Του Σωκράτη Τσαχιρίδη, Δικηγόρου, ΜΔΕ Πάντειου Πανεπιστημίου
Στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης παρατηρείται έντονο το πρόβλημα της έλλειψης ρευστότητας. Φυσικά, όταν μιλάμε για έλλειψη ρευστότητας αναφερόμαστε τόσο στις επιχειρήσεις, όσο και στους απλούς πολίτες. Οι περισσότεροι από εμάς, αν όχι όλοι, έχουμε δανειστεί ή δανείσει κατά καιρούς χρήματα για να αντιμετωπίστουν τρέχουσες οικονομικές ανάγκες και ληξιπρόθεσμες οφειλές. Με δεδομένο πλέον το γεγονός ότι οι τράπεζες δεν χορηγούν δάνεια με την ίδια ευκολία του παρελθόντος, καθώς οι προϋποθέσεις δανειοδότησης έχουν γίνει ιδιαίτερα αυστηρές, οι περισσότεροι καταφεύγουν για εξασφάλιση χρημάτων σε συγγενικά ή φιλικά πρόσωπα χωρίς να δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο νομικό πλαίσιο που διέπει τη σύμβαση δανείου. Πως, λοιπόν, ρυθμίζεται αυτή από το νόμο και ποιές είναι οι προϋποθέσεις έγκυρης σύναψής της;
Σύμφωνα με το άρθρο 806 ΑΚ, με τη σύμβαση δανείου ο ένας από τους συμβαλλόμενους (δανειστής) μεταβιβάζει στον άλλον (οφειλέτη) κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, και αυτός έχει υποχρέωση άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας. Καταρχήν, για να συναφθεί μία έγκυρη σύμβαση απαιτείται να πληρούνται οι γενικές διατάξεις των άρθρων 185-195 ΑΚ (πρόταση, αποδοχή της πρότασης και κατάρτιση της σύμβασης). Πέραν όμως απο αυτές, κρίνεται απαραίτητη για την ολοκλήρωση της σύναψης της σύμβασης δανείου η παράδοση και η μεταβίβαση της κυριότητας των πραγμάτων 1. Όπως έχει κριθεί επανειλημμένα από την νομολογία (ΑΠ 497/2008 και ΕφΑθ 6782/2009) το δάνειο θεωρείται παραδοτική σύμβαση. Την ίδια γραμμή φαίνεται να ακολουθεί και η θεωρία (Ενοχικό Δίκαιο, Φίλιος, σελ. 295, Γενικές Αρχές, Μπαλής, παρ. 32). Βέβαια, έχει υποστηριχθεί σθεναρά και η αντίθετη άποψη σύμφωνα με την οποία για την επιτυχή ολοκλήρωση της σύμβασης δανείου δεν απαιτείται προηγουμένως να έχει γίνει η μεταβίβαση του δανείσματος (Βουζίκας, ΕρμΑΚ, άρθρο 806)2
Σε αυτό το σημείο να τονίσουμε ότι η παράδοση, όταν αντικείμενο δανείου είναι χρήματα, μπορεί να γίνει και με τη μεταφορά αυτών από τον έναν λογαριασμό στον άλλον. Σε μία τέτοια περίπτωση θεωρείται ότι το δάνειο έχει καταρτιστεί από την αναγγελία της τράπεζας προς τον οφείλέτη ότι μεταφέρθηκαν χρήματα στον λογαριασμό του. Ολοκληρώνοντας την αναφορά των στοιχείων που απαιτούνται από το νόμο για την κατάρτιση της σύμβασης δανείου να επισημάνουμε ότι ο σκοπός χρησιμοποιήσεως του δανείου δεν είναι ουσιώδες στοιχείο και δεν διαδραματίζει ρόλο ως προς την εγκυρότητα της σύμβασης. Παρόλα αυτά, να σημειωθεί ότι αν ο σκοπός του δανείου είναι παράνομος ή ανήθικος και αποτέλεσε μέρος της σύμβασης, τότε το δάνειο θεωρείται άκυρο (ΜΠρΘεσ 1280/73)
