1.Με την απόφαση ΣτΕ Ολ 434/2019, το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να παράσχει εκ νέου διευκρινίσεις ως προς τη νομική φύση συγκεκριμένης κατηγορίας γνωμοδοτήσεων του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, οι οποίες αφορούν τον δικονομικό χειρισμό υποθέσεων ή την τηρητέα από το Ελληνικό Δημόσιο ή άλλο νπδδ στάση σε εκκρεμή δικαστική διαφορά. Επιδεικνύοντας τη γνωστή του αυτοσυγκράτηση όσον αφορά την οριοθέτηση της κατηγορίας των δεκτικών ευθείας δικαστικής προσβολής πράξεων, το Δικαστήριο ακολουθεί την πάγια νομολογία του σχετικά με την ερμηνεία των διατάξεων του Ν. 3086/2002, «Οργανισμός Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και κατάσταση των Λειτουργών και Υπαλλήλων του» και τη νομική φύση των γνωμοδοτήσεων του εν λόγω μεγάλου σώματος της Διοίκησης. Στηρίζει την έλλειψη εκτελεστού χαρακτήρα και, κατά συνέπεια, την αδυναμία δικαστικής προσβολής των γνωμοδοτήσεών του ΝΣΚ, στο γεγονός ότι αυτές παράγουν ενδοδιοικητικά έννομα αποτελέσματα, τα οποία δεσμεύουν μόνο τα διοικητικά όργανα στα οποία απευθύνονται και δεν μεταβάλλουν τον εξωτερικό νομικό κόσμο. Πράγματι, με τη γνωστή απόφαση ΣτΕ Ολ 830/2010, κρίθηκε ότι «[ο]ι γνωμοδοτήσεις του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που εκδίδονται προς καθοδήγηση των ενεργειών της Διοικήσεως επί υποβαλλομένων σχετικώς ερωτημάτων και οι οποίες έχουν ως περιεχόμενο τις απόψεις του Συμβουλίου τούτου επί των τιθεμένων με τα ερωτήματα νομικών ζητημάτων καθώς και τις προτεινόμενες λύσεις για το νόμιμο, κατά την κρίση του, χειρισμό των πραγματικών καταστάσεων εν όψει των οποίων υπεβλήθησαν τα ερωτήματα, δεν αποτελούν, και μάλιστα αδιαφόρως του ειδικοτέρου περιεχομένου των αιτιολογιών τους, εκτελεστές διοικητικές πράξεις και δεν προσβάλλονται παραδεκτώς με αίτηση ακυρώσεως (πρβλ. ΣτΕ Ολ 241/1978, 3471, 1478/1977)». Ομοίως, δέχθηκε ότι «ούτε η αποδοχή γνωμοδοτήσεως του ΝΣΚ, κατά τα οριζόμενα στην διάταξη της παρ.4 του άρθρου 7 του ν. 3086/2002, προσδίδει στην γνωμοδότηση εκτελεστό χαρακτήρα και τούτο διότι η δεσμευτικότητα της γενομένης δεκτής γνώμης του Ν.Σ.Κ. περιορίζεται, κατά την ρητή πρόβλεψη του τελευταίου εδαφίου της ως άνω διατάξεως, στα όργανα της Διοικήσεως, το δε δικαίωμα που γεννάται για τους τρίτους στην περίπτωση αυτή της αποδοχής γνωμοδοτήσεως και στο οποίο αναφέρεται το πρώτο εδάφιο της παρ.4 του άρθρου 7 …, είναι το δικαίωμα κάθε ενδιαφερομένου να λάβει γνώση της γενομένης δεκτής γνωμοδοτήσεως, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, που θεσπίζει το κατ’ αρχήν δικαίωμα κάθε πολίτη να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων, στα οποία περιλαμβάνονται και οι γνωμοδοτήσεις, και το οποίο δικαίωμα γνώσεως αργεί, όσον αφορά τις γνωμοδοτήσεις του Ν.Σ.Κ., πρό της αποδοχής τους αρμοδίως [σε κάθε περίπτωση δεν χορηγούνται αντίγραφα των εισηγήσεων σε ερωτήματα]. Τέλος, και η πράξη με την οποία γίνεται αποδεκτή γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους στερείται εκτελεστού χαρακτήρα, εφ’ όσον περιορίζεται στην αποδοχή και μόνον της γνωμοδοτήσεως (πρβλ. ΣτΕ Ολ 241/1978, 3471, 1478/1977)».
