Νόμιμη η ενσωμάτωση της Κριμαίας στη Ρωσία; Γράφουν οι Καλογήρου Γεωργία Μαρία και Κούτσικα Όλγα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η παρούσα μελέτη τιτλοφορείται ως «Κριμαία και Διεθνές Δίκαιο: Νόμιμη η ενσωμάτωση της Κριμαίας στη Ρωσία;». Ο τίτλος αυτός αποτυπώνει την προβληματική γύρω από την οποία ξεδιπλώνεται η συλλογιστική της εργασίας αυτής.

Σε ένα πρώτο στάδιο, επιχειρήθηκε η προσέγγιση των  γεγονότων που έλαβαν χώρα στη χερσόνησο της Κριμαίας, κατά την έναρξη της επονομαζόμενης Κριμαϊκής κρίσης. Στη συνέχεια, αναλύθηκε η έννοια της προσάρτησης στο Διεθνές Δίκαιο, οι αντιλήψεις για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, όπως αυτές συναντώνται στη θεωρία και στη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης καθώς και το περιεχόμενο του ακρογωνιαίου λίθου της διεθνούς έννομης τάξης, ήτοι της αρχής της μη επέμβασης.

Συνοψίζοντας, η συλλογιστική πορεία που διατρέχει την εργασία έχει ως στόχο να ενημερώσει για το νόμιμο ή μη των εξελίξεων στην Κριμαία και ειδικότερα της επιδιωχθείσας ενσωμάτωσης της στη Ρωσία.

ΕΝΟΤΗΤΑ 1

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΚΡΙΜΑΪΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

 

Η σύγχρονη ιστορία της Κριμαίας ξεκινά με την προσάρτησή της στη Ρωσική Αυτοκρατορία το 1783. Ωστόσο, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και κατ’ επέκταση τη διάσπαση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, η Κριμαία περιήλθε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα σε κατάσταση αυτοκυριαρχίας. Σύντομα, μετά το ρωσικό εμφύλιο πόλεμο και τη διαδοχή αλλεπάλληλων κυβερνήσεων, η Κριμαία σταδιακά μετονομάστηκε σε Κριμαϊκή Αυτόνομη Σοβιετική Δημοκρατία και παρέμεινε ως τμήμα της ρωσικής επικράτειας μέχρι το 1945, ενώ το 1954 η Ρωσία παρέδωσε την Κριμαία στην Ουκρανία.[1] Όταν, όμως, ο ουκρανικός λαός μετά από δημοψήφισμα το 1991 τάχθηκε υπέρ της ανεξαρτησίας της, η Κριμαία συμφώνησε να παραμείνει τμήμα της Ουκρανίας, αλλά με ιδιαίτερο καθεστώς αυτονομίας που περιλάμβανε ξεχωριστό σύνταγμα, νομοθεσίας και πρόεδρο.[2]

Στις 5 Δεκεμβρίου του 1994, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ρωσία, η Ουκρανία και η Βρετανία υπέγραψαν το Μνημόνιο της Βουδαπέστης.[3] Συμφώνησαν να μην απειλήσουν ή χρησιμοποιήσουν βία κατά της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας της Ουκρανίας, καθώς και οποιοδήποτε οικονομικό εξαναγκασμό εναντίον της για δικό τους συμφέρον. Ως αντάλλαγμα, η Ουκρανία παρέδωσε το τρίτο μεγαλύτερο απόθεμα πυρηνικών όπλων στον κόσμο, στο οποίο είχε μεν φυσικό αλλά όχι λειτουργικό έλεγχο, ο οποίος ανήκε αποκλειστικά στη Ρωσία.[4]

Η έναρξη της Κριμαϊκής κρίσης τοποθετείται χρονικά στις 23 Φεβρουαρίου 2014, όταν ξέσπασε ένα κύμα διαδηλώσεων και λαϊκών κινητοποιήσεων στη Συμφερόπολη, γνωστό με την επωνυμία «Euromaidan», με την υποστήριξη των Ουκρανικών αρχών.[5] Οι διαμαρτυρόμενοι απαίτησαν την παραίτηση του Κριμαϊκού Κοινοβουλίου και οι παρευρισκόμενοι χαιρέτησαν τις σημαίες της Ουκρανίας, των Τατάρων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Στο μεταξύ, στη Σεβαστούπολη δεκάδες χιλιάδες άτομα διαμαρτυρήθηκαν ενάντια στις νέες αρχές και ψήφισαν υπέρ της εγκαθίδρυσης μιας παράλληλης διοίκησης, ενώ συγχρόνως δημιουργήθηκαν ένοπλα σώματα πολιτών με την υποστήριξη των ρωσικών «Night Wolves Bikers». Οι διαμαρτυρόμενοι χαιρέτησαν τη ρωσική σημαία, φώναζαν «ο Πούτιν είναι ο πρόεδρός μας» και ισχυρίζονταν ότι θα αρνούνταν να πληρώσουν επιπλέον φόρους στην πολιτεία.[6] Αντίθετα, ο δήμαρχος Oleh Osadchy, στην προσπάθειά του να διαλύσει το πλήθος, κάλεσε την αστυνομία και διακήρυξε ότι «αυτή είναι η Κριμαία, η περιοχή της Ουκρανίας. Ορίστε και η σημαία της Κριμαίας».

Την επόμενη μέρα, στις 24 Φεβρουαρίου 2014, ο Πρωθυπουργός της Κριμαίας Anatolii Mohyliov ανακήρυξε ότι στην περιοχή θα ισχύσουν όλοι οι νόμοι, τους οποίους θα εισηγηθεί το Κοινοβούλιο της Ουκρανίας, ενώ την ίδια μέρα ακόμα περισσότεροι διαμαρτυρόμενοι συγκεντρώθηκαν έξω από τα διοικητικά γραφεία της Σεβαστούπολης. Παράλληλα, Ρώσοι διαδηλωτές με την υποστήριξη νέο-Κοζάκων απαίτησαν την ανάδειξη ενός Ρώσου πολίτη στη θέση του δημάρχου και γέμισαν την πόλη με ρωσικές σημαίες και σχετικά προπαγανδιστικά φυλλάδια.

Την ίδια μέρα η Σεβαστούπολη ανέδειξε ως δήμαρχο έναν Ρώσο πολίτη, τον Aleksei Chalyi, γεγονός ιδιαίτερο αμφιλεγόμενο, από τη στιγμή που η Σεβαστούπολη δεν είχε καν δήμαρχο, καθώς η θέση αυτή καλύπτεται από το διοικητή της πόλης.[7] Από την άλλη πλευρά, ο διοικητής της Σεβαστούπολης, ο οποίος είχε αναδειχθεί από τον Πρόεδρο της Ουκρανίας, Vladimir Yatsuba, αναγκάστηκε να παραιτηθεί, όταν διέρρευσε ότι ανακήρυξε πως η Κριμαία αποτελεί τμήμα της Ουκρανίας.[8]

Στις 26 Φεβρουαρίου, ρωσόφιλες δυνάμεις σταδιακά απέκτησαν τον έλεγχο της ρωσικής χερσονήσου, ένα γεγονός που αποτέλεσε το «μήλο της έριδος» στις ουκρανορωσικές σχέσεις. Κι αυτό γιατί η Ρωσία αρχικά υποστήριζε ότι οι ένστολοι άντρες δεν ήταν παρά τοπικές αμυντικές δυνάμεις, αλλά στη συνέχεια παραδέχτηκαν ότι επρόκειτο για ρωσικό στρατιωτικό προσωπικό άνευ διακριτικών,[9] επιβεβαιώνοντας με αυτόν τον τρόπο τις σχετικές εκθέσεις των μη ρωσικών μέσων ενημέρωσης.[10]

