Η χειραγώγηση της αγοράς αποτελεί μια ηθελημένη πρακτική να επηρεάσει κανείς το δίκαιο και ελεύθερο πνεύμα και σύστημα της αγοράς, με το να δημιουργεί πλαστά ή αποκαθοδηγητικά στοιχεία σε σχέση με το ύψος της τιμής μιας μετοχής ή σε σχέση με την σταθερότητα και της ασφάλεια της επιχείρησης. Δεν είναι λίγες οι φορές που εμπλέκεται με την κατάχρηση προνομιακών/εμπιστευτικών πληροφοριών (insider trading) ώστε να οδηγηθούμε σε μια χρονογραφημένη, προκαθορισμένη αγορά-υποχείριο των υπευθύνων.
Το ζήτημα έχει απασχολήσει νομικούς και οικονομολόγους, υπό την σημερινή του μορφή ήδη από την περίοδο που για πρώτη φορά δημιουργήθηκε οργανωμένη αγορά. Η τιμή μιας μετοχής εξαρτάται από την ζήτηση και την προσφορά της μετοχής, τις εκτιμήσεις και τις ελπίδες των επενδυτών για την πορεία της μετοχής και την πληροφοριακή αξιοπιστία που παρέχεται στους επενδυτές ∙ βέβαια αυτό σε ιδανικές συνθήκες.
Δεν είναι σπάνια τα φαινόμενα σε προσπάθειες ιδίου οφέλους ορισμένοι επιτηδευματίες δημιουργούν τεχνητή αύξηση της τιμής της επιθυμητής μετοχής, είτε με μεθοδευμένες κινήσεις είτε με εκμετάλλευση της προνομιακής τους θέσης. Έτσι αψηφούνται αξίες όπως η διεξαγωγή συναλλαγών επί ίσοις όροις, οπότε και κατ’επέκταση η συναλλαγματική ασφάλεια.
Εξετάζοντας τον πυρήνα του ζητήματος έχουμε να κάνουμε ουσιαστικά με ένα σύνολο πρακτικών που αποδίδονται με το γενικό όρο «κατάχρηση αγοράς», στον οποίο μπορούν να ενταχθούν δύο κατηγορίες ενεργειών: α) πράξεις που συνιστούν καταχρηστική εκμετάλλευση εμπιστευτικών πληροφοριών και β) πράξεις που αποσκοπούν στη χειραγώγηση των τιμών των αγορών (market manipulation).
Έννομο αγαθό
Σχέση με το προστατευόμενο έννομο αγαθό μπορούμε να διακρίνουμε κάτι διαφορετικό στις περιπτώσεις των insider trading και των market manipulation καθώς στην τελευταία έννοια προστατεύεται η εμπιστοσύνη των επενδυτών στην αλήθεια των πληροφοριών που αφορούν την οργανωμένη αγορά ∙ αντίθετα, στην πρώτη περίπτωση προστατευτέο έννομο αγαθό είναι η αρχή της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης των επενδυτών κατά την πρόσβαση στην πληροφορία.
Τρόποι-Τακτικές Χειραγώγησης της αγοράς.
Διαμόρφωση τιμής στο κλείσιμο : Από τις πλέον πιο πολυσυζητημένες μορφές χειραγώγηση είναι η αύξηση της ζήτησης στο κλείσιμο της αγοράς, ώστε να δοθεί ένα θετικό μήνυμα για την συγκεκριμένη μετοχή, με αποτέλεσμα την παραπλάνηση του επενδυτικού κοινού .
Ψευδής υποκίνηση ενδιαφέροντος : Συντονισμένες κινήσεις αγοράς και πώλησης μετοχών που εισάγονται ταυτόχρονα ή σχεδόν αμέσως ,στην ίδια τιμή και ποσότητα από διαφορετικούς όμως φορείς που προκαλεί την εντύπωση πως η μετοχή αποκτά ενδιαφέρον στον επενδυτικό κόσμο
Ψευδής υποκίνηση ενδιαφέροντος νο 2 : Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος έχει να κάνει με την εισαγωγή εντολών σε μεγάλο όγκο οι οποίες όμως δεν στοχεύουν στην καλύτερη τιμή ( best-bid ask) αλλά εμφανίζονται στην αγορά.
Στην πραγματικότητα η εντολή θα ανακληθεί , δεν θα εκτελεσθεί όμως θα πλασθεί η ψευδής εικόνα ότι υπάρχει ζήτηση για την μετοχή, παρότι η εντολή θα ακυρωθεί.
Άτυπο Market making : Μια χρηματιστηριακή εταιρεία μέσω συγκεκριμένων κωδικών διεξάγει καθημερινώς συναλλαγές με συγκεκριμένη μετοχή ή ομάδα μετοχών προκειμένου να προσφέρει στήριξη και τη διατήρηση της σε (προ)καθορισμένα επίπεδα.
Μέθοδος «γύρισμα» : Χαλαρά συντονισμένες αντίστροφες συναλλαγές μεταξύ ομάδας ατόμων που η μετοχή ξεκινάει από κάποιον , μεταπηδά σε κάποιον άλλο και επιστρέφει στον πρώτο , κ.ο.κ. Λόγου χάρη αν έχουμε τους επενδυτές Χ, Ψ, Ω ο Χ πουλάει στον Ψ, ο Ψ στον Ω και ο Ω στον Χ κ.ο.κ. ώστε να δημιουργηθεί η επίπλαστη εντύπωση της ζήτησης της μετοχής.
Offshore : Δεν αποτελεί ακριβώς τυποποιημένη μέθοδος, παρότι συνηθίζεται ο βασικός μέτοχος μιας εταιρείας να χρησιμοποιεί offshore εταιρίες που ο ίδιος συνέστησε και μέσω μεθοδευμένων συναλλαγών να προκύπτει η άνοδος της τιμής της .[1]
Νομοθετικό πλαίσιο
Λαμβάνοντας υπόψη την μεστή οδηγία 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου είμαστε σε θέση να ορίσουμε και νομικώς ορισμένους όρους της προηγούμενης παραγράφου .
Συγκεκριμένα , ως εμπιστευτικές πληροφορίες[2] νοούνται εκείνες οι αδημοσίευτες πληροφορίες (non-public) που αναφέρονται σε ένα ή περισσότερους εκδότες[3] χρηματοπιστωτικών μέσων ή γενικώς χρηματοπιστωτικά μέσα και οι οποίες εφόσον δουν το φως της δημοσιότητας είναι σε θέση να επηρεάσουν αισθητά την τιμή των χρηματοπιστωτικών μέσων. Να σημειωθεί λοιπόν, πως δεν χρειάζεται οι πληροφορίες[4] αυτές να αναφέρονται άμεσα στους συγκεκριμένους φορείς, αρκεί και έμμεση αναφορά, όμως όπως ορίζει και η οδηγία χρειαζόμαστε «αισθητή» διαφοροποίηση της τιμής, και όχι επουσιώδεις. [5]
Αργότερα στο άρθρο 2 αναφέρεται και στο όρο «χειραγώγηση» αγοράς που ως πλέον διευρυμένο ορισμό μπορούμε να δώσουμε είναι :
(α) οι συναλλαγές ή οι εντολές για την διενέργεια συναλλαγών όπου παρέχονται ψευδείς ή παραπλανητικά στοιχεία ως προς την προσφορά την ζήτηση ή την τιμή χρηματοπιστωτικών μέσων ,
(β) η παραπλάνηση ή με τέκνασμα η διάδοση τους στα ΜΜΕ (και στο Διαδίκτυο)
(γ) η με οποιοδήποτε άλλο τρόπο διάδοση τους ενώ ο διαδίδων ήξερε ή όφειλε να γνωρίζει την ψευδή τους φύση , από τα οποία συνάγεται πως περιλαμβάνονται και οι εξής περιπτώσεις .
