Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρεία, μια νέα μορφή Εταιρείας.

Του Σωκράτη Τσαχιρίδη, MSc Business Law & Administration

Στο εμπορικό δίκαιο ισχύει, παρά την κατάργηση του άρθρου 47 ΕμπΝ, η αρχή του κλειστού αριθμού των εμπορικών εταιριών (numerus clausus). Η ερμηνεία της αρχής αυτής αποτυπώνεται στο γεγονός ότι δε δύναται η ιδιωτική αυτονομία να δημιουργήσει νέες μορφές εταιρικών τύπων που δεν προβλέπονται από την νομοθεσία. Συνεπώς, εξ αντιδιαστολής προκύπτει ότι υπάρχει δυνατότητα για σύσταση εταιριών που ρυθμίζονται αποκλειστικά βάσει του νόμου. Ποιες είναι, όμως, όλες οι διαθέσιμες επιλογές; Υπάρχει ευχέρεια για δημιουργία ομόρρυθμης, ετερόρρυθμης και αφανής εταιρίας. Οι εν λόγω εταιρίες εμπίπτουν στην κατηγορία των προσωπικών εταιριών. Πριν την ψήφιση του ν. 4072/2012 οι κεφαλαιουχικές εταιρίες που μπορούσαν να συσταθούν ήταν η ανώνυμη και η εταιρία περιορισμένης ευθύνης. Ωστόσο, μετά τη θέση σε ισχύ του ως άνω νόμου εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη μία νέα μορφή κεφαλαιουχικής εταιρίας, η ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία (Ι.Κ.Ε.).

Γενικά για την ΙΚΕ

Η ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία αποτελεί μια ευέλικτη και ελκυστική εταιρική μορφή που κινείται στο μεταίχμιο των προσωπικών και κεφαλαιουχικών εταιριών. Η θέσπισή της κρίθηκε αναγκαία για την προσέλκυση νέων επιχειρηματιών σε μία δύσκολη οικονομική περίοδο για την χώρα. Αντλεί βασικά πλεονεκτήματα αφενός από τις προσωπικές εταιρίες (έλλειψη διατυπώσεων, ελαστικότητα ρυθμίσεων - ελευθερία διαμόρφωσης των εταιρικών σχέσεων στο καταστατικό), αφετέρου δε από τις κεφαλαιουχικές (το εταιρικό κεφάλαιο είναι αποκλειστικά υπέγγυο έναντι των εταιρικών δανειστών - έλλειψη ευθύνης των εταίρων για τα εταιρικά χρέη[1], υποχρέωση ύπαρξης κεφαλαίου κατ' ελάχιστη πρόβλεψη ενός ευρώ). Αποτελεί κατάλληλο τύπο για την ίδρυση μικρομεσαίας επιχείρησης, γιατί έχει χαμηλό κόστος και παράλληλα μπορεί να συνεισφέρει στην επίτευξη ανάπτυξης και προσέλκυση επενδύσεων από άλλες χώρες, καθώς υπάρχει πρόβλεψη η πραγματική της έδρα να βρίσκεται στο εξωτερικό και το καταστατικό της να αναγραφεί σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, με την θεσμοθέτησή της εκσυγχρονίζεται το ελληνικό δίκαιο των εμπορικών εταιριών, γεγονός που κρίνεται αναγκαίο αν αναλογιστούμε ότι το δίκαιο της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, στην οποία περισσότερο προσιδιάζει, έχει να αναμορφωθεί γύρω στα εξήντα χρόνια. Παράλληλα, αυτή η εταιρική μορφή εναρμονίζεται πλήρως με τα ευρωπαϊκά μοντέλα, καθώς ρυθμίστηκε στα πρότυπα της ευρωπαϊκής ιδιωτικής εταιρίας.

