Ιδιόγραφη Διαθήκη: H υποστήριξη του χεριού του διαθέτη από τρίτο κατά την εγγραφή της διαθήκης δεν αποτελεί παρέμβαση (ΑΠ 855 / 2018)

Απόφαση 855 / 2018    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 855/2018

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Πέτρο Σαλίχο και Ιωάννη Φιοράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 6η Δεκεμβρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων:1. Δ. Π. του Σ., 2Σ. Π. του Δ., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Γεώργιο Ορφανίδη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσίβλητων: 1.Ε. Π. του Θ., χήρας Κ. Ζ. 2Μ. Π. του Θ., συζ. Ν. Τ., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Άγγελο Φαφούτη
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-7-2008 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5833/2012 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 1220/2015 του Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 29-10-2015 αίτησή τους και τους από 28-2-2017 πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ελένη Διονυσοπούλου, ανέγνωσε την από 4-5-2017 έκθεση του κωλυομένου να μετέχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Νικήτα Χριστόπουλου, με την οποία εισηγείται την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων λόγων αυτής.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσίβλητων ζήτησε να απορριφθεί, η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1718 και 1721 παρ 1α Α.Κ. σαφώς συνάγεται ότι είναι άκυρη η ιδιόγραφη διαθήκη, εφόσον αυτή δεν έχει γραφεί ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη και δεν έχει χρονολογηθεί και υπογραφεί από αυτόν. Ο νόμος απαίτησε την καθ’ ολοκληρίαν γραφή της ιδιόγραφης διαθήκης από το χέρι του ίδιου του διαθέτη, που ο ίδιος προσδιορίζει και διευθύνει την κίνηση προς γραφή προερχόμενη από τη δική του σωματική επάρκεια προς διασφάλιση της γνησιότητας και του περιεχομένου της τελευταίας βούλησης αυτού (διαθέτη), μη επιτρέποντας την επέμβαση ξένης χειρός σ’ αυτήν, και, εφόσον δεν διακρίνει, απαιτείται να είναι ιδιοχείρως γραμμένη ολόκληρη η διαθήκη απ’ αρχής μέχρι τέλους, το οποίο επισημαίνεται με την επίσης ιδιοχείρως γραμμένη υπογραφή του διαθέτη. Δεν αποτελεί όμως παρέμβαση, που να επηρεάζει το κύρος της διαθήκης, αν τρίτος υποστήριζε το χέρι του διαθέτη, κατά τη διατύπωση της δήλωσης της τελευταίας βούλησής του, ώστε να μπορεί να γράφει πιο άνετα. Η διαθήκη είναι όμως άκυρη όταν ο τρίτος δεν υποστήριζε μόνο το χέρι του διαθέτη, αλλά και το κατεύθυνε, ώστε η γραφική κίνηση να προέρχεται από τον τρίτο και όχι από το διαθέτη, ο οποίος γίνεται άβουλο όργανο του τρίτου. Η διάταξη του άρθρου 1721 ΑΚ αποτελεί κανόνα δημόσιας τάξης, με την έννοια του άρθρου 3ΑΚ, δεν μπορεί δηλαδή η ιδιωτική βούληση να παραμερίσει τις διατυπώσεις σύνταξης που ορίζει ο νόμος, ώστε κάθε παρέκκλιση από τον τύπο που καθιερώνει ο νόμος να επιφέρει την ακυρότητα της διαθήκης.

Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται σύμφωνα με το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε, ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε, αναγόμενες μόνον στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δε συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνον το ότι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε.