(δ) η κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης κάποιας/ων επιχείρησης/εων ώστε με συντονισμένο σχεδιασμό να πετύχουν την πλασματική διαμόρφωση της τιμής μιας ή περισσοτέρων επιχειρήσεων .
(ε) το πλασματικό κλείσιμο της αγοράς, ώστε οι αγοραστές να αγοράζουν με τιμές κλεισμένης αγοράς .
(στ) η εκμετάλλευση της περιστασιακής ή συνεχούς εμφάνιση προσωπικοτήτων στα Media.
Μάλιστα στην Οδηγία γίνεται ρητή αναφορά πως το πεδίο της κατάχρησης αγοράς καλύπτει και τις πράξεις των προσώπων που έχουν στην διάθεση τους εμπιστευτικές πληροφορίες (insider trading) αλλά και τη χειραγώγηση της αγοράς, και πως θα πρέπει να γίνει στόχος η από κοινού αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων ώστε και με νομοθετικό τρόπο να προασπιστούν η ασφάλεια των συναλλαγών όσο και η ακεραιότητα των κοινοτικών χρηματοπιστωτικών αγορών αλλά και η ενίσχυση της
εμπιστοσύνης των επενδυτών στις αγορές αυτές. Η ομοιόμορφη αντιμετώπιση μπορεί να φέρει και σταδιακά επιτυχημένες λύσεις. .[6]
Στο άρθρο 5 λοιπόν εισάγεται η πρώτη απαγόρευση της χειραγώγηση της αγοράς, με την ανάγκη θέσπισης κλίματος διαφάνειας στην αγορά.[7] Το άρθρο 2 παρ 1 αναφέρει πως τα κράτη μέλη είναι αναγκαίο να απαγορεύουν αυτές τις πρακτικές από πρόσωπα που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες.[8] Επομένως για πρώτη φορά ψελλίζει πως η κατάχρηση αγοράς έχει ορισμένα μόνο «δυνητικά υποκείμενα» , δηλαδή συγκεκριμένους «δράστες» κατά των οποίων μπορούν να στοιχειοθετηθούν αυτές οι πρακτικές. Πιο αναλυτικά αναφέρεται σε πρόσωπα τα οποία έχουν :
α) θέση μέλους σε διοικητικά, διευθυντικά ή εποπτικά όργανα του εκδότη
β) συμμετοχή στο κεφάλαιο το εκδότη
γ) πρόσβαση στις πληροφορίες του εκδότη κατά την άσκηση της εργασίας του
δ) πρόσβαση στις πληροφορίες του εκδότη από εγκληματική δραστηριότητα.[9]Χτυπητό παράδειγμα μπορεί να θεωρηθεί το χακάρισμα του Assosciated Press και το περίφημο tweet στο Twitter περί θανάτου του προέδρου Ομπάμα και την πτώση του τζίρου κατακόρυφα μέσα σε 2 λεπτά (!!) .
Το εθνικό ελληνικό δίκαιο ακολουθεί πιστά την εν λόγω στάση με τον άρθρο 3.1 του ν 3340/2005 με συμπληρωματικά τα άρθρα 4 και 5 του ίδιου νόμου για τα οποία θα μιλήσουμε στην συνέχεια.
Επιπρόσθετα στο άρθρο 7 θεσπίζεται και η απαγόρευση χειραγώγησης της αγοράς, και αναφέρουν ενδεικτικά τις ίδιες περιπτώσεις με εκείνες του άρθρου 2 της Οδηγίας 2003/06 αφού έχει ήδη οριοθετηθεί στο άρθρο 6 η επιταγή της απαγόρευσης κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών επιβάλλει τον προσδιορισμό και τη διερεύνηση τριών βασικών στοιχείων-παραμέτρων: α) του υποκειμένου της απαγόρευσης, β) της έννοιας της «προνομιακής πληροφορίας» και γ) του αντικειμένου της απαγόρευσης, ήτοι των περιπτώσεων εκείνων που συνιστούν κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών
Ως προς το δυνητικό υποκείμενο , γίνεται αναφορά και σε διεθνές επίπεδο και στοn ιστοχώρο της αμερικανικής SEC ( Securities Exchange Commisions) όπου δίνει ενδεικτικά παραδείγματα δραστών που έχουν κατηγορηθεί στο παρελθόν όπως : διευθυντές , συντονιστές και εργαζόμενοι της εταιρίας, φίλοι, δικηγόροι, συνεργάτες, μέλη της οικογενείας, τραπεζίτες , brokers, φοροτεχνικοί ακόμα και εταιρίες που ανέλαβαν να τυπώσουν τις πληροφορίες. [10]
Σε Ιαπωνία το ζήτημα δεν έχει τεθεί τόσο ηχηρά όσο σε ΗΠΑ και ΕΕ όμως ήδη από το 2012 γίνονται κινήσεις προκειμένου να προληφθεί το φαινόμενο, με φόβο πολλές φορές των αρχών σχετικά με την έξαρση[11] του ειδικά με την πρόσφατη ανταγωνιστική υποτίμηση . [12]
Προς εξειδίκευση και εφαρμογής της οδηγίας 2003/6 εκδόθηκαν 11 μήνες αργότερα 2 επιπλέον οδηγίες η 2003/124/ΕΚ και η 2003/125/ΕΚ σχετικά με το διαχωρισμό των εννοιών περί δημοσιοποίησης εμπιστευτικών πληροφοριών και της χειραγώγησης αγοράς και περί της θεμιτής πρακτικής επενδυτικών συστάσεων και τη γνωσοποίηση των συγκρούσεων συμφερόντων αντίστοιχα.
Στην πρώτη οδηγία γίνεται αναφορά στον «ορθολογικό» επενδυτή τον οποίο το νομικό σύστημα τον διαισθάνεται ως εκείνον που βασίζει τις αποφάσεις του σε πληροφορίες που είναι εκ των προτέρων γνωστές σε αυτόν ενώ οι εκ των υστέρων διαθέσιμες πληροφορίες είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν για τον επηρεασμό των τιμών. Δηλαδή το πώς μπορεί οι πληροφορίες θα μπορούσαν να επηρεάσουν αισθητά των χρηματοπιστωτικών μέσων που ένα ορθολογικός επενδυτής είναι πιθανό να λάβει υπόψη του, οπότε βλέπουμε ένα επιπλέον σημαντικό περιορισμό .Εξυψώνεται η ανάγκη της ασφάλειας δικαίου με πιο ακριβής προσδιορισμούς των πρακτικών και για πρώτη φορά γίνεται ρητή αναφορά στην προστασία των επενδυτών[13] σε σχέση με την δημοσιοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών. Μάλιστα στην οδηγία φαίνεται πως μόνο η εκτίμηση 4 της οδηγίας αναφέρεται στην προστασία των επενδυτών επιτακτική ανάγκη ήδη από την οδηγία 2003/6 και συνδέεται μόνο με ένα στοιχείο της «εμπιστευτικής» πληροφορίας δηλαδή με την έγκαιρη και ταυτόχρονη δημοσιοποίηση της , με την χρονική ροή να αποτελεί – έτσι φαίνεται τουλάχιστον- την μόνη «ασπίδα» των επενδυτών.