2.Το ίδιο ισχύει και για την ειδική κατηγορία των γνωμοδοτήσεων του ΝΣΚ που αφορούν τον δικονομικό χειρισμό υποθέσεων εκ μέρους του Δημοσίου ή άλλου νπδδ ή τη στάση που θα πρέπει αυτά να τηρήσουν στο πλαίσιο ήδη εκκρεμούς διαφοράς. Εν προκειμένω, η έλλειψη εκτελεστού χαρακτήρα των γνωμοδοτήσεων αυτών έγκειται στο ότι αποτελούν προπαρασκευαστικές ενέργειες του Ελληνικού Δημοσίου – όργανο του οποίου είναι το ΝΣΚ– εν όψει δικαστικής διένεξης και δεν μεταβάλλουν την (ουσιαστικού δικαίου) έννομη σχέση ή κατάσταση που συνιστά το αντικείμενο της διένεξης. Περαιτέρω, ούτε η έγκριση των γνωμοδοτήσεων από τον αρμόδιο Υπουργό προσδίδει στη γνωμοδότηση εκτελεστό χαρακτήρα, διότι η δεσμευτικότητα της έγκρισης περιορίζεται σε εσωτερικά ζητήματα και σχέσεις του Δημοσίου, ειδικότερα δε στα όργανα της Διοίκησης και στα μέλη του ΝΣΚ. Καμία επιρροή δεν ασκεί εν προκειμένω το γεγονός ότι, κατά τους ισχυρισμούς του αιτούντος Δήμου, με το προσβαλλόμενο πρακτικό, που εγκρίθηκε από τον αρμόδιο Υπουργό, το ΝΣΚ γνωμοδότησε υπέρ της μη άσκησης, εκ μέρους του Δημοσίου, παρέμβασης υπέρ του Δήμου σε δίκες προς απόρριψη αξιώσεων που εγείρονται σε βάρος του από αναδόχους συμβάσεων των οποίων η σύναψη κρίθηκε, με απόφαση του ΔΕΕ (της 27.10.2011 στην υπόθεση C-610/10), αντίθετη προς το ενωσιακό δίκαιο (και συνακολούθως προς αποφυγή βλαπτικών για το Ελληνικό Δημόσιο συνεπειών που απορρέουν από δικαστικές κρίσεις και πράξεις αντίθετες με τους κανόνες του ενωσιακού δικαίου, οι οποίες και δύνανται να ενεργοποιήσουν τον κυρωτικό μηχανισμό της διάταξης του άρθρου 260 παρ. 2 της ΣΛΕΕ με την επιβολή προστίμων). Επιβάλλεται να τονιστεί η ορολογική ακρίβεια των διατυπώσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο επιθυμεί να περιλάβει στην κρίση του όλες τις πτυχές του περιεχομένου των υπό εξέταση γνωμοδοτήσεων που ανάγονται στη διάπλαση της έννομης σχέσης της δίκης. Διακρίνει, λοιπόν, μεταξύ των γνωμοδοτήσεων που αφορούν το προγενέστερο στάδιο «του δικονομικού χειρισμού υπόθεσης η οποία δεν έχει ακόμη καταστεί διαφορά» (πχ άσκηση ή όχι ενδίκου βοηθήματος) και αυτών που συνδέονται με το μεταγενέστερο στάδιο «της δικονομικής στάσης που πρέπει να τηρηθεί σε ήδη εκκρεμή διαφορά» (άσκηση ή όχι παρέμβασης, αποδοχή προσεπίκλησης). Ακριβέστερα, κατά το Δικαστήριο, η σχετική γνωμοδοτική αρμοδιότητα του ΝΣΚ «εντάσσεται στην προδικασία ασκήσεως εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου [ή άλλου νπδδ] διαδικαστικών πράξεων προς διάπλαση της έννομης σχέσεως