Κατά το άρθρο 17 παρ. 2 εδ. α΄ και 3 του Συντάγματος, κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο. Ειδικότερα, από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν.653/1977 « περί υποχρεώσεως των παροδίων ιδιοκτητών δια την διάνοιξιν εθνικών οδών…», προκύπτει ότι προκειμένου περί διανοίξεως εθνικών οδών πλάτους μέχρι 30 μ. εκτός σχεδίου πόλεων, οι ωφελούμενοι παρόδιοι ιδιοκτήτες κάθε πλευράς – που θεωρούνται εκείνοι των οποίων τα ακίνητα αποκτούν πρόσωπο επί των διανοιγομένων οδών- υποχρεούνται σε αποζημίωση ζώνης πλάτους 15μ, με τη συμμετοχή τους στις δαπάνες απαλλοτρίωσης των καταλαμβανομένων ακινήτων, οσάκις δε οι δικαιούχοι αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση είναι υπόχρεοι για την πληρωμή αυτής με βάση την παραπάνω ρύθμιση, επέρχεται συμψηφισμός δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.
Ο τρόπος και η διαδικασία καταμερισμού της αποζημίωσης μεταξύ των παρόδιων ιδιοκτητών του Δημοσίου, καθορίζονται στο άρθρο 2 του νόμου αυτού και στο εκτελεστικό του ιδίου νόμου Π.Δ. 929/1979, για την κήρυξη δε της απαλλοτρίωσης του νόμου αυτού (για τη διάνοιξη εθνικών οδών ) και τη διαδικασία καθορισμού των αποζημιώσεων, και αναγνώρισης δικαιούχων εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 7 αυτού, οι διατάξεις που ισχύουν για τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις . Οι διατάξεις αυτές του άρθρου 1 παρ. 1,3 και 4 του Ν. 653/1977 που εισάγουν αμάχητο τεκμήριο ωφέλειας των κατά μήκος της διανοιγόμενης εθνικής οδού κειμένων ακινήτων, όπως γινόταν δεκτό και από την κρατούσα νομολογία ( Ολ ΑΠ 8/1999 Δνη 40, 558, Ολ Απ 1/1988 Δνη 29, 1569, Ολ ΑΠ 14/1991 Δνη 32, 1486), αντίκειται στο άρθρο 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ( ΕΣΔΑ ), που, μετά την επικύρωσή του με το ν.δ. 53/1974, αποτελεί εσωτερικό δίκαιο και υπερισχύει από κάθε άλλη διάταξη του ημεδαπού δικαίου ( άρθρ. 28 του Συντάγματος), άρα και από εκείνη του άρθρου 1 Ν. 653/1977 που ορίζει ότι « Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του, ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρων…», μετά και τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ( ΕΔΔΑ ) 72/1995/578/664 και 106/1995/612/700 της 15-11-1996 ( Δνη 38,725 ), κατά τις οποίες, για τον καθορισμό της οφειλόμενης αποζημίωσης στην περίπτωση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ακινήτων για έργα συγκοινωνιακού δικτύου, κατ’ αρχήν μπορούν νόμιμα να ληφθούν υπόψη τα πλεονεκτήματα που προκύπτουν από τις αντίστοιχες εργασίες, για τους ιδιοκτήτες ακινήτων κατά μήκος της οδού, όχι όμως αμάχητα, με τη μείωση της αποζημίωσης κατά ποσό ίσο με την αξία του τμήματος της οδού σε πλάτος δεκαπέντε ( 15 ) μέτρων σε όλες τις περιπτώσεις αδιακρίτως.
Κατά περίπτωση, ανάλογα με την έκταση της ωφέλειας, οι ενδιαφερόμενοι να μπορούν να επικαλεστούν, στα πλαίσια της ποικιλίας των καταστάσεων και των διαφορών που προκύπτουν κυρίως από τη φύση των εργασιών και τη διαμόρφωση των τόπων, και να αποδείξουν, ότι στην πραγματικότητα, από το συγκεκριμένο έργο δεν είχαν κανένα ή ελάχιστο όφελος, ακόμη και ότι τους προκάλεσε ζημία, λίγο ή πολύ σημαντική.
Το τεκμήριο εξακολουθεί να ισχύει ως μαχητό – ήδη θεσπίστηκε και νομοθετικά με το άρθρο 33 ν. 2971/2001 που όμως εφαρμόζεται στις απαλλοτριώσεις που δεν έχουν συντελεστεί ( με καταβολή της αποζημίωσης ) μέχρι την έναρξη ισχύος του, στις 19-1-2002 – και συνεπώς, ο ισχυριζόμενος ότι το απομένον τμήμα του ακινήτου του δεν ωφελείται , αλλά αντιθέτως ζημιώνεται από την απαλλοτρίωση, με την επίκληση και των περιστατικών που θεμελιώνουν τον ισχυρισμό του, μπορεί, αποδεικνύοντας το αντίθετο της τεκμαιρόμενης ωφέλειας, δηλαδή την επικαλούμενη ζημία και ανατρέποντας το άνω μαχητό τεκμήριο, να αποζημιωθεί και για την ζημία του (έννοια της « αυτοαποζημιούμενης » ένστασής του βλ ΑΠ 598/2001 Δνη 43,1365, Εφ Αθ 5343/1999 Δνη 42, 756 ), ασκώντας σχετική αγωγή, είτε αναγνωριστική της ανυπαρξίας υποχρεώσεως αυτοαποζημιώσεως, είτε και καταψηφιστική, σωρεύοντας σ’ αυτή και αίτημα περί καταβολής από τον υπόχρεο της σχετικής αποζημίωσης, όπως αυτή έχει καθορισθεί οριστικά από το δικαστήριο (πρβλ Ολ ΑΠ 1/1998 ο.π. Εφ.Θες. 362/2004 αδημ. Χορομίδη στη Δνη 43, σελ. 1598 επ.,ιδία 1607 ).
Για να γίνει δεκτός αυτός ο νομικός ισχυρισμός θα πρέπει τα εναπομείναντα μετά την απαλλοτρίωση τμήματα των ακινήτων , να μην ωφελούνται από την κατασκευή του έργου καθόσον είτε της διαμόρφωσης (α) του έργου ή οδού ή/και (β) του γύρω χώρου, τα ακίνητα/ο, αν και έχουν πρόσοψη, δεν έχουν και πρόσβαση σ’ αυτή. Περιπτώσεις που έχουν κάνει δεκτό πως δεν έχουν πράγματι πρόσβαση στο έργο όταν : (α) αυτό αποτελεί κλειστό αυτοκινητόδρομο μονής κατευθύνσεως με προστατευτικά στηθαία, ( πχ παράδρομος της Εγνατίας οδού ), (β)το έργο είναι αρκετά υπερυψωμένο από το επίπεδο των ακινήτων αυτών, ή με ανάχωμα έντονης κλίσεως , (γ) έχουν φυτευτεί δένδρα και φυτά που αποτρέπου την είσοδο.
Δηλαδή με λίγα λόγια, όταν τα απαλλοτριούμενα ακίνητα δεν αποκτούν πρόσωπο στην έργο, ούτε υπάρχει επικοινωνία και δυνατότητα πρόσβασης του απομένοντος τμήματος αυτών στο έργο. Επομένως, οι ιδιοκτήτες σε αυτές τις περιπτώσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν ωφελούμενοι κατά την έννοια του ν. 653/1977 και να επιβαρυνθούν με αποζημίωση ( αυτοαποζημίωση ) και το Δημόσιο πρέπει να καταβάλει σ’ αυτούς την αποζημίωση που αντιστοιχεί στα αντίστοιχα τμήματα της ιδιοκτησίας τους.
*Ο Σπύρος Σκιαδόπουλος είναι μεταπτυχιακός φοιτητής ΑΠΘ και Δικηγόρος Κέρκυρας.
Πολύ ενδιαφέρον άρθρο