Εν προκειμένου ιδιαίτερο ενδιαφέρον κείται στην προβληματική της εξειδίκευσης της έννοιας του «συγκεκριμένου» μιας εμπιστευτικής πληροφορίας και τι χαρακτηριστικά θα πρέπει να φέρει. Για να στοιχειοθετηθεί η πρακτική χρειαζόμαστε «πιθανή» επίπτωση του ψευδούς/προνομιακού γεγονότος η οποία θα οδηγεί σε συγκεκριμένα συμπεράσματα ως προς την κίνηση των τιμών .
Επιπλέον , γίνεται μνεία στον όρο «έννομα συμφέροντα» τόσο αναλυτικά ώστε να νοούνται ξεκάθαρα ως καταστάσεις οι οποίες είναι δυνατόν να δικαιολογήσουν επαρκώς την αναβολή της δημοσιοποίησης αναγκαίων πληροφοριών [14] χωρίς να λογίζεται πως έχουμε κατάχρηση αγοράς. Ενδεικτικά μπορούμε να απαριθμήσουμε ως τέτοιες περιπτώσεις :
α) διαπραγματεύσεις σε εξέλιξη που μπορούν να επηρεάσουν τις πληροφορίες
β) αποφάσεις που χρειάζονται έγκριση.
Έννομα συμφέροντα δεν συντρέχουν και επομένως στοιχειοθετείται ένδειξη για πράξεις χειραγώγησης της αγοράς – με την μορφή διάδοσης- εφόσον οι εντολές ή συναλλαγές:
- Αντιπροσωπεύουν σημαντικό ποσοστό του καθημερινού όγκου συναλλαγών.
- Εξετάζεται το ουσιώδες της μεταβολής της τιμής της μετοχής
- Εξετάζεται κατά πόσο συνεπάγεται πραγματική αλλαγή του δικαιούχου του χρηματοπιστωτικού μέσου
- Εάν μέσα από τις συναλλαγές παρατηρείται βραχυπρόθεσμη αντιστροφή θέσεων με αντιπροσώπευση σημαντικού ποσοστού επί του καθημερινού όγκου των συναλλαγών
- Το χρονικό διάστημα της πλαστής αντιστροφής της μετοχής είναι μεγάλο
- Οι εντολές που δόθηκαν προς συναλλαγές ( όχι η συναλλαγές καθευατές) διαμορφώνουν ευνοϊκά τις τιμές προς προσφορά και ζήτηση , οι οποίες όμως αποσύρονται πριν εκτελεσθούν
- Γίνονται σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα όταν αποτιμούνται συγκεκριμένες τιμές της μετοχής όπως πχ κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης , και αυτό προκαλεί την μεταβολή τους.[15]
Πεδίο εφαρμογής ν 3340/2005
Ως προς το εθνικό δίκαιο , το insider trading και το market manipulation ρυθμίζονται κατά κύριο λόγο από το νόμο 3340/2005 ∙ ο προαναφερθείς νόμος ορίζει το πεδίο εφαρμογής του , συγκεκριμένα δε στο άρθρο 20. Καταλαμβάνει λοιπόν :
α) τις πράξεις ή τις παραλείψεις που λαμβάνουν χώρα στην ελληνική επικράτεια ή στην αλλοδαπή και έχουν να κάνουν με χρηματοπιστωτικά μέσα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά που είτε εδρεύει είτε λειτουργεί στην ελληνική επικράτεια ή διάφορα χρηματοπιστωτικά μέσα, για τα οποία όμως έχει υποβληθεί αίτηση για εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση σε μια τέτοια αγορά.
Β) τις πράξεις ή παραλείψεις που λαμβάνουν χώρα στην ελληνική επικράτεια και αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά που εδρεύει ή λειτουργεί σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση για εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε μια τέτοια αγορά.
Ειδικότερα στο νομικό έρεισμα των άρθρων 3,4 και 5 του ν.3340/2005 που αφορούν την κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών χρησιμοποιείται ένα σαφώς πιο διευρυμένο πλαίσιο εφαρμογής. Με εσωτερική παραπομπή της παραγράφου 2 του άρθρου 20 αναφέρει πως τα εν λόγω άρθρα 3-5 εφαρμόζονται σε πράξεις ή παραλείψεις που λαμβάνουν χώρα στην ελληνική επικράτεια και αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, που εδρεύει ή λειτουργεί σε κράτος- μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των οποίων η αξία εξαρτάται από χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά που εδρεύει ή λειτουργεί σε ένα τουλάχιστον κράτος- μέλος ή για τα οποία έχει ζητηθεί η εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση σε μια τέτοια αγορά.
Ειρήσθω εν παρόδω, οι διατάξεις των άρθρων 3-5 εφαρμόζονται και στις πράξεις ή παραλείψεις που λαμβάνουν χώρα στην ελληνική επικράτεια ή στο εξωτερικό και οι οποίες αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα, που δεν έχουν όμως εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, που εδρεύει ή λειτουργεί στην ελληνική επικράτεια, αλλά των οποίων η αξία εξαρτάται από χρηματοπιστωτικό μέσο, εισηγμένο προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, που εδρεύει ή λειτουργεί στην ελληνική επικράτεια ή για το οποίο έχει ζητηθεί η εισαγωγή του προς διαπραγμάτευση σε μια τέτοια αγορά.
Ωστόσο, σύμφωνα με την επόμενη παράγραφο 3 του άρθρου 20, χρησιμοποιεί μια δεύτερη εσωτερική παραπομπή οι διατάξεις των άρθρων 10-12 δεν εφαρμόζονται στους εκδότες οι οποίοι δεν έχουν ζητήσει ή δεν έχουν εγκρίνει την εισαγωγή των χρηματοπιστωτικών μέσων τους προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά που εδρεύει ή λειτουργεί στην ελληνική επικράτεια ή σε άλλο κράτος μέλος.
Από δικαιοπολιτική σκοπιά η ευρύτητα του πεδίου εφαρμογής του Ν. 3340/2005 ανταποκρίνεται πλήρως στη βούληση του Κοινοτικού Νομοθέτη για αποτελεσματική διασφάλιση την ίση διεξαγωγή του ανταγωνισμού στις κοινοτικές – και στις διεθνείς- χρηματοπιστωτικές αγορές. Επιπλέον επιτυγχάνεται η πιο ευρεία κάλυψη των παραβάσεων , των «παραθύρων» του παρελθόντος καθώς και η προστασία των επενδυτών συνάμα με την δημιουργία ασφάλειας στις συναλλαγές.