της δίκης είτε κατά τρόπο άμεσο (όπως η άσκηση αγωγής) είτε κατά τρόπο έμμεσο κατόπιν παρεμβολής άλλης διαδικαστικής πράξεως εκ μέρους διαδίκου προς το δικαστήριο που δικάζει. Κατά την άσκηση της απονεμόμενης με τις διατάξεις αυτές αρμοδιότητας, οι οικείοι σχηματισμοί του ΝΣΚ, κατά τον λόγο της αρμοδιότητάς τους, εκφράζουν, με βάση τις αρχές της νομικής επιστήμης, την γνώμη τους για τον δικονομικό χειρισμό συγκεκριμένης υποθέσεως (και όχι εισέτι διαφοράς) ή την δικονομική στάση που πρέπει να τηρήσει το Ελληνικό Δημόσιο σε ήδη εκκρεμή διαφορά. Με το περιεχόμενο αυτό, τα εκδιδόμενα κατ’ ενάσκηση της ρηθείσας αρμοδιότητας πρακτικά των οικείων σχηματισμών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους δεν αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, παραδεκτώς προσβλητές με αίτηση ακυρώσεως ή προσφυγή ουσίας, διότι συνιστούν προπαρασκευαστικές ενέργειες του Ελληνικού Δημοσίου εν όψει δικαστικής διενέξεως και δεν μεταβάλλουν την έννομη σχέση ή κατάσταση που συνιστά το αντικείμενο της διενέξεως. Η σύμπραξη του Υπουργού Οικονομικών (ή του αρμοδίου επί ακυρωτικών υποθέσεων Υπουργού ή, για τις υποθέσεις με χρηματικό αντικείμενο μέχρι 60.000 ευρώ, του Προέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους) στην σχετική διαδικασία, ο οποίος δύναται να τροποποιήσει το περιεχόμενο των πρακτικών γνωμοδοτήσεων μόνο προς όφελος του Δημοσίου, είναι αναγκαία προκειμένου να εξασφαλίζεται η απαραίτητη διαφάνεια και να παρέχεται η δυνατότητα εκτιμήσεως, αφ’ ενός, της σκοπιμότητας της ασκήσεως ή μη ενδίκων βοηθημάτων, προς αποφυγή διεξαγωγής ανώφελων δικών εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου και, αφ’ ετέρου, της σοβαρότητας των τυχόν συνεπειών τις οποίες ενδέχεται να έχει για τα συμφέροντα του Ελληνικού Κράτους η ενέργεια αυτή. Η έγκριση αυτή από τον Υπουργό Οικονομικών των σχετικών πρακτικών γνωμοδοτήσεως δεν προσδίδει, καθ’ εαυτήν, στην γνωμοδότηση εκτελεστό χαρακτήρα,διότι η δεσμευτικότητα της εγκρίσεως περιορίζεται, κατά την ρητή πρόβλεψη του τέταρτου εδαφίου του άρθρου 7 παρ. 6 του Ν. 3086/2002, σε εσωτερικά ζητήματα και σχέσεις του Δημοσίου, ειδικότερα δε στα όργανα της Διοικήσεως και στα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, τα οποία, σε περίπτωση μη συμμορφώσεώς τους προς τα γενόμενα δεκτά από τον Υπουργό Οικονομικών (ή τον αρμόδιο για τις ακυρωτικές υποθέσεις Υπουργό ή τον Πρόεδρο του Ν.Σ.Κ.) υπέχουν πειθαρχικές ευθύνες, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 39 επ. του π.δ/τος 238/2003, λόγω μη τηρήσεως ή πλημμελούς εκπληρώσεως των απορρεουσών από τα άρθρα 6 και 22 του Ν. 3086/2002 υποχρεώσεών τους».Η ειδικότερη γνώμη μελών του Δικαστηρίου που καταλήγει στην ίδια άποψη, στηρίζεται στο ότι ηάρνηση δεν έχει καμία συνέπεια προσβλητής επί ακυρώσει πράξεως, αφού το σχετικό ζήτημα που αποτέλεσε αντικείμενο της γνωμοδότησης τέθηκε στην κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου το οποίο τελικώς αποφάνθηκε. Επισημαίνει, περαιτέρω ότι το γεγονός ότι σε ενέργεια δημοσίου οργάνου μπορεί ενδεχομένως να αποδοθεί παράβαση της υποχρέωσης συμμόρφωσης σε απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν της προσδίδει αυτομάτως χαρακτήρα εκτελεστής διοικητικής πράξης.
3. Ιδιαίτερης μνείας χρήζει εν προκειμένω η ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 41 παρ. 3 του Ν. 4170/2013, με τις οποίες προβλέφθηκε η ίδρυση εκτελεστών τίτλων από τα πρακτικά γνωμοδοτήσεων του Ν.Σ.Κ. σε δικαστικές και εξώδικες υποθέσειςμετά την πάροδο εξήντα ημερών από την έγκριση του Υπουργού Οικονομικών. Το Δικαστήριο έχει ήδη ερμηνεύσει τη διάταξη αυτή με την απόφαση ΣτΕ 2131/2016, η οποία αφορούσε πρακτικά γνωμοδοτήσεων επί αιτήσεων στο ΝΣΚ για αναγνώριση απαίτησης κατά του Δημοσίου, κατάληξε δε στο απαράδεκτο της αίτησης ακύρωσης κατά των εν λόγω πρακτικών (και της εγκριτικής πράξης του Υπουργού) ελλείψει εκτελεστότητας. Η υπόθεση, πάντως, εκείνη αφορούσε απόρριψη της αίτησης για αναγνώριση απαίτησης, οπότε η αιτιολόγηση της έλλειψης εκτελεστότητας στηρίχθηκε στη μη μεταβολή της φύσης της διαφοράς του ενδιαφερομένου με το Δημόσιο και του δικονομικού τρόπου επίλυσής της, αφού δεν επετεύχθη η εξωδικαστική επίλυση της διαφοράς που ζήτησε ο αιτών. Το Δικαστήριο δέχθηκε, ειδικότερα, ότι η αίτηση για αναγνώριση απαίτησης «έχει ως αντικείμενο την εξωδικαστική επίλυση της διαφοράς, που προκύπτει από την έγερση εκ μέρους του αιτούντος ορισμένης χρηματικής απαίτησης έναντι του Δημοσίου, μέσω της αποδοχής της από το Ν.Σ.Κ. και από τον Υπουργό Οικονομικών (στον οποίο, πάντως, οι ως άνω διατάξεις δεν παρέχουν και αρμοδιότητα ανάκλησης ή τροποποίησης της οικείας ζημιογόνας εκτελεστής διοικητικής πράξης που έχει εκδοθεί από άλλη διοικητική αρχή) και της ίδρυσης υπέρ του αιτούντος σχετικού εκτελεστού τίτλου. Ωστόσο, η φύση της ανωτέρω διαφοράς καθώς και ο δικονομικός τρόπος επίλυσής της δεν μεταβάλλονται συνεπεία της τυχόν κατάθεσης τέτοιας αίτησης και της απόρριψής της από το Ν.Σ.Κ.. Ειδικότερα, η τοιαύτη απορριπτική πράξη του Ν.Σ.Κ. (όπως και η εγκριτική αυτής απόφαση του Υπουργού Οικονομικών), που έχει ως μόνη συνέπεια τη μη επίτευξη της επιδιωκόμενης από τον αιτούντα εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς, με τον προαναφερόμενο τρόπο, δεν δημιουργεί νέα διαφορά, δυνάμενη να αχθεί παραδεκτώς, με αίτηση ακυρώσεως, ενώπιον του ΣτΕ (ή, με προσφυγή ουσίας, ενώπιον των ΤΔΔ), καθόσον δεν επάγεται για τον αιτούντα αυτοτελείς βλαπτικές έννομες συνέπειες (σε σχέση με την πράξη ή παράλειψη της Διοίκησης που γέννησε την προβαλλόμενη αξίωσή του), ικανές να προσδώσουν εκτελεστό χαρακτήρα στην επίμαχη πράξη του Ν.Σ.Κ. και να οδηγήσουν στη διάνοιξη μιας νέας δικονομικής οδού διευθέτησης της οικείας διαφοράς. Τούτο δεν θίγει το (κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος) δικαίωμα του αιτούντος διοικούμενου για παροχή δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι αυτός έχει το δικαίωμα να ασκήσει, υπό τις οριζόμενες στο νόμο προϋποθέσεις, ένδικη προσφυγή κατά της πράξης ή παράλειψης του Δημοσίου από την οποία απορρέει η προβαλλόμενη απαίτησή του ή να επιδιώξει την αναγνώριση της αξίωσης ή την επιδίκαση/καταψήφιση του αντίστοιχου ποσού με την άσκηση του προβλεπόμενου στο νόμο ένδικου βοηθήματος ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου». Με την απόφαση ΣτΕ Ολ 434/2019εφαρμόζεται η παραπάνω ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 41 παρ. 3 του Ν. 4170/2013 στις γνωμοδοτήσεις με τις οποίες προτείνεται η μη άσκηση ενδίκου βοηθήματος εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου: «η κατά την διαδικασία της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 3086/2002 μη άσκηση αγωγής εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου ή η μη άσκηση άλλου ενδίκου βοηθήματος δεν έχει, εν πάση περιπτώσει, τα αποτελέσματα της κατά την ίδια παράγραφο συμβιβαστικής επιλύσεως της διαφοράς ή αναγνωρίσεως απαιτήσεων κατά του Δημοσίου ή αποδοχής αγωγών ή άλλων ενδίκων βοηθημάτων που ασκήθηκαν κατά του Ελληνικού Δημοσίου (πρβλ ΣτΕ 2131/2016 επταμ.)». Ανακύπτει, πάντως, το ερώτημα αν η ίδια λύση (περί μη εκτελεστότητας του πρακτικού του ΝΣΚ και της εγκριτικής απόφασης του Υπουργού) θα μπορούσε να γίνει δεκτή και στην περίπτωση που το ΝΣΚ είχε προτείνει (και ο Υπουργός είχε εγκρίνει) την άσκηση αγωγής από το Δημόσιο.
4.Αφορμή για γενικότερο προβληματισμό ως προς την ίδια την έννοια της διοικητικής πράξης, πέρα από τη νομική φύση των γνωμοδοτήσεων του ΝΣΚ και των εγκριτικών πράξεων του Υπουργού, δημιουργεί η μειοψηφούσα γνώμη ενός Συμβούλου, ο οποίος καταλήγει στον εκτελεστό χαρακτήρα της επισημειωματικής πράξης του αρμοδίου οργάνου που αποδέχεται τη γνωμοδότηση του ΝΣΚ, λόγω των συνεπειών που αυτή παράγει στον εξωτερικό νομικό κόσμο: «Οι γνωμοδοτήσεις δεν δημιουργούν δικαίωμα υπέρ οποιουδήποτε τρίτου, πριν από την αποδοχή τους με επισημειωματική πράξη από τον Πρόεδρο της Βουλής, τον αρμόδιο Υπουργό ή το Διοικητικό Συμβούλιο ΝΠΔΔ ή άλλο κατά νόμο αρμόδιο όργανο αυτού ή Ανεξάρτητης Διοικητικής Αρχής ή από το Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας. Μετά την αποδοχή τους οι γνωμοδοτήσεις αποτελούν πράξεις, που είναι υποχρεωτικές για τη Διοίκηση ή το Νομικό Πρόσωπο ή την Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή (άρθρο 7 παρ. 4). Τα πρακτικά γνωμοδοτήσεων σε δικαστικές και εξώδικες υποθέσεις, καθώς και όσα αναφέρονται σε περιοδικές παροχές, ανεξαρτήτως