Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, έχει την έννοια ότι συμπληρωματική παροχή που καταβάλλεται σε ορισμένους αθλητές υψηλού επιπέδου οι οποίοι έχουν εκπροσωπήσει ένα κράτος μέλος ή τα προκάτοχα αυτού κράτη στο πλαίσιο διεθνών αθλητικών διοργανώσεων δεν εμπίπτει στην έννοια της «παροχής γήρατος», κατά τη διάταξη αυτή, και, ως εκ τούτου, εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού.
Το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους η οποία εξαρτά τη χορήγηση συμπληρωματικής παροχής που έχει θεσπισθεί υπέρ ορισμένων αθλητών υψηλού επιπέδου, οι οποίοι έχουν εκπροσωπήσει το εν λόγω κράτος μέλος ή τα προκάτοχα αυτού κράτη στο πλαίσιο διεθνών αθλητικών διοργανώσεων, από την προϋπόθεση ιδίως ότι ο αιτών έχει την ιθαγένεια του εν λόγω κράτους μέλους.
Πράγματι, από τον σκοπό της ίσης μεταχειρίσεως που επιδιώκεται με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 προκύπτει ότι η έννοια του «κοινωνικού πλεονεκτήματος» της οποίας το περιεχόμενο επεκτείνεται βάσει της εν λόγω διατάξεως ώστε να καλύπτει και τους εργαζομένους που είναι υπήκοοι άλλων κρατών μελών περιλαμβάνει όλα τα πλεονεκτήματα τα οποία, ανεξαρτήτως του αν συνδέονται με σύμβαση εργασίας, αναγνωρίζονται γενικά στους ημεδαπούς εργαζομένους, λόγω κυρίως της αντικειμενικής ιδιότητάς τους ως εργαζομένων ή λόγω του ότι έχουν απλώς την κατοικία τους στην εθνική επικράτεια και των οποίων η επέκταση στους εργαζομένους, υπηκόους άλλων κρατών μελών, δύναται επομένως να διευκολύνει την κινητικότητά τους στο εσωτερικό της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 17ης Απριλίου 1986, Reed, 59/85, EU:C:1986:157, σκέψη 26· της 12ης Μαΐου 1998, Martínez Sala, C‑85/96, EU:C:1998:217, σκέψη 25, και της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, Ιωαννίδης, C‑258/04, EU:C:2005:559, σκέψη 35) και, ως εκ τούτου, την ενσωμάτωσή τους στο κράτος μέλος υποδοχής.
δείτε το πλήρες κείμενο στο curia.europa.eu