Εμβάθυνση σε Υποθέσεις Κατάχρησης αγοράς και Insider Trading
Κατάχρησης Αγοράς ( Market Manipulation )
JP Morgan Chase & HSBC Silver αντιμονοπωλιακή δράση Class[16]
Η Girard Gibbs LLP εκπροσωπεί επενδυτές σε μια συλλογική αγωγή κατά της JP Morgan Chase & Co και η HSBC, ισχυριζόμενη ότι οι τράπεζες παραβίασαν την ομοσπονδιακή αντιμονοπωλιακή νομοθεσία με το χειρισμό τιμών των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης με συναλλαγές σε ασήμι και συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης. Ξεκινώντας στις αρχές του 2008, η HSBC και JP Morgan φέρεται να δημιούργησαν πολύ μεγάλες αρνητικές συναλλαγές σε συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης ασήμι και επιλογές στο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων Α.Ε. (COMEX), με την JP Morgan αύξηση ασημένιο παράγωγο συμμετοχές της με πάνω από $ 6 δις δολάρια ή 220 εκατομμύρια ουγκιές.
Η συλλογική αγωγή ισχυρίζεται ότι η JP Morgan και η HSBC χρησιμοποίησε μια ποικιλία από τακτικές για να ανεβάσει τεχνητά τιμή του αργύρου.
Ο καταγγέλλων ισχυρίζεται ότι η HSBC και JP Morgan έκανε μεγάλη, συντονισμένη επαγγέλματα, μεταξύ άλλων, προκειμένου να μειώσει τεχνητά την τιμή του αργύρου σε πολύ σημαντικές στιγμές, όταν το πολύτιμο μέταλλο θα έπρεπε να τεθεί σε διαπραγμάτευση σε υψηλότερα επίπεδα. Μειώνοντας την τιμή του αργύρου, η αγωγή ισχυρίζεται ότι οι εναγόμενοι σημειώσει σημαντική παράνομα κέρδη, ενώ βλάπτουν τους επενδυτές και τον περιορισμό του ανταγωνισμού στην COMEX ασημί προθεσμιακή αγορά..[17]
Προνομιακές πληροφορίες ( Insider Trading)
Albert H. Wiggin: Ο Εκατομμυριούχος κραχ
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '20, πολλοί broker της Wall Street επαγγελματίες, ακόμη και το ευρύ κοινό, ήξεραν πως η Wall Street ήταν ένα στημένο παιχνίδι που διευθύνεται από ισχυρά lobby επενδυτών .Πάσχοντας από έλλειψη ενημέρωσης και μια επιδημία χειραγώγησης και φημών , οι επενδυτές πίστευαν σε δυναμική και επιθετική επένδυση. Τον Οκτώβριο του 1929, το μεγάλο παιχνίδι αποκαλύφθηκε ως μια ακόμη φούσκα και χρησιμοποιώντας εξ ολοκλήρου επιχειρήσεις της οικογένειας να κρύψει τις συναλλαγές του ,ο Wiggin δημιουργήσει μια θέση ισχύος , αποκτώντας συμφέρον στην διάλυση της εταιρείας του. Δεν υπήρχαν ειδικοί κανόνες κατά «βραχυκυκλώματος» της δικής του επιχείρησης το 1929, οπότε ο Wiggin κατέστησε νόμιμα 4000000 δολαρίων από το κραχ του 1929 και την εξυγίανση της αγοράς των Chase μετοχών που ακολούθησαν.
Κατάφερε να δεχθεί επίσης $ 100.000 το χρόνο ισόβια σύνταξη από την τράπεζα. Ο ίδιος αρνήθηκε αργότερα τη σύνταξη, όταν η δημόσια κατακραυγή μεγάλωσε πάρα πολύ δυνατά για να αγνοηθεί . Ο Wiggin δεν ήταν μόνος στην ανήθικη συμπεριφορά του, και παρόμοιες αποκαλύψεις οδήγησαν σε 1934 την αναθεώρηση του νόμου 1933 Τίτλων που ήταν πολύ πιό αυστηρά προς την εκμετάλλευση εμπιστευτικών πληροφοριών και το παρατσούκλι της αναθεώρησης ήταν το λεγόμενο "Wiggin Act".[18]
Εξαιρετέο καθεστώς από την κατάχρηση της αγοράς.
Με ρητή αναφορά των άρθρων 8 και 9 , ο νόμος 3340/2005 μνημονεύει δύο εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής των άρθρων 6 και 7.
Στην πρώτη του παράγραφο το άρθρο 8 προβλέπει ότι δεν υπάγονται στο γενικό κανόνα της απαγόρευσης κατάχρησης αγοράς πράξεις που διενεργούνται κατά την άσκηση νομισματικής ή συναλλακτικής πολιτικής ή πολιτικής διαχείρισης δημοσίου χρέους από (α) κράτη-μέλη , (β) το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), (γ) τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών- μελών , (δ) οποιοδήποτε όργανο επίσημα εξουσιοδοτημένο για τους σκοπούς αυτούς ή (ε) από οποιονδήποτε ενεργούντα για λογαριασμό τους.[19]
Στην συνέχεια το άρθρο 9 ορίζει την δεύτερη εξαίρεση και συγκεκριμένα στις:
(α)πράξεις επί ιδίων μετοχών, που διενεργούνται στο πλαίσιο προγραμμάτων αγοράς ιδίων μετοχών[21],
(β) στις πράξεις σταθεροποίησης ενός χρηματοπιστωτικού μέσου, εφόσον οι σχετικές συναλλαγές διενεργούνται σύμφωνα με τον Κανονισμό 2273/2003 της Επιτροπής.
Σε γενικές γραμμές , η απόκτηση ιδίων μετοχών, προκειμένου να εξασφαλισθεί ασφάλεια και σταθερότητα των συναλλαγών μπορεί να θεωρηθεί θεμιτή, όμως σε πλείστες περιπτώσεις για να αποφευχθεί η κατάχρηση της πρακτικής αυτής όχι προς στήριξη της τιμής αλλά για αλλοίωση της μετοχικής προσφοράς και ζήτησης η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προέβλεψε μέσω του Κανονισμού 2273/2003/ΕΚ μία συγκεκριμένη διαδικασία εφαρμογής προγραμμάτων επαναγοράς ιδίων μετοχών. Εφόσον , ακολουθηθούν τα διαδικαστικά της οι εκδότες μπορούν να απαλλάσσονται τους εκδότες από ενδεχόμενη ευθύνη για κατάχρηση αγοράς.
Στα βασικά σημεία της η διαδικασία θα πρέπει να τηρεί της εξής προϋποθέσεις:
α) το πρόγραμμα επαναγοράς μετοχών θα πρέπει αποκλειστικά να συνεισφέρει σε πολύ συγκεκριμένους σκοπούς ( numerous claus) . Είτε στην μείωση του κεφαλαίου της εταιρίας ή στην εκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν από τίτλους μετατρέψιμους σε μετοχικούς τίτλους ή την άσκηση δικαιωμάτων αγοράς μετοχών εκ μέρους των εργαζομένων ή από άλλες διαθέσεις μετοχών σε εργαζόμενους της εταιρίας ή συνδεδεμένης με αυτή εταιρίας. Οι λεπτομέρειες του προγράμματος δημοσιοποιούνται πριν την έναρξη του στο Ημερήσιο Δελτίο Τιμών του ΧΑ.
