Η σύμβαση παραγγελίας, του Σπύρου Σκιαδόπουλου

Η σύμβαση της παραγγελίας συνιστά αντικειμενική εμπορική πράξη [1]και χαρακτηρίζεται ως παραγγελιοδοχικό ή δικαιοπρακτικό εμπόριο (ή δικαιοπρακτική διαμεσολάβηση). Μπορεί να περιγραφεί ως η τριπρόσωπη σχέση μεταξύ παραγγελέα-παραγγελιοδόχου-τρίτου. Ελλείψει ειδικών διατάξεων στον Εμπορικό Νόμο, ισχύουν οι διατάξεις του «  πολιτικού Νόμου βιβλ. Γ' τίτλος ΙΓ» (του Αστικού Κώδικα), σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 91 του Εμπορικού Νόμου, σε συνδυασμό προς το άρθρο 3 του ΕισΝΑΚ .

Συνεπώς εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 717 ΑΚ επ., στο σημείο που δεν αντιβαίνουν με την εμπορική (και έναντι αμοιβής) φύση της πράξης, ενώ συμπληρωματικά μπορούν να εφαρμοσθούν οι διατάξεις περί μισθώσεως έργου και ανεξάρτητων υπηρεσιών. Ήδη ορίστηκε με το άρθρ. 14§4 του ν. 3557/2007 ότι στις συμβάσεις αντιπροσωπείας για την παροχή υπηρεσιών εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του π.δ/τος 219/1991 "περί εμπορικών αντιπροσώπων", όπως τροποποιήθηκε με τα π.δ/τα 249/1993, 88/1994 και 312/1995. Επομένως οι διατάξεις του διατάγματος αυτού εφαρμόζονται έκτοτε αναμφίβολα και στις συμβάσεις παραγγελίας με χαρακτήρα εμπορικής αντιπροσωπείας.

Η οικονομική σημασία της παραγγελίας εκδηλώνεται:

α) σε επίπεδο εμπορικής τακτικής. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου διάφοροι λόγοι (νομικοί, οικονομικοί ή λόγοι ευπρέπειας) αποτρέπουν την αυτοπρόσωπη συναλλαγή[2] ή

β) σε επίπεδο καλύτερης κατανομής της εργασίας.

Κατά το άρθρο 90 ΕμπΝ «παραγγελιοδόχος είναι όστις ενεργεί υπό το ιδικόν του ή υπό εταιρικόν όνομα προς λογαριασμόν ένος τίνος παραγγελέως».

Εξ αυτού του ορισμού μπορούμε να διαχωρίσουμε πως τα ειδικότερα στοιχεία της σύμβασης είναι :

1) η ενέργεια (η διαμεσολάβηση) του παραγγελιοδόχου στο όνομα του, αλλά για λογαριασμό του παραγγελέα μιας ή περισσοτέρων εμπορικών πράξεων,

2) οι πράξεις που αναλαμβάνει να εκτελέσει ο παραγγελιοδόχος να έχουν ως αντικείμενο πράγματα υποκείμενα στην κυκλοφορία ή διαμεσολάβηση (πχ όχι ακίνητα), και άρα να είναι εμπορικές. Στην περίπτωση δηλαδή που θα έκανε την παραγγελία στο όνομά του χωρίς να έχει την ιδιότητα του παραγγελιοδόχου, η πώληση των πραγμάτων δεν θα ήταν εμπορική διότι ακριβώς δεν θα υπήρχε ο σκοπός της μεταπώλησης των αντικειμένων.

3) να λαμβάνει ο παραγγελιοδόχος ως αντάλλαγμα της διαμεσολάβησης αυτής αμοιβή καθοριζομένη από σύμβαση ή κατά τα ήθη ή και σιωπηρή συναγόμενη με βάση της εμπορικές συναλλαγές, και καταβάλλεται, εφόσον δεν υπάρχει ρητή συμφωνία, μετά την εκτέλεση της συμβάσεως.

Από τα παραπάνω συνάγεται πως εντολή για διενέργεια κάποια πράξης χωρίς αμοιβή δεν αποτελεί παραγγελία σε καμία περίπτωση, δεν είναι εμπορική και προσιδιάζει σε κοινή παραγγελία[3],  απλή φιλοφρόνηση ή μέχρι και διοικητική πράξη[4].

Εμπορική είναι τόσο η ανάθεση, όσο και η εκτέλεση της δικαιοπραξίας. [5] Συμπληρωματικά, κατά την κρατούσα άποψη, η πράξη του παραγγελιοδόχου θα πρέπει να είναι κατ’ανάγκην εμπορική. [6] Αντίθετα τάσσεται μερίδα της θεωρίας.[7] Πρόκειται στην ουσία για έμμεση αντιπροσωπεία, όπου το παραγγελθέν προϊόν αποκτάται καταρχήν από τον παραγγελιοδόχο, και τα λοιπά δικαιώματα και υποχρεώσεις ορίζονται από τα μέρη.