Το πρωί της επόμενης μέρας ένοπλοι άνδρες στη Συμφερόπολη, την πρωτεύουσα της Αυτόνομης Δημοκρατίας της Κριμαίας, κατέλαβαν το κτίριο του Κριμαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου των Υπουργών και αντικατέστησαν την ουκρανική σημαία με τη ρωσική.[11] Στη συνέχεια, απομάκρυναν τον πρωθυπουργό που είχε αναδείξει ο Πρόεδρος της Ουκρανίας και διόρισαν στη θέση του ένα ρωσόφιλο πολιτικό, τον Sergey Aksyonov.[12] Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί ότι η ρωσική παράταξη του Aksyonov είχε μόλις συγκεντρώσει 4, 02% των ψήφων στις τοπικές εκλογές του 2010, ενώ εκπροσωπούνταν από μόλις τρεις πολιτικούς.[13]

Ο Aksyonov παράνομα αυτοανακηρύχθηκε επικεφαλής των τοπικών στρατιωτικών δυνάμεων και των σωμάτων επιβολής του νόμου. Από την άλλη πλευρά, ο Oleksandr Turchynov, ο Πρόεδρος της Ουκρανίας, διακήρυξε αντισυνταγματικό το διορισμό του Aksyonov, με το επιχείρημα ότι η θέση του πρωθυπουργού καλύπτεται από πολιτικούς που διορίζει ο Πρόεδρος της Ουκρανίας και δεν εκλέγεται από το Κοινοβούλιο, όπως προβλέπεται στο Σύνταγμα της Κριμαίας.

Αντίστοιχα, στη Σεβαστόπολη, δημοτικοί σύμβουλοι επέλεξαν το Ρώσο υπήκοο Aleksei Chalyi για τη θέση του δημάρχου, ενώ την ίδια στιγμή ρωσόφιλοι διαδηλωτές φώναζαν το σύνθημα «ένας Ρώσος δήμαρχος για μία Ρωσική πόλη». Επιπλέον, ο διευθυντής της αστυνομίας ανακοίνωσε ότι θα αρνούνταν να εκτελέσει οποιαδήποτε διαταγή εκπορευόμενη από τις αρχές στο Κίεβο.[14]

Ρωσικές μονάδες ξεκίνησαν να μεταβαίνουν στην Κριμαία σχεδόν αμέσως μετά τη συνέντευξη τύπου του πρώην προέδρου Victor Yanukovych στις 28 Φεβρουαρίου στην πόλη Rostov-on-Don, δηλαδή κοντά στα ανατολικά σύνορα της Ουκρανίας, όπου κάλεσε τον Πούτιν να «αποκαταστήσει την τάξη» στην Ουκρανία. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ο Yanukovych επέμεινε ότι η στρατιωτική δράση ήταν «απαράδεκτη» και ότι δε θα ζητούσε παρέμβαση εκ μέρους των ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων.[15]

Στις 4 Μαρτίου 2014 ο εκπρόσωπος της Ρωσίας στα Ηνωμένα Έθνη, Vitaly Churkin, παρουσίασε ένα φωτοαντίγραφο ενός γράμματος υπογεγραμμένου από τον Yanukovich την 1η Μαρτίου, όπου ζητούσε άδεια χρήσης των ρωσικών στρατευμάτων για την «αποκατάσταση του γράμματος του νόμου, της ειρήνης, της τάξης, της σταθερότητας και της προστασίας του λαού της Ουκρανίας».

Στις 11 Μαρτίου το Ανώτατο Συμβούλιο και το Συμβούλιο της Σεβαστόπολης από κοινού εξέφρασαν την πρόθεσή τους να ανακηρύξουν στην ανεξαρτησία της Κριμαίας από την Ουκρανία ως ενός ξεχωριστού ενωμένου έθνους με την εκδοχή ενσωμάτωσής της στη Ρωσία ως ομόσπονδου υποκειμένου. Για το λόγο αυτό το ερώτημα της ανεξαρτησίας έγινε αντικείμενο δημοψηφίσματος, το οποίο διεξήχθη επισήμως στις 16 Μαρτίου.

Στο δημοψήφισμα αυτό συμμετείχε το 82,17% του συνολικού πληθυσμού, ενώ το αποτέλεσμά του ήταν η κατά 95,5% συμφωνία ενσωμάτωσης της Κριμαίας στη Ρωσία.[16] Ωστόσο, το Ουκρανικό Κοινοβούλιο ανακήρυξε αντισυνταγματικό το δημοψήφισμα.[17] Βέβαια, παρά τις αντιδράσεις των ουκρανικών αρχών και των πολιτικών που αμφισβητούσαν την εγκυρότητα του δημοψηφίσματος, υποστηρίζοντας ότι η συμμετοχή του λαού στο δημοψήφισμα ανερχόταν μόλις στο 30-40% του πληθυσμού,[18] στις 17 Μαρτίου το Κοινοβούλιο της Κριμαίας διακήρυξε ανεξαρτησία από την Ουκρανία, ζητώντας, παράλληλα, την ενσωμάτωση στη Ρωσική Ομοσπονδία.[19] Στη συνέχεια, ο Πρόεδρος Πούτιν διεκδίκησε την Κριμαία ως τμήμα της Ρωσίας σε ηθικές και υλικές βάσεις, επικαλούμενος την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών και τη στρατηγική σημασία της Κριμαίας για τη Ρωσία.[20]

Δέκα μέρες αργότερα, στις 27 Μαρτίου, η Γενική Συνέλευση υπέγραψε ένα μη δεσμευτικό ψήφισμα με 100 ψήφους υπέρ, 11 κατά και 58 αποχές, ανακηρύσσοντας το δημοψήφισμα άκυρο.[21]

Από την πλευρά του, το Ουκρανικό Κοινοβούλιο πέρασε ένα νομοσχέδιο στις 15 Απριλίου, το οποίο διακήρυξε τη νότια κριμαϊκή χερσόνησο ως μία περιοχή προσωρινά κατειλημμένη από τη Ρωσική Ομοσπονδία, επιβάλλοντας ταξιδιωτικούς περιορισμούς σε Ουκρανούς υπηκόους που επισκέπτονταν τη Κριμαία.

Παρόλα αυτά, στις 9 Μαΐου χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στη Σεβαστούπολη να παρακολουθήσουν την παρέλαση της «Νικηφόρας Μέρας», κουνώντας ρωσικές σημαίες και τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο της Ρωσίας.[22]

Αξίζει να σημειωθεί ότι σχετικά με το προαναφερθέν Σύμφωνο της Βουδαπέστης, μετά τα γεγονότα στην Κριμαία, οι περισσότερες χώρες θεώρησαν ότι οι ενέργειες της Ρωσίας αποτελούν κατάφωρη παραβίαση των υποχρεώσεων που είχε αναλάβει απέναντι στην Ουκρανία δυνάμει του Συμφώνου της Βουδαπέστης.[23] Η Ρωσία με τη σειρά της αντέτεινε ότι το εν λόγω Σύμφωνο δεν σχετίζεται με την Κριμαϊκή Κρίση, καθώς η απόσχιση της Κριμαίας ήταν αποτέλεσμα εσωτερικής πολιτικής και κοινωνικο-οικονομικής κρίσης.

Συμπερασματικά, μέσα από το χρονικό της Κριμαϊκής κρίσης γίνεται εμφανής, αφενός, η επιθυμία τόσο του λαού της Κριμαίας να ενωθεί με τη Ρωσία όσο και της ίδιας της Ρωσίας να ενσωματώσει μία περιοχή τεράστιας στρατηγικής σημασίας και, αφετέρου, η αντίδραση της Ουκρανίας, αλλά και της διεθνούς κοινότητας εν γένει για την προστασία του υφιστάμενου δικαιικού συστήματος.