Νομική Προσωπικότητα

Σε αυτό το σημείο, έχοντας επισημάνει τους βασικούς πυλώνες θέσπισης της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας θα προσδιορίσουμε εν συντομία τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της και ταυτόχρονα θα κάνουμε νύξη στις κύριες ρυθμίσεις του νέου νόμου αναφορικά με τη λειτουργία της. Πρώτον, η εταιρία αυτή έχει σωματειακή συγκρότηση και νομική προσωπικότητα. Αυτή αποκτάται (νομική προσωπικότητα), όπως και στην ανώνυμη, με την καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ (άρθρο 43 παρ. 1. εδαφ. 2, συστατικός χαρακτήρας). Επιπλέον, με την καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ επέρχεται και άλλη μία συνέπεια. Η εν λόγω εταιρία απόκτα εμπορική ιδιότητα, σύμφωνα με τα όσα ισχύουν κατά το τυπικό σύστημα (εκ του νόμου). Όπως τονίστηκε ανωτέρω, η Ι.Κ.Ε. ανήκει στην κατηγορία των κεφαλαιουχικών εταιριών. Άμεση απόρροια του γεγονότος αυτού είναι ότι η "αποκατάσταση" των εταιρικών δανειστών γίνεται βάσει της εταιρικής περιουσίας και οι εταίροι της, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί εγγυητικών εισφορών - άρθρο 79, δεν φέρουν προσωπική ευθύνη προς το σκοπό αυτό (άρθρο 43 παρ. 2).

Μετοχικό Κεφάλαιο 

Ως κεφαλαιουχική εταιρία, για την συμμετοχή σε αυτή αυτή, όπως και στις άλλες (Α.Ε. & Ε.Π.Ε.) απαιτείται η καταβολή κεφαλαίου. Ναι μεν αυτό μπορεί να ορίζεται κατ' ελάχιστη πρόβλεψη στο ένα (1) ευρώ, δε σημαίνει, όμως, ότι δεν μπορεί να οριστεί μεγαλύτερο ποσό στο καταστατικό. Το κεφάλαιο (ή αλλιώς οι κεφαλαιακές εισφορές) πρέπει, βάσει του νόμου (άρθρο 77 παρ. 4. εδαφ. 1), να καταβληθεί ολοσχερώς κατά την ίδρυση της εταιρίας. Παράλληλα, η καινοτομία της Ι.Κ.Ε. συνίσταται στο γεγονός ότι είναι δυνατή η συμμετοχή σε αυτή και με άλλους τρόπους.

 Εγγυητικές & Εξωκεφαλαιακές εισφορές

Ειδικότερα, πέρα από την καταβολή χρηματικών ή αποτιμητών σε χρήμα εισφορών, προβλέπεται η δυνατότητα συμμετοχής στην Ι.Κ.Ε. μέσω εξωκεφαλαιακών και εγγυητικών εισφορών. Ως εξωκεφαλαιακές εισφορές νοούνται οι εισφορές που δεν είναι αποτιμητές σε χρήμα και συνήθως δε συνίστανται στην παροχή εργασίας. Η συμμετοχή με αυτόν τον τρόπο σε μία  Ι.Κ.Ε. αποβαίνει θετικά τόσο για τον εταίρο, καθώς δε θέτει, προκειμένου να μετάσχει στην εταιρία, χρηματικά ποσά σε επιχειρηματικό ρίσκο, όσο και για την εταιρία με την έννοια ότι αυτή δεν χρειάζεται να πληρώνει για την παροχή εργασίας τον εταίρο που συμμετέχει σε αυτή μέσω εξωκεφαλαιακών εισφορών.