β) ο εκδότης δε μπορεί να αγοράζει μετοχές σε τιμή ανώτερη από εκείνη στην οποία διενεργήθηκε η τελευταία ανεξάρτητη πράξη ή από εκείνη της υψηλότερης τρέχουσας ανεξάρτητης προσφοράς, εάν η τελευταία είναι ανώτερη, στις αγορές στις οποίες διενεργείται η αγορά των μετοχών.[22] Όταν ο εκδότης αγοράζει με παράγωγο τρόπο χρηματοπιστωτικά μέσα, η τιμή αγοράς των μετοχών δεν μπορεί να είναι ανώτερη από την τιμή στην οποία διενεργήθηκε η τελευταία ανεξάρτητη πράξη, ή από εκείνη της υψηλότερης τρέχουσας ανεξάρτητης προσφοράς, εάν η τελευταία είναι ανώτερη.
γ) Αναφορικά με τον όγκο των μετοχών ο εκδότης δε μπορεί να αγοράσει περισσότερο από 25 % του ημερήσιου όγκου μετοχών που διαπραγματεύεται στην οργανωμένη αγορά στην οποία διενεργείται η αγορά των μετοχών. Από την άλλη ημερήσιος όγκος υπολογίζεται με βάση τον ημερήσιο όγκο συναλλαγών στη διάρκεια του μήνα, πριν από τη δημοσιοποίηση του προγράμματος επαναγοράς .[23]
δ) Η υπέρβαση του 25 % του όγκου επιτρέπεται μόνο σε περιπτώσεις ιδιαίτερα χαμηλής ρευστότητας , με την αντίστοιχη ενημέρωση του εκδότη εκ των προτέρων στην αρμόδια αρχή της αντίστοιχης αγοράς, δημοσιοποιήσει τη σχετική πρόθεση του και δεν υπερβεί το 50 % του μέσου ημερήσιου όγκου.[24]
Ποινική αντιμετώπιση
Σε συνδυασμό με τα άρθρα που απαγορεύουν τη κατάχρηση αγοράς ( και insider trading) τα άρθρα 29 και 30 του ν 3340/2005 προβλέπουν τις ποινικές συνέπειες εφόσον παραβιαστεί η απαγόρευση.
Για κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών η διάταξη του άρθρου 29.1 προβλέπει φυλάκιση ενός έτους όποιος, με σκοπό να αποκτήσει ο ίδιος ή τρίτος περιουσιακό όφελος, χρησιμοποιεί εν γνώσει του προνομιακές πληροφορίες για να αποκτήσει ή να διαθέσει , ο ίδιος ή μέσω άλλου προσώπου, χρηματοπιστωτικά μέσα στα οποία αφορούν οι πληροφορίες αυτές. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως η διάταξη περιορίζει το ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος καθιστώντας το ιδιαίτερο έγκλημα, αναφερόμενη σε κάθε πρόσωπο το οποίο χρησιμοποιεί προνομιακές πληροφορίες τις οποίες έχει στην κατοχή του με σκοπό να αποκτήσει ή να διαθέσει, άμεσα ή έμμεσα μέσω άλλου προσώπου, χρηματοπιστωτικά μέσα στα τα πρόσωπα[25] τα οποία λαμβάνουν το μεγάλο μέρος των επιχειρηματικών αποφάσεων (πρωτογενώς) . Επίσης περιλαμβάνονται και τα πρόσωπα του άρθρου 5, δηλαδή πρόσωπα, τα οποία απέκτησαν τις προνομιακές πληροφορίες δευτερογενώς από τα πρόσωπα του άρθρου 3 παρ. 1 . Στη συγκεκριμένη διάταξη υπάγονται όλοι γενικά που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες έχοντας επίγνωση του προνομιακού χαρακτήρα τους, ανεξαρτήτως αν γνωρίζουν ή όχι ότι η εν λόγω πληροφορίες προήλθαν από τα πρωτογενή πρόσωπα. Έτσι, ποινική απαξία προβλέπεται ακόμα και για τη χρησιμοποίηση προνομιακών πληροφοριών που αποκτήθηκαν τυχαία ή συμπτωματικά. Η απλή πάντως ανακοίνωση προνομιακών πληροφοριών σε τρίτο δεν επισύρει ποινικές κυρώσεις, αλλά μόνο διοικητικές.
Προκείμενου να τυποποιήσουμε την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος πρέπει να αναφέρουμε τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά :
(α) Την ιδιότητα των συγκεκριμένων προσώπων που έμαθαν την πληροφορία (δευτερογενώς) ή την γνώριζαν ήδη (πρωτογενώς)
(β) Ο προνομιακός χαρακτήρας της πληροφορίας που δίδεται .
(γ) Το αποδεδειγμένο παράνομο περιουσιακό όφελος [26]
(δ) Ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ χρήσης της πληροφορίας και απόκτησης της
Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 29 τυποποιεί μια κακουργηματική παραλλαγή του εγκλήματος με κάθειρξη μέχρι 10 ετών στις περιπτώσεις που τελείται κατ’επάγγελμα ή κατά συνήθεια και όταν η αξία των καταχρηστικών συναλλαγών υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο ευρώ ή όταν ο δράστης αποκομίζει για τον εαυτό του ή για τρίτο το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων ευρώ.
Εν μέρει φαίνεται ορθή η εν λόγω διάταξη , δεν μπορεί όμως κανείς παρά να παρατηρήσει την μεγάλη απόκλιση της πρώτης και της δεύτερης περίπτωσης ( διαφορά 700.000 ευρώ) αναρωτούμενος κανείς μάλιστα αν η διάταξη συμπροστατεύει και το έννομο αγαθό της περιουσίας των επενδυτών. Κάτι τέτοιο εκ πρώτης όψεως μπορεί εύκολα να απορριφθεί με δικαιολογητική βάση τόσο το αόριστο των περιουσιών όσο και η αμφίβολη θέληση του νομοθέτη . Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να στέκεται εμπόδιο και παρά την μεγάλη διασπορά των περιουσιών δεν μπορούμε να κρίνουμε αμελητέο το γεγονός πως στο πυρήνα της η αγορά αποτελείται από την αλληλεπίδραση περιουσιών νομικών και φυσικών προσώπων. Διορθωτικές πάντως δεν θα πρέπει να αποκλείονται με βάση πληθωριστικά δεδομένα.
Για τη χειραγώγηση αγοράς
Στην συνέχεια του νόμου 3340/2005 το άρθρο 30 προβλέπει φυλάκιση ενός έτους , για τον τυχόν επιτήδειο που με σκοπό να διαμορφώσει τεχνητά την τιμή ορισμένης μετοχής ή ομάδας μετοχών
: α) διενεργεί συναλλαγές χρησιμοποιώντας με γνώση του παραπλανητικές μεθοδεύσεις ή απατηλά μέσα, ή
β) διαδίδει με γνώση του, δια των μέσων μαζικής ενημέρωσης (ΜΜΕ) του διαδικτύου ή οιουδήποτε άλλου τρόπου, παραπλανητικές ή ψευδείς πληροφορίες, ειδήσεις ή φήμες.