ENOTHTA 2

Η ΠΡΟΣΑΡΤΗΣΗ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ

Προσάρτηση ονομάζεται η δια της βίας ενσωμάτωση του εδάφους ή μέρους αυτού ενός κράτους στην επικράτεια ενός άλλου.[24] Βασική προϋπόθεση της προσάρτησης είναι η αποτελεσματική κατοχή της περιοχής  και η εκδήλωση "καθαρής πρόθεσης" για μόνιμη κατοχή της. Τα δύο αυτά στοιχεία λοιπόν αποτελούν το "corpus" και το "animus" της προσάρτησης.[25]

Σήμερα και σύμφωνα με το ισχύον διεθνές δίκαιο, η προσάρτηση δεν συνιστά νόμιμο τρόπο απόκτησης εδάφους, καθώς από τη μια, συνοδεύεται με παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης χρήσης βίας. Η απαγόρευση της χρήσης βίας στις διεθνείς σχέσεις, όπως αυτή υπαγορεύεται τόσο από το συμβατικό όσο και από το εθιμικό διεθνές δίκαιο, οδηγεί στην μη αναγνώριση οποιασδήποτε μορφής εξαναγκάσιμης εδαφικής μεταβολής.[26] Η  προαναφερόμενη άρνηση αναγνώρισης σχετίζεται με την επιτακτική ανάγκη διατήρησης της εδαφική ακεραιότητας του κράτους που υφίσταται τη παράνομη χρήση βίας.[27] Έτσι, κάθε είδος προσάρτησης πρέπει να χαρακτηρίζεται ως μη νόμιμο.

Από την άλλη, αυτή η μη αναγνώριση της νομιμότητας της προσάρτησης δικαιολογείται από το γεγονός ότι η εδαφική μεταβολή ήταν αποτέλεσμα ενέργειας αντίθετης προς το διεθνές δίκαιο.[28] Κατ' ουσίαν, πρόκειται για εφαρμογή της αρχής ex injuria jus non oritur.[29]

Το παράνομο της προσάρτησης όχι μόνο στοιχειοθετείται σε πλήθος συμβατικών κειμένων (i) αλλά καταδεικνύεται και από την πρακτική των κρατών (ii).

  1. i)Συμβατικά κείμενα

α) Ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 και 4 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών "3. Όλα τα Μέλη θα ρυθμίζουν τις διεθνείς διαφορές τους με ειρηνικά μέσα, έτσι ώστε να μην μπαίνουν σε κίνδυνο η διεθνείς ειρήνη και ασφάλεια, καθώς και η δικαιοσύνη. 4. Όλα τα Μέλη στις διεθνείς τους σχέσεις θα απέχουν από την απειλή ή τη χρήση βίας, που εκδηλώνεται εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους είτε με οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ασυμβίβαστη προς τους Σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών."

Η εδαφική ακεραιότητα και πολιτική ανεξαρτησία ενός κράτους προστατεύεται, λοιπόν, από την προαναφερόμενη θεμελιώδη διάταξη του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Κάθε μορφή βίας ενάντια στη διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών, θεωρείται διεθνώς παράνομη πράξη, αντίθετη στο Χάρτη, από την οποία δεν μπορούν να γεννηθούν δικαιώματα. Γι' αυτό και τα κράτη οφείλουν να μην αναγνωρίσουν ως νόμιμες εδαφικές μεταβολές που πραγματοποιήθηκαν με την απειλή ή τη χρήση βίας. Πρόκειται για το "Stimson Doctrine", την αρχή δηλαδή σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί να αποδοθεί νόμιμος χαρακτήρας σε μια κατάσταση που δημιουργήθηκε από μια παράνομη ενέργεια, από μια ενέργεια αντίθετη προς το διεθνές δίκαιο.[30]

β) Άρθρα Διεθνούς Επιτροπής Δικαίου για τη Διεθνή Ευθύνη των Κρατών

Σύμφωνα με το άρθρο 41 των άρθρων της Διεθνούς Επιτροπής Δικαίου για τη Διεθνή Ευθύνη των Κρατών από διεθνώς παράνομες πράξεις, κανένα κράτος δεν μπορεί να αναγνωρίζει ως νόμιμη μια κατάσταση η οποία προήλθε από σοβαρή παραβίαση του διεθνούς δικαίου ή να παρέχει βοήθεια στη διατήρηση της κατάστασης αυτής.[31]

γ) Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών

Σύμφωνα με το άρθρο 52 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών (1969)[32] προβλέπει την ακυρότητα συνθήκης της οποίας το αποτέλεσμα προήλθε από την απειλή ή τη χρήση βίας. Συνεπώς, μία ανάλογη συμφωνία προσάρτησης δεν έχει καμία ισχύ κατ' εφαρμογή του ως άνω άρθρου.

  1. ii) Η πρακτική των κρατών

Κατά πρώτον, το 1967, το Συμβούλιο Ασφαλείας με το Ψήφισμα υπ' αριθμόν 242 [33] υπογράμμισε "το απαράδεκτο της απόκτησης εδάφους από πόλεμο".  Λίγο αργότερα, το 1970 υπεγράφη η Διακήρυξη για τις Φιλικές Σχέσεις μεταξύ των κρατών, σύμφωνα με την οποία το έδαφος ενός κράτους δεν μπορεί να είναι αντικείμενο κτήσης από ένα άλλο κράτος ως αποτέλεσμα απειλής ή χρήσης βίας. Καμία εδαφική κτήση που απορρέει από την απειλή ή τη χρήση βίας δεν πρέπει να αναγνωρίζεται ως νόμιμη.[34] H αρχή αυτή επιβεβαιώνεται, επίσης, από το άρθρο 5 παράγραφος 3 του Ψηφίσματος 3314 (XXIX) της Γενικής Συνέλευσης σχετικά με τον ορισμό της επίθεσης. Σύμφωνα με αυτό, καμία εδαφική κτήση ως αποτέλεσμα επίθεσης είναι ή πρέπει να αναγνωρίζεται ως νόμιμη.[35] Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 5 της Διακήρυξης για την ενδυνάμωση της Διεθνούς Ασφάλειας, η αρχή της ισότητας των κρατών επιτάσσει το απαραβίαστο της εδαφικής ακεραιότητας τους.[36]

Αξιοσημείωτο είναι το Ψήφισμα 662/1990 του Συμβουλίου Ασφάλειας, στο οποίο ομόφωνα θεωρήθηκε ότι η προσάρτηση του Κουβέιτ από το Ιράκ δεν έχει καμία έννομη συνέπεια και κάλεσε τα κράτη αλλά και τους διεθνείς οργανισμούς να μην την αναγνωρίσουν και να απέχουν από κάθε πράξη που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως έμμεση αναγνώριση της.[37]

ENOTHTA 3

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΥΤΟΔΙΑΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ

Α) ΕΙΣΑΓΩΓΗ

To δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των λαών καταλαμβάνει πρωταρχική θέση σε σημαντικά νομικά κείμενα διεθνούς δικαίου. Ήδη από το πρώτο άρθρο του Χάρτη του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών υπογραμμίζεται ότι σκοπός του Οργανισμού είναι η ανάπτυξη φιλικών σχέσεων μεταξύ των κρατών βάσει των αρχών της ισότητας και της αυτοδιάθεσης των λαών.

Θεωρείται ως «ένας από τους μεγαλύτερους μύθους»[38] το γεγονός ότι οι σχεδιαστές του Χάρτη φαντάστηκαν την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών με τον τρόπο με τον οποίο αργότερα εξελίχθηκε. Η δικιά τους ιδέα περί αυτοδιάθεσης δεν περιελάμβανε το δικαίωμα των εξαρτημένων λαών να είναι ανεξάρτητοι, ή έστω να ψηφίζουν, αλλά συνδέθηκε με το δικάιωμα ισότητας των κρατών και όχι των ατόμων με την έννοια της προστασίας του λαού ενός κράτους εναντίον ενδεχόμενης παρέμβασης από άλλο κράτος[39].

