Το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος περιέχει την επιταγή με βάση την οποία οι δικαστές κατά την άσκηση του έργου τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους και σε καμιά περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται προς διατάξεις που τίθενται κατά κατάλυση του Συντάγματος . Σε πλείστες περιπτώσεις, από τη δεκαετία του 1990 έως σήμερα, υποστηρίζεται με σοβαρότητα η ιδέα δημιουργίας και στην Ελλάδα Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Χρειάζεται ωστόσο;
Άποψη από τον Στέλιο Βούκουνα, προπτυχιακό Νομικής Δ.Π.Θ. (Ναι)
Η συγκρότηση και οι αρμοδιότητες του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Ένα δικαστήριο που θα ελέγχει την τήρηση και εφαρμογή του Συντάγματος και θα υπενθυμίζει ότι η πολιτική στη δημοκρατία κινείται μόνο μέσα στα όρια της συνταγματικής νομιμότητας θα λειτουργεί ως φύλακας του Συντάγματος εξασφαλίζοντας την τυπική και ουσιαστική υπεροχή του. Η απλή μετονομασία του ΑΕΔ, που έχει προταθεί από αρκετούς νομικούς και πολιτικούς, δεν αποτελεί μια αξιόπιστη λύση των προβλημάτων που ανακύπτουν στη συνταγματική δικαιοδοσία. Το Δικαστήριο αυτό θα μπορούσε να είναι το Συνταγματικό Δικαστήριο.
Η συγκρότηση και οι αρμοδιότητες του Συνταγματικού Δικαστηρίου αποτελούν βασικά ζητήματα κάθε φορά που ξεκινά η συζήτηση για την ίδρυση ενός ειδικού δικαιοδοτικού οργάνου.
Όσον αφορά τη συγκρότηση του, το Συνταγματικό Δικαστήριο θα αποτελείται από εννέα μέλη με επταετή μη ανανεώσιμη θητεία με σκοπό να αποφευχθεί κάθε περίπτωση εξάρτησης από την πολιτική εξουσία. Μετά από εισήγηση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής τα μέλη θα επιλέγονται από τη Βουλή με μυστική ψηφοφορία και απαραίτητη θετική ψήφο των 2/3 των βουλευτών ,έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η μέγιστη δυνατή συναίνεση μεταξύ των κομμάτων στα πρόσωπα των συνταγματικών δικαστών. Προτείνεται τέσσερα μέλη να προέρχονται από τα ανώτερα και ανώτατα δικαστήρια της χώρας ,τέσσερα να διδάσκουν νομικά μαθήματα (με ειδίκευση στο Δημόσιο Δίκαιο) σε Α.Ε.Ι. της χώρας και ένα μέλος που θα αποτελεί και τον πρόεδρο του Συνταγματικού Δικαστηρίου να προτείνεται από τα άλλα οχτώ μέλη όντας φυσικά είτε δικαστής είτε καθηγητής Πανεπιστημίου και ο διορισμός του να επικυρώνεται από τη Βουλή με την εξασφάλιση της αυξημένης πλειοψηφίας των 2/3. Εξειδικευμένα θέματα συνταγματικής φύσεως πρέπει να κρίνονται από εξειδικευμένους δικαστές. Τα καθήκοντα του μέλους του δικαστηρίου είναι ασυμβίβαστα με οποιοδήποτε άλλο αξίωμα. Άλλωστε, σε καμία χώρα με ειδική συνταγματική δικαιοδοσία οι συνταγματικοί δικαστές δεν επιλέγονται με την ίδια διαδικασία που επιλέγονται οι τακτικοί. Όπως και στους τακτικούς έτσι και στους συνταγματικούς δικαστές η λειτουργική ανεξαρτησία αφενός θα εξασφαλίζεται από το γεγονός ότι υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και η προσωπική ανεξαρτησία αφετέρου από την υπηρεσιακή και μισθολογική τους κατάσταση. Σχετικά με τις αρμοδιότητές του το ειδικό δικαστήριο διατηρεί όλες τις αρμοδιότητες του ΑΕΔ. Επιπλέον, προστίθενται στις αρμοδιότητές του ο προληπτικός έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων μετά από αίτηση της Κυβέρνησης ή του 1/3 των βουλευτών[1] και η εξέταση ατομικών ή συλλογικών συνταγματικών προσφυγών. Τα κοινά δικαστήρια διατηρούν έμμεσα τη δυνατότητα ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Κάθε φορά δηλαδή που ανακύπτει ζήτημα συνταγματικότητας στα κοινά δικαστήρια αυτά εξετάζουν αν ο νόμος είναι σύμφωνος ή όχι με το Σύνταγμα και αν δεν είναι, παραπέμπουν το σχετικό ζήτημα στο Συνταγματικό Δικαστήριο το οποίο αποφαίνεται εντός είκοσι ημερών. Μόνο το συνταγματικό δικαστήριο μπορεί να ακυρώσει νόμο ως αντισυνταγματικό. Η οργάνωση και λειτουργία του δικαστηρίου ορίζονται με σχετικό νόμο που ψηφίζεται με την πλειοψηφία των 2/3 του όλου αριθμού των βουλευτών. Φυσικά το νέο Συνταγματικό Δικαστήριο τηρεί όλες τις συνταγματικές εγγυήσεις για την απονομή της δικαιοσύνης, δηλαδή τη δημοσιότητα των συνεδριάσεων, την αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων, την απαγγελία των δικαστικών αποφάσεων σε δημόσια συνεδρίαση και την υποχρεωτική δημοσίευση της γνώμης της μειοψηφίας.
