Με άγριο ξύλο και ρίψη χημικών μέσα στις αίθουσες των Ειρηνοδικείων ξεκίνησε η νέα -μαύρη- εποχή των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών ακινήτων με την κυβέρνηση να διατείνεται πως προστατεύεται η πρώτη κατοικία, αν και η πραγματικότητα τη διαψεύδει πανηγυρικά.
Οι δανειστές επιμένουν στην καθιέρωση των νέων… ηθών που φέρνουν οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί θέτοντας ως βάση για το 2018 τον πλειστηριασμό τουλάχιστον 10.000 ακινήτων για χρέη προς τις τράπεζες. Η κυβέρνηση υπόσχεται προστασία της λαϊκής κατοικίας χωρίς φυσικά να έχει νομοθετήσει γι’ αυτό, ενώ οι τράπεζες προχωρούν σε πλειστηριασμούς με επιχειρήματα όπως ο… δόλος στην υπερχρέωση, ενώ βλέπουν παντού στρατηγικούς κακοπληρωτές. Πρόκειται για ισχυρισμούς οι οποίοι εν πολλοίς είναι έωλοι και αποτελούν, σύμφωνα με νομικούς, μύθους.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η άποψη την οποία διατυπώνει ο κ. Κώστας Βουλκίδης, δικηγόρος της Θεσσαλονίκης με εμπειρία σε υπερχρεωμένα νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Επιβεβαιώνει πως δεν υπάρχει -εκ του νόμου- καμία απολύτως απαγόρευση κατάσχεσης και πλειστηριασμού της πρώτης κατοικίας , ανεξαρτήτως αξίας, Όσο για τις τράπεζες; Το μόνο που κερδίζουν, σύμφωνα με τον κ. Βουλκίδη, είναι το δικαίωμα αναγραφής στον ισολογισμό της του υπολοίπου της οφειλής, και η «εκδίκησή» τους προς τον οφειλέτη, ο οποίος είναι βαρυνόμενος με το υπόλοιπο του χρέους και πλέον άστεγος!
Ειδικότερα, ο κ. Βουλκίδης, επισημαίνει στο thesseconomy.gr τα εξής:
«Επειδή πολλά ακούγονται για την δήθεν προστασία της πρώτης κατοικίας:
1. Δεν υπάρχει καμία απολύτως ισχύουσα απαγόρευση κατάσχεσης και πλειστηριασμού της πρώτης κατοικίας εκ του νόμου, ανεξαρτήτως αξίας.
2. Υπάρχει ο ανεπαρκής ν. 3869/10, ο οποίος παντελώς αντισυνταγματικά εξαιρεί από την προστασία της πρώτης κατοικίας τους έχοντες την εμπορική ιδιότητα. Γιατί αντισυνταγματικά; Διότι ο νομοθέτης, θεωρεί προφανώς ότι ο ασκών επιχειρηματική δραστηριότητα, συμμετέχοντας ενεργά στην οικονομία και αναλαμβάνοντας ανάλογο ρίσκο, πρέπει να τιμωρηθεί για αυτό στερούμενος την προστασία της πρώτης κατοικίας του, η οποία όμως δεν βασίζεται δικαιοπολιτικά στην “ανταμοιβή” των μισθωτών ή την “τιμωρία” (γιατί άλλωστε;) των εμπόρων, αλλά στα για όλους τους πολίτες συνταγματικά προστατευόμενα δικαιώματα ανάπτυξης της προσωπικότητάς τους, συμμετοχής στην οικονομική και κοινωνική ζωή και αξιοπρεπούς διαβίωσης. Κατά τον τρόπο αυτόν δημιουργείται μία ευθεία παραβίαση της αρχής της ισότητας. Άλλωστε καμία νομικά ορθολογική αντιδιαστολή δεν χωρά μεταξύ δικαιώματος υπαγωγής στον 3869/10 και πτώχευσης, διότι ο μεν πρώτος θεσμός αποσκοπεί στην προστασία του ατόμου από την τελική εξαθλίωση, ο δε δεύτερος στην σύμμετρη ικανοποίηση των πιστωτών. Η τελευταία δε, ουδόλως αποκλείεται αλλά ίσα ίσα επιβάλλεται και στα πλαίσια της ρύθμισης του 3869.