Β) ΟΡΙΣΜΟΣ

Το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης ορίζεται ως το δικαίωμα συγκροτημένων με συνοχή εθνικών ομάδων («λαών») να επιλέγουν για τους εαυτούς τους μία μορφή πολιτικής οργάνωσης και τη σχέση τους με άλλες ομάδες[40]. Η επιλογή αυτή μπορεί να είναι η κρατική ανεξαρτησία, ο συσχετισμός με άλλες ομάδες εντός ενός ομόσπονδου κράτους, η αυτονομία ή η αφομοίωση από ένα άλλο κράτος[41]. Η τελευταία μορφή επιλογής που υπάγεται άμεσα στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης κρίνεται ιδιαίτερα κρίσιμη σε συνάρτηση με την περίπτωση της Κριμαίας, όπως θα αποδειχθεί στην επόμενη ενότητα της παρούσας εργασίας.

Γ) ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ

Το δικαίωμα αυτοδιάθεσης αποτέλεσε το «μήλο της έριδος» μεταξύ των διεθνολόγων και των νομικών κυρίως μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κι αυτό γιατί η πλειονότητα των νομικών του Δυτικού Κόσμου υπέθεταν ή επιβεβαίωναν ότι η αρχή αυτή δεν είχε νομικό περιεχόμενο, καθώς δεν κατοχυρωνόταν ρητά ούτε σε επίπεδο πολιτικής ούτε σε επίπεδο ηθικής. Άλλωστε, πριν το 1945 οι νομικές πηγές σχετικά με το δικαίωμα αυτοδιάθεσης ήταν ελάχιστες με σημαντικότερες τις Συνθήκες της Σοβιετικής Ένωσης κατά τη διετία 1920-1922, καθώς και την Έκθεση της Επιτροπής νομικών επί του ερωτήματος των νησιών Aaland το 1920[42].

Ωστόσο, μετά το 1945 οι εξελίξεις εντός του συστήματος των Ηνωμένων Εθνών άλλαξαν ριζικά τη θέση αυτή, με αποτέλεσμα να γίνει γενικά αποδεκτό ότι το δικαίωμα αυτοδιάθεσης συνιστά νομική αρχή[43].  Η γενική και πολιτική διάσταση της αρχής δε στερεί από το δικαίωμα αυτοδιάθεσης το νομικό της περιεχόμενο, όπως αποδεικνύεται μέσα από τις υποθέσεις της Νοτιοδυτικής Αφρικής, όπου το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης θεώρησε ότι οι όροι του δεύτερου άρθρου του Mandate Agreement περιλαμβάνουν μία νομική υποχρέωση, παρά την πολιτική φύση του καθήκοντος «να προωθείται στο μέγιστο βαθμό το υλικό και ηθικό ευ ζην και η κοινωνική πρόοδος των κατοίκων της περιοχής»[44].

Παρόλο που γίνεται συχνά αναφορά στις διακηρύξεις αυτοδιάθεσης εντός του Atlantic Charter του 1941, η βασική εξέλιξη ήταν η εμφάνιση αναφορών στην «αρχή των ίσων δικαιωμάτων και της αυτοδιάθεσης των λαών» στα άρθρα 1 παρ. 2 και 55 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Πολλοί νομικοί και κυβερνήσεις ήταν προετοιμασμένοι να ερμηνεύσουν αυτές τις αναφορές απλώς ως ενδεικτικές προτροπής, αλλά η πρακτική των Ηνωμένων Εθνών κατοχύρωσαν την αρχή της αυτοδιάθεσης ως αναπόσπαστο τμήμα του δικαιικού συστήματος των Ηνωμένων Εθνών[45]. Αυτό γίνεται εμφανές ιδιαιτέρως μέσα από το Ψήφισμα 637Α  (VII) του 1952, όπου η Γενική Συνέλευση συνέστησε, μεταξύ άλλων, ότι «τα κράτη-μέλη των Ηνωμένων Εθνών καλούνται να εφαρμόζουν την αρχή της αυτοδιάθεσης σε όλους τους λαούς και τα έθνη». Εξίσου σημαντική είναι η Διακήρυξη για την Αναγνώριση Ανεξαρτησίας σε Μετααποικιακές Χώρες και Λαούς που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση το 1960 και αναφέρεται σε μία σειρά ψηφισμάτων που αφορούν τις σχετικές περιοχές. Η συγκεκριμένη Διακήρυξη θεωρεί την αρχή της αυτοδιάθεσης ως ένα τμήμα των υποχρεώσεων που απορρέουν από το Χάρτη και δεν αποτελεί «γνωμοδότηση», αλλά μία μορφή αυθεντικής ερμηνείας του Χάρτη[46].

Έκτοτε η αρχή έχει ενσωματωθεί σε ένα σημαντικό αριθμό νομικών κειμένων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται τα εξής: Pacific Charter (1954), Communique of the Bandung Conference (1955), Declaration of the Belgrade Conference of Non-aligned Countries (1961), Declaration of the Cairo Conference of Non-aligned Countries (1964), UNGA Res. 1815 (XVII) και 1966 (XVIII).

Ως προς τη διεθνή κρατική πρακτική, σημειώνεται ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες κυβερνήσεις υποστηρίζουν την αρχή της αυτοδιάθεσης, όπως επιβεβαιώνεται μέσα από τα προπαρασκευαστικά κείμενα της Διακήρυξης των Αρχών του Διεθνούς Δικαίου που αφορούν τις Φιλικές Σχέσεις, η οποία υιοθετήθηκε ομόφωνα από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών το 1970[47]. Επιπλέον, η Γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης στην Υπόθεση της Δυτικής Σαχάρα επιβεβαιώνει την «εγκυρότητα της αρχής της αυτοδιάθεσης» εντός του διεθνούς δικαίου[48]. Μάλιστα, αξίζει να επισημανθεί ότι η Βρετανική Κυβέρνηση, η οποία εξέφρασε επισήμως την αντίθεσή της ως προς τη νομική διάσταση της συγκεκριμένης αρχής, όχι μόνο την υιοθέτησε, αλλά και την εφάρμοσε για «άμυνα» σε σχέση με τα ερωτήματα που αφορούσαν το καθεστώς του Gibraltar και των Falklands[49].

Δ) ΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ

Από την ιστορική εξέλιξη της αρχής της αυτοδιάθεσης, γίνεται εμφανές ότι πρόκειται για μία αρχή με σαφές νομικό περιεχόμενο και ισχύ εθιμικού δικαίου, εφόσον συνδυάζει την κρατική πρακτική με πεποίθηση δικαίου. Υπό αυτό το πρίσμα,  η αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών αναγνωρίζεται από την πρακτική των κρατών ως μία βασική αρχή του διεθνούς δικαίου, στο οποίο μπορεί να αποδοθεί το καθεστώς κανόνα αναγκαστικού δικαίου (ius cogens) και συγχρόνως ως δικαίωμα με ισχύ έναντι όλων (erga omnes), όπως επιβεβαίωσε και το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης[50].

Όσον αφορά τις νομικές βάσεις του δικαιώματος αυτοδιάθεσης, αυτό κατοχυρώνεται ρητώς και λεπτομερώς στα άρθρα 1 παρ. 2 και 55 του Χάρτη, αλλά και έμμεσα στα άρθρα 73 και 76(b) σε συνάρτηση με τις αποικίες κι άλλες εξαρτημένες περιοχές. Ωστόσο, οι προαναφερθείσες πηγές θεωρούνται κατά τη βιβλιογραφία ασαφείς, καθώς είναι αμφίβολο αν καθορίζουν από μόνες τους συγκεκριμένα δικαιώματα και καθήκοντα[51].

Πέρα από το Χάρτη, η αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών κατοχυρώνεται και στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, όπου υπογραμμίζεται η καθολικότητα του συγκεκριμένου δικαιώματος. Τέλος, η αρχή της αυτοδιάθεσης περιλαμβάνεται και στη Διακήρυξη Φιλικών Σχέσεων το 1970, όπου αρχίζει να αποκτά πιο συγκεκριμένη μορφή και ορίζεται ως το δικαίωμα όλων των ανθρώπων να καθορίζουν ελεύθερα, χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις, το πολιτικό τους καθεστώς και να οδεύουν προς την οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική τους ανάπτυξη και, παράλληλα, ως η υποχρέωση κάθε κράτους να σέβεται αυτό το δικαίωμα, όπως προβλέπει ο Χάρτης.