Περαιτέρω, τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με συνεκτίμηση των αποδείξεων, δε συνιστούν παραδοχές με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αρ.19 Κ.Πολ.Δ. να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δε δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης, ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα, των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι με αυτήν το Εφετείο δέχθηκε μετά από εκτίμηση των αποδείξεων κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η Ζ. Π. του Σ., που γεννήθηκε το έτος 1928, κάτοικος όσο ζούσε ..., απεβίωσε στις 7-2-2007 στα Πετράλωνα από βαριά λοίμωξη του αναπνευστικού, νόσο Alzheimer και αγγειοπάθεια. Πλησιέστερους, κατά το χρόνο του θανάτου της, συγγενείς άφησε τον αδελφό της πρώτο εναγόμενο και τα τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού της, ενάγουσες, οι οποίοι είναι και εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της, ο μεν πρώτος εναγόμενος κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, οι δε ενάγουσες κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου εκάστη. Η αποβιώσασα φέρεται ότι έχει συντάξει την από 28-12-1999 ιδιόγραφη διαθήκη της, η οποία, δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κύρια. Το κείμενο της διαθήκης έχει, κατά λέξη, ως ακολούθως: "Η Διαθήκη μου. Η υπογράφουσα Ζ. Π. του Σ. και της Π. κάτοικος Αθηνών οδός .... Αφήνομ μετά τον θάνατον μου κινητή και ακόνητη περιουσία που έχω στα ... στον ανηψιό μου Σ. Δ., . τα τέσερα (4) διαμερίσματα στην οδό ... στον αδελφό μου Δ. Σ. Π. και όλα τα κινιτά και ακίνητα. Αθήνα 28 Δεκεμβρίου 1999 Η Διαθέτις Ζ. Σ. Π.". Με τη διαθήκη αυτή η αποβιώσασα εγκατέστησε μοναδικούς της κληρονόμους τους εναγομένους (αδελφό και ανηψιό της, αντίστοιχα), ενώ απέκλεισε τις ενάγουσες. Συγκεκριμένα, άφησε στον πρώτο εναγόμενο, αδελφό της........ (Ακολουθεί περιγραφή των κληρονομιαίων ακινήτων). Οι εναγόμενοι με τη, νόμιμα μεταγεγραμμένη, .../25-2-2008 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της συμβ/φου Αθηνών Π. Γ. προέβησαν σε αποδοχή των επαγόμενων σε αυτούς με την εν λόγω διαθήκη κληρονομιαίων ακινήτων, τα οποία κατέχουν και νέμονται ως κληρονόμοι βάσει της επίδικης ιδιόγραφης διαθήκης. Οι ενάγουσες, έχοντας άμεσο έννομο συμφέρον ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της αποβιωσάσης, αμφισβήτησαν τη γνησιότητα της επίδικης διαθήκης, ισχυριζόμενες, συγχρόνως, ότι είναι πλαστή, και άσκησαν την υπό κρίση αγωγή, αλλά και την από 10-6-2008 έγκληση, με βάση την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά των εναγομένων για τις αξιόποινες πράξεις της πλαστογραφίας με χρήση κατά συναυτουργία με επιδιωκόμενο όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και ηθική αυτουργία από κοινού σε ψευδορκία μάρτυρα και συγκεκριμένα της Φ. Μ., κατά της οποίας, επίσης, ασκήθηκε ποινική δίωξη για ψευδορκία μάρτυρα. Για τις κατηγορίες αυτές κηρύχθηκαν αθώοι οι εναγόμενοι, σε πρώτο βαθμό, (ήδη η υπόθεση εκκρεμεί σε δεύτερο βαθμό, μετά την άσκηση της …2013 έφεσης του Εισαγγελέα Εφετών κατά της παραπάνω απόφασης). Στο πλαίσιο της γραφολογικής έρευνας, αναφορικά με τη διερευνώμενη γνησιότητα ή μη της υπό έλεγχο διαθήκης σε αντιπαραβολή με τις υπογραφές και τη γραφή της κληρονομουμένης του συγκριτικού υλικού, διενεργήθηκε γραφολογική πραγματογνωμοσύνη από τον ορισθέντα, με την 4642/2009 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, πραγματογνώμονα Π. Φ.. Επίσης, διενεργήθηκε γραφολογική πραγματογνωμοσύνη από τον ορισθέντα (κατά τη διάρκεια της κύριας ανάκρισης για τις προαναφερόμενες κατηγορίες) πραγματογνώμονα Κ. Κ., ο οποίος διερεύνησε επιπλέον αν η επίδικη διαθήκη είχε γραφεί και υπογραφεί από τους κατηγορουμένους. Τέλος, συντάχθηκαν οι προαναφερθείσες τεχνικές εκθέσεις και γραφολογικές παρατηρήσεις από τις τεχνικούς συμβούλους των διαδίκων. Στο συγκριτικό υλικό, που χρησιμοποιήθηκε για την αντιπαραβολή από .