(γ) Με σκοπό περιουσιακό όφελος,
Η πρώτη περίπτωση έχει να κάνει με περιστατικά χειραγώγησης της αγοράς που επιτυγχάνονται με συναλλακτικές πράξεις. Η δεύτερη περίπτωση αντιλαμβάνεται ως ποινικά κολάσιμη την διασπορά ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών στην αγορά με γνώση (αναγκαίος δόλος) , που ωθούν σε στρέβλωση της τιμής ή της εμπορευσιμότητας των μετοχών.
Για να διακρίνουμε την υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων θα πρέπει να διακρίνουμε τα εξής :
Στην μέν πρώτη περίπτωση θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι το πρόσωπο που δρα έχει ως στόχο στην τεχνητή διαμόρφωση των τιμών ή της εμπορευσιμότητας χρηματοπιστωτικών μέσων, προκειμένου να αποκομίσει ο ίδιος ή τρίτο πρόσωπο περιουσιακό όφελος[27], καθώς και ότι χρησιμοποιεί εν γνώσει του παραπλανητικές μεθοδεύσεις και απατηλά μέσα.
Στην δε δεύτερη περίπτωση για τιμωρηθεί το έγκλημα με αυτή τη μορφή του, είναι απαραίτητο να αποδεικνύεται ότι το πρόσωπο που δρα στόχευε στην τεχνητή διαμόρφωση της τιμής ή της εμπορευσιμότητας χρηματοπιστωτικού μέσου. Χρειάζεται η με γνώση του διασπορά της πληροφορίας και δεν αρκεί απλά η αμφισβητούμενη σκέψη ότι η πληροφορία μπορεί να είναι ή όχι ψευδείς ή παραπλανητική (δεν αρκεί δλδ ενδεχόμενος δόλος ) . Όλα αυτά βέβαια υπό το πρίσμα της απόκτησης περιουσιακού οφέλους του ίδιου ή τρίτου.
Επιπρόσθετα τυποποιούνται και οι νομολογιακώς διεγνωσμένες περιπτώσεις [28]κατάχρησης της αγοράς. Και σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 30, οι ως άνω πράξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 30 αποκτούν κακουργηματικό χαρακτήρα και τιμωρούνται με κάθειρξη έως δέκα ετών, όταν τελούνται κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια και
α)η αξία των παράνομων συναλλαγών υπερβαίνει τα ένα εκατομμύριο Ευρώ ή
β) ο δράστης αποκομίζει ο ίδιος ή προσπορίζει σε τρίτο περιουσιακό όφελος το οποίο υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες Ευρώ. (παραπέμπουμε σε όσα αναφέραμε και παραπάνω)
Από δικονομική πλευρά, η ποινική δίωξη για τα αδικήματα των άρθρων 29 και 30 του Ν 3340/2005 κινείται αυτεπαγγέλτως χωρίς έγκληση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς [29]και σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στο άρθρο 31 του Ν. 3340/2005.
Το άρθρο 31 προβλέπει την ειδική διαδικασία πως ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών υποβάλλει στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών τις μηνυτήριες αναφορές με τις οποίες καταγγέλλει τα σχετικά αδικήματα. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς από τη μεριά της έχει το δικαίωμα να υποβάλλει απευθείας στον τελευταίο Εισαγγελέα (Εφετών) τις μηνυτήριες αναφορές της σχετικά με την τέλεση των ανωτέρω αξιόποινων πράξεων. Ο Εισαγγελέας Εφετών , από την άλλη, λαμβάνοντας υπόψη του τις παραπάνω μηνυτήριες αναφορές ή άλλα στοιχεία που περιήλθαν σε αυτόν από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή από τρίτους ή αυτεπάγγελτα, ενεργεί ο ίδιος προκαταρκτική εξέταση παραγγέλλει τη διενέργεια της σε ειδικό η γενικό ανακριτικό υπάλληλο την οποία και εποπτεύει.
Στην συνέχεια επιδίδεται κλήση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να ενημερωθεί σχετικά με την συγκεντρωθείσα δικογραφία και εντός 30 ημερών από την κλήση καταθέτει έκθεση επεξεργαζόμενη τις τελεσθείσες πράξεις με παράλληλη γνώμη της. Μετά την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής η δικογραφίας επιστρέφει στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ( εφόσον υπάρχουν αρκετές ενδείξεις) και ο ανώτερος Εισαγγελέας του υποδεικνύει να παραγγείλει την ποινική δίωξη με αρμοδιότητα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ή το Τριμελές Εφετείο εφόσον έχουμε να κάνουμε με την κακουργηματική μορφή.
Το άρθρο 31 στην έκτη του παράγραφο διακρίνει πλέον ρητά πως στις δίκες όπου εκδικάζονται για τα αδικήματα της παραγράφου 1 η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα για την υποστήριξη της κατηγορίας και μόνο. Πριν από τη θέσπιση της συγκεκριμένης διάταξης , αφού δεν η νομοθεσία στερούνταν αντίστοιχη ειδική πρόβλεψης, αποτελούσε νομολογιακό ζήτημα.[30] Η πρόβλεψη αυτή κρίνεται ορθή , ενώ οι διάφορες αποφάσεις που δεν επέτρεπαν την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να παραστεί χρησιμοποιούσαν το επιχείρημα πως δεν μπορεί να υφίσταται άμεση περιουσιακή ζημία ούτε μείωση της φήμης της. [31]
Αστικές αξιώσεις
Στο Ν. 3340/2005 δεν προβλέπει ρητά την ύπαρξη ( ή θεμελίωση) αδικοπρακτικής ευθύνης των προσώπων που παραβιάζουν τον κανόνα απαγόρευσης της κατάχρησης αγοράς. Συνεπώς, σκόπιμο κρίνεται να αναφερθούμε στις κοινές αστικές διατάξεις (914επ ΑΚ)
Εκτός από ευθύνη του 914 είναι δυνατόν να στοιχειοθετηθεί υποχρέωση για αποζημίωση των ζημιωθέντων επενδυτών λόγω προσβολής των χρηστών ηθών σύμφωνα με το άρθρο 919 ΑΚ. Η νομική βάση του άρθρου 919 ΑΚ ενεργοποιείται όταν η ζημία προκαλείται από πρόθεση με συμπεριφορά αντίθετη στα χρηστά ήθη. Η πρόθεση αναφέρεται καταλαμβάνει και κάθε πράξη ή παράλειψη από τη γενική ατομική ελευθερία όχι αποκλειστικά στον παράνομο ή ανήθικο χαρακτήρα της πράξης ενώ αρκετός θεωρείται και ο ενδεχόμενος δόλος.[32] Δεν απαιτείται συγκεκριμένη γνώση για το ύψος της ζημίας, αλλά αρκεί και η γενική εκτίμηση του είδους της.