Υποστηρίζεται, επίσης ότι η αρχή της αυτοδιάθεσης έχει τρεις όψεις. Πρώτον, η αρχή ενημερώνει και συμπληρώνει άλλες γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου, οπως οι αρχές της κρατικής κυριρχίας, της ισότητας των κρατών και την ισότητας των ανθρώπων εντός της επικράτειας ενός κράτους. Έτσι, η αρχή της αυτοδιάθεσης εφαρμόζεται επικουρικά με την αρχή μη επέμβασης σε συνάρτηση με τη χρήση βίας, όπως θα αναλυθεί και στις επόμενες ενότητες της αρούσας εργασίας. Δεύτερον, η συγκεκριμένη αρχή έχει εφαρμοστεί και σε περιπτώσεις οικονομικής αυτοδιάθεσης, όπως φανερώνει η Διακήρυξη για τη Μόνιμη Κυριαρχία επί των Φυσικών Πηγών[52]. Τρίτον, η αρχή παρουσιάζει τις εξής επιπλέον συνέπειες: α) αν χρησιμοποιείται βία  για την κατάκτηση μίας περιοχής και το αντικείμενο είναι η εφαρμογή αυτής της αρχής, τότε ο τίτλος μπορεί να προκύψει από γενική συγκατάθεση και αναγνώριση πιο άμεσα σε σχέση με άλλες περιπτώσεις παράμονης κατάκτησης εδάφους, β) η αρχή μπορεί να αναπληρώσει μερική έλλειψη desiderata στους τομείς ίδρυσης και αναγνώρισης κρατών , γ) η παρέμβαση εναντίον ενός απελευθερωτικού κινήματος μπορεί να είναι  παράνομη, ενώ η προσφορά βοήθειας σε ένα τέτοιο κίνημα μπορεί να είναι νόμιμη και δ) μία περιοχή που κατοικείται από λαούς μη οργανωμένους σε κράτος δεν μπορεί να θεωρηθεί terra nullius επιρρεπής σε ιδιοποίηση από μεμονωμένα κράτη σε περίπτωση εγκατάλειψης από το παρόν κυρίαρχο κράτος[53].

Συμπερασματικά, πρόκειται για μία αρχή του διεθνούς δικαίου με σαφές νομικό περιεχόμενο λόγω του εθιμικού της χαρακτήρα, αλλά και της θεσμικής κατοχύρωσής της στο Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και πολλαπλές όψεις και διαστάσεις.

ΕΝΟΤΗΤΑ 4

 Η ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΔΔΧ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΣΟΒΟΥ

 

Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης στην Γνωμοδότηση σχετικά με τη νομιμότητα της μονομερούς διακήρυξης ανεξαρτησίας εκ μέρους του Κοσσόβου δεν ασχολήθηκε καθόλου με το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των λαών. [54] Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο θεώρησε ότι "δεν είναι απαραίτητο να δοθεί απάντηση στις ερωτήσεις αυτές (τις σχετικές με το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των λαών) στην παρούσα υπόθεση. Η Γενική Συνέλευση ζήτησε τη γνώμη του Δικαστηρίου σχετικά με το εάν η διακήρυξη της ανεξαρτησίας είναι ή όχι σύμφωνη με το Διεθνές Δίκαιο. Ωστόσο, συζητήσεις σχετικά  με την έκταση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης των λαών και της ύπαρξης οποιουδήποτε δικαιώματος "remedial secession" σχετίζονται με το δικαίωμα χωρισμού από ένα κράτος. Όπως έχει σημειώσει ήδη το Δικαστήριο και όπως συμφωνούν σχεδόν όλοι οι συμμετέχοντες, το ζήτημα του σκοπού είναι πέραν του αντικειμένου της ερώτησης που τέθηκε από τη Γενική Συνέλευση."[55]

Ωστόσο, αξιοσημείωτη είναι η μειοψηφούσα γνώμη του Δικαστή Yusuf, στην οποία εξετάζεται το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των λαών υπό μια μετά-αποικιακή αντίληψη.[56] Ειδικότερα, το ως άνω δικαίωμα υφίσταται μέσα στα όρια των κρατών ως ένα δικαίωμα του πληθυσμού ενός Κράτους να καθορίζει "την πολιτική, οικονομική και κοινωνική του μοίρα" και να επιλέγει την κυβέρνηση που θα το εκπροσωπεί. Ακόμη, αποτελεί δικαίωμα ενός ορισμένου μέρους του πληθυσμού με διακριτά χαρακτηριστικά επί τη βάσει της φυλής ή της εθνικότητας, να συμμετέχει στην πολιτική ζωή του Κράτους, να εκπροσωπείται στην κυβέρνηση και να μην δέχεται προκατάληψη εις βάρος του. Αυτά τα δικαιώματα πρέπει να ασκούνται μέσα στο κράτος στο οποίο ζει η εθνική ομάδα και για αυτό θεωρούνται εσωτερικά δικαιώματα.[57]

Σε αντίθεση, σε σχέση με την εξωτερική αυτοδιάθεση τέτοιων εθνικά ή φυλετικά διακριτών ομάδων, δεν υφίσταται αντίστοιχο θετικό δικαίωμα για δημιουργία ξεχωριστής κρατικής οντότητας και απόσχισης ακόμα κι αν αποτελεί επιθυμία του συνόλου της ομάδας. Άλλωστε μια τέτοια κατάφαση θα έβλαπτε την εδαφική κυριαρχία και ακεραιότητα των κρατών και θα οδηγούσε σε χάος στις διεθνείς σχέσεις.[58]

Όταν όμως μία τέτοια ομάδα υπόκειται σε προκαταλήψεις, διωγμούς και ειδεχθείς παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή ανθρωπιστικού δικαίου, μπορεί να γίνει δεκτό ένα δικαίωμα χωρισμού από το κράτος πληρωμένων των προϋποθέσεων που τίθενται από το διεθνές δίκαιο στη συγκεκριμένη περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψη το ιστορικό πλαίσιο.[59]

Άλλες υποθέσεις, στις οποίες το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ασχολήθηκε με το ζήτημα του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των λαών ήταν οι εξής: Western Sahara[60], Legal Consequences for States of the Continued Presence of South Africa in Namibia (South West Africa) notwithstanding UNSC Res.  276/1970[61], Case Concerning the Frontier Dispute (Burkina Faso v. Republic of Mali), Legal Consequences of the Construction of a Wall in the Occupied Palestinian Territory. [62]

ΕΝΟΤΗΤΑ 5

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΜΗ ΕΠΕΜΒΑΣΗΣ

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

H αρχή της μη επέμβασης αποτελεί ένα τμήμα εθιμικού δικαίου βασισμένο στην ιδέα του σεβασμού για την εδαφική ακεραιότητα των κρατών[63]. Μάλιστα, υποστηρίζεται ότι πρόκειται για έναν από τους πιο βασικούς πυλώνες του  συστήματος του διεθνούς δικαίου, όπως αυτό άρχισε να διαμορφώνεται από την εποχή του Grotius[64]. Σε συνάρτηση με την αρχή της κυριαρχικής ισότητας, η αρχή της μη επέμβασης στοχεύει στο να εξασφαλίσει ότι κάθε κράτος σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα των υπόλοιπων μελών της διεθνούς κοινότητας[65].

