ανέπτυξε φανερή συναλλακτική δράση η ακυρότητα καλύπτεται. Κάθε εταίρος μπορεί να καταγγείλει την άκυρη εταιρία χωρίς υποχρέωση αποζημίωσης. Ως προς το παρελθόν η εταιρία θεωρείται ότι λειτούργησε νόμιμα. Η ανώμαλη ομόρρυθμη εταιρία έχει νομική προσωπικότητα τόσο κατά το στάδιο λειτουργίας της όσο και στο στάδιο της εκκαθάρισης.:ΕφΠειρ 1009/85 Αρμ 42, 822.
  3. Κατά το άρθρο 784 ΑΚ, η εταιρία αν επιδιώκει οικονομικό σκοπό, αποκτά νομική προσωπικότητα, εφόσον τηρηθούν οι όροι δημοσιότητας που ο νόμος τάσσει για το σκοπό αυτό στις ομόρρυθμες εμπορικές εταιρίες. Η ομόρρυθμη εμπορική εταιρία, της οποίας ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της είναι η απεριόριστη και εις ολόκληρον ευθύνη των μελών της και ο σχηματισμός της επωνυμίας της από τα ονόματα αυτών, υπάρχει και όταν δεν έχουν τηρηθεί διατυπώσεις συντάξεως εγγράφου ή δημοσιότητας που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 39, 42, 43 και 44 ΕμπΝ, έχοντας τη μορφή της λεγόμενης ομόρρυθμης εταιρίας ''εν τοις πράγμασι'' ή ανώμαλης ομόρρυθμης εταιρίας.:ΜΠρΑθ 14105/97 ΕΕμπΔ 1998, 69.
  4. Η εταιρία δεν μπορεί να αντιτάξει κατά των συναλλαχθέντων με αυτήν τρίτων τον περιορισμό της εκπροσωπευτικής εξουσίας των διαχειριστών που προβλέπεται στο καταστατικό αλλά που δεν δημοσιεύθηκε.:AΠ 261/01, ΕΕμπΔ 2001, 503.
  5. Το έγγραφο σύστασης της ομόρρυθμης εταιρίας είναι αποδεικτικό. Έτσι, οι τρίτοι μπορούν να αποδείξουν την ύπαρξη της εταιρίας και με μάρτυρες, αφού υπάρχει φυσική αδυναμία απόκτησης εγγράφου. Η μη τήρηση των διατυπωσεων δημοσιότητας επιφέρει ακυρότητα της εταιρίας. Η ακυρότητα αυτή μπορεί να προταθεί από κάθε τρίτον, που έχει έννομο συμφέρον κατά της εταιρίας ή και των εταίρων της και από τους εταίρους κατά των συνεταίρων τους. Αν, όμως, η εταιρία λειτούργησε, θεωρείται ομόρρυθμη εταιρία ''εν τοις πράγμασι'', εξοπλισμένη, μάλιστα και με την ιδιότητα της νομικής προσωπικότητας.:ΕφΑθ 853/82 ΕΕμπΔ 34, 262.
  6. Οι αδημοσίευτες ομόρρυθμες εταιρίες, ακόμα και αν έχουν αναπτύξει εμπορική δραστηριότητα, θεωρούνται ανυπόστατες. Η νομική προσωπικότητα αποκτάται με την καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ.:ΟλΑΠ 22/1998.

*Ο Σωκράτης Τσαχιρίδης είναι ασκούμενος δικηγόρος Αλεξανδρούπολης και απόφοιτος Νομικής ΔΠΘ.

________________________________________________________________________________________________

[1]                    . Εφόσον επιδιώκει εμπορικό σκοπό και έχει αρχίσει να ασκεί την δραστηριότητα της αποκτά εμπορική ιδιότητα (ουσιαστικό σύστημα). Βλ. Ε. Περάκη, Γενικό μέρος εμπορικού δικαίου.

[2]                    . Κεφαλαιουχικές εταιρίες είναι η ανώνυμη εταιρία (Α.Ε.), η εταιρία περιορισμένης ευθύνης (Ε.Π.Ε.) και πλέον και η Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρεία (Ι.Κ.Ε.)  που ρυθμίστηκε με τον ν. 4072/12.

[3]                    . Άρθρο 15 πργφ. 1 στοιχ. Β' ν. 3419/2005 περι Γενικού Εμπορικού Μητρώου και εκσυγχρονισμού της επιμελητηριακής νομοθεσίας, όπως τροποποιήθηκε από τον ν. 3853/2010.

[4]                    . Numerus clausus (αρχή του κλειστού αριθμού εμπορικών εταιριών).

[5]                    . Ο συστατικός χαρακτήρας του εγγράφου του καταστατικού συνάγεται από το άρθρο 63 Α.Κ. που προβλεπει την ίδρυση νομικών προσώπων με έγγραφο που κατά τη διάταξη του άρθρου 159 Α.Κ. είναι συστατικό (Αντωνόπουλος, Ρόκας). Ακόμα, με το Σχέδιο Νόμου για Βελτίωση Επιχειρηματικού Περιβάλλοντος (23 Μαρτίου 2012 ) θεσμοθετείται ο συστατικός χαρακτήρας της καταχώρισης των Ο.Ε. και Ε.Ε. στο Γ.Ε.ΜΗ.

[6]                    . ΠολΠρΑθ 9604/77.

[7]                    . Η άποψη αυτή στηρίζεται στο άρθρο 39 ΕΝ. Για την ισχυροποίηση της εν λόγω θέσης παρατίθεται νομολογία. Βλ. ΕφΑθ 320/75, ΑΠ 1252/78 και ΕφΑθ 853/1982.