Σχετικά τώρα με τη νομική μορφή του δανείου, η εν λόγω σύμβαση ανήκει στην κατηγορία των ενοχικών, διαρκών συμβάσεων3. Ο χαρακτηρισμός της ως αμφοτεροβαρούς ή ετεροβαρούς συμβάσεως εξαρτάται από το αν γίνεται λόγος για το άτοκο re καταρτιζόμενο δάνειο ή το άτοκο συναινετικό δάνειο. Στην περίπτωση που πρόκειται για το άτοκο re καταρτιζόμενο δάνειο, τότε η εν λόγω σύμβαση θεωρείται ως ετεροβαρής, καθώς δημιουργείται ενοχική υποχρεώση σε βάρος μόνο του δανειολήπτη να το αποδώσει το δάνειο (και αντίστοιχο δικαίωμα του δανειοδότη να απαιτήσει την απόδοσή του). Δε θεωρείται ότι έχει δημιουργηθεί υποχρέωση του δανειοδότη να δώσει το δάνεισμα έτσι ώστε η εν λόγω σύμβαση να χαρακτηριστεί ως αμφοτεροβαρής. Ωστόσο, σύμφωνα με την μάλλον κρατούσα άποψη4 το δάνειο αποτελεί συναινετική σύμβαση και ως τέτοια ανήκει στην κατηγορία των αμφοτεροβαρών συμβάσων. Με άλλα λόγια, η εν λόγω άποψη υποστηρίζει ότι δημιουργούνται υποχρεώσεις και δικαιώματα και για τις δύο πλευρές, τόσο για τον δανειολήπτη, όσο και για τον δανειοδότη. Πιο συγκεκριμένα, ο δανειοδότης δεν έχει μόνο το δικαίωμα να απαιτήσει την απόδοση του δανείου, αλλά έχει προηγουμένως και την υποχρέωση να μεταβιβάσει το δάνεισμα. Από την άλλη, ο δανειολήπτης έχει δικαίωμα να ζητήσει το δάνεισμα και στη συνέχεια έχει την υποχρέωση να αποδώσει το δάνειο. Από την παραπάνω ανάλυση εύλογα προκύπτει ότι δημιουργούνται υποχρεώσεις και δικαιώματα και για τα δύο συμβαλλόμενα μέρη με αποτέλεσμα η εν λόγω σύμβσαη να χαρακτηρίζεται ως αμφοτεροβαρής. Τέλος, η σύμβαση δανείου θεωρείται αιτιώδης, διότι από την αιτία και το λόγο του δανεισμού εξαρτάται η εγκυρότητα της σύμβασης.
Οι διατάξεις των άρθρων 806 επομ. ΑΚ δεν ορίζουν συγκεκριμένο τύπο για την έγκυρη σύναψη δανείου. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το άρθρο 158 ΑΚ μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω σύμβαση καταρτίζεται ατύπως. Ναι μεν δεν απαιτείται συγκεκριμένος τύπος για την σύναψη σύμβασης δανείου, αλλά απαιτείται να πληρούνται καθ' ολοκληρίαν οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 806 ΑΚ. Άπαξ και πληρούνται αυτές έχουμε σύμβαση δανείου ανεξαρτήτως αν δεν χαρακτηρίστηκε ως τέτοια από τα συμβαλλόμενα μέρη.
Ένα άλλο ιδιαίτερα κρίσιμο ζήτημα στη σύμβαση δανείου είναι ο χρόνος αποδόσεως του δανείου από τον δανειολήπτη προς τον δανειοδότη. Καταρχήν, να αναφέρουμε ότι σύμβαση δανείου υφίσταται στην περίπτωση που έχει παραδοθεί το δάνεισμα και έχει συμφωνηθεί μεταξύ των μερών η απόδοση άλλων πραγμάτων της ίδιας ποσότητας και ποιότητας. Δεν απαιτείται να έχει προκαθοριστεί ο χρόνος αποδόσεως του δανείου. Επίσης, η εκ των υστέρων συμφωνία για το χρόνο αποδόσεως του δανείου δεν αποτελεί ξεχωριστή σύμβαση, αλλά πρόσθετη διαμόρφωση της ήδη υπάρχουσας. Συνεπώς, σύμφωνα με την πιο ορθή άποψη, επί τροποποιήσεως μόνο του χρόνου αποδόσεως του δανείου δεν καταργείται η παλιά ενοχή με την νέα (που μετατοπίζει το χρόνο απόδοσης του δανείου) με αποτέλεσμα να μην οφείλονται νέοι τόκοι και εν γένει δικαιώματα για τη σύμβαση5.