Ήδη από την περίοδο του κλασικού διεθνούς δικαίου η αρχή της μη επέπμβασης έχει κωδικοποιηθεί σε συγκεκριμένους κανόνες εθνικού δικαίου. Ο πρώτος κανόνας είναι αυτός που απαγορεύει σε κάθε κράτος να επεμβαίνει στην εσωτερική οργάνωση ενός άλλου κράτους. Για παράδειγμα, ένα κράτος δεν μπορεί να αποφασίσει ποιο όργανο ενός ξένου κράτους είναι αρμόδιο να προβεί σε μία ορισμένη ενέργεια. Ο δεύτερος κανόνας εθιμικού δικαίου που αποτελεί μία ακόμα συνιστώσα της αρχής της μη επέμβασης είναι η απαγόρευση παρέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις ενός άλλου κράτους. Υπό αυτό το πρίσμα, ένα κράτος δεν μπορεί να ασκήσει πίεση σε συγκεκριμένα εθνικά σώματα άλλων κρατών ή να παρεμβληθεί στις σχέσεις μεταξύ ξένων κυβερνητικών αρχών και των υπηκόων. Ένας ακόμη εθνικός κανόνας υποχρεώνει τα κράτη να απέχουν από την έρευνα, οργάνωση ή επίσημη υποστήριξη σε δραστηριότητες επί του εδάφους τους, οι οποίες, όμως, είναι επιβλαβείς για ένα ξένο κράτος. Βέβαια, σε αυτό το σημείο αξίζει να υπογραμμιστεί ότι ο κανόνας αυτός δεν απαγορεύει κάθε είδος υπονομευτικών πράξεων και, κυρίως, δεν απαγορεύει υπονομευτικές ενέργειες εναντίον ξένων κρατών που διεξάγονται από ιδιώτες χωρίς κρατική ανάμειξη[66].

Β. ΟΡΙΣΜΟΣ

Σύμφωνα με το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης στην Υπόθεση της Νικαράγουα, η αρχή της μη επέμβασης περιλαμβάνει το δικαίωμα κάθε κυρίαρχου κράτους να καθορίζει τις εσωτερικές του υποθέσεις χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις[67]. Βέβαια, το Δικαστήριο δεν περιορίστηκε σε αυτόν τον ορισμό, αλλά, επικαλούμενο τη Διακήρυξη Φιλικών Σχέσεων, κατέστησε σαφές ότι η αρχή της μη επέμβασης έχει εφαρμογή τόσο στις εσωτερικές όσο και στις εξωτερικές υποθέσεις των κυρίαρχων κρατών[68].

Γ. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ

Όπως προαναφέρθηκε, η αρχή της μη επέμβασης αποτελεί ένα συνονθύλευμα επιμέρους αρχών εθνικού δικαίου. Αν και στη σύγχρονη εποχή φαίνεται αυτονόητο ότι τα κράτη είναι υποχρεωμένα να σεβαστούν και να εφαρμόσουν αυτούς τους κανόνες με πεποίθηση δικαίου, κατά την περίοδο πριν το 1945, τα κράτη δεν είχαν αυτήν την υποχρέωση, αν θεωρούσαν ότι τα συμφέροντά τους ήταν πιο ισχυρά από τους κανόνες. Αυτό σημαίνει ότι, αν ένα κράτος έκρινε ότι τα συμφέροντά του ήταν πιο σημαντικά, ήταν νομικά εξουσιοδοτημένο να παραγκωνίσει τους σχετικούς απαγορευτικούς κανόνες και να παρέμβει, ακόμα και με χρήση βίας ή έστω με την απειλή αυτής, στις εσωτερικές υποθέσεις και σχέσεις ενός άλλου κράτους, επιβάλλοντας ένα συγκεκριμένο τρόπο δράσης. Συνεπώς, η παρεχόμενη από τους εθιμικούς κανόνες της μη επέμβασης προστασία ήταν αβέβαιη, επισφαλής και ασταθής[69].

Παραδόξως, στην περίοδο που ακολούθησε τον Α’, αλλά ιδιαίτερα μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η αρχή της μη επέμβασης, αντί να χάσει τη σημασία της, απέκτησε νέο κύρος. Η παρατήρηση αυτή οφείλεται σε τρεις εξελίξεις που έδωσαν νέο περιεχόμενο στην αρχή. Η πρώτη εξέλιξη ήταν η εισαγωγή νέων νομικών περιορισμών στη χρήση βίας, η οποία θεμελίωσε και οριοθέτησε την αρχή της μη επέμβασης. Η δεύτερη ήταν ο επαναπροσανατολισμός της διεθνούς κοινότητας προς τη διεθνή συνεργασία, με αποτέλεσμα τόσο τα επιμέρους κράτη όσο και οι οργανισμοί να αναμειγνύονται στα συμφέρονται άλλων κρατών. Η συγκεκριμένη εξέλιξη κατέστησε επιτακτική την ανάγκη των κρατών να καθορίσουν ξεκάθαρα τους τομείς όπου θα διατηρούσαν το δικαίωμα να παραμείνουν απρόσβλητοι από εξωτερικές παρεμβολές. Τέλος, η τρίτη εξέλιξη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εξάπλωση των δογμάτων περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία συνεπάγεται την άσκηση πιέσεων από κράτη και μεμονωμένες οντότητες για συμμόρφωση προς τα κατοχυρωμένα πρότυπα σχετικά με τα θεμελιώδη δικαιώματα[70].

Κατά την περίοδο των χρόνων που ακολούθησαν, η αρχή της μη επέμβασης σταδιακά απέκτησε τη θεμελιώδη σημασία της ως στέρεης και αναντικατάστατης «γέφυρας» μεταξύ της παραδοσιακής δομής της διεθνούς κοινότητας και του νέου προσανατολισμού της προς τη διεθνή συνεργασία. Υπό αυτό το πρίσμα, η αρχή της μη επέμβασης λειτουργεί ως ασπίδα προστασίας υπέρ των κρατών, τα οποία μπορούν να αναπτύσσουν δεσμούς διεθνούς συνεργασίας, διαφυλάσσοντας τις εσωτερικές τους υποθέσεις.

Δ. ΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ

Πέρα από την εθιμική διάσταση των κανόνων που την συναπαρτίζουν, η αρχή της μη επέμβασης κατοχυρώνεται και σε συγκεκριμένα νομικά κείμενα.

Ειδικότερα, τα νομικά ερείσματα της αρχής της μη επέμβασης είναι τα άρθρα 2 παρ. 4 και 7, 39, 51 και 53 του Χάρτη. Κατά τη θεωρία του διεθνούς δικαίου, η παρέμβαση θεωρείται μη επιτρεπτή, όταν αφορά θέματα όπου το κάθε κράτος μπορεί να αποφασίζει ελεύθερα δυνάμει της αρχής της κρατικής κυριαρχίας. Αυτό περιλαμβάνει, όπως τόνισε το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης στην Υπόθεση της Νικαράγουα, την επιλογή πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών συστημάτων και τη δημιουργία ξένης πολιτικής. Η παρέμβαση γίνεται παράνομη, όταν χρησιμοποιεί μεθόδους εξαναγκασμού ως προς αυτές τις επιλογές, οι οποίες πρέπει να είναι ελεύθερες. Επίσης, πράξεις που συνιστούν παράβαση της εθιμικής αρχής της μη παρέμβασης, οι οποίες περιλαμβάνουν άμεσα ή έμμεσα τη χρήση βίας, αποτελούν συγχρόνως παράβαση της αρχής της μη χρήσης βίας στις διεθνείς σχέσεις[71].

Ένα ακόμη σημαντικό δίδαγμα από την Απόφαση του ΔΔΧ στην Υπόθεση της Νικαράγουα σε σχέση με την ανάλυση της αρχής της μη παρέμβασης είναι το ακόλουθο: όταν το Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει αν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής είχαν παραβιάσει την αρχή της μη παρέμβασης απέναντι στη Νικαράγουα, δεν προσπάθησε να απαντήσει μόνο σε αυτήν την ερώτηση, αλλά εξέτασε, επιπλέον, αν υπήρχε δικαίωμα παρέμβασης σε ορισμένες περιπτώσεις. Αυτή η μεθοδολογία, βέβαια, έρχεται σε αντίθεση με εκείνη που ακολούθησε το ίδιο δικαστήριο το 2010 σχετικά με την εξέταση της νομιμότητας της διακήρυξης της ανεξαρτησίας του Κοσσόβου. Στην τελευταία περίπτωση, το Δικαστήριο περιορίστηκε στην αποκλειστική εξέταση του αν η συγκεκριμένη διακήρυξη ανεξαρτησίας θα ήταν παράνομη, αποφεύγοντας την ανάλυση ενός υπαρκτού δικαιώματος διακήρυξης ανεξαρτησίας στην εξεταζόμενη περίπτωση[72].