τους παραπάνω πραγματογνώμονες και τις τεχνικές συμβούλους των διαδίκων, περιλαμβάνονται το δελτίο αστυνομικής ταυτότητας της αποβιωσάσης με έτος έκδοσης 1969, το από 12/12/1977 έγγραφο με την ένδειξη "Ειδική Συγγραφή / Υποχρεώσεων", η .../1981 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Στύρων Ι. Χ. Κ., η ...1978 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας του συμβολαιογράφου Αθηνών Π. Ε. και η .../1981 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας του συμβολαιογράφου Στύρων Ι. Χ. Κ., που φέρουν πλήθος υπογραφών αυτής (αποβιωσάσης), αναμφισβήτητης γνησιότητας, σε διάφορες χρονικές περιόδους, δηλαδή τα έτη 19$λΊ977, 1978 και 1981. Στο συγκριτικό, υλικό για την αντιπαραβολή της γραφής περιλαμβάνονται και: α) το από 10-1-1994 έγγραφο, έντυπο φόρμας με τίτλο "Απόδειξη Παραλαβής Υπεύθυνης Δήλωσης" που περιέχει στα υπάρχοντα κενά της, σε πρωτότυπο, χειρόγραφες γραμματικές και αριθμητικές ενδείξεις, β) ένα τεμάχιο χάρτου, το οποίο φέρει τις χειρόγραφες γραμματικές και αριθμητικές ενδείξεις, σε πρωτότυπο, "Β." και "...", γ) ένα τεμάχιο χάρτου, το οποίο τις χειρόγραφες γραμματικές και αριθμητικές ενδείξεις, σε πρωτότυπο "Α.Φ.Μ." και "...", δ) ένα τεμάχιο χάρτου, το οποίο φέρει τις χειρόγραφες γραμματικές και αριθμητικές ενδείξεις, σε πρωτότυπο, "ταυτ.-βιβλ-… " και ε) τα γραμματικά στοιχεία των γνήσιων υπογραφών της αποβιωσάσης στα παραπάνω αναφερόμενα συμβόλαια. Επίσης, λήφθηκαν υπόψη από τον ορισθέντα κατά την ποινική διαδικασία πραγματογνώμονα και τις τεχνικές συμβούλους των διαδίκων για την αντιπαραβολή της γραφής της Φ. Μ. και των εναγομένων με αυτή της επίδικης διαθήκης, μεταξύ άλλων, δείγμα γραφής και υπογραφών της Φ. Μ., που λήφθηκε από τον 7° τακτικό ανακριτή στις 27.5.2011 και συντάχθηκε σχετική έκθεση, καθώς και δείγμα παλαιότερης γραφής αυτής που περιλαμβάνει μία συνταγή ζαχαροπλαστικής. Τέλος, λήφθηκε υπόψη η ασθένεια της κληρονομουμένης (άνοια), η οποία επιφέρει αλλοιώσεις στη γραφή του πάσχοντος. Σημειώνεται ότι, εξαιτίας της νόσου αυτής, η κληρονομούμενη υποβλήθηκε σε καθεστώς πλήρους δικαστικής συμπαράστασης με την 4053/2003 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ενώ παρακολουθείτο στα εξωτερικά ιατρεία της ψυχιατρικής κλινικής του "Αιγινήτειου Νοσοκομείου" για ανοϊκή συνδρομή από 12.11.2000 και λάμβανε φαρμακευτική αγωγή και, συγκεκριμένα, από 14,1.2000 το φαρμακευτικό σκεύασμα Εχείοη (που χορηγείται για συμπτωματική θεραπεία έως μετρίως σοβαρή νόσο της άνοιας), και από 17.4.2000 το φαρμακευτικό σκεύασμα δεροΓαη (που χορηγείται ως ενισχυτικό της μνήμης), τα οποία συνταγογραφούσαν οι γιατροί του ... που την εξέταζαν.

Η επίδικη διαθήκη έχει γραφεί σε μία σελίδα διαγραμμισμένου χάρτου. Η γραφή στην εν λόγω διαθήκη παρουσιάζει μορφολογική σταθερότητα ορισμένων γραμμάτων και αριθμών, ενώ σε άλλα στοιχεία διαπιστώνεται ποικιλομορφία στον τρόπο απόδοσης τους (τόσο στο κείμενο της διαθήκης όσο και στην υπογραφή), ενίοτε, οι διαφορετικοί τύποι εναλλάσσονται και στον ίδιο στίχο, ενώ απαντώνται και λίγες καλλιγραφικές χαράξεις. Η ταχύτητα της γραφής είναι περιορισμένη και συχνά μειώνεται σε τέτοιο βαθμό, ώστε ορισμένοι επιμέρους χαρακτήρες της να είναι αποτέλεσμα τρομώδους χάραξης, ενώ αρκετοί επιχαράσσονται με συμπληρωματικές χαρακτικές κινήσεις, σαν ο γραφικός φορέας επιχειρεί να γράψει για πρώτη φορά, ενώ σε συγκεκριμένα σημεία παρατηρούνται τμήματα λέξεων ή γραμματικοί χαρακτήρες, η απόδοση των οποίων γίνεται με σαφώς μεγαλύτερη ταχύτητα, ροή με ευχέρεια και σταθερότητα στη χάραξη των γραμμάτων, παρουσιάζοντας, ενίοτε, και συνδέσεις μεταξύ τους. Έτσι, διαπιστώνεται ετερόκλιτη γραφοκινητική απόδοση, που συνίσταται σε εναλλαγές χαράξεων που άλλοτε αποδίδονται με έντονη χαρακτική δυσχέρεια και άλλοτε με ευχέρεια και βελτιωμένη ποιότητα στην αποτύπωση τους. Διαπιστώνονται, επίσης, αδυναμία τήρησης της χάραξης των γραμμάτων και των αριθμών επί των στίχων του χάρτου, καθόσον οι χαρακτήρες χαράσσονται συχνά είτε υπέρ είτε υπό αυτών. Ακόμη, διαπιστώνονται ορθογραφικά λάθη ...........