Η παραγγελία είναι αμφοτεροβαρής σύμβαση και δεν απαιτείται τύπος για την κατάρτισή της, ενώ είναι δυνατόν να αποδειχθεί με κάθε αποδεικτικό μέσο (ακόμα και με μάρτυρες). Αμφοτεροβαρής διότι στην παροχή του παραγγελιοδόχου αντιστοιχεί η παροχή του παραγγελέα και υποσχετική καθώς μέσα από τη σύμβαση ιδρύεται το ενοχικό δικαίωμα εκείνου που δέχεται την υπόσχεση και αντιστοίχως δημιουργείται η ενοχική υποχρέωση εκείνου που την απευθύνει ( στο σχήμα «θα σου δώσω το τάδε ποσό/προμήθεια» (παραγγελέας) έναντι «θα συνάψω την τάδε σύμβαση» (παραγγελιοδόχος)).

Αντιπαραβολή με άλλες εμπορικές συμβάσεις

Πρακτορεία

Στην επιχείρηση πρακτορείας, ο πράκτορας μεσολαβεί και εκτελεί υποχρεώσεις του πρακτορευόμενου προς τρίτους ή συνάπτει συμβάσεις με τρίτους ως πληρεξούσιος του πρακτορευόμενου ή γενικά παρέχει υπηρεσίες προς τον εντολέα - πρακτορευόμενο. Η σύμβαση πρακτορείας συνιστά ειδικότερη μορφή της συμβάσεως εμπορικής παραγγελία και η κύρια διαφορά με την επιχείρηση παραγγελίας είναι ότι κατά την εκτέλεση της υλικής πράξης, ο πράκτορας ενεργεί στο όνομα του πρακτορευόμενου και όχι στο δικό του όνομα. Αν κατά την παροχή των υπηρεσιών του ο πράκτορας ενεργεί στο όνομα του, αλλά για λογαριασμό του εντολέα θα πρόκειται και για παραγγελία, αν όμως η παραγγελία παρέχεται ως γενική υπηρεσία προς το κοινό πρόκειται για πρακτορεία.

 Κατά τα άλλα οι δύο πράξεις δεν αποκλείουν η μια την άλλη.[8]

Factoring (πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων)

Το factoring  ως ανάθεση της παρακολούθησης και είσπραξης απαιτήσεων κατά τρίτων είναι ουσιαστικά πρακτορεία, ειδικά όταν ο πράκτορας ενεργεί με βάση εξουσιοδότηση. Όταν οι απαιτήσεις κατά των τρίτων έχουν καταπιστευματικά εκχωρηθεί στον πράκτορα (άρθρο 1 παρ.1 ν. 1905/1990), και ο τελευταίος εμφανίζεται στις συναλλαγές με το δικό του όνομα, αλλά για λογαριασμό του πελάτη, τότε πρόκειται και για παραγγελία.

Νομική Φύση σχέσης παραγγελιοδόχου-παραγγελέα.

Παραγγελιοδόχος και παραγγελέας συνδέονται με αμφοτεροβαρή, υποσχετική και επαχθής σύμβαση, και όπως προαναφέρεται  εφαρμόζονται οι διατάξεις περί εντολής, μίσθωσης έργου και ανεξάρτητων υπηρεσιών.

                                                                      Υποχρεώσεις και ευθύνη παραγγελιοδόχου :

Α) Ο παραγγελιόδοχος διεξάγει την υπόθεση που το ανατέθηκε από τον παραγγελέα.

Β) Υποχρεούται να αποδώσει στον παραγγελέα παν ό,τι έλαβε προς εκτέλεση της παραγγελίας ή απέκτησε από την εκτέλεση αυτής, χωρίς να εξετάζεται το γεγονός ότι συναλλάχθηκε στο όνομα του

Γ) Αυτός καθίσταται μόνος φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων από την με τους τρίτους συναλλαγή του, έχει δε υποχρέωση να ανορθώσει κάθε ζημία (θετική και αποθετική) την οποία υπέστη ο παραγγελέας, η οποία έχει ως γενεσιουργό αιτία το πταίσμα του παραγγελιοδόχου.