Κρατούσα στην θεωρία τελολογικά δέχεται πως το δίκαιο Κεφαλαιαγοράς δεν προστατεύει αυτοτελώς τον επενδυτή αλλά μόνο αντανακλαστικά μέσα από την προστασία της εύρυθμης προστασίας της αγοράς. Επομένως δεν θεμελιώνεται προστασία των επενδυτών , καθώς υπάρχει ασάφεια ως προς το προστατευόμενο δικαίωμα με ανάγκη παραβίαση συγκεκριμένου συμφέροντος[33].
Κατά άλλη άποψη αμφισβητείται η προσφορότητα χρήσης του 919ΑΚ για την περίπτωση κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών, δεδομένου ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά είναι αυτοτελώς από το νόμο τυποποιημένη ως απαγορευμένη, ώστε στην εξεταζόμενη περίπτωση να μην υπάρχει νομικό έρεισμα για την αναφορά στα χρηστά ήθη, διότι υφίσταται παραβίαση θετού κανόνα δικαίου.[34]
Αντίθετη μερίδα στην θεωρία, αντιλαμβάνεται την κατάσταση με οντολογικούς όρους, αναφέροντας πως οι αγοραπωλησίες μετοχών γίνονται με σκοπό την απόκτηση του υπερβάλλοντος της διαφοράς της τιμής αγοράς και της τιμής πώλησης.
Επομένως, έχουμε να κάνουμε με άμεσο περιουσιακό συμφέρον , προτάσσοντας παράλληλα την αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ κατόχων και μη κατόχων προνομιακών πληροφοριών ∙ σε σχέση με την χειραγώγηση αγοράς προτάσσονται οι ανάγκη της εμπιστοσύνης του επενδυτή προς την αγορά, με κοινοτικές αναφορές.[35]
Προληπτικά μέτρα
Προκειμένου να αντιμετωπισθούν τέτοια φαινόμενα ο νόμος προέβλεψε μεθόδους πρόληψης και ασφαλιστικές δικλείδες. Σε αναλυτικό επίπεδο μπορούμε να παρατηρήσουμε τα σημαντικότερα ως εξής.
(Α) Σύμφωνα με το άρθρο 11 του Ν. 3340/2005[36], οι εκδότες υποχρεούνται να δημοσιοποιούν έγκυρα και έγκαιρα, ήτοι χωρίς υπαίτια βραδύτητα, τις προνομιακές πληροφορίες που τους αφορούν άμεσα και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να διασφαλίζεται η ισότιμη πρόσβαση των επενδυτών σε αυτές σε κοινοτικό επίπεδο. Η δημοσίευση λαμβάνει χώρα σε ιστοσελίδα του εκδότη στο διαδίκτυο, στην οποία θα πρέπει να παραμείνει δημοσιευμένη για τουλάχιστον έξι μήνες.
Αναβολή δημοσίευσης προνομιακών πληροφοριών χωρεί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 του Ν. 3340/2005, όταν ο εκδότης μπορεί με ευθύνη του , εφόσον υπάρχει διακινδύνευση νόμιμου συμφέροντος του , χωρίς όμως πιθανότητα παραπλάνησης του κοινού .
Δικαιοπολιτικός λόγος αποτελεί η αμερόληπτη δημοσιοποίηση των πληροφοριών και η αρχή της ίσης μεταχείρισης των επενδυτών. Για το λόγο αυτό, σε περίπτωση αναβολής δημοσιοποίησης προνομιακής πληροφορίας κατά τα ανωτέρω, ο εκδότης ή αντιπρόσωπος εκδότη που ανακοινώνει με πρόθεση προνομιακή πληροφορία σε τρίτο πρόσωπο, υποχρεούται σε ταυτόχρονη δημοσιοποίηση της πληροφορίας με πληρότητα και ευκρίνεια. Αν, εντούτοις, η ανακοίνωση στον τρίτο έγινε χωρίς πρόθεση, τότε ο εκδότης ή ο αντιπρόσωπος του εκδότη υποχρεούται να δημοσιοποιήσει όχι ταυτόχρονα, αλλά πάντως άμεσα την εν λόγω πληροφορία (άρθρο 11 παρ 2 του Ν. 3340/2005).
(Β) Το άρθρο 12 αναφέρει πως οι εκδότες υποχρεούνται να καταρτίζουν καταλόγους με τα στοιχεία των προσώπων που απασχολούν με σύμβαση εργασίας ή άλλως και τα οποία λόγω της θέσης τους έχουν πρόσβαση σε προνομιακές πληροφορίες και να τους ενημερώνουν σε κάθε περίπτωση μεταβολής των στοιχείων που περιλαμβάνουν.
Οι κατάλογοι αυτοί θα πρέπει να τίθενται στη διάθεση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς από τους εκδότες, κάθε φορά που αυτή θα το ζητήσει έτσι ώστε να το επισημάνεται .
(Γ) Σύμφωνα με το άρθρο 13 του Ν. 3340/2005 τα πρόσωπα τα οποία ασκούν διευθυντικά καθήκοντα σε εκδότη, καθώς και εκείνοι οι οποίοι έχουν στενό δεσμό με τα πρόσωπα αυτά οφείλουν να γνωστοποιούν στον εκδότη τις συναλλαγές που διενεργούνται για δικό τους λογαριασμό και αφορούν μετοχές που εκδίδονται από τον ανωτέρω εκδότη ή παράγωγα ή άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι συνδεδεμένα με αυτές και αυτός με τη σειρά του να διαβιβάζει αυτές τις πληροφορίες στο επενδυτικό κοινό και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Η γνωστοποίηση των συναλλαγών αυτών δεν αποτελεί απλώς μια χρήσιμη πληροφορία για το επενδυτικό κοινό, αλλά και ένα πρόσθετο μέτρο για την εποπτεία των αγορών εκ μέρους της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Ο εκδότης υποχρεούται να διατηρεί επιπροσθέτως και κατάλογο των ως άνω υπόχρεων προσώπων, τον οποίο υποβάλλει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς
(Δ) Το άρθρο 16 του Ν. 3340/2005 προβλέπει για τα πρόσωπα που εκδίδουν στατιστικά στοιχεία, τα οποία ενδέχεται να ασκήσουν σημαντική επίδραση στις χρηματοπιστωτικές αγορές την υποχρέωση να εκδίδουν τα στοιχεία αυτά με τρόπο αντικειμενικό και διαφανή .
(Ε) Υποχρεώσεις των διαμεσολαβούντων κατ’επάγγελμα στην κατάρτιση συναλλαγών αναφέρονται στα άρθρα 17-18 του Ν. 3340/2005 θεσπίζεται ένα πλέγμα υποχρεώσεων που βαρύνουν τα πρόσωπα, τα οποία διαμεσολαβούν κατ’επάγγελμα στην κατάρτιση των συναλλαγών, δηλαδή τις ΑΕΠΕΥ, τα πιστωτικά ιδρύματα εφόσον λειτουργούν και ως ΑΕΠΕΥ, και τις Ανώνυμες Εταιρίες Επενδυτικής Διαμεσολάβησης .
