* της Αγάπης Γ. Τάτση, Δικηγόρου- Μεταπτυχιακής φοιτήτριας στο ΠΜΣ Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης του ΑΠΘ
Η Διαταγή Πληρωμής, πέραν του ότι είναι γνωστή στο ελληνικό δίκαιο (άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ), απαντάται και σε άλλες ευρωπαϊκές έννομες τάξεις , ρυθμίζεται δε και σε κοινοτικό επίπεδο από τον Κανονισμό (ΕΚ) 1896/2006 «για τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής» (EE L 399).
Το κύριο χαρακτηριστικό της είναι ότι, μετά από μία μονομερή κατά βάση (ex parte) διαδικασία, ο δικαιούχος μίας εκκαθαρισμένης χρηματικής απαίτησης, η οποία αποδεικνύεται με υψηλό βαθμό αποδεικτικής ασφάλειας, αποκτά άμεσα εκτελεστό τίτλο. Με τον τρόπο αυτό, ικανοποιείται άμεσα η αξίωση του δανειστή, όταν μάλιστα αυτή απορρέει από μία εκκαθαρισμένη απαίτηση και αντανακλαστικά αποκαθίσταται η ομαλότητα του συναλλακτικού βίου. Παράλληλα, με το ένδικο βοήθημα της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, ο υπόχρεος έχει το δικαίωμα να προβάλει εκ των υστέρων, μετά την έκδοση της διαταγής πληρωμής, τις αντιρρήσεις και τους ισχυρισμούς του γενικά ως προς την τυπική ή ουσιαστική νομιμότητα της διαταγής πληρωμής, και, υπό προϋποθέσεις, αφού προηγουμένως ασκήσει την ανακοπή, να επιτύχει και την αναστολή της εκτελεστότητάς της. Έτσι διαφυλάσσονται κατά τρόπο ισόρροπο τα συμφέροντα δανειστή και οφειλέτη από την άποψη της παρεχόμενης δικαστικής προστασίας.
Στο πλαίσιο αυτό, με την επιφύλαξη των αποκλίσεων που επιβάλλονται για τη Διοικητική Δικονομία και τη συγκεκριμένη αποστολή της διαταγής πληρωμής στη διοικητική δίκη, ακολουθήθηκε, νομοτεχνικά, το επιτυχημένο στην πράξη πρότυπο της διαταγής πληρωμής του ΚΠολΔ, το οποίο εν πολλοίς παριστά και την αντίστοιχη ρύθμιση άλλων ευρωπαϊκών εννόμων τάξεων, ως προς το μονομερή χαρακτήρα της διαδικασίας για την έκδοση διαταγής πληρωμής, το βέβαιο και εκκαθαρισμένο της σχετικής αξίωσης και την άμυνα του υπόχρεου κατ' αυτής.
Η μέχρι τη Συνταγματική αναθεώρηση (2001) ακολουθούμενη τακτική της Νομολογίας μας, ήταν να αρνείται την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά του Κράτους . Την στάση της δε αυτή, θεμελίωνε στη διάταξη του άρθρου 8 ν.2097/1952 σύμφωνα με την οποία, απαγορευόταν κάθε μορφής αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου. Λόγω του παραλόγου αυτής της άρνησης,τα αδιέξοδα που προέκυψαν προκάλεσαν τον νομικό προβληματισμό αλλά και την έκδοση υποστηρικτικών προς το αντίθετο αποφάσεων. Έτσι, υπέρ της δυνατότητας έκδοσης διαταγής πληρωμής κατά του Δημοσίου και των λοιπών ΝΠΔΔ στέκονται αποφάσεις όπως : ΕφΠατρ 148/1999 (αδημ.) ΠολΠρΠατρ544/1997 Δ29 (1998) , σελ 723 με παρατηρήσεις Κ.Μπέη , ΜονΠρΕδες486/1999 Δ29 (1998) ,σελ 275 ΜονΠρΑθ 18529/1999 Δ34 (2003) σελ1159 ενώ κατά αυτής ενδεικτικά η ΜονΠρΒόλου 2973/2001 δ33 (2002) σελ.404 με παρατηρήσεις Κ.Μπέη
Σήμερα η Συνταγματική και Yπερσυνταγματική θεμελίωση της διαταγής πληρωμής ως εκτελεστού τίτλου κατά του Δημοσίου ,ΟΤΑ και ΝΠΔΔ συνίσταται :
-Στο άρθρο 94 παρ. 4 εδ. γ΄ του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο :
«Οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, όπως νόμος ορίζει.».
-Στο άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος:
«η διοίκηση, έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις και ότι νόμος ορίζει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης αυτής.»
Σε εκτέλεση των ανωτέρω διατάξεων του Συντάγματος (94παρ4γ και 95παρ5), εκδόθηκε ο νόμος 3068/2002, με το άρθρο 1 του οποίου ορίσθηκε ότι :
«Το Δημόσιο, οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τα λοιπά Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων.