Στις παραπάνω διαπιστώσεις συμφωνούν, σε γενικές γραμμές, οι προαναφερόμενοι - πραγματογνώμονες και οι τεχνικές σύμβουλοι των διαδίκων. Στη γραφή του κειμένου, κυρίως, κατά την έναρξη των λέξεων απαντώνται τελείες με μολύβι και στον πρώτο στίχο με μπλε στυλό και στην ημερομηνία της διαθήκης απαντάται ολοκληρωμένη η χάραξη με μολύβι του στοιχείου "2" του αριθμού "28", κάτω από τη χάραξη του ίδιου στοιχείου με στυλό. Στο εύρημα αυτό, επίσης, συμφωνούν οι πραγματογνώμονες και οι τεχνικές σύμβουλοι των διαδίκων. Η υπό έλεγχο υπογραφή χαρακτηρίζεται ολόγραφη, ......... Στη χάραξη της υπογραφής απαντώνται εναλλαγές χαρακτικής ευχέρειας και χαρακτικής δυσχέρειας, όπως στο κείμενο της διαθήκης και, γενικώς, η γραφή του κειμένου και η υπογραφή φέρουν τα ίδια βασικά και γραφολογικά γνωρίσματα, συμπέρασμα, στο οποίο, επίσης, συμφωνούν οι πραγματογνώμονες και οι τεχνικές σύμβουλοι των διαδίκων. Ο υπογραφικός τύπος της αποβιωσάσης, όπως προκύπτει από το συγκριτικό υλικό, χαρακτηρίζεται από τους πραγματογνώμονες αλλά και τις τεχνικές συμβούλους των διαδίκων ως μικτού τύπου, δηλαδή ορισμένα γράμματα χαράσσονται κατά τρόπο ευκρινή και ευανάγνωστο και ορισμένα τμήματα αναπτύσσονται χαρακτικά ως γραφικά μορφώματα. ............ Μεταξύ της υπό έλεγχο υπογραφής και των δειγματικών υπογραφών της αποβιωσάσης απαντάται σαφώς διαφορετική χαρακτική σύλληψη και σε επίπεδο σύνθεσης, καθότι η υπό έλεγχο υπογραφή χαράσσεται με παράθεση όλων των γραμμάτων, ενώ οι δειγματικές υπογραφές χαράσσονται ως μικτού τύπου και μακροσκοπικά διαφοροποιούνται, σαφώς, από την υπό έλεγχο υπογραφή. Στο συμπέρασμα αυτό, που υιοθετείται από το Δικαστήριο, καταλήγει ο ορισθείς πραγματογνώμονας Π. Φ. αλλά και ο ορισθείς, κατά την ποινική διαδικασία, πραγματογνώμονας Κ. Κ. και η τεχνική σύμβουλος των εναγόντων Μ.-Μ. Κ. με τις πιο πάνω εκθέσεις τους. Σημειώνεται ότι ο διορισθείς πραγματογνώμονας Π. Φ., παρότι διαπιστώνει σαφείς διαφορές μεταξύ της υπογραφής της διαθήκης και των δειγματικών υπογραφών, καταλήγει στο πόρισμα ότι δεν είναι εφικτή η θεμελίωση εμπεριστατωμένης γνώμης, αναφορικά με το σταθερό υπογραφικό χαρακτήρα της κληρονομουμένης, καθόσον το συγκριτικό υλικό αποτελείται από κάθε άλλο παρά πλησιόχρονα του έτους της διαθήκης έγγραφα (τα παραπάνω αναφερόμενα συμβόλαια), που ο αριθμός τους είναι μεν επαρκής, απέχουν, όμως, πολύ από το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα γραφολογικό κενό. Κατά το βάσιμο, όμως, συμπέρασμα του πραγματογνώμονα Κ. Κ. και της τεχνικής συμβούλου των εναγόντων Μ.-Μ. Κ. που δέχεται το Δικαστήριο, ο μεγάλος αριθμός (48 συνολικά) των γνήσιων υπογραφών της κληρονομουμένης, τεθείσες στο χρονικό διάστημα από το έτος 1969 έως 1981, δηλαδή σε ηλικία 29 έως 53 ετών, αποτελούν επαρκές και κατάλληλο συγκριτικό υλικό για την συναγωγή συμπεράσματος για τον υπογραφικο τύπο της κληρονομουμένης και η υπό έλεγχο υπογραφή δεν εντάσσεται στον κύκλο των γνήσιων υπογραφών της. Δεδομένου, όμως, του ότι υπό έλεγχο υπογραφή συνιστά ουσιαστικά γραφή διερευνήθηκε, ορθά, ενιαία από τους πραγματογνώμονες και τις τεχνικές συμβούλους των διαδίκων με το κείμενο της διαθήκης, σε αντιπαραβολή με τη γραφή της κληρονομουμένης στο συγκριτικό υλικό. Ο διορισθείς πραγματογνώμονας Π. Φ., με την ...2010 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, καταλήγει στο πόρισμα ότι δεν είναι εφικτή η εξαγωγή εμπεριστατωμένης γραφολογικά άποψης περί της γνησιότητας ή μη του κειμένου της εν λόγω διαθήκης, λόγω ποσοτικής και ποιοτικής ανεπάρκειας του συγκριτικού υλικού, ...........με αποτέλεσμα, σύμφωνα με τον εν λόγω πραγματογνώμονα, οι διαπιστωθείσες, μεταξύ του συγκριτικού υλικού και της επίδικης διαθήκης, ομοιότητες αλλά και διαφορές που αναφέρονται στην έκθεση του, να μην επιτρέπουν τη θεμελίωση οποιουδήποτε αξιόπιστου ανάμεσα τους γραφολογικού συσχετισμού ή αποκλεισμού. Ο ορισθείς, κατά την ποινική διαδικασία, πραγματογνώμονας Κ. Κ. με την από 27/7/2011 γραφολογική έκθεση του καταλήγει στο πόρισμα ότι η επίδικη διαθήκη παρουσιάζει το γραφολογικό υπόστρωμα με τα χαρακτηριστικά της γραφής της κληρονομουμένης, δηλαδή ομοιότητες στη μορφή και τον τρόπο σχηματισμού των χαράξεων, συμπεριλαμβανομένης και της ολόγραφης υπογραφής της, σε σχέση αντιπαραβολής με το συγκριτικό υλικό. ......... Περαιτέρω, συμπεραίνει ότι η διαθήκη έχει γραφεί συγχρόνως με την παρουσία τρίτου προσώπου, το οποίο έθετε τελείες με μολύβι και στυλό, ενώ, συγχρόνως, χάραξε και τον αριθμό "2" με μολύβι στην 1 ημερομηνία της διαθήκης και ότι η χάραξη των εν λόγω τελειών έγινε προς υποβοήθηση του γράφοντος από το τρίτο αυτό πρόσωπο, προκειμένου να μπορεί να προσανατολίζεται στο γραφικό και υπογραφικό πεδίο, έτσι ώστε το κείμενο της διαθήκης να αποτυπώνεται με σωστή διάταξη. Με βάση τα παραπάνω δεδομένα και την ετερόκλιτη γραφοκινητική απόδοση (που συνίσταται σε εναλλαγές χαράξεων που αποδίδονται άλλοτε με έντονη χαρακτική δυσχέρεια και άλλοτε με ευχέρεια και βελτιωμένη ποιότητα στην αποτύπωση τους) αποφαίνεται ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί η επέμβαση του τρίτου αυτού προσώπου στη σύνταξη της διαθήκης, αλλά ότι δεν μπορεί να προσδιοριστεί ο βαθμός και η έκταση αυτής (της επέμβασης) λόγω του περιορισμένου συγκριτικού υλικού. Τέλος, αποφαίνεται ότι η γραφή και υπογραφή της υπό έλεγχο διαθήκης δεν συνδέεται γραφολογικά με τους εναγομένους, ........ Η ειδική δικαστική γραφολόγος Μ. Λ., η οποία συνέταξε, κατ’ εντολή των εναγομένων, την από 22-12-2008 έκθεση γραφολογικής γνωμοδοτήσεως και τις από 18/2/2009, 8/2/2011 και 28/9/2011 γραφολογικές παρατηρήσεις της, κατά τη συγκριτική αντιπαραβολή της γραφής του κειμένου και της υπογραφής της επίδικης διαθήκης με τη γραφή που περιέχεται στο συγκριτικό υλικό, διαπιστώνει ότι οι μορφές των γραμμάτων και αριθμών της επίδικης διαθήκης είναι όμοιες με αυτές των αντίστοιχων γραμμάτων της δειγματικής γραφής της κληρονομουμένης, ότι στη γραφή της επίδικης διαθήκης υπάρχουν μερικά γράμματα με ιδιόμορφη χάραξη, τα οποία έχουν ατομικότητα και τα οποία απαντώνται και στη γνήσια δειγματική γραφή, όπως τα γράμματα "τ", "γ", "κ", "μ" και τα "Σ" και "Ζ" με καλλιγραφικότητα στη μορφή. Διαπιστώνει επίσης ότι η χάραξη της γραφής της επίδικης διαθήκης χαρακτηρίζεται από φυσιολογικό γραφικό τρόμο, τριχοειδείς αποφύσεις και ασταθή χάραξη που συνυπάρχουν με ορθογραφικά λάθη και σημεία αγραφίας που αποτελούν χαρακτηριστικά παθολογικής γραφής και διατυπώνει την άποψη ότι αυτά συνιστούν ενδείξεις γνησιότητας, αφού η κατάσταση της υγείας και η ηλικία της κληρονομουμένης δικαιολογεί τη γραφική αυτή διαταραχή. Αναφορικά με τις τελείες που έχουν τεθεί στη διαθήκη και την ιχνογράφηση του αριθμού "2" αποφαίνεται ότι έχουν γίνει από την ίδια την κληρονομουμένη και, σε κάθε περίπτωση, δεν επηρεάζουν το κύρος της. κατόπιν των όσων προεκτέθηκαν, η πιο πάνω γραφολόγος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η επίδικη διαθήκη είναι γνήσια και αποκλείει οποιοδήποτε ενδεχόμενο επέμβασης τρίτου όπως και το ενδεχόμενο να γράφηκε, χρονολογήθηκε και υπογράφηκε με την καθοδήγηση του αδρανούς χεριού της κληρονομουμένης που κατευθύνθηκε από άλλο πρόσωπο. Τα προπαρατιθέμενα, όμως συμπεράσματα του πραγματογνώμονα Κ. Κ., κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, δεν είναι βάσιμα, στο σύνολο τους, όπως παρακάτω αναλυτικά εκτίθεται, ενώ τα συμπεράσματα της τεχνικής συμβούλου των εναγομένων περί της γραφής και υπογραφής της ένδικης διαθήκης και της θέσης των τελειών και του ιχνογραφημένου αριθμού "2" από την ίδια την κληρονομουμένη, είναι αβάσιμα, όπως, επίσης, παρακάτω θα εκτεθεί.

Ειδικότερα ΤΟ συμπέρασμα του πραγματογνώμονα Κ. Κ. ότι οι τελείες και το ιχνογραφημένο "2" στο έγγραφο της διαθήκης έγιναν από τρίτο πρόσωπο είναι ορθό και βάσιμο, διότι δεν δικαιολογείται να έγιναν από το χέρι της κληρονομουμένης αν αυτή είχε την ικανότητα προσανατολισμού στο γραφικό πεδίο. Όπως, επίσης, ορθό είναι και το συμπέρασμα του εν λόγω πραγματογνώμονα ότι από το εύρημα αυτό προκύπτει ότι η κληρονομουμένη είχε αδυναμία προσανατολισμού στο γραφικό πεδίο και ότι τρίτος, κατά τη σύνταξη της διαθήκης, έθεσε τις τελείες και τον αριθμό "2" με μολύβι (στοιχεία που αξιολογούνται περαιτέρω και κατωτέρω). Το συμπέρασμα, όμως, του ίδιου πραγματογνώμονα και της τεχνικής συμβούλου των εναγομένων Μ. Λ. ότι η επίδικη διαθήκη παρουσιάζει το γραφολογικό υπόστρωμα με τα χαρακτηριστικά της γραφής της κληρονομουμένης (το οποίο ο πρώτος έχει διατυπώσει με πλείστες επιφυλάξεις, ενώ η δεύτερη με βεβαιότητα), κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, δεν είναι αξιόπιστοι Και τούτο, διότι το συγκριτικό υλικό με τη δειγματική γραφή της κληρονομουμένης είναι ανεπαρκές. Συγχρόνως, τα χειρόγραφα σημειώματα είναι αμφισβητούμενης προέλευσης, κατά τη βάσιμη παραδοχή αμφοτέρων των πραγματογνωμόνων και της τεχνικής συμβούλου των εναγουσών Μ.-Μ. Κ.. Επομένως, δεν μπορούν να εξαχθούν αξιόπιστα συμπεράσματα από αυτά πριν διαπιστωθεί ότι, πράγματα αυτά περιέχουν γραφή της κληρονομουμένης. Τέτοια διαδικασία όμως δεν έγινε, και ούτε μπορούσε να γίνει, ακριβώς, λόγω της ανυπαρξίας επαρκούς δειγματικής γραφής της κληρονομουμένης αναμφισβήτητης προέλευσης........ Σημειώνεται ότι η γεροντική άνοια συνιστά πρόβλημα υγείας που επιφέρει σημαντικές αλλοιώσεις στη γραφή των ασθενών, συνεπώς η ασθένεια της κληρονομουμένης (που, όπως προκύπτει από την αδυναμία της προσανατολισμού στο χώρο κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, είχε επηρεάσει το νευρομυϊκό της σύστημα) δικαιολογεί γραφικές αλλοιώσεις στα βασικά γνωρίσματα των γραμμάτων της, όχι όμως και αλλαγή του γραφικού της χαρακτήρα και, στην προκείμενη περίπτωση πρόκειται για παντελώς διαφορετικό τρόπο χάραξης του γράμματος "τ". (Ακολουθούν παρατηρήσεις της τεχνικής συμβούλου των εναγουσών για την πραγματογνωμοσύνη του Κ. Κ.). Από τα παραπάνω συμπεραίνεται κάποια μορφολογική αντιστοιχία της γραφής της κληρονομουμένης με αυτή της διαθήκης, στην οποία, ωστόσο, διεισδύουν, σε όλο το κείμενο της διαθήκης και της υπογραφής, γνωρίσματα της προσωπικής γραφικής κινήσεως της Φ. Μ., η οποία, κατά τη δική της παραδοχή, ήταν παρούσα κατά τη σύνταξη της διαθήκης και η οποία δεν περιορίστηκε μόνο στη χάραξη των τελειών και του αριθμού "2" με μολύβι, ούτε υποστήριξε απλώς το χέρι της κληρονομουμένης, αλλά κατηύθυνε τη γραφική κίνηση του χεριού αυτή (κληρονομουμένης), λόγω της μειωμένης γραφικής της επάρκειας καθόσον τόσο στη γραφή του κειμένου της διαθήκης όσο και στην υπογραφή διαπιστώνονται κάποιες ομοιότητες και διαφορές γραφικών και αριθμητικών στοιχείων με τη δειγματική γραφή της κληρονομουμένης, αλλά και γνωρίσματα της γραφής της Φ. Μ., οι οποίες δεν δικαιολογούνται να υπάρχουν στην έκταση που συναντώνται στην προκείμενη περίπτωση, όπως, επίσης, δεν δικαιολογείται η διαπιστωθείσα ετερόκλιτη γραφοκινητική απόδοση, που συνίσταται σε εναλλαγές χαράξεων που άλλοτε αποδίδονται με έντονη χαρακτική δυσχέρεια και άλλοτε με ευχέρεια και βελτιωμένη ποιότητα στην αποτύπωση τους. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η ύπαρξη των τελειών και του ιχνογραφημένου αριθμού "2 στη διαθήκη έγινε αρχικά προς υποβοήθηση της κληρονομουμένης να προσανατολιστεί στο γραφικό πεδίο ώστε να συντάξει η ίδια τη διαθήκη της με σωστή διάταξη, πράγμα όμως που δεν κατέστη εφικτό, λόγω της γραφικής της αδυναμίας (στην οποία, άλλωστε, συνηγορεί η αδυναμία της προσανατολισμού στο γραφικό χώρο) με συνέπεια την, κατά τα άνω, συμμετοχή της Φ. Μ. στη σύνταξη της διαθήκης με καθοδήγηση (και όχι απλώς υποστήριξη για πιο άνετη γραφή) του αδρανούς χεριού της κληρονομουμένης. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι η επίδικη διαθήκη που φέρεται να συντάχθηκε από τη Ζ. Π. του Σ. δεν είναι γνήσια, δηλαδή δεν έχει γραφεί και υπογραφεί καθ’ ολοκληρία με ελεύθερη κίνηση του χεριού της κληρονομουμένης. Στο συμπέρασμα αυτό συνηγορεί και η ανυπαρξία υπογραφικής χάραξης στην υπό έλεγχο διαθήκη όμοιας ή ανάλογης προς τις συνήθεις υπογραφές της κληρονομημένης διότι αυτή δεν είχε την δυνατότητα να υπογράψει μόνη της, έστω και με δυσχέρεια, ελλείψεις ή κενά (ευρήματα που συναντώνται σε άτομα που πάσχουν από άνοια), ενώ ήταν δύσκολο να χαραχθεί με κατευθυνόμενο χέρι (από άλλο πρόσωπο) η υπογραφή της κληρονομουμένης που αναπτύσσεται ως σύμπλεγμα ενωμένων γραμμάτων και γραφικού μορφώματος, και να αποτυπώνονται τα γραφολογικά χαρακτηριστικά της υπογραφής της....... (Ακολουθεί σχολιασμός των αποδεικτικών μέσων και πραγματικά επιχειρήματα του δικαστηρίου προς στήριξη των παραπάνω παραδοχών του). Περαιτέρω, τα ίδια ευρήματα, σε συνδυασμό με την ύπαρξη ξένων γραφολογικών στοιχείων στην επίδικη διαθήκη και την ετερόκλιτη γραφοκινητική απόδοση, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα πιο πάνω χαρακτηριστικά δεν συνιστούν φυσιολογικά γνωρίσματα γήρανσης ή παθολογικότητας της γνήσιας γραφής της κληρονομουμένης, αλλά ότι οφείλονται στην προσπάθεια συντονισμού της γραφικής κινήσεως κατά την καθοδήγηση του αδρανούς χεριού, κατά την οποία είναι δυνατόν να παραχθούν συρόμενο γραφικό νήμα, λεπτά γραμμίδια, χαρακτική σύγχυση, δημιουργία γραφικού τρόμου κλπ". Με βάση τις παραδοχές αυτές, δεχόμενο ειδικότερα το δικαστήριο της ουσίας, ότι είναι άκυρη η επίμαχη διαθήκη επειδή δεν έχει γραφεί, ούτε χρονολογηθεί και υπογραφεί από το χέρι της διαθέτου, αλλά με την παρέμβαση τρίτου προσώπου, που κατηύθυνε τη γραφίδα, δέχθηκε, ως ουσιαστικά βάσιμη την ένδικη αγωγή των αναιρεσιβλήτων, αναγνώρισης της ακυρότητας ιδιόγραφης διαθήκης και τη σωρευόμενη με αυτήν περί κλήρου αγωγή. Ακολούθως, απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση των εναγομένων ήδη αναιρεσειόντων και επικύρωσε την πρωτοβάθμια απόφαση που είχε δεχθεί τα ίδια. Έτσι που έκρινε το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του ασαφείς, ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της ακυρότητας της ένδικης διαθήκης, επειδή έχει γραφεί ολόκληρη από τρίτον που δεν υποστήριζε το χέρι της διαθέτου για να γράφει πιο άνετα, αλλά αυτός διήυθυνε τη γραφίδα, έτσι ώστε καθίστανται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των παραπάνω συστατικών διατάξεων, τις οποίες εφάρμοσε για