(ΣΤ) Το άρθρο 15 περιέχει πρόβλεψη για μηχανισμούς εντοπισμού και αποτροπής περιπτώσεων κατάχρησης αγοράς εκ μέρους των διαχειριστών αγοράς Μάλιστα, προβλέπεται ότι οι διαχειριστές των αγορών υποχρεούνται να συμβάλλουν στην πρόληψη των καταχρηστικών πρακτικών στην αγορά και να λαμβάνουν διαρθρωτικά μέτρα για τον εντοπισμό και την πρόληψη τέτοιων φαινομένων.
______________________________________________________________________________________________
[1] Αρχικά γίνονται μεγάλες αγορές μετοχών του ύψους των 3%-5% ενώ μετά την πρώτη συνεδρία συνεχίζει με μικρότερες αγορές.
[2] Εισηγμένη Ανώνυμη Εταιρία, Δ.Αυγητίδης, σελ 173
[3] Εκδότες νοούνται τα νομικά πρόσωπα τα , στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα κράτη, των οποίων κινητές αξίες έχουν εισαχθεί σε οργανωμένη αγορά , που έχει την έδρα της ή λειτουργεί στην Ελλάδα ή για τις οποίες έχει υποβληθεί αίτηση εισαγωγής στην εν λόγω αγορά ή οι κινητές αξίες τους αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε Πολυμερή Μηχανισμό Διαπραγμάτευσης , τον οποίο διαχειρίζεται πιστωτικό ίδρυμα, ΑΕΠΕΥ ή διαχειριστής οργανωμένης αγοράς που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδας ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς,. Σε περίπτωση τίτλων παραστατικών μετοχών, εκδότης θεωρείται το πρόσωπο που εξέδωσε στους τίτλους αυτούς μετοχές, (άρθρο 2 περ. 3 Ν. 3340/2005).
[4] Αντιθέτως μπορώ να κάνω συστάσεις, όμως πάντα κρίσιμο είναι πότε έχω δώσει την εντολή της εξαγοράς των μετοχών
[5] http://eur-lex.europa.eu
[6] http://antitsoukalas.blogspot.gr/
[7] In particular the following instances are derived from the core definition given…conduct by a person or persons acting in collaboration …at the effect of misleading invvestors….taking advantage of occasional or regural access to the traditional media by voicing an opinion ….
[8] Απλή φήμη, αίολη από κανένα στοιχείο και διασταυρώσιμη μόνο από άλλες δευτερογενείς πηγές, δεν αρκούν.
[9] Με λίγα λόγια , πρωτογενείς και δευτερογενείς κάτοχοι.
[10] http://insidertrading.procon.org
[11] High-profile crackdowns on insider trading seen in the US and UK in the wake of the financial crisis have not been mirrored in Japan. http://www.euro2day.gr.
[12] http://analuse-to.blogspot.gr/2013/03/coin-wars.html ( Coin Wars)
[13] Όπως 89/592/ΕΟΚ , εκτίμηση 4 της οδηγίας.
[14] 2003/6/ΕΚ αρθρ 6 . 2
[15] Οι εν λόγω πρακτικές εντοπίστηκαν και στην απόφαση ΕΚ 1/347/12-7-2005
[16] http://www.girardgibbs.com
[17] Η απάτη για την οποία κατηγορείται η αγγλική τράπεζα Barclays, δηλ. η απόπειρα χειραγώγησης του Libor (London Interbank Offered Rate, του διατραπεζικού επιτοκίου με το οποίο δανείζονται μεταξύ τους οι τράπεζες στην αγορά του Λονδίνου), αφορά τεράστια ποσά, άρα από μόνο του το γεγονός είναι εξαιρετικής σημασίας. Συνολικά, σύμφωνα με τη «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ», το Libor επηρεάζει χρηματιστικές συναλλαγές συνολικού ύψους 800 τρισεκατομμυρίων δολ., ένα ποσό που είναι δέκα φορές μεγαλύτερο από το ετήσιο προϊόν ολόκληρου του πλανήτη.
[18] http://www.investopedia.com
[19] http://www.investopedia.com
[20] Η εξαίρεση δεν ισχύει για τις πράξεις που διενεργούνται από την εταιρία «Δημόσια Επιχείρηση Κινητών Αξιών Ανώνυμη Εταιρία («Δ.Ε.Κ.Α. Α.Ε.) του ν. 2526/1997.
[21] & από απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 3-11-2008
[22]Εάν η αγορά αυτή δεν είναι οργανωμένη, τότε θα ληφθεί υπόψη η τιμή της τελευταίας ανεξάρτητης πράξης ή της υψηλότερης τρέχουσας ανεξάρτητης προσφοράς της οργανωμένης αγοράς του κράτους – μέλους στο οποίο διενεργείται η αγορά μετοχών.
[23] Εάν το πρόγραμμα δεν κάνει λόγο για το μέσο ημερήσιο όγκο, τότε αυτός υπολογίζεται με βάση το μέσο ημερήσιο όγκο συναλλαγών των 20 ημερών διαπραγμάτευσης πριν από τη σχετική ημερομηνία αγοράς.
[24] Συμπληρωματικά για να μην θεωρηθεί κατάχρηση αγοράς είναι αναγκαίο ο εκδτόης i) να μην προβαίνει σε πώληση ιδίων μετοχών όσο διαρκεί το συγκεκριμένο πρόγραμμα, , ii) να μη διενεργεί πράξεις κατά τη διάρκεια της λεγόμενης κλειστής περιόδου και iii) να μην διενεργεί πράξεις, εφόσον έχει αποφασίσει να αναβάλει τη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών ( με αντίστοιχες εξαιρέσεις)
[25] άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 33040/2005
[26] Αμφισβητείται ο χαρακτήρας του «παρανόμου» ενός οφέλους , πάντως το ύψος δεν απαιτείται
[27] Τριμ.ΕφΑθ 57771/2007
[28] Εισηγμένη Ανώνυμη , Δ.Αυγητίδης σελ 200
[29] Εισηγμένη Ανώνυμη , Δ. Αυγητίδης σελ 201
[30] Πάλλας, Νομιμοποίηση παράστασης πολιτικής αγωγής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς στο χρηματιστηριακό έγκλημα,,
[31] Εισηγμένη Ανώνυμη σελ 201
[32] Σε περίπτωση αδικοπραξίας στρεφόμενης κατά ομόρρυθμης εταιρείας, μόνον αυτή νομιμοποιείται να ζητήσει αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση και όχι τα μέλη της.
[33] Δεν είναι δυνατόν το ιδιωτικό οικονομικό περιουσιακό συμφέρον, με τα συμφέροντα κάποιων επιχειρήσεων να υπερισχύουν τελικά της ασφάλειας των συναλλαγών και της
[34] Πλαγάκος, Καταχρηστική εκμετάλλευση εμπιστευτικών πληροφοριών στο Χρηματιστήριο και αγωγή αποζημίωσης του ζημιωθέντος επενδυτή, Αρμ. 2005, 5,
[35] Περιπτώσεις insider trading δημοσιοποιημένες στον ιστότοπο stockwatch
[36] και την υπ’αριθμ. 3/347/12-7-2005 απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς