ΔΠΑ 8156-7/2020
Οι διατάξεις του άρθρου 115 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων (Κ.Φ.Ε. - ν.2238/1994, Α΄ 151) και οι ισχύουσες από 1.1.2014 διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013 - Α΄ 170), δεν δημιουργούν ιδία φορολογική υποχρέωση των αναφερόμενων σε αυτές προσώπων κατά το χρόνο της διάλυσης ή συγχώνευσής τους ή κατά τη διάρκεια λειτουργίας του νομικού προσώπου που εκπροσωπούν, για την πληρωμή του φόρου, τόκων και προστίμων που οφείλονται από αυτά τα νομικά πρόσωπα καθώς και του φόρου που παρακρατείται, αλλά απλή πρόσθετη ευθύνη αυτών προς πληρωμή του βεβαιωμένου σε βάρος του νομικού προσώπου φόρου, η ευθύνη δε αυτή δεν ανάγεται στο στάδιο της βεβαίωσης του φόρου, αλλά στο στάδιο της είσπραξής του. Επομένως, τα ανωτέρω πρόσωπα δεν καθίστανται υποκείμενα της σχετικής φορολογικής υποχρέωσης και δεν νομιμοποιούνται καταρχήν να ασκήσουν προσφυγή κατά της πράξης της φορολογικής αρχής, με την οποία προσδιορίζεται ο οφειλόμενος από την εταιρεία φόρος, εκτός και αν έχουν ασκήσει κατά αυτής την προβλεπόμενη από την παράγραφο 7 του άρθρου 50 - η οποία, αναριθμηθείσα σε παράγραφο 5 με το άρθρο 67 παρ. 3 του ν. 4646/2019 (Α΄ 201) - του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4174/2013 (Α΄ 170) ενδικοφανή προσφυγή (ΣτΕ 498/2020 7μελ.). Η ευθύνη των ανωτέρω προσώπων γεννάται το πρώτον κατά το στάδιο της είσπραξης του φόρου και αποκτούν την ιδιότητα του «οφειλέτη», μόνον από και δια της έκδοσης και κοινοποίησης προς αυτά ατομικής ειδοποίησης. Επομένως, αναγκαία προϋπόθεση για τη λήψη κατά των ανωτέρω προσώπων οποιουδήποτε μέτρου αναγκαστικής εκτέλεσης συνιστά η προηγούμενη έκδοση και νόμιμη κοινοποίηση προς αυτά της ατομικής ειδοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε. (για τις φορολογικές οφειλές, για τις οποίες αποκτήθηκε ο εκτελεστός τίτλος πριν την 1.1.2014) είτε της ατομικής ειδοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 47 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (για τις φορολογικές οφειλές, για τις οποίες αποκτήθηκε ο εκτελεστός τίτλος μετά την 1.1.2014), η παράλειψη της οποίας καθιστά άκυρη τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου αναγκαστικής εκτέλεσης.
Περαιτέρω, δεδομένου ότι, σκοπός της ατομικής ειδοποίησης είναι η γνωστοποίηση στα παραπάνω πρόσωπα του χρέους τους, ούτως ώστε αυτά να μπορέσουν να αμυνθούν αποτελεσματικά, με την άσκηση ανακοπής, πριν τη λήψη συγκεκριμένου μέτρου εκτέλεσης, όπως η κατάσχεση κινητών ή ακινήτων τους, απαιτείται να αναφέρονται σε αυτήν (την ατομική ειδοποίηση) τα προσδιοριστικά στοιχεία του χρέους, όπως το οικονομικό έτος, στο οποίο ανάγεται η οφειλή, και η αιτία αυτού, δηλαδή εάν αυτό αποτελεί ατομική οφειλή των παραπάνω προσώπων ή οφειλή βεβαιωθέντος φόρου νομικού προσώπου, για την οποία τα πρόσωπα αυτά έχουν, κατά τα ήδη εκτεθέντα, πρόσθετη ευθύνη για την πληρωμή του (ΣτΕ 2319/2018, 2275/2017).
Τέλος, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η ατομική ειδοποίηση που εκδίδεται στο πλαίσιο του άρθρου 67 παρ. 4 του π.δ. 16/1989, με την οποία καλείται ο ασκών τη διοίκηση του νομικού προσώπου να προβεί στην εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του νομικού προσώπου επ’ απειλή επιβολής κατάσχεσης σε βάρος του, μη περιέχουσα τα από το νόμο προβλεπόμενα στοιχεία της ατομικής ειδοποίησης του άρθρου 4 του Κ.Ε.Δ.Ε., δεν αποτελεί εκτελεστή πράξη, αλλά έχει πληροφοριακό χαρακτήρα (βλ. ΔΕφΑθ 1685/2020, ΔεφΘεσ. 1936/2015).