Όπως προαναφέρθηκε, η αρχή της μη επέμβασης στο πλαίσιο του διεθνούς δικαιικού συστήματος είναι άμεσα συνδεδεμένη με την αρχή της μη χρήσης βίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο παρ. 4 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Το άρθρο αυτό αποτελεί κατά γενική ομολογία τον «ακρογωνιαίο λίθο της ειρήνης»[73], την «καρδιά του Χάρτη»[74], ενώ η καθοριστική σημασία του για την οργάνωση της διεθνούς κοινότητας αναγνωρίζεται και σε δύο υποθέσεις ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, την Υπόθεση Armed Activities on the Territory of the Congo[75] και την Υπόθεση Military and Paramilitary Activities In and Against Nicaragua[76].

Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία για την υπαγωγή της περίπτωσης της Κριμαίας στα άρθρα του Χάρτη που σχετίζονται με την απαγόρευση τόσο της επέμβασης στις υποθέσεις άλλου κράτους όσο και της χρήσης βίας είναι η ερμηνεία της έννοιας της χρήσης βίας. Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί ότι το άρθρο 2 παρ. 4 του Χάρτη, το οποίο κατοχυρώνει την αρχή της μη χρήσης βίας, συνιστά την εξέλιξη του πρώτου άρθρου της Συμφωνίας Briand-Kellogg, καθώς υπογραμμίζει ότι πρόκειται για γενική απαγόρευση της χρήσης βίας και όχι μόνο σε περιόδους πολέμου. Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι κατοχυρώνεται όχι μόνο η απαγόρευση χρήσης βίας, αλλά και η απαγόρευση απειλής για τη χρήση βίας.

Σχετικά με την απειλή χρήσης βίας, γίνεται εμφανές ότι είναι ιδιαίτερα δύσκολο να καταστεί σαφές ποιες πράξεις πληρούν τις προϋποθέσεις, ώστε να θεωρηθούν απειλές για τη χρήση βίας. Κι αυτό γιατί ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της απειλής και της συμπεριφοράς του απειλούμενου κράτους είναι δυσδιάκριτος. Πιο συγκεκριμένα, δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκές κριτήριο, όταν ένα κράτος αντιδρά ή κρίνει ότι αντιδρά σε μία υποτιθέμενη απειλή. Μόνο η απειλή που κατευθύνεται σε μία συγκεκριμένη αντίδραση εκ μέρους του απειλούμενου κράτους θεωρείται παράνομη κατά το άρθρο 2 παρ. 4 του Χάρτη. [77] Για το λόγο αυτό κρίνεται ορθή η άποψη ότι «η κραυγαλέα και άμεση απειλή βίας, η οποία χρησιμοποιείται με στόχο να εξαναγκάσει ένα κράτος στην παράδοση εδάφους ή σε άλλου είδους ουσιαστικές εκχωρήσεις και αναγνωρίσεις πολιτικού περιεχομένου πρέπει να θεωρείται παράνομη υπό το άρθρο 2 παρ. 4». [78]

Βέβαια, το άρθρο αυτό, αποκομμένο από τα υπόλοιπα άρθρα του Χάρτη, φαίνεται να έχει περιορισμένη πρακτική ισχύ. Για το λόγο αυτό απαιτείται συνολική θεώρηση και, κυρίως, σε συνάρτηση με τα άρθρα 39, 51 και 53, τα οποία προστατεύουν την εφαρμογή της αρχής, καθιερώνοντας ένα σύστημα επιβολής κυρώσεων στους παραβάτες[79].

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Για να κριθεί, λοιπόν, το νόμιμο ή μη της επιδιωκόμενης προσάρτησης της Κριμαίας στην Ρωσία, εξετάστηκαν από τη σκοπιά του Διεθνούς Δικαίου, τρεις βασικοί άξονες: η προσάρτηση ως νομική έννοια στη θεωρία και στην πρακτική, η συμβατότητα της ρωσικής επέμβασης στη Κριμαία με το σκληρό πυρήνα του Διεθνούς Δικαίου καθώς και το περιεχόμενο του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης, όπως έχει αποτυπωθεί στη θεωρία και στις αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.

Όσον αφορά τον πρώτο άξονα, ήτοι το ζήτημα της προσάρτησης, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, οποιαδήποτε εδαφική μεταβολή, όπως αυτή στην περίπτωση της Κριμαίας, ως αποτέλεσμα χρήσης βίας, δεν γίνεται ανεκτή επί τη βάσει των προαναφερθέντων νομικών βάσεων.

Όσον αφορά το δεύτερο άξονα, ήτοι τη νομιμότητα της ρωσικής επέμβασης, πρόκειται κατά την άποψή μας, για κατάφωρη παραβίαση της θεμελιώδους αρχής "non-intervention".

Τέλος, όσον αφορά τον τρίτο άξονα, η εξωτερική έκφανση του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση, τόσο σε θεωρητικό επίπεδο, όσο και σύμφωνα με το περιεχόμενο που του δόθηκε στη μειοψηφούσα γνώμη του Δικαστή του Διεθνούς Δικαστηρίου Χάγης Yusuf, και η συνακόλουθη απόσχιση του εν λόγω πληθυσμού, δεν μπορεί να θεωρηθεί σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο.

Συγκεφαλαιώνοντας, λοιπόν, κατά τα προεκτεθέντα,  δεν μπορεί να θεωρηθεί νόμιμη η προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία, οι όποιες τελεσθείσες ενέργειες θεωρούνται άκυρες ως αντίθετες προς το διεθνές δίκαιο και για το λόγο αυτό η Κριμαία παραμένει μέρος της Ουκρανικής Επικράτειας.

* Οι  Καλογήρου Γεωργία Μαρία και Κούτσικα Όλγα είναι προπτυχιακές φοιτήτριες Νομικής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

_______________________________________________________________________________________________

[1] “To understand Crimea, take a look back at its complicated history”, Adam Taylor, The Washington Post, 27 February 2014

[2] http://www.rada.crimea.ua/en/bases-of-activity/konstituciya-ARK

[3] Βλ. http://www.cfr.org/nonproliferation-arms-control-and-disarmament/budapest-memorandums-security-assurances-1994/p32484

[4] William C. Martel (1998). "Why Ukraine gave up nuclear weapons : nonproliferation incentives and disincentives". In Barry R. Schneider, William L. Dowdy. Pulling Back from the Nuclear Brink: Reducing and Countering Nuclear Threats. Psychology Press. pp. 88–104.

[5] Crimean Tatars, pro-Russia supporters approach Crimean parliament building, Interfax-Ukraine (in English), Kyiv, 20 February 2014

[6] ”Ukraine crisis fuels secession calls in pro-Russian south”, The Guardian. 24 February 2014

[7] ibid

[8]  Howard Amos (2014-02-25). "Ukraine: Sevastopol installs pro-Russian mayor as separatism fears grow". The Guardian

[9] Karmanau, Yuras; Vladimir Isachenkov (April 17, 2014). "Vladimir Putin admits for first time Russian troops took over Crimea, refuses to rule out intervention in Donetsk". National Post.

[10] Jones, Sam (February 21, 2014). "US scorns Russia's version of Crimean intervention". Financial Times.

[11] "Armed men seize Crimea parliament". The Guardian. 27 February 2014

[12] Herszenhorn, David M. (4 March 2014). "Crimean Leader Says Ukrainian Military Units Are Surrendering". The New York Times

[13] "Nickname is Goblin. Who is gifting Crimea to Putin?". UP. 15 March 2014.