να δικαιολογηθεί η εφαρμογή τους. Ειδικότερα, ενώ για την πληρότητα της αιτιολογίας της απόφασης που δέχεται, ότι το χέρι του διαθέτη καλά τη σύνταξη ιδιόγραφης διαθήκης υποστήριζε τρίτος για να γράφει πιο άνετα ή ότι κατηύθυνε τρίτος με συνέπεια στην τελευταία αυτή περίπτωση, την ακυρότητα της διαθήκης, πρέπει να γίνεται αναφορά στην κατάσταση της κινητικότητας των χεριών του διαθέτη, ώστε να κριθεί ο βαθμός της παρέμβασης του τρίτου, αν δηλαδή ήταν υποστηρικτικός απλά ή κατηύθυνε το χέρι του διαθέτη, καθόσον αν ο διαθέτης διατηρούσε έστω και μερικώς την κινητικότητα των χεριών του και διέθετε πνευματική επάρκεια, θα μπορούσε να συντάξει με τη βοήθεια τρίτου έγκυρη, ιδιόγραφη διαθήκη.

Πλην όμως, η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το ζήτημα αυτό έχει αντιφατικές αιτιολογίες, καθόσον ως προς τη γραφική ικανότητα της διαθέτου, που συναρτάται με το ιδιόχειρο της γραφής, της διαθήκης της, αναφέρει άλλοτε ότι αυτή κατά το χρόνο έκφρασης της τελευταίας βούλησής της, είχε μειωμένη γραφική επάρκεια, οπότε στην περίπτωση αυτή και ενόψει του ότι δεν υπάρχει παραδοχή ότι η διαθέτης κατά τον ίδιο παραπάνω χρόνο, βρισκόταν σε κατάσταση ανικανότητας προς δικαιοπραξία και εντεύθεν αδυναμίας ελέγχου αυτών που γράφει, ή ότι υπήρχαν άλλα ελαττώματα στην εκφρασθείσα στη διαθήκη, βούλησή της, θα μπορούσε να συντάξει, ιδιόγραφη διαθήκη έγκυρη με τη βοήθεια, τρίτου και άλλοτε ότι είχε γραφική αδυναμία και αδρανές χέρι δηλαδή στερούμενο δραστηριότητας, οπότε στην περίπτωση αυτή, η διαθήκη της θα ήταν άκυρη, αφού η γραφική κίνηση θα προερχόταν από τον τρίτο. Επομένως, είναι βάσιμος ο τρίτος λόγος του κύριου δικογράφου της αίτησης αναίρεσης και οι συναφείς δεύτερος και τρίτος πρόσθετοι λόγοι αυτής, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, της έλλειψης δηλαδή νόμιμης βάσης της προσβαλλομένης απόφασης λόγω ελλιπών και αντιφατικών αιτιολογιών, ως προς το παραπάνω ουσιώδες ζήτημα. Κατ’ ακολουθίαν τούτων πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αυτής, που καθίστανται αλυσιτελείς, λόγω της αναιρετικής εμβέλειας στο σύνολο της προσβαλλομένης απόφασης των παραπάνω λόγων, που έγιναν δεκτοί, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, όλων εκείνων που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στους αναιρεσείοντες του κατατεθέντος παραβόλου, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4ε, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 εδε του Ν. 4055/2012 και να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι, ως ηττηθέντες διάδικοι, στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 1220/2015 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, πλην εκείνων που εξέδωσαν την αναιρουμένη απόφαση.
Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στους αναιρεσείοντες.
Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, την οποία ορίζει στο ποσόν των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 7 Φεβρουαρίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Μαΐου 2018.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Σπύρος Σκιαδόπουλος

Πρώτα ανακάλυψα ότι θέλω να γίνω developer, μετά ανακάλυψα ότι θέλω να γίνω δημοσιογράφος, και μετά πολιτικός μηχανικός. Τελικά έγινα περίπου δικηγόρος. Τι συνέβη;

Leave a reply