ποσού, εγκρίνονται από τον Υπουργό Οικονομικών (άρθρο 7 παρ. 5). Η Διοίκηση συμμορφώνεται υποχρεωτικά προς το περιεχόμενο των πρακτικών που έχουν εγκριθεί. Τα πρακτικά γνωμοδοτήσεων σε δικαστικές και εξώδικες υποθέσεις αποτελούν, μετά την πάροδο εξήντα (60) ημερών από την έγκρισή τους, εκτελεστούς τίτλους. Για τη συμμόρφωσή τους προς αυτά και την εκτέλεσή τους εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 1, 4 και 5 του ν. 3068/2002 (άρθρο 7 παρ. 6). Εν όψει των ανωτέρω, η επισημειωματική πράξη του αρμοδίου οργάνου περί αποδοχής των ως άνω γνωμοδοτήσεων συνιστά κυριαρχική πράξη διοικητικής αρχής που ρυθμίζει μια συγκεκριμένη περίπτωση με εξωτερικές έννομες συνέπειες και άμεση νομική ισχύ, δηλαδή αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη κατ’ άρθρο 45 παρ. 1 του πρ.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8). Άλλωστε, όπου ο νόμος χρησιμοποιεί τον όρο «διοικητική πράξη», όπως εν προκειμένω, (βλ. άρθρο 7 παρ. 4) εννοεί εκτελεστή διοικητική πράξη (βλ. και άρθρο 30 του ΚΔΔιαδ, Ν. 2690/1999)». Είναι ενδιαφέρουσα η ερμηνεία, από την εν λόγω μειοψηφούσα γνώμη, του όρου «διοικητική πράξη» υπό την έννοια της «εκτελεστής πράξης διοικητικής αρχής», την ορθότητα της οποίας τόνισε ο Πρ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 2012, αρ. περ. 492 επ., επισημαίνοντας ότι, τόσο στη γερμανική όσο και στη γαλλική επιστήμη, η τεχνική έννοια της διοικητικής πράξης περιέλαβε μόνο εκτελεστές πράξεις, εκείνες δηλαδή που παράγουν άμεσο έννομο αποτέλεσμα έναντι των ιδιωτών, αποκλείοντας τις διάφορες άλλες φάσεις διοικητικής διαδικασίας εσωτερικής σπουδαιότητας, όπως οι γνωμοδοτήσεις ή οι ανακοινώσεις, χωρίς άμεση επιρροή στη νομική κατάσταση του ιδιώτη. Σημειώνεται ότι ο νέος γαλλικός Κώδικας των Σχέσεων μεταξύ του Κοινού και της Διοίκησης διαλαμβάνει ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των μονομερών διοικητικών πράξεων αποφασιστικού χαρακτήρα και μη αποφασιστικού χαρακτήρα («actes administratifs unilatéraux décisoires et non décisoires») και προσθέτει ότι οι πρώτες, οι οποίες περιέχουν ρύθμιση, μπορούν να αναφερθούν και με τον όρο αποφάσεις («décisions», άρθρο L. 200-1).Πάντως, η διάκριση αυτή δεν ταυτίζεται με τη δικονομική διάκριση μεταξύ προσβλητών και μη δεκτικών ευθείας δικαστικής προσβολής μονομερών πράξεων της Διοίκησης [βλ. www.prevedourou.gr, Η συμβολή του νέου Κώδικα των Σχέσεων μεταξύ του Κοινού και της Διοίκησης στη θεωρία της μονομερούς διοικητικής πράξης (F. Melleray, AJDA 44/2015, σ. 2491 και P. Delvolvé, RFDA 1/2016, σ. 35). Περαιτέρω, B. Defoort, La décision administrative, RFDA 2010, 489· του ιδίου, Définir la décision administrative dans le futur code des relations entre le public et les administrations ?, AJDA 2015, σ. 811· του ιδίου, La décision administrative, LGDJ, 2015].