Νομιμοποίηση Διαδίκου- Διαδοχή - Αντικείμενο Δίκης (ΑΠ 1428 / 2019)

Απόφαση 1428 / 2019    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 1428/2019

Υπόκειται προς κρίση η από 9-5-2017 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθ. 561/2017 τελεσίδικης απόφασης του (Τριμελούς) Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή η από 28-12-2010 έφεση και οι από 27-1-2014 πρόσθετοι λόγοι αυτής κατά της υπ' αριθ. 32193/2010 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων, εξαφανίσθηκε αυτή, δικάσθηκε η από 9-6-2009 αγωγή του εφεσίβλητου και ήδη αναιρεσίβλητου κατ' αυτών και αφού έγινε εν μέρει δεκτή, κατά την κύρια βάση της, ερειδόμενη επί της διάταξης του άρθρου 479 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία οι δεύτερος και τρίτη των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων ευθύνονται για την ικανοποίηση απαίτησης του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου, πολιτικού μηχανικού, μέλους του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος, από αμοιβή αυτού για την εκπόνηση μελέτης, οφειλόμενη από τον πρώτο εναγόμενο και ήδη πρώτο αναιρεσείοντα, εργοδότη, που είχε ήδη επιδικασθεί με την υπ' αριθ. 1982/2006 αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, διότι αυτοί απέκτησαν με συμβατική μεταβίβαση, λόγω γονικής παροχής, εκ μέρους του τελευταίου, το αναφερόμενο ακίνητο, εν γνώσει τους ότι πρόκειται για το μοναδικό στοιχείο της περιουσίας του τελευταίου και σε κάθε περίπτωση για το σημαντικότερο μέρος της, αφενός υποχρεώθηκαν καθένας από τους δεύτερο και η τρίτη των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων να καταβάλλουν στο Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος, νομιμοτόκως το ποσό των 22.963,60 ευρώ και αφετέρου αναγνωρίσθηκε ότι καθένας από αυτούς οφείλει να καταβάλλει στο Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος νομιμοτόκως το ποσό των 22.963,60 ευρώ και σε κάθε περίπτωση τόσο αναφορικά με την καταψηφιστική, όσο και με την αναγνωριστική διάταξη, το σύνολο του καταβληθέντος ποσού εκ μέρους των άνω εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων (δευτέρου και τρίτης) δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των 80.000 ευρώ για τον καθένα.

Κατά τα άρθρα 68 και 556 ΚΠολΔ το έννομο συμφέρον αποτελεί την κύρια θετική προϋπόθεση, που πρέπει να υπάρχει στον αναιρεσείοντα για την άσκηση του ένδικου μέσου της αναίρεσης. Το έννομο συμφέρον που απαιτείται, για να ασκηθεί ένδικο μέσο και επομένως και η αναίρεση, προκύπτει κυρίως από τη βλάβη που υπέστη ο διάδικος, ο οποίος επιδιώκει τον έλεγχο της απόφασης. Βλάβη του διαδίκου υπάρχει, όταν βλάπτεται (ηττάται), δηλαδή όταν απορρίπτονται ολικά ή μερικά οι προτάσεις του ή γίνονται ολικά ή μερικά δεκτές έναντι αυτού αιτήσεις του αντιδίκου του.

Η βλάβη δηλαδή του αναιρεσείοντος πρέπει να υπάρχει σε σχέση με τον αντίδικό του για τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να περιέχει κάποια ευνοϊκή διάταξη. Το έννομο συμφέρον πρέπει να κρίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, εφόσον δε δεν θεμελιώνεται από τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αναίρεσης και δεν προκύπτει από το διατακτικό της προσβαλλομένης, η αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ευνοϊκή διάταξη υπέρ του αναιρεσίβλητου κατά του πρώτου αναιρεσείοντος, δεδομένου ότι οι διατάξεις της υπέρ αυτού (αναιρεσίβλητου) αφορούν μόνο στο δεύτερο και τρίτη των αναιρεσειόντων, καθόσον καθένας από αυτούς αφενός υποχρεώθηκε να καταβάλλει στο Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος, νομιμοτόκως το ποσό των 22.963,60 ευρώ και αφετέρου αναγνωρίσθηκε ότι οφείλει να καταβάλλει ομοίως στο Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος νομιμοτόκως το ποσό των 22.963,60 ευρώ, ποσά που αφορούσαν σε απαίτηση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου, πολιτικού μηχανικού, μέλους του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος, από αμοιβή αυτού για την εκπόνηση μελέτης, οφειλόμενη από τον πρώτο εναγόμενο και ήδη πρώτο αναιρεσείοντα, εργοδότη, που είχε ήδη επιδικασθεί με την υπ' αριθ. 1982/2006 αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, διότι αυτοί απέκτησαν με μεταβίβαση, λόγω γονικής παροχής, εκ μέρους του τελευταίου, το αναφερόμενο ακίνητο, εν γνώσει τους ότι πρόκειται για το μοναδικό στοιχείο της περιουσίας του τελευταίου και σε κάθε περίπτωση για το σημαντικότερο μέρος της. Μετά ταύτα και δεδομένου ότι μεταξύ των εναγομένων της από το άρθρο 479 ΑΚ αγωγής, ήτοι μεταξύ του μεταβιβάσαντος και του αποκτώντος, υφίσταται σχέση απλής ομοδικίας (ΑΠ 1987/2014), η αίτηση αναίρεσης κατά το μέρος που ασκήθηκε από τον πρώτο αναιρεσείοντα είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθόσον το έννομο συμφέρον του προς άσκηση της δεν προκύπτει από το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης και ούτε ο ίδιος επικαλείται στην αίτηση αναίρεσης έννομο συμφέρον προς άσκησή της. Κατά το μέρος όμως που η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εκ μέρους του δεύτερου και τρίτης των αναιρεσειόντων ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (αρθ. 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (αρθ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (αρθ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Η νομιμοποίηση των διαδίκων είναι η εξουσία διεξαγωγής συγκεκριμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση, καθοριζόμενη κατά κανόνα ως προς το αντικείμενό της και τους φορείς της από το ουσιαστικό δίκαιο. Εκείνος, ο οποίος εμφανίζεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο δικαιούχος ή υπόχρεος νομιμοποιείται κατ' αρχήν ως ενάγων ή εναγόμενος, με συνέπεια η από το επιλαμβανόμενο αγωγής δικαστήριο εσφαλμένη κρίση ως προς τη νομιμοποίηση ή μη του ενάγοντος ή του εναγομένου να δημιουργεί το λόγο αναίρεσης από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 18/2005, ΑΠ 326/2009, ΑΠ 112/2008) και όχι από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ο οποίος ανακύπτει, μόνον όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν εκτίθενται τα στοιχεία που θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση και δικαιολογούν το έννομο συμφέρον για την άσκησή της (ΑΠ 1259/2018). Εξάλλου, κατά το άρθρ. 479 του ΑΚ, αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση, εξακολουθεί όμως να υπάρχει και η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει, ενώ αντίθετη συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων, που βλάπτει τους δανειστές, είναι άκυρη απέναντί τους. Καθιερώνεται έτσι με το παραπάνω άρθρο αναγκαστική από το νόμο σωρευτική αναδοχή των χρεών κατά την έννοια του άρθρου 477 του ΑΚ και δημιουργείται συνεπώς παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, από τους οποίους ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα, μέχρι την αξία των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων κατά τον χρόνο της μεταβίβασης. Ως περιουσία νοείται το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που είναι δυνατόν να αποτιμηθούν και συνιστούν το ενεργητικό της, πρέπει δε αυτή να μεταβιβάζεται στο σύνολό της για να έχει εφαρμογή το άρθρ. 479 του ΑΚ, με εξαίρεση τα ασήμαντης αξίας στοιχεία της. Μεταβίβαση περιουσίας, κατά την έννοια του άρθρου αυτού, αποτελεί και η μεταβίβαση μεμονωμένου στοιχείου, εφόσον αυτό είναι όλο το ενεργητικό της ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Σε κάθε περίπτωση πρέπει, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, να γνωρίζει ο αποκτών ότι του μεταβιβάζεται η όλη περιουσία ή το σημαντικότερο ποσοστό της, θεωρείται δε ότι υπάρχει η γνώση αυτή και όταν ενόψει των συνθηκών, υπό τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, γνώριζε ο αποκτών την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί ότι η μεταβιβαζόμενη περιουσία αποτελούσε το σύνολο αυτής ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Αντίθετα, δεν απαιτείται να γνώριζε αυτός τα ανήκοντα στην περιουσία χρέη, κατά το χρόνο της μεταβίβασής της ούτε απαιτείται αυτά να είχαν αναγνωριστεί μέχρι τότε δικαστικώς σε δίκη μεταξύ του μεταβιβάζοντος οφειλέτη και του δανειστή, νοούνται δε ως χρέη της περιουσίας που μεταβιβάστηκε, όλα πλην των προσωποπαγών, δηλαδή ανεξάρτητα από τη φύση τους ως συμβατικών χρεών ή από αδικοπραξία, αρκεί η γενεσιουργός νομική αιτία τους να υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Με την έννοια αυτή, περιλαμβάνονται στα χρέη της περιουσίας και όσα κατά το χρόνο της μεταβίβασης τελούν υπό προθεσμία ή αίρεση, καθώς και εκείνα που προέρχονται από μεταβολή ή επέκταση της ενοχής, εφόσον αυτή υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Η ρύθμιση του άρθρου 479 του ΑΚ ισχύει και όταν ολόκληρη η περιουσία ή η επιχείρηση του οφειλέτη μεταβιβάζεται σε άλλον όχι με μία πράξη, αλλά με περισσότερες μεταβιβαστικές πράξεις και μάλιστα είτε συγχρόνως είτε διαδοχικά, με την προϋπόθεση, όμως, στην τελευταία περίπτωση, οι πράξεις να αποτελούν μεταξύ τους ενότητα, δηλαδή να βρίσκονται σε στενή χρονική και οικονομική σχέση. Όταν όμως το σύνολο της περιουσίας ή της επιχείρησης μεταβιβάζεται τμηματικά σε περισσότερα διαφορετικά πρόσωπα, δεν εφαρμόζεται το άρθρ. 479 του ΑΚ, εκτός αν εκείνοι που αποκτούν γνωρίζουν ότι οι περισσότερες συμβάσεις έγιναν με τον αυτό σκοπό της μεταβίβασης της περιουσίας ή της επιχείρησης ως συνόλου, οπότε συνευθύνονται κατά το μέτρο της αξίας του τμήματος περιουσίας που αποκτούν (ΑΠ 1995/2014, ΑΠ 910/2010, ΑΠ 909/2010). Ο ενάγων δανειστής για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής του άρθρου 479 ΑΚ υποχρεώνεται να επικαλεσθεί και, αν αμφισβητηθεί, να αποδείξει τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: α) την ύπαρξη σύμβασης μεταβίβασης περιουσίας ή επιχείρησης, β) την απαίτησή του εναντίον εκείνου που μεταβίβασε την περιουσία ή επιχείρηση και γ) σε περίπτωση μεταβίβασης μεμονωμένων περιουσιακών στοιχείων, που εξαντλούν την περιουσία ή αποτελούν το πλέον σημαντικό τμήμα της, το γεγονός, ότι εκείνος που απέκτησε γνώριζε αυτό. Ο ισχυρισμός δε εκείνου που αποκτά, ότι εκτός από το περιουσιακό στοιχείο, που του μεταβιβάστηκε, υπήρχαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, και άλλα στοιχεία που τα περιγράφει και που δεν μεταβιβάστηκαν, αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής και δεν τάσσεται σ' αυτόν θέμα απόδειξης. Περαιτέρω, με τις διατάξεις των παρ. 4 και 5 του άρθρου 2 του ΒΔ της 30/31-5-1956 "περί κανονισμού του τρόπου καταβολής της αμοιβής των μηχανικών εν γένει", που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου μόνου του ΝΔ 2726/1953, όπως οι διατάξεις αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 1 του ΠΔ 48/1994 και ίσχυαν κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής (πριν δηλαδή από την αντικατάστασή τους με το άρθρο 7 παρ. 14 ν. 3919/2011), ορίζονται τα εξής: "Σε περίπτωση άρνησης, δυστροπίας ή καθυστέρησης καταβολής της οφειλόμενης αμοιβής ή τμηματικών πληρωμών έχει δικαίωμα εγέρσεως δικαστικής αγωγής εισπράξεως της οφειλομένης αμοιβής, ο δικαιούχος μηχανικός ή τα δικαιούχα γραφεία μελετητών με οποιαδήποτε εταιρική μορφή, συμπεριλαμβανομένων και των κοινοπραξιών. Το αυτό δικαίωμα έχει και το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος. Αίτημα της καταψηφιστικής αγωγής θα είναι η καταβολή του οφειλόμενου ποσού στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος. Τα ανωτέρω τυγχάνουν αναλόγου εφαρμογής και στην περίπτωση των ασφαλιστικών μέτρων" (4). " Όταν η αγωγή εγείρεται από έναν από τους πιο πάνω δικαιούχους ανακοινώνεται εις τον έτερον υποχρεωτικώς, όστις έχει το δικαίωμα παρεμβάσεως. Η ανακοίνωση γίνεται με μόνη την κοινοποίηση του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου" (5). Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις προκύπτει ότι το δικαίωμα δικαστικής επιδίωξης της αμοιβής του μηχανικού, μέλους του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος, κατά του εργοδότη, από την εκπόνηση μελέτης και την επίβλεψη συγκεκριμένου οικοδομικού έργου, αλλά και το δικαίωμα της αναπροσαρμογής αυτής (αμοιβής), το δικαίωμα της αναγγελίας των απαιτήσεων αυτών (αμοιβής-αναπροσαρμογής) σε πτώχευση, της εξασφάλισής τους με τη λήψη ασφαλιστικών και άλλων μέτρων, καθώς και της επίσπευσης της αναγκαστικής εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων που τυχόν έχουν εκδοθεί για τις απαιτήσεις αυτές, νομιμοποιείται να ασκήσει ο ίδιος ο δικαιούχος της αμοιβής μηχανικός, που είναι ο φορέας του ουσιαστικού δικαιώματος, αλλά και το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος, ως υποκαθιστάμενο στα δικαιώματα αυτού, υπό την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, κατ' εξαίρεση της γενικής αρχής, που προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 62, 63, 68 και 71 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία δικαστική προστασία με άσκηση αγωγής νομιμοποιείται να ασκήσει ο φορέας της αξίωσης. Η νομιμοποίηση του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος είναι παράλληλη (συντρέχουσα) με εκείνη του φορέα του ουσιαστικού δικαιώματος μηχανικού και συνεπώς η δικαστική επιδίωξη της αμοιβής, κατά τα άνω, μπορεί να γίνει είτε αυτοτελώς, από οποιονδήποτε από τους δύο, οπότε ο έτερος νομιμοποιείται να ασκήσει παρέμβαση, είτε από κοινού, ενούμενοι στο ίδιο δικόγραφο. Το ποσό όμως που θα επιδικασθεί, είτε η αγωγή ασκηθεί από το δικαιούχο μηχανικό είτε από το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος, καταβάλλεται υποχρεωτικά στο τελευταίο, προκειμένου να εξασφαλισθεί η παρακράτηση ορισμένου ποσοστού για τη διάθεσή του στην εκούσια έξοδο από το επάγγελμα των μη διπλωματούχων ανωτάτων σχολών και για την κάλυψη κάθε φύσης δαπανών του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος, αποδιδομένου του υπολοίπου στο μηχανικό (ΑΕΔ 26/1993, ΑΠ 1292/2017, ΑΠ 655/2010, ΣτΕ 827/2014). Στην περίπτωση δε, που ο οφειλέτης της άνω αμοιβής, εργοδότης, μεταβίβασε με σύμβαση την περιουσία του σε τρίτο, νομιμοποιείται σε άσκηση της αγωγής υπό τις προϋποθέσεις της διάταξης του άρθρου 479 ΑΚ κατά του αποκτώντος τρίτου, εκ του νόμου σωρευτικώς αναδεχομένου το χρέος αυτό και εις ολόκληρον ευθυνομένου μετά του οφειλέτου εργοδότη, οπωσδήποτε ο δικαιούχος της αμοιβής μηχανικός, λόγω της ιδιότητάς του ως φορέα του ουσιαστικού δικαιώματος και συνεπώς δανειστού, ιδιότητα την οποία διατηρεί ακόμη και στην περίπτωση, που η αμοιβή αυτή έχει ήδη επιδικασθεί μετά από αγωγή του ίδιου (δικαιούχου μηχανικού) κατά του εργοδότη με αμετάκλητη δικαστική απόφαση και απλώς έχει διαταχθεί, όπως απαιτεί ο νόμος, κατά τα προαναφερόμενα, η καταβολή της στο Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος, ενόψει ότι και η αγωγή αυτή από τη διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ εντέλει αποσκοπεί στην, εκ μέρους του (δικαιούχου μηχανικού) είσπραξη της οφειλόμενης από τον εργοδότη αμοιβής, από τους εκ του νόμου σωρευτικώς αναδεχομένους το αυτό χρέος. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει, ότι το εφετείο έκανε εν μέρει δεκτή την από 9-6-2009 αγωγή του αναιρεσίβλητου μηχανικού, μέλους του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος, κατά των δευτέρου και τρίτου των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων, κατά την κύρια βάση της, την ερειδόμενη επί της διάταξης του άρθρου 479 ΑΚ, δεχόμενο ότι για την είσπραξη της ένδικης απαίτησης του ενάγοντος, που αποτελεί αμοιβή του από την εκπόνηση μελετών, που είχε αναλάβει, δυνάμει της από 30-5-1996 σύμβασης και τις οποίες εκτέλεσε και παρέδωσε στις 12-7-1996 στον εργοδότη, νομιμοποιείται αυτοτελώς και ο ίδιος στην άσκηση της αγωγής αυτής κατά των δευτέρου και τρίτου των αναιρεσειόντων, ως εκ του νόμου σωρευτικώς αναδεχθέντων το χρέος αυτό, διότι αυτοί απέκτησαν με μεταβίβαση, δυνάμει του υπ' αριθ. ...11/2006 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Ι. Χ.-Μ., που μεταγράφηκε νομίμως, λόγω γονικής παροχής, εκ μέρους του προαναφερομένου εργοδότη, πατέρα τους, το αναφερόμενο ακίνητο, εν γνώσει τους ότι πρόκειται για το μοναδικό στοιχείο της περιουσίας του τελευταίου και σε κάθε περίπτωση για το σημαντικότερο μέρος της. 'Ετσι που έκρινε το εφετείο και απέρριψε τον προβληθέντα στο εφετείο, με πρόσθετο λόγο έφεσης, ισχυρισμό των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων, ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος μηχανικός δεν νομιμοποιείται ενεργητικώς στην άσκηση της εκ του άρθρου 479 ΑΚ αγωγής, διότι, μετά την επιδίκασή της (αμοιβής), κατόπιν αγωγής του αναιρεσίβλητου κατά του οφειλέτη εργοδότη, με την υπ' αριθ. 1982/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που κατέστη αμετάκλητη και την υποχρέωση του τελευταίου να καταβάλλει αυτή στο Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος, δικαιούχος της αμοιβής και εντεύθεν δανειστής είναι το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 479 ΑΚ και 2 παρ. 4 και 5 του ΒΔ 31/1956. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, κατ'ορθή εκτίμηση, από τον αριθ. 1 (και όχι 14) του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο αποδίδεται στο Εφετείο η αιτίαση, ότι, παρά το νόμο, δέχτηκε πως ο ενάγων νομιμοποιείται ενεργητικώς, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα, ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου, δεν αποτελούν "αιτιολογία", ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995). Για να είναι δε ορισμένος ο λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, εξαιτίας ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, πρέπει στο αναιρετήριο, πλην της αναφοράς της διάταξης του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, του προταθέντος ουσιώδους αυτοτελούς ισχυρισμού και των θεμελιούντων αυτόν πραγματικών περιστατικών, το μεν να αναφέρεται το σύνολο των ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλομένης απόφασης, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, με βάση τις οποίες η προσβαλλομένη κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα, χωρίς να αρκεί η μνεία αποσπασματικών παραδοχών της, κατ' επιλογήν αυτού, το δε να εξειδικεύονται οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή να διαλαμβάνεται ποίες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 1184/2015). Συνακόλουθα, η έλλειψη νόμιμης βάσης της προσβαλλομένης απόφασης για ελλιπείς, ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες πρέπει να προκύπτουν από τη διατυπωθείσα προς στήριξη του διατακτικού της απόφασης ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δηλαδή από τις παραδοχές της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας επί των ζητημάτων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και με βάση τις οποίες το δικαστήριο, ως αναγκαίες, κατέληξε στην κρίση περί παραδοχής ή απόρριψης της αγωγής, της ένστασης ή της αντένστασης (ΑΠ 1420/2013) και κατά τούτο συνιστούν κατά τα ήδη προεκτεθέντα στοιχεία του ορισμένου του προβαλλομένου στο αναιρετήριο σχετικού λόγου αναίρεσης (ΟλΑΠ 27/1998). Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων, εφόσον δεν παραβιάσθηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, αφού πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου.

Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι το εφετείο δέχτηκε, σε σχέση με την ουσία της υπόθεσης, κατά το μέρος που ενδιαφέρει, τα ακόλουθα: " ... Ο πρώτος εναγόμενος με το με αριθμό ....11/21-7-2006 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ι. Χ.- Μ., που μεταγράφηκε νόμιμα...μεταβίβασε, λόγω γονικής παροχής, στα τέκνα του και ειδικότερα στον δεύτερο εναγόμενο, γεννηθέντα το έτος 1970, ηλεκτρολόγο μηχανικό και στην τρίτη εναγομένη, γεννηθείσα το έτος 1977, αρχιτέκτονα μηχανικό, εξ αδιαιρέτου και κατ' ισομοιρία, την κυριότητα ενός διαμερίσματος του τρίτου ορόφου πάνω από το ισόγειο, εμβαδού 100 τμ περίπου..., το οποίο βρίσκεται στη ......επί της οδού ...... Κατά το χρόνο της μεταβίβασης του ακινήτου, κατά τον οποίο η οφειλή του πρώτου εναγομένου προς τον ενάγοντα ήταν γεννημένη, το ως άνω διαμέρισμα ήταν το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο του και ο δεύτερος και η τρίτη των εναγομένων γνώριζαν την περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος πατέρα τους και ότι το ακίνητο αυτό ήταν η μοναδική περιουσία του πρώτου εναγομένου και, σε κάθε περίπτωση, ότι ήταν το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο αυτού. Αβάσιμα οι εναγόμενοι ισχυρίζονται, ότι ο πρώτος εναγόμενος, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, αλλά και μετέπειτα, ήταν και είναι σε πάρα πολύ καλή οικονομική κατάσταση. Ο πρώτος εναγόμενος, κατά τον κρίσιμο χρόνο, δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά, πλην όμως δεν είχε ικανή ρευστή οικονομική κατάσταση για την ικανοποίηση της απαίτησης του ενάγοντος, ενώ δεν διέθετε άλλα, πλην του άνω ακινήτου, περιουσιακά στοιχεία. Συγκεκριμένα, στην ανώνυμη τεχνική εταιρία με την επωνυμία "...", που συστήθηκε νομίμως, με καταχώρηση της συμβολαιογραφικής πράξης στις 16-1-2000 στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών ... και δημοσιεύθηκε στην ΕτΚ, τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε., φύλλο ....82/29-11-2000, ο πρώτος εναγόμενος, από το Σεπτέμβριο του έτους 2007, υπήρξε πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος αυτής και κατείχε πλειοψηφικό πακέτο μετοχών της, από 2.930 μετοχές σε σύνολο 5.000μετοχών αυτής, με αντικείμενο την εκπόνηση μελετών και την κατασκευή έργων. Η εταιρία αυτή ανέλαβε διάφορα έργα: 1. με το από 17-4-2002 ιδιωτικό συμφωνητικό ανέλαβε από την α.ε. με την επωνυμία "... Α.Ε." την εκπόνηση μελέτης σύνδεσης. ..με την ε.ο. ... και Εξυπηρέτηση Περιοχής Ιπποδρόμου και Οικισμού .... στο τμήμα 9.1., αντί αμοιβής 30.000.000 δρχ., με τους αναφερόμενους σ' αυτή όρους, 2. με το από 15.12-2005 ιδιωτικό συμφωνητικό ανέλαβε την τεχνική υποστήριξη της Δ/νσης Μελετών ... Α.Ε. στην εκπόνηση οριστικής μελέτης οδοποιίας βελτίωσης του Α/Κ ... στο τμήμα ..., τμήμα 58.4.1. της ..., αντί αμοιβής 30.000,00 ευρώ, 3. με τα από 11.7.2008 τρία ιδιωτικά συμφωνητικά, ο Γ. Χ., πολιτικός μηχανικός εργολήπτης της ευθύνης συντονισμού των μελετών και της κατασκευής ξενοδοχειακής μονάδας σε αγροτεμάχιο του αγροκτήματος Κ., ανέθεσε στην ανωτέρω α.ε. ως ανάδοχο, τη μελέτη οδοποιίας, αντί αμοιβής 10.000,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α., τη μελέτη τετρασκελούς ισοπέδου κόμβου, αντί αμοιβής 15.000,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. και τη μελέτη τοπογραφίας, αντί αμοιβής 16.000,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. και 4. με το από 14-4-2009 ιδιωτικό συμφωνητικό το Ελληνικό Δημόσιο, ως εργοδότης, ανέθεσε στην ανωτέρω α.ε., ως ανάδοχο, την εκπόνηση της μελέτης "ολοκλήρωση μελέτης της περιμετρικής οδού ...", αντί αμοιβής 407.592,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α., με τους αναφερομένους σ' αυτή όρους. Από τα παραπάνω έργα μόνο τα με αριθμ. 1 και 2 έργα αναφέρονται σε χρόνο προγενέστερο της ένδικης μεταβίβασης, τα λοιπά έργα αναφέρονται σε χρόνο μεταγενέστερο της ένδικης μεταβίβασης και όλα αφορούν έργα της α.ε. και όχι του πρώτου εναγομένου ατομικώς, πλέον του ότι δεν προκύπτει αν η ανάδοχος εκτέλεσε και παρέδωσε τα αντίστοιχα έργα, σύμφωνα με τους αντίστοιχους όρους, ούτε αν ήταν επικερδής ή όχι η επιχειρηματική δραστηριότητα ούτε αν έγινε ή όχι η διανομή ικανού μερίσματος, ενώ από τον ισολογισμό της 31-12-2008 προκύπτει, ότι η εταιρική χρήση ήταν ζημιογόνος κατά 10.969,04 ευρώ και από τον ισολογισμό της 31.12.2009, για την εταιρική χρήση 1.1-31.12.2008 και 1.1-31-12-2009, προκύπτουν μόλις συνολικά μερίσματα 13.378,30 ευρώ. Ο πρώτος εναγόμενος ανέλαβε με την ιδιότητά του ως ελεύθερος επαγγελματίας, τοπογράφος μηχανικός, διάφορα έργα, όπως με το από 1.1.2007 ιδιωτικό συμφωνητικό, ήτοι μεταγενέστερα της ένδικης μεταβίβασης, ανέλαβε να προσφέρει με σχέση ανεξαρτήτων υπηρεσιών τις υπηρεσίας του στην α.ε. με την επωνυμία "... Α.Ε." σε θέματα οδοποιίας, για το διάστημα από 1.1.2007 έως 31.12.2008, αντί αμοιβής 75.000,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α., με τους αναφερόμενους όρους, που είναι μεταγενέστερη της επίδικης μεταβίβασης, ανεξαρτήτως του ότι δεν αποδείχθηκε εκπλήρωση της παραπάνω σύμβασης. Έτσι, κατά το χρόνο της πώλησης (εν. γονικής παροχής), το μεταβιβασθέν στον δεύτερο και στην τρίτη των εναγομένων αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο του πρώτου εναγομένου και σε κάθε περίπτωση το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο του, αφού δεν διέθετε άλλη ακίνητη περιουσία, αλλά ούτε κινητή περιουσία, μεγαλύτερη ή ίσης αξίας μ' αυτής της μεταβιβασθείσας, δεδομένου ότι από τη γενική επαγγελματική του ενασχόληση δεν αποδεικνύεται ικανή εσόδευση αυτού, ενώ και οι μεταγενέστερες κτηθείσες μετοχές ήταν μικρής αξίας...