Δ) Παρεπόμενες υποχρεώσεις μπορεί να είναι πχ η παροχή πληροφοριών (718 ΑΚ) και η μη παρέκκλιση από τα όρια της παραγγελίας.[9]

Υποχρεώσεις Παραγγελέα:

Α) Να αποδώσει στον παραγγελιοδόχο ό,τι δαπάνησε για να εκτελεσθεί η παραγγελία και μάλιστα μπορεί να αναγκασθεί να τις προκαταβάλει[10]

Β) Να ανορθώσει κάθε ζημιά που υπέστη ο παραγγελιοδόχος εξαιτίας του (και υπάρχει βέβαια αιτιώδης συνάφεια με την εκτέλεση της παραγγελίας)[11]

Γ) Να καταβάλει την συμφωνημένη αμοιβή  στον παραγγελιοδόχο, η οποία μπορεί να προσυμφωνηθεί ή να προκύπτει εκ της συνήθειας των συναλλαγών.

Η σύμβαση χαρακτηρίζεται από εμπιστοσύνη, ωστόσο πρέπει να αναγνωρισθεί πως είναι δυνατόν να υπάρχουν προσωπικοί στόχοι , οι οποίοι μπορεί να μην βρίσκονται σε αντιστοιχία με τα συμφέροντα του εντολέα. Στο πλαίσιο της θεωρίας , αυτό το ζήτημα εξετάζεται από την Θεωρία της Αντιπροσώπευσης (Agency Theory). [12]Σύμφωνα με αυτή, επιχειρούνται να λυθούν δύο ζητήματα : α) όταν οι στόχοι ή οι επιθυμίες του εντολέα και του παραγγελιοδόχου συγκρούονται και β) είναι δύσκολο ή δαπανηρό για τον εντολέα να επαληθεύσει τι κάνει στην πραγματικότητα ο παραγγελιοδόχος. Τα προβλήματα μπορούν να λυθούν με μακροπρόθεσμη αξιολόγηση της σχέσης, αλλά και με κυρώσεις προς τον παραγγελέα, που θα δούμε στην συνέχεια.

Ο παραγγελέας δεν έχει τη δυνατότητα να ασκήσει ευθέως αγωγή κατά του τρίτου, καθώς δεν συνδέεται συμβατικά μαζί του, πρόβλημα που ανακύπτει κυρίως όταν ο παραγγελιοδόχος δεν ασκεί ο ίδιος τις αξιώσεις. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις όταν το πρόσωπο του παραγγελέα και του παραγγελιοδόχου ταυτίζονται ( καθώς η αυτοσύμβαση επιτρέπεται σε αντίθεση με την σύμβαση χρηματιστηριακής παραγγελίας) ή  όπου υπάρχει προσωπική ευθύνη του παραγγελιοδόχου, με μνεία της σχετικής ρήτρας (del credere). Το ζήτημα ίσως θα μπορούσε να λυθεί με την πλαγιαστική αγωγή έχοντας ως νομική βάση τη ζημιά από σύμβαση υπέρ τρίτου.[13]

Σχέση τρίτου και παραγγελέα

Ο παραγγελέας και ο τρίτος δεν συνδέονται συμβατικά, και επομένως ο πρώτος δεν έχει τη δυνατότητα να απαιτήσει την ολοκλήρωση της παροχής παρά μόνον ίσως πλαγιαστικά. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση πτώχευσης του τρίτου, όπου ο παραγγελέας εγείροντας την αντίστοιχη πτωχευτική διεκδίκηση κατά τις διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα.

 

Λύση της σύμβασης

Ανάκληση-Καταγγελία

Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, στην σύμβαση παραγγελίας εφαρμόζονται οι διατάξεις περί εντολή του ΑΚ και άρα και η διάταξη του άρθρου 725 ΑΚ, κατά την οποία ο εντολοδόχος έχει δικαίωμα να καταγγείλει την εντολή ελευθέρως και απεριορίστως κατά πάντα χρόνο χωρίς να δεσμεύεται από προθεσμία, με την επιφύλαξη αντίθετης συμφωνίας.