Στην πρόταση αυτή εντοπίζονται τα κυριότερα χαρακτηριστικά από τα σπουδαιότερα πρότυπα συνταγματικής δικαιοσύνης με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες του παρόντος συστήματος ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων. Προτείνεται η ίδρυση οργάνου το οποίο θα αποφαίνεται με νομικά και όχι με πολιτικά κριτήρια με σκοπό την προστασία της συνταγματικής νομιμότητας. Το Συνταγματικό Δικαστήριο μπορεί να αποτελέσει καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση συνταγματικής κουλτούρας, στο σεβασμό δηλαδή και την τήρηση του Συντάγματος.
[1] Προτείνεται η δυνατότητα αίτησης ελέγχου συνταγματικότητας έτσι ώστε η κοινοβουλευτική μειοψηφία να διαθέτει ένα ισχυρό όπλου ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων που ψηφίζονται από την πλειοψηφία.
Άποψη από τον Σπύρο Σκιαδόπουλο, Δικηγόρο Κέρκυρας (Όχι)
Πραγματικά χρήσιμο;
Ένα από τα βασικά επιχειρήματα για την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου είναι η ανασφάλεια δικαίου που δημιουργείται από το ισχύον σύστημα ελέγχου. Συγκεκριμένα υπάρχει η πιθανότητα να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις των δικαστηρίων, στα οποία κάποιος νόμος μπορεί να κριθεί αντισυνταγματικός, ενώ σε δεύτερο βαθμό να αναιρεθεί αυτή η κρίση, ο έλεγχος συνταγματικότητας μπορεί να επέλθει πολλά χρόνια μετά την έναρξη εφαρμογής του, ενώ για την οριστική επίλυση της διαφοράς απαιτείται πολύς χρόνος.
Ας υποθέσουμε πως ιδρύεται Συνταγματικό Δικαστήριο. Ποιος θα διορίζει τους Δικαστές; Στο ίδιο το άρθρο 90 του Συντάγματος παρ.5 ορίζεται το εξής "Οι προαγωγές στις θέσεις του προέδρου και του αντιπροέδρου του ΣτΕ, του ΑΠ και του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα και εκδίδεται ύστερα από πρόταση του του Υπουργικού Συμβουλίου, με επιλογή μεταξύ των μελών του αντίστοιχου ανώτατου δικαστηρίου.....". Δεν θα αναθεωρηθεί και αυτό το άρθρο προσθέτοντας κάπου το στίχο "...και του Συνταγματικού Δικαστηρίου..."; Πόσο πιο εύκολο να γίνει για την εκάστοτε πολιτική ηγεσία να παράγει καθ'υπαγόρευση της "συνταγματικούς" νόμους ; Αντιθέτως αφήνοντας την αρμοδιότητα σε ένα πιο διεσπαρμένο σύστημα, και αφήνοντας ελεύθερο και δημοκρατικό, δεν δημιουργεί δυσπιστία προς το σύστημα.
Επιπροσθέτως, η ελληνική πραγματικότητα είναι μέλος της ενωσιακής οικογένειας, επομένως το Συνταγματικό Δικαστήριο προφανώς θα είναι αρμόδιο για τον έλεγχο όχι μόνο της συμβατότητας ενός νόμου με το Σύνταγμα, αλλά και με την ΕΣΔΑ και το Ενωσιακό Δίκαιο. Τα δύο τελευταία αντικείμενα ωστόσο είναι αμφίβολο εάν μπορούν να ανήκουν δικαιοδοτικά σε ένα Ελληνικό Δικαστήριο . Ακόμα και εάν ορίσουμε πως το Συνταγματικό Δικαστήριο θα είναι αρμόδιο μόνο για το Σύνταγμα, κατά πόσο το Σύνταγμα είναι συμβατό με το Ενωσιακό Δίκαιο, και δεν θα είναι αναγκαίο να γίνονται τόνους επί τόνων προδικαστικών ερωτημάτων που έτσι και αλλιώς θα χρειαστούν 15-20 μήνες προκειμένου να απαντηθούν; Γιατί να δημιουργηθεί ένα νέο όργανο, από τη στιγμή που κάθε δικαστής ξεχωριστά δύναται να στέλνει προδικαστικά ερωτήματα;
Το Συνταγματικό Δικαστήριο θα είχε νόημα σε ένα ομοσπονδιακό κράτος, ενώ η νομοθέτηση του νιώθω πως είναι περισσότερο ομοιομορφίας παρά αναγκαιότητας, καθώς ήδη το ΣτΕ είναι αρμόδιο για μεγάλη γκάμα ζητημάτων που θα αντιμετώπιζε το ΣΔ, ήδη αντιμετωπίζοντας προβλήματα νομιμοποίησης στα μάτια των πολιτών. Ακόμα και ο κίνδυνος αντιφατικών αποφάσεων ( κάποιο δικαστήριο να θεωρήσει ένα νόμο συνταγματικό και κάποιο άλλο όχι) λύνεται, βέβαια με προβλήματα χρόνου, πράγμα που μπορεί να βελτιωθεί επαρκώς μέσω της ορθής επιτάχυνσης της δικαιοσύνης.