[8]                    . ΕΠατρ 9/70

[9]                    . ΠολΠΒολ 299/82.

[10]        . Παρατίθεται νομολογία σχετικά με την άποψη περι εν τοις πράγμασι (de facto) ομόρρυθμης εταιρίας.Βλ. ΑΠ 261/2001, ΑΠ 1325/2002, ΠολΠρΠειρ 1763/2003 και ΕφΘεσ 1050/95.

[11]        . ΕφΑθ 8967/98, ΕφΑθ 7642/86 και ΕφΠειρ 999/203.

[12]               . Μελέται εμπορικού δικαίου, Ν. Ρόκας.

[13]           . Η νεότερη θέση που ακολούθησε ο Άρειος Πάγος (ΟλΑΠ 22/1998, ΑΠ 794/2008).

                       

[14]                 . Ακόμα, βλ. και ΕφΘεσ 3132/2003.

[15]               . Από τα άρθρα 118 & 216 του ΚΠολΔ. σε συνδυασμό με εκείνα που προαναφέρθηκαν παραπάνω συνάγεται οτι σε περίπτωση ενώσεως προσώπων ή εταιρίας χωρίς νομική προσωπικότητα για το κύρος του δικογράφου της αγωγής, είτε αυτή ενάγει είτε ενάγεται, αρκεί η μνεία της επωνυμίας της κατά τρόπο που να μη δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα αυτής, χωρίς να απαιτείται και να μνημονεύονται τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που την αποτελεούν ούτε τα ποσοστά συμμετοχής του καθενός στο επίδικο ουσιαστικό δικαίωμα.

[16]               . Σε αυτό το σημείο να παραθέσουμε πως η άποψη οτι οι ανωτέρω ενώσεις και εταιρίες είναι μόνο υποκείμενα της διαδικασίας, ενώ υποκείμενα της έννομης σχέσεως της δίκης και της επίδικης έννομης σχέσεως είναι τα κατ' ιδίαν μέλη αυτών, είναι αντίθετη προς το γράμμα και το πνεύμα των ανωτέρων διατάξεων, επιπλέον διασπά χωρίς λόγο την καθιερωμένη τυπική έννοια του διαδίκου και εισάγει την έννοια του υποκειμένου της διαδικασίας ως έννοιας διάφορης του υποκειμένου της έννομης σχέσεως της δίκης ενώ αυτά, εφόσον ως διαδικασία νοείται το σύνολο των διαδοχικών διαδικαστικών πράξων δια των οποίων αρχίζει, εξελίσσεται και περατώνεται η έννομη σχέση της δίκης, δεν μπορεί παρά να ταυτίζονται και, τέλος, καθιερώνει διάκριση μεταξύ κανόνων που ρυθμίζουν την έννομη σχέση της δίκης και κανόνων που ρυθμίζουν την διαδικασία, η οποία, όμως, δεν απορρέει από καμία διάταξη του ΚΠολΔ.

[17]                 . Numerus clausus (κλειστός αριθμός των εμπορικών εταιριών). Η ιδιωτική αυτονομία δε δύναται να δημιουργήσει νέες μορφές εταιριών, παρά μόνο μπορεί να υοθετεί αυτές που προβλέποναι ρητά στο νόμο. Σε αυτές προστέθηκε με πρόσφατο νόμο και η Ιδιωτική Κεφαλαιουχική εταιρία. (Ι.Κ.Ε.)

           

[18]           . Βλ. το άρθρο 13  πργφ. 12  του ν. 3853/2010  όπου προστέθηκαν στον κατάλογο των νομικών προσώπων που απαριθμούνται στο άρθρο 15 πργφ. 1 του ν.ν3419/2005 για το Γ.Ε.ΜΗ, με τίτλο ''Αποτελέσματα της καταχώρισης'', η ομόρρυθμη και η ετερόρρυθμη εταιρία. Ακόμα, βλ. και άρθο. 1 πργφ. 1 περ. β΄ του ν. 3419/2005, σύμφωνα με την οποία και η Ο.Ε.και η Ε.Ε. εγγράφονται υποχρεωτικά στο Γ.Ε.ΜΗ.

[19]           Υπήρχε η αντίληψη στο προϊσχυσαν δίκαιο οτι οι διατυπώσεις δημοσιότητας έχουν αν όχι αποδεικτικό χαρακτήρα ούτε εντελώς συστατικό..

[20]        . Η συγκεκριμένη άποψη αναπτύχθηκε κυρίως στα πλαίσια της υπο ίδρυση εταιρίας περιορισμένης ευθύνης.Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν αποκλείει την αναλογική εφαρμογή της.

[21]        . Στα  γερμανικά η έννοια αυτή αποδίδεται με τον όρο ''Gesamthand''.

[22]               . ΑΠ 564/79, 1124/81, ΠολΠΒολ 299/82, ΕΕμπΔ 1980, 72, 1982, 551 παρατηρήσεις Σκούρα.

[23]               . AΠ 261/01 ΕεμπΔ 2001, 503.Η εταιρία δεν μππορεί να αντιτάξει έναντι τρίτων μη καταχωρισθείσες τροποποίησεις του καταστατικού.

Σωκράτης Τσαχιρίδης

Αν βρείς μία γυναίκα, παντρέψου την. Αν είναι καλή, θα είσαι ευτυχισμένος, αν όχι, θα γίνεις φιλόσοφος.

Leave a reply