Σύμφωνα με το άρθρο 807 ΑΚ, αν δεν ορίστηκε χρόνος για την απόδοση του δανείου (ούτε κατά τη στιγμή της σύναψης του, ούτε με περαιτέρω πράξη) και δε συνάγεται αυτός από τις περιστάσεις, τότε το δάνειο αποδίδεται αφού περάσει ένας μήνας από την καταγγελία του δανειστή ή του οφειλέτη. Η καταγγελία είναι μονομερής άτυπη δικαιοπραξία και συνήθως γίνεται με όχληση που απευθύνεται προς το άλλο μέρος. Ωστόσο, και η άσκηση της αγωγής (215 παρ. 1 ΚΠολΔ) αποτελεί καταγγελία της σύμβασης και δηλώνει πρόθεση για την επιστροφή του δανείου. Εδώ αξίζει να διευκρινήσουμε ότι το χρονικό διάστημα του ενός μήνα ξεκινάει να "τρέχει" από την ημέρα της επίδοσης της αγωγής, καθώς η άσκηση της αγωγής είναι σύνθετη πράξη και δεν αρκεί η κατάθεση της στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και η σύνταξη της πράξεως καταθέσεως, αλλά απαιτείται για την ολοκλήρωσή της και επίδοσή της στον εναγόμενο. Κλείνοντας να αναφέρουμε ότι σε περίπτωση που το δάνειο είναι άτοκο, ο οφειλέτης δύναται να το επιστρέψει και χωρίς προηγούμενη καταγγελία.
Όσον αφορά στα δικονομικά ζητήματα που σχετίζονται με τη σύμβαση δανείου και δη στο ερώτημα ποιός φέρει το βάρος αποδείξεως ότι παραδόθηκαν χρήματα ή αντικαταστατά πράγματα την κατευθυντήρια γραμμή μας τη δίνει το άρθρο 338 Κ.Πολ.Δ. Σύμφωνα, λοιπόν, με την διάταξη αυτή, κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του (με βάση την διάκριση των κανόνων δικαίου σε βασικούς ή δικαιογόνους και σε εξαιρετικούς ή αντίθετους). Συνεπώς, ο διάδικος που επικαλείται υπερ αυτού ορισμένη έννομη συνέπεια οφείλει να αποδείξει και τα στοιχεία του πραγματικού του κανόνα δικαίου που την επιφέρει (Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Νικόλαος Θ. Νίκας, σελ. 477) Κάνοντας την υπαγωγή αυτή στο άρθρο 806 Α.Κ. καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο δανειστής - δανειοδότης έχει το δικονομικό βάρος να αποδείξει ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, ήτοι ότι παραδόθηκαν χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα.
Από την άλλη ο οφειλέτης - δανειολήπτης οφείλει επικαλεστεί και να αποδείξει όλες τις καταλυτικές του δικαιώματος ενστάσεις του (π.χ. ένσταση εξόφλησης η οποία εδράζεται στο άρθρο 416 και 419 ΑΚ) λαμβάνοντας υπόψη το αξίωμα του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι (άρθρο 269 ΚΠολΔ)
Επειδή το δάνειο, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των άρθρων 806 και 158 ΑΚ, καταρτίζεται χωρίς τύπο δεν είνα λίγες οι φορές που δημιουργούνται προβλήματα στην απόδοσή του. Ειδικά στις περιπτώσεις που ένα δάνειο καταρτίζεται μεταξύ φίλων ή συγγενων λείπει οποιοδήποτε στοιχείο επισημότητας (δεν εκδίδεται έγγραφο που να αποδεικνύει το δάνειο) με αποτέλεσμα να προκαλούνται διενέξεις σχετικά με την εγκυρότητα της σύμβασης, την επιστροφή του δανείου, τον χρόνο αποδόσεως και την τοκοφορία. Ας δούμε όμως τι συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις δικονομικά και δή αποδεικτικά. Η διάταξη του άρθρου 393 παρ. 1 ΚΠολΔ6 ορίζει ότι “συμβάσεις δεν μπορούν να αποδειχθούν με μάρτυρες εφόσον η αξία του αντικειμένου τους υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ”. Ο λόγος θεσπίσεως της ανωτέρω διατάξεως έγκειται στο γεγονός ότι οι μαρτυρικές καταθέσεις που δίνονται στα πλαίσια μιας πολιτικής δίκης διακατέχονται πολλές φορές από πνεύμα αναξιοπιστίας, είναι ένα επισφαλές αποδεικτικό μέσο και δυσχεραίνουν το έργο του εφαρμοστή του δικαίου οδηγώντας τον σε εσφαλμένες κρίσεις. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο ο έλληνας νομοθέτης περιόρισε το επιτρεπτό της μαρτυρικής εξέτασης σε συμβάσεις που το αντικείμενό τους ανέρχεται μέχρι του ποσού των είκοσι χιλιάδων ευρώ. Συνεπώς, συμβάσεις που το αντικείμενο τους υπερβαίνει το ποσό των είκοσι χιλιάδων ευρώ δε δύναται να αποδειχθούν με μάρτυρες για το λόγο ότι κλονίζεται η αξιοπιστία των συμβάσεων. Παράλληλα, ο ως άνω περιορισμός καταλαμβάνει πέρα από την εξέταση των μαρτύρων και το αποδεικτικό μέσο των ένορκων βεβαιώσεων (Πολιτική Δικονομία, Νικόλαος Θ. Νίκας, σελ. 426 και 475 υποσημείωση υπ' αριθ. 16). Ο συγκεκριμένος δικονομικός κανόνας εφαρμόζεται σε όλα τα είδη των συμβάσεων και συνεπώς και στη σύμβαση δανείου (Πολιτική Δικονομία, Νικόλαος Θ. Νίκας, σελ. 475). Έτσι λοιπόν αν έχει συναφθεί μία σύμβαση δανείου και το ποσό αυτής υπερβαίνει τις 20.000 ευρώ δε δύναται να αποδειχθεί με μάρτυρες, καθώς καταλαμβάνεται από τον ως άνω δικονομικό κανόνα του άρθρου 393 παρ. 1 ΚΠολΔ.