Αναφορικά τώρα με τη δυνατότητα συμμετοχής σε Ι.Κ.Ε μέσω καταβολής εγγυητικών εισφορών, να τονίσουμε ότι η παραπάνω πρόβλεψη αποτελεί τομή για το ελληνικό δίκαιο των εμπορικών εταιριών. Ο εταίρος που καταβάλει εγγυητική εισφορά αναλαμβάνει την ευθύνη των χρεών της εταιρίας έναντι των εταιρικών δανειστών μέχρι του ποσού της εισφοράς του αυτής. Η ευθύνη αυτή του εταίρου είναι άμεση, πρωτογενής (όχι εγγυητική). Υπέγγυα δε προς εκπλήρωση της υποχρέωσης που πηγάζει από την εγγυητική εισφορά είναι η προσωπική περιουσία του εταίρου αυτού μέχρι, όμως, το ύψος της εισφοράς που ορίζεται στο καταστατικό (άρθρο 79 παρ. 1) και όχι απεριόριστα, όπως στην ομόρρυθμη εταιρία. Ουσιαστικά, ο εταίρος που αναλαμβάνει την ευθύνη καταβολής εγγυητικής εισφοράς  μπορεί ανά πάσα στιγμή να κληθεί να καταβάλει το ποσό αυτό ως εκπλήρωση των χρεών της εταιρίας έναντι των εταιρικών δανειστών. Με άλλα λόγια, ο εταίρος αυτός πρέπει να βρίσκεται σε συνεχή ετοιμότητα καταβολής της εγγυητικής του εισφοράς για χρέη που δημιουργήθηκαν στο "όνομα" της εταιρίας. Η ευθύνη του εταίρου με εγγυητική εισφορά καλύπτει οποιαδήποτε χρηματική οφειλή της εταίριας έναντι τρίτων κατά κεφάλαιο, τόκους και επιβαρύνσεις. Μάλιστα, αυτοί δύναται να ενάγουν απ' ευθείας τον εταίρο αυτόν χωρίς να έχουν υποχρέωση να στραφούν πρώτα κατά της εταιρίας. Ο εταίρος δε έχει το δικαίωμα αν προβάλει προσωπικές ενστάσεις έναντι αυτών (ένσταση συμψηφισμού απαίτησης του κατ' αυτών), καθώς και ενστάσεις που δεν θεμελιώνονται στο πρόσωπό του μόνο αν αυτές δύναται να προβληθούν από την εταιρία[2]. Ως επιστέγασμα των όσων προειπώθηκαν, καταλήγουμε ότι οι εγγυητικές εισφορές αποτελούν ασφαλιστική δικλείδα για την εξασφάλιση των εταιρικών δανειστών στην Ι.Κ.Ε. με αποτέλεσμα να ενισχύεται η φερεγγυότητα της εταιρικής αυτή μορφής.

Τέλος, να επισημάνουμε ότι δεν προβλέπεται επιστροφή των εισφορών που καταβλήθηκαν στην εταιρία. Αυτό δε ισχύει και για τα τρία είδη εισφορών. Κλείνοντας να τονίσουμε και κάτι ακόμα. Η επίλυση των διαφορών από τις σχέσεις των εταίρων υπάγεται στην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου της έδρας της εταιρίας, το οποίο επιλαμβάνεται κατά την εκουσία δικαιοδοσία, εκτός αν στο ισχύον καταστατικό προβλέπεται διαιτησία ή υπαγωγή στη διαδικασία της διαμεσολάβησης (άρθρο 48).

Τα ανωτέρω αποτυπώνουν εν συντομία τις βασικές θέσεις της θεωρίας, όπως έχουν αναπτυχθεί μέχρι σήμερα. Το μόνο που απομένει τώρα είναι να διαμορφωθεί σταδιακά και μία νομολογιακή γραμμή προς εφαρμογή των παραπάνω.

[1]    Με την επιφύλαξη των διατάξεων περί εγγυητικών εισφορών.

[2]    Η ρύθμιση αυτή είναι παρόμοια με αυτήν που προβλέπεται στο άρθρο 258 παρ. 2 του δικαίου για την ομόρρυθμη εταιρία.

Σωκράτης Τσαχιρίδης

Αν βρείς μία γυναίκα, παντρέψου την. Αν είναι καλή, θα είσαι ευτυχισμένος, αν όχι, θα γίνεις φιλόσοφος.

Leave a reply