Τέτοια συμφωνία θεωρείται ότι υπάρχει, όταν έχει ήδη καθορισθεί η  διάρκεια της σύμβασης, καθόσον αυτή έχει την έννοια ότι ο μεν εντολέας (παραγγελέας) παραιτήθηκε από το δικαίωμα ανακλήσεως της εντολής (άρθρο 724 ΑΚ), ο δε εντολοδόχος(παραγγελιοδόχος) παραιτήθηκε από το δικαίωμα της καταγγελίας της πριν την παρέλευση του καθορισθέντος χρόνου (άρθρο 725 παρ. 1 εδ. 1 ΑΚ). Η παραίτηση αυτή εκ της ανακλήσεως δεν αποκλείει το δικαίωμα της καταγγελίας της σύμβασης και πριν την επέλευση του κρίσιμο χρόνου, αλλά μόνον για σπουδαίο λόγο. (ΕφΑΘ 2803/2008, ΕφΘεσ 1628/2004). Σε περίπτωση καταγγελίας, αυτή μπορεί να γίνει οποτεδήποτε και ενεργεί για το μέλλον. Η παραίτηση από το δικαίωμα όπως αναφέρεται ανωτέρω επιτρέπεται, [14]όμως δεν έχει αποτέλεσμα εάν συντρέχει σπουδαίος λόγος. Σε περίπτωση που η καταγγελία έγινα άκαιρα (πχ ενώ κοπεί το εισιτήριο, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα ακύρωσης ή η ακύρωση απαιτεί έξοδα) ο καταγγέλλων έχει την υποχρέωση να επανορθώσει τη ζημιά που προξενήθηκε (άρθρο 725 παρ.2 ΑΚ).

Παραγραφή

Απαιτήσεις των έμπορων από εμπορική αιτία υπόκεινται σε 5ετη παραγραφή ( άρθρο 250 παρ.1 ΑΚ) ενώ σε μη εμπορική αιτία είναι 20ετης παραγραφή (άρθρο 249 ΑΚ).

_________________________________________________________________________________________________

[1] ΕφΘες 758/2007

[2] Ωστόσο υπάρχουν και περιπτώσεις όπου ο νομοθέτης θέλει την αυτοπρόσωπη συναλλαγή και τον προβαίνει στον αποκλεισμό της παραγγελίας πχ στις συμβάσεις εκτός κύκλου η ανώνυμη χρηματιστηριακή εταιρία πρέπει να συναλλάσσεται μόνο για λογαριασμό της (άρθρο 23 παρ.3 ν. 1806/1988)

[4] Έτσι, πχ όταν το Εφετείο Κέρκυρας στο οποίο διοικητικά περιλαμβάνεται το Πρωτοδικείο Θεσπρωτίας «παραγγέλνει» γραφική ύλη από το συμβεβλημένο κατάστημα, για λογαριασμό του Πρωτοδικείου, αλλά στο όνομα του ( το όνομα του Εφετείου) δεν προβαίνει σε παραγγελία, αλλά σε διοικητική πράξη.

[5]  Νομολογιακά : ΕφΘεσς 1672/1992

[6] Περάκης, Γενικό μέρος εμπορικού δικαίου, 2004 σελ 192, ΕφΑθ 417/1983, ΕφΘεσς 1672/1992

[7] Γεωργακόπουλος Γεν.μέρος,1995,σελ.52, Δελούκας και Καραβάς

[8] Πχ αγοράζω εισιτήριο για το λεωφορείου από το πρακτορείο. Σε αυτή την περίπτωση ο πράκτορας ενεργεί σύμβαση απευθείας στο όνομα της επιχείρησης την εκπροσωπεί  άρα άμεσα (επιχείρηση πρακτορείας). Αν το πρακτορείο μου δώσει εισιτήριο στο όνομα του (πχ το πρακτορεία Κέρκυρας στα ΚΤΕΛ Μακεδονία εκδίδει εισητήρια και για Ηγουμενίτσα κτλ) , αλλά για λογαριασμό της επιχείρησης έχουμε έμμεση αντιπροσώπευση (επιχείρηση παραγγελίας).

[9] Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, Π. Φίλιος,  σελ.428-431

[10] ΑΠ 1343/1982

[11] Φίλιος, ο.π. σελ 433

[12] Γ.Λαζαρίδης,Δ.Παπαδόπουλος, Χρηματοοικονομική Διοίκηση, 2005 σελ 73

[13] Ρόκας, Λουκόπουλος, Η παραγγελία, 1954, σ. 15επ.

[14] ΕφΘες 3558/1991

Σπύρος Σκιαδόπουλος

Πρώτα ανακάλυψα ότι θέλω να γίνω developer, μετά ανακάλυψα ότι θέλω να γίνω δημοσιογράφος, και μετά πολιτικός μηχανικός. Τελικά έγινα περίπου δικηγόρος. Τι συνέβη;

2 comments

  1. Μανώλης Νικολαϊδης Reply

    Πολύ ενδιαφέρον άρθρο και αναλυτικό.
    Μπορώ να διευκρινιστεί αν ο παραγγελέας μπορεί να είναι φυσικό πρόσωπο π.χ. μη επαγγελματίας αγρότης?

    Ευχαριστώ

    • Σπύρος Σκιαδόπουλος Reply

      Καλησπέρα, το πρόσωπο μπορεί να είναι φυσικό πρόσωπο, ωστόσο αποκτά την εμπορική ιδιότητα.

Leave a reply