Βέβαια, σε αυτό το σημείο να σημειώσουμε ότι ο εν λόγω δικονομικός κανόνας που αναφέραμε επιδέχεται σημαντικές εξαιρέσεις. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 394 παρ. 1 ΚΠολΔ, η απόδειξη με μάρτυρες επιτρέπεται σε κάθε περίπτωση ανεξαρτήτως ποσού σε τέσσερις (4) περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις που ορίζει ο κοινός νομοθέτης. Η σημαντικότερη από αυτές αναφέρει ότι αν υπήρχε κατά το χρόνο σύναψης του δανείου ηθική αδυναμία απόκτησης εγγράφου, τότε είναι δυνατόν να επιτραπεί η απόδειξη με μάρτυρες ανεξαρτήτως του ποσού της επίδικης συμβάσεως. Πότε, όμως, κρίνεται ότι υπάρχει τέτοια ηθική αδυναμία; Ηθική αδυναμία7 κτήσεως εγγράφου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι είχαν τόσο στενό δεσμό μεταξύ τους κατά τον χρόνο καταρτίεως της συμβάσεως, ώστε η αξίωση συντάξεως εγγράφου να παρίσταται κατά τις κρατούσες στις συναλλαγές αντιλήψεις ως ανοίκεια δυσπιστία (Πολιτική Δικονομία, Νικόλαος Θ. Νίκας, σελ. 481). Ο δεσμός αυτός μπορεί να είναι ενδεικτικά στενή συγγένεια, μνηστεία, ερωτικός ή στενός φιλικός δεσμός8.
Έχοντας αναφέρει όλα τα παραπάνω καταλήγουμε ευλόγως στο συμπέρασμα ότι η σύμβαση δανείου είναι μία σύμβαση με πολύ πιο σύνθετη μορφή από ότι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Τα ερωτήματα που γεννιούνται γύρω από αυτήν τόσο εξ απόψεως ουσιαστικού, όσο και δικονομικού δικαίου είναι μεγάλα και πολλές φορές μπορούν να θέσουν διλλήματα ακόμα και στον πιο έμπειρο εφαρμοστή του δικαίου. Την επόμενη φορά που θα σκεφτείτε να βάλετε το χέρι στην τσέπη, απλά ξανά σκεφτείτε το.
- 1. Η συγκεκριμένη άποψη βρίσκει έρεισμα στη γραμματική ερμηνέια του άρθρου 806 ΑΚ, που αναφέρει "μεταβιβάζει σε άλλον κατά κυριότητα".
- 2. Σχετικές αντιρρήσεις εκφράζονται και από τον Φίλιο.
- 3. Η σχετική άποψη θεωρείται η κρατούσα και έχει υποστηριχθεί από τον Γεωργιάδη και τον Βουζίκα.
- 4. Φίλιος, Ενοχικό Δίκαιο, σελ. 294.
- 5. Γεωργιάδης, Κατ' άρθρο ερμηνεία ΑΚ, σελ. 233.
- 6. Αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο νόµου «Εξορθολογισµός και βελτίωση στην απονοµή της πολιτικής δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις» Με το άρθρο 38 αναπροσαρµόστηκαν τα ποσά (5.900 ευρώ) που αναγράφονταν στο άρθρο 393 ΚΠολΔ. Τα ποσά στο άρθρο 393 παράγραφοι 1 και 2, που αναφέρεται στην απόδειξη των συµβάσεων και συλλογικών πράξεων µε µάρτυρες, αναπροσαρµόστηκαν σε µεγαλύτερο ύψος (20.000 ευρώ). Το ποσό αναπροσαρµόστηκε σε 20.000 ευρώ, προς εναρµόνιση µε την τροποποίηση της καθ’ ύλην αρµοδιότητας του Ειρηνοδικείου (20.000 ευρώ).
- 7. ΜπρΑθ. 5155/2007
- 8. Βλ. ΑΠ 402/2012 και ΜΠρΚερ 134/2008 .