[14] "Ukraine: Sevastopol installs pro-Russian mayor as separatism fears grow". The Guardian. 25 February 2014

[15] Ukrainian ex-leader Viktor Yanukovych vows fightback, BBC News (28 February 2014)

[16] Crimea referendum: Voters 'back Russia union', BBC, March 16, 2014

[17] "Ukraine crisis: Russia isolated in UN Crimea vote". BBC. March 15, 2014.

[18] Voter turnout at pseudo-referendum in Crimea was maximum 30–40 percent – Mejlis. Ukrinform. March 17, 2014

[19] Crimean parliament formally applies to join Russia, BBC, March 17, 2014

[20] Uriel Abulof, Self-Determination, Redux?, Huffingtonpost, March 20, 2014

[21] "UN General Assembly approves referendum calling Russia annexation of Crimea illegal". Associated Press. March 27, 2014.

[22] "Hundreds of thousands gather in Sevastopol watch Victory Day parade", retrieved October 2, 2014.

[23] Editorial Board "Condemnation isn’t enough for Russian actions in Crimea". Washington Post., 28 February 2014

[24] Hofmann Rainer, “Annexation”, Max Planck Encyclopedia of Public International Law, Oxford University Press, February 2013.

[25] Ibid.

[26]Constantine Antonopoulos,The unilateral use of force by states in international law, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, Αθήνα - Κομοτηνή 1997, σελ. 185-186.; Jennings, The acquisition of Territory in International law, 1963.

[27] Langer, Seizure of Territory, First Greenwood Printing, 1969, p.96.

[28] Lauterpacht, Recognition in International Law, 1948, p.411-412 ; Cheng, The International Law of Recognition, 1951, p.430-433 ; Patel, Recognition and the Law of Nations, 1959, p.11-115.

[29] Brownlie, International Law and the Use of Force by States, Oxford 1963, p.410 ;

Constantine Antonopoulos, The unilateral use of force by states in international law, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, Αθήνα - Κομοτηνή 1997, σελ. 172-185.

[30] Bin Cheng, Georg (FRW) Schwarzenberger (2006). General principles of law as applied by international courts and tribunals. Cambridge University Press ; "Stimson Doctrine, 1932"United States Department of State. Retrieved 2009-05-02.

[31] Article 41 of the ILC Articles on State Responsibility: "No State shall recognize as lawful a situation created by a serious breach within the meaning of article 40, nor render aid or assistance in maintaining that situation."

[32] Art. 52 of the Vienna Convention on the Law of Treaties: Coercion of a State by the Threat or the Use of Force "A treaty is void if its conclusion has been procured by the threat or use of force in violation of the principles of international law embodied in the Charter of the United Nations."

[33] UNSC Res 242 [22 November 1967] UN Doc S/RES/242 [1967]

[34] Resolution adopted by the General Assembly [Adopted on a Report from the Sixth Committee (A/8082)] 2625 (XXV). Declaration on Principles of International Law concerning Friendly Relations and Co-operation among States in accordance with the Charter of the United Nations.

[35] Definition of Aggression, United Nations General Assembly Resolution 3314 (XXIX).

[36] UNGA Res 2734 [XXV].

[37] at: http://www.un.org/en/ga/search/view_doc.asp?symbol=S/RES/662(1990)

[38] R. Higgins, “Postmodern Tribalism and the Right to Secession” in “Peoples and Minorities in International Law”, 1993, σελ. 29

[39] P. Malanczuk, “Akehurst’s Modern Introduction to International Law”, σελ. 326

[40] I. Brownlie, “Principles of Public International Law”, 6th Edition, Oxford Publications, σελ. 553

[41] ibid

[42] Supra υποσημ. 10, σελ. 553, υποσημ. 109

[43]  Supra υποσημ. 10, σελ. 553

[44] ICJ Reports (1962), σελ. 319. Cf. the division of opinion in the South West Africa cases (Second Phase)

[45] Supra υποσημ. 10, σελ. 554

[46] Judge Moreno Quintana, ICJ Reports (1960), σελ. 95-96

[47] UNGA Res. 2625 (XXV), Annex. Text 65 AJ (1971), σελ. 241

[48] ICJ Reports (1975) 12, σελ. 31-33

[49] Supra υποσημ. 10, σελ. 555

[50] Legal Consequences of the Construction of a Wall in the Occupied Palestinian Territory, Advisory Opinion, ICJ Reports (2004), p. 136, para. 87; 129 ILR

37; ILM (2004) 1009

[51] ibid

[52] Declaration on the Permanent Sovereignty over Natural Resources

[53] Supra υποσημ. 10, σελ. 555

[54] Accordance with International Law of the Unilateral Declaration of Independence in Respect of Kosovo, Advisory Opinion, I.C.J. Reports 2010 at: http://www.icj-cij.org/docket/files/141/15987.pdf

[55] Accordance with International Law of the Unilateral Declaration of Independence in Respect of Kosovo, Advisory Opinion, I.C.J. Reports 2010, para. 83.

[56] Accordance with International Law of the Unilateral Declaration of Independence in Respect of Kosovo, Advisory Opinion, I.C.J. Reports 2010, Separate Opinion of Judge Yusuf at: http://www.icj-cij.org/docket/files/141/16005.pdf

[57] Accordance with International Law of the Unilateral Declaration of Independence in Respect of Kosovo, Advisory Opinion, I.C.J. Reports 2010, Separate Opinion of Judge Yusuf, para 9-10.

[58] Accordance with International Law of the Unilateral Declaration of Independence in Respect of Kosovo, Advisory Opinion, I.C.J. Reports 2010, Separate Opinion of Judge Yusuf, para 10.

[59] Accordance with International Law of the Unilateral Declaration of Independence in Respect of Kosovo, Advisory Opinion, ICJ. Reports 2010, Separate Opinion of Judge Yusuf, para 11.

[60] Western Sahara, Advisory Opinion, ICJ Reports 1975.

[61] Legal Consequences for States of the Continued Presence of South Africa in Namibia (South West Africa) notwithstanding Security Council Resolution 276 (1970), Advisory Opinion, ICJ Reports 1971

[62] Legal Consequences of the Construction of a Wa11 in the Occupied Palestinian Territory, Advisory Opinion, ICJ Reports 2004

[63] M. Shaw, “International Law”, 6th edition, 2006, σελ. 1147

[64] A. Cassese, “International Law”, Oxford University Press, 2001, σελ. 98

[65] ibid

[66] ibid

[67] Nicaragua, supra note 1, at 106, para. 202

[68] M. Kohen, “The Principle of Non-Intervention 25 Years after the Nicaragua Judgment”, Leiden Journal of International Law, 25, σελ. 159

[69] Supra υποσημ. 38, σελ. 98

[70] Supra υποσημ. 38, σελ. 99

[71] Ibid, σελ. 1148

[72] Supra υποσημ. 15

[73] C. H. M. Waldock, “The Regulation of the Use of Force by Individual States in International Law” (1952), σελ. 492

[74] L. Henkin, “The Reports of the Death of Article 2 (4) are Greatly Exaggerated” (1971), 65 AJIL 544

[75] ICJ Report 168 (2005), παρ. 148

[76] ICJ Report No. 1 (1986), 14f

[77] B. Simma, D.-E. Khan, G. Nolte, A. Paulus, “The Charter of the United Nations: A Commentary”, Third Edition, Vol. I, Oxford University Press (2002), σελ. 208

[78] ibid

[79] B. Simma, D.-E. Khan, G. Nolte, A. Paulus, “The Charter of the United Nations: A Commentary”, Third Edition, Vol. I, Oxford University Press (2002), σελ. 208

Σπύρος Σκιαδόπουλος

Πρώτα ανακάλυψα ότι θέλω να γίνω developer, μετά ανακάλυψα ότι θέλω να γίνω δημοσιογράφος, και μετά πολιτικός μηχανικός. Τελικά έγινα περίπου δικηγόρος. Τι συνέβη;