3. Η τελευταία μόδα είναι η νομικά ανούσια ένσταση περί “ενδεχόμενου δόλου” στην υπερχρέωση. Εκτός του αδόκιμου της χρήσης κατά βάση ποινικής ορολογίας σε μία αστική διαφορά, το νομικό αυτό τερατούργημα των επιτελείων των τραπεζών είναι παντελώς καταχρηστικό. Ο ν. 3869 προστατεύει μόνο την πρώτη κατοικία, την οποία και αποπληρώνει ουσιαστικά ο οφειλέτης. Εάν για τον οποιοδήποτε λόγο απορριφθεί η αίτησή του και εκπλειστηριαστεί η κατοικία, τότε η τράπεζα και πάλι δεν έχει τίποτα απολύτως επιπλέον να πάρει. Το μόνο που κερδίζει, είναι το δικαίωμα αναγραφής στον ισολογισμό της του υπολοίπου της οφειλής, και η “εκδίκησή” της προς τον οφειλέτη, ο οποίος βαρυνόμενος με υπόλοιπο χρέους και άστεγος πλέον, είναι αδύνατον να συμμετέχει ξανά στην οικονομική ζωή καθώς δεν θα μπορεί να έχει τραπεζικό λογαριασμό, να αποκτήσει περιουσία, να ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα κλπ. Έτσι όμως καταστρατηγείται η βασική επιδίωξη του Νόμου, δηλαδή η αποφυγή ισόβιου αποκλεισμού συμπολιτών μας από κάθε έκφανση της κοινωνικής ζωής. Είναι προφανές δε, ότι εν όψει της τελολογικής αυτής ερμηνείας, ο τρόπος και ο λόγος της υπερχρέωσης είναι εκτός ρυθμιστικού πλαισίου του 3869 και τελικά εκτός της εξουσίας της δικαστικής κρίσης, διότι το δικαίωμα στην προσωπικότητα είναι προφανές ότι υπερτερεί κάθε οικονομικού συμφέροντος, πόσο μάλλον όταν αυτό είναι ανύπαρκτο και ασκείται καταχρηστικά, χωρίς δηλαδή άμεσο όφελος των ενισταμένων τραπεζών, αλλά με πραγματικό σκοπό την φυσική και ηθική εξόντωση των δανειοληπτών, και δια του έμμεσου αυτού εκβιασμού την άτυπη “επέκταση” του κύκλου των συνοφειλετών τους στο οικογενειακό και συγγενικό τους περιβάλλον.
4. Τέλος, καλό είναι να απαντηθεί ο μύθος του “στρατηγικού κακοπληρωτή”. Εάν όντως επιθυμούμε να αποδώσουμε νομική σημασία στον όρο, παρά το ότι δεν συμπεριλαμβάνεται σε νομοθέτημα, θα πρέπει να τον προσδιορίσουμε περαιτέρω. Με μία απλή λογική σκέψη, ως στρατηγικός κακοπληρωτής μπορεί να νοηθεί μόνο κάποιος που ενώ έχει την δυνατότητα εν τούτοις δεν πληρώνει τις υποχρεώσεις του, εκμεταλλευόμενος κάποιες γενικές προβλέψεις ή συνθήκες.
Πρώτον, τέτοιες συνθήκες στον Νόμο δεν υπάρχουν πλέον (βλ. παραπάνω).
Δεύτερον, προκειμένου να χαρακτηριστεί κάποιος ως στρατηγικός κακοπληρωτής θα πρέπει προφανώς να τεκμηριωθεί η δυνατότητά του να πληρώσει. Εάν όμως κάποιος έχει όντως την δυνατότητα να πληρώσει δια άλλων μέσων, πλην της πρώτης του κατοικίας, τότε γιατί δεν κινείται απευθείας η εκτέλεση κατά των λοιπών περιουσιακών του στοιχείων;
Προφανώς λοιπόν, οι μόνοι στρατηγικοί κακοπληρωτές που μπορούν να νοηθούν είναι οι ιδιοκτήτες πρώτης κατοικίας “μεγάλης” αξίας (άνω των 180 χιλ. δηλαδή) και κανενός άλλου περιουσιακού στοιχείου. Ε, αυτό ακριβώς είναι και ο στόχος των αρπάγων : Τα ακίνητα – φιλέτα, που θα φέρουν κέρδη στα fund και τις τράπεζες που κρύβονται από πίσω. Ακίνητα που οι ιδιοκτήτες τους μπορεί να είναι έμποροι, ή απλά να έχουν σχετικά μεγαλύτερη αξία, αλλά να ενσωματώνουν τους οικογενειακούς κόπους μιας ζωής. Ακίνητα για τα οποία από τις π.χ. 300.000 € αξίας τους πιθανόν να έχει αποπληρωθεί κεφάλαιο και τόκοι ακόμα και ίσης αξίας, και θα βγουν στο σφυρί για απαιτήσεις των 50 ή των 80 χιλιάδων ευρώ. Μα θα ρωτήσει κάποιος, γιατί να προστατευθεί ο ιδιοκτήτης βίλας των 500.000 ευρώ; Απλούστατα, διότι για να προστατευθεί θα πρέπει ούτως ή άλλως να εξοφλήσει το 80% της αξίας του σπιτιού του και να χάσει όλη την υπόλοιπη περιουσία του. Επομένως και η τράπεζα ικανοποιείται, και δεν υπάρχει υπερπληθώρα πλειστηριασμών που θα οδηγήσει σε συμπίεση των τιμών και αρπαγή των ακινήτων».
Του Κώστα Βουλκίδη, Δικηγόρου Θεσσαλονίκης.