Δικαστικές αποφάσεις, κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου, είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων, που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές, κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους, που κάθε απόφαση τάσσει.».
Η προσθήκη με το άρθρο 20 του ν. 3301/2004 τουτελευταίου εδαφίου του άρθρου 1, κατά το οποίο :«...δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του νόμου αυτού, ( δηλ. του νόμου 3068/02 ), και δεν εκτελούνται κατά του Δημοσίου κλπ. οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ΄ έως ζ΄ της παρ. 2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ., ( μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται στην περίπτωση του εδαφίου ε΄ της διατάξεως αυτής και οι κατά τα άρθρα 623 επ. του ίδιου Κώδικα εκδιδόμενες από τον αρμόδιο δικαστή διαταγές πληρωμής ), πλην των αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων, που έχουν κηρυχθεί εκτελεστές στη χώρα.»έχει κριθεί ως αντισυνταγματική από πλήθος νομολογιακών αποφάσεων, με κυρίαρχη την 18/2005 απόφαση του ΑΕΔη οποία στο σκεπτικό της αναφέρει :
«...του ζητήματος της δικαιοδοσίας προηγείται το ζήτημα αν είναι καν νοητή η έκδοση διαταγής πληρωμής κατά του Ελληνικού Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως (Ο.Τ.Α.) και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) εν όψει του άρθρου 20 του Ν. 3301/ 2004 (ΦΕΚ 263 Α` με το οποίο, στο άρθρο 1 του εκτελεστικού του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 94 του Συντάγματος Ν. 3068/2002 (ΦΕΚ 274 Α`), προστέθηκε εδάφιο κατά το οποίο δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ` -ζ` της παρ. 2 του άρθρου 904 Κ.Πολ.Δ., πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων". Στους τίτλους δε αυτούς περιλαμβάνεται και η διαταγή πληρωμής...» και συνεχίζει :
«...Η ρύθμιση αυτή, κατά την ανωτέρω ειδικότερη γνώμη, ως περιστέλλουσα ανεπιτρέπτως την κατά το τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 94 του Συντάγματος έννοια της δικαστικής αποφάσεως, αντίκειται στη συνταγματική αυτή διάταξη. Και τούτο διότι ως αποφάσεις, κατ’ αυτήν, νοούνται όχι μόνο οι υπό τη στενή έννοια δικαστικές αποφάσεις, δηλαδή οι εκδιδόμενες από δικαστήρια, αλλά και οι εξομοιούμενες λειτουργικώς με αυτές γιατί αφ’ ενός μεν επιλύουν διαφορές, αφ’ ετέρου δε παράγουν τις χαρακτηριστικές ενέργειες των δικαστικών αποφάσεων, οι οποίες και ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος δικαστικής προστασίας. Τέτοια δε δικαστική απόφαση είναι και η διαταγή πληρωμής, εφ’ όσον εκδίδεται από δικαστή και μπορεί υπό προϋποθέσεις να αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου (άρθρ. 633 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.)..»
-Στο άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος
-Στο Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα
-Και τέλος, στο άρθρο 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣ-ΔΑ)
Από όλες τις ανωτέρω νομοθετικές και υπέρνομοθετικές διατάξεις συνάγεται ότι το δικαίωμα της ελεύθερης πρόσβασης σε Δικαστήριο περιλαμβάνει και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάσθηκε από αυτό, δηλαδή το δικαίωμα της αναγκαστικής εκτέλεσης, ( βλ. ΟλΑΠ 21/2001 ΕλΔ. 43.83 και ΝΟΜΟΣ ) για τη διασφάλιση του οποίουείναι αναγκαίο όπως στους εκτελεστούς τίτλους, που μπορούν να εκτελεσθούν κατά του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ,συμπεριληφθούν και οι διαταγές πληρωμής.
Ως δικαιολογητικός λόγος της ως άνω άποψης παρουσιάζεται η προσομοίωση αυτών λειτουργικά με δικαστικές αποφάσεις, καθόσον αφενός επιλύουν διαφορές και αφετέρου ανταποκρίνονται στα βασικά γνωρίσματα της δικαστικής προστασίας, ενόψει της παρεχόμενης στον καθ’ου δυνατότητας να προβάλει με ανακοπή τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τη συνδρομή των όρων εκδόσεως της διαταγής, όσο και ως προς την ουσία της κατ’ αυτού απαίτησης του αντιδίκου του. Η προσομοίωση αυτή είναι μάλιστα σχεδόν απόλυτη, όταν η διαταγή πληρωμής έχει εκδοθεί με βάση τελεσίδικη δικαστική απόφαση αναγνωριστικού χαρακτήρα, η οποία δεσμεύει με το δεδικασμένο της ως προς την ύπαρξη της ουσιαστικής απαίτησης, έτσι ώστε το δικαστήριο της ανακοπής μπορεί πλέον να εξετάσει μόνο τη συνδρομή ή μη των τυπικών προϋποθέσεων για την έκδοση της διαταγής πληρωμής.
Με την παρ. Ζ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής των νόμων 4046/2012, 4093/2012 και 4127/2013» (ΑΊ07) προσαρμόστηκε η εθνική νομοθεσία στην Οδηγία 2011/7/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 2011 «για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές» (EE L 48) που εκδόθηκε με σκοπό να αντιμετωπιστούν οι καθυστερήσεις πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να ενισχυθεί με τον τρόπο αυτό η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των μικρών και μεσαίων. Ειδικότερα, με την παρ. 1 της υποπαρ. Ζ. 10 της ως άνω παρ. Ζ (άρθρο 10 της Οδηγίας) ορίζεται ότι «Οι αγωγές ή αιτήσεις ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής που αφορούν μη αμφισβητούμενες απαιτήσεις, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας παραγράφου, δικάζονται κατ' εξαίρεση, ανεξαρτήτως του ύψους της οφειλής, στη συντομότερη, κατά το δυνατόν, δικάσιμο. Ο εκτελεστός τίτλος επί των αγωγών ή αιτήσεων αυτών εκδίδεται σε 90 ημέρες από την κατάθεσή τους. Στο ανωτέρω χρονικό διάστημα δεν περιλαμβάνονται οι προθεσμίες κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων ή οι καθυστερήσεις για τις οποίες ευθύνεται ο πιστωτής».
Με τις διατάξεις επομένως αυτές προβλέπεται η υποχρέωση της διασφάλισης της δυνατότητας έκδοσης εκτελεστού τίτλου επί αγωγών ή αιτήσεων για τις μη αμφισβητούμενες απαιτήσεις, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους, εντός της ως άνω σύντομης προθεσμίας. Κατόπιν αυτού, ανέκυψε η ανάγκη ρύθμισης του διαδικαστικού πλαισίου για την ταχεία και πάντως εντός του ως άνω χρονικού ορίου έκδοση εκτελεστού τίτλου επί αγωγών ή αιτήσεων για μη αμφισβητούμενες απαιτήσεις, που απορρέουν από διοικητική σύμβαση, η οποία έχει συναφθεί στο πλαίσιο των διεπόμενων από την ως άνω Οδηγία εμπορικών συναλλαγών. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι για τις απαιτήσεις αυτές δεν προβλέπεται αντίστοιχη διαδικασία στην εσωτερική έννομη τάξη, ενώ, αντίθετα, για τις αντίστοιχες απαιτήσεις από εμπορικές συναλλαγές που διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο μπορεί να εφαρμοστεί η προβλεπόμενη στον Κ.Πολ.Δ (άρθρα 623 επ.) ειδική διαδικασία για την έκδοση διαταγής πληρωμής.
Σε συμμόρφωση μάλιστα με την ανωτέρω Οδηγία, με το άρθρο πρώτο υποπαρ. Γ6 της παρ. Γ του ν. 4254/2014 (Α'85) ορίστηκε ότι όσον αφορά τις εμπορικές συναλλαγές, κατά την έννοια της υποπαρ. Ζ3 του άρθρου πρώτου του ν.4152/2013, του Δημοσίου, των ΟΤΑ, ΝΠΔΔ και ΝΠΙΔ του ευρύτερου τομέα που ανήκουν εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο, δεν εφαρμόζεται η διάταξη του τρίτου εδαφίου του άρθρου 1 του ν. 3068/2002 (Α'274), όπως προστέθηκε με το άρθρο 20 του ν. 3301/2004 (Α'263) και συμπληρώθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 4Ε του ν.3388/2005 (Α'225), περί απαγόρευσης εκτέλεσης, σε βάρος των εν λόγω φορέων, των εκεί αναφερόμενων εκτελεστών τίτλων των περιπτώσεων των εδαφίων γ'-ζ' της παρ. 2 του άρθρου 904 Κ.Πολ.Δ., μεταξύ των οποίων και της διαταγής πληρωμής.
Σε ακολουθία των ανωτέρω, με το Ν.4329/2015 προστέθηκε τρίτο τμήμα στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, μετά το άρθρο 272 με τα άρθρα 272Α, 272Β κοκ, και προβλέφθηκε η δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής με συγκεκριμένο πεδίο εφαρμογής, ειδικά για μη αμφισβητούμενες χρηματικές αξιώσεις που πηγάζουν από διοικητική σύμβαση συναφθείσα στο πλαίσιο εμπορικής συναλλαγής, που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρ. Ζ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013.
Στα άρθρα αυτά ορίζονται οι προϋποθέσεις έκδοσης διαταγής πληρωμής κατά του Δημοσίου, η καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητα ,η απαιτούμενη προδικασία , το περιεχόμενο της αίτησης, οι απαραίτητες κοινοποιήσεις καθώς και η δυνατότητα άσκησης ανακοπής κατά αυτής .
Οι διατάξεις του άρθρου 1 του Ν4329/2015 ισχύουν από 16 Σεπτεμβρίου 2015.