Ο δεύτερος εναγόμενος και η τρίτη εναγομένη, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, γνώριζαν ότι ο πρώτος εναγόμενος πατέρας τους, εκποιεί το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο του και οπωσδήποτε το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο του και ότι ο πρώτος εναγόμενος δεν είχε άξια λόγου εσόδευση από τη δραστηριότητά του ούτε άξια λόγου μερισματικά έσοδα. Κατά τον παραπάνω κρίσιμο χρόνο, ο δεύτερος και η τρίτη των εναγομένων, 35 ετών και 29 ετών αντίστοιχα, ήταν ενεργά μέλη της γονεϊκής οικογένειάς τους, είχαν πλήρη γνώση, ότι ο πατέρας τους δεν είχε άλλη ακίνητη περιουσία, πλην του άνω μεταβιβασθέντος, με ταυτόχρονη συμβ/φική πράξη, διαμερίσματος, ενώ γνώριζαν και ότι ο πατέρας τους, από την ατομική και εταιρική δραστηριότητά του, δεν είχε αξιόλογα έσοδα. Βέβαια ο δεύτερος εναγόμενος από το έτος 2000 ζει και εργάζεται στο ... ενώ από τον Ιανουάριο του 2006 απέκτησε τη βελγική υπηκοότητα και η τρίτη εναγομένη από το έτος 2003 έως 2005 ζούσε στη ..., όπου έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην αρχιτεκτονική, από το έτος 2005 έως τον Ιούλιο 2006 ζούσε στη ..., όπου παρακολουθούσε μεταπτυχιακά μαθήματα στην αρχιτεκτονική και από τον Ιούλιο 2006 ζει μόνιμα και εργάζεται στην .... διαμένοντας σε μισθωμένο διαμέρισμα επί της οδού .... Όμως, οι σχέσεις τους με τους γονείς τους ήταν και παραμένουν στενές και ενεργείς, τόσο τηλεφωνικά όσο και προσωπικά, με επισκέψεις στους διαμένοντες στο άνω διαμέρισμα γονείς τους στη ...., κατά τη διάρκεια των διακοπών τους, και, μάλιστα, φροντίζοντας να βρίσκονται όλοι μαζί ως τετραμελής οικογένεια, συνομιλώντας όλα τα μέλη της οικογένειας ουσιαστικά και τηλεφωνικά, και, με ειλικρίνεια και φανερότητα για τα περιουσιακά ζητήματα ενός εκάστου μέλους της οικογένειας. Ο δεύτερος και η τρίτη εναγομένη αλλά και η παρακάτω αντιπρόσωπός τους γνώριζαν όχι μόνο, ότι μοναδική περιουσία του πατέρα τους ήταν το προαναφερθέν ακίνητο, το οποίο μάλιστα, όλα τα μέλη της οικογένειας αποφάσισαν να μην εκφύγει από την οικογένεια, αλλά και ότι η πολυετής ατομική και εταιρική επαγγελματική δραστηριότητα του πρώτου εναγομένου, κατά τον κρίσιμο χρόνο, δεν ήταν σημαντική, και δεν απέφερε στον τελευταίο σημαντικές απολαβές ή οφέλη, ότι η οικονομική κατάσταση του πρώτου εναγομένου είχε επιδεινωθεί, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ενώ όλοι γνώριζαν και τον μακρύ δικαστικό αγώνα του ενάγοντος με τον πρώτο εναγόμενο-οφειλέτη, καθώς και την οφειλή του τελευταίου προς τον ενάγοντα. Την παραπάνω γνώση είχαν ατομικώς ο καθένας από τους δεύτερο και τρίτη των εναγομένων, ως αντιπροσωπευόμενοι στην κατάρτιση της ένδικης μεταβίβασης, αλλά και η μητέρα τους-σύζυγος του πρώτου εναγομένου, Δ. Α., το γένος Λ. και Ά. Χ., η οποία ενήργησε ως ειδική πληρεξουσία και αντιπρόσωπός τους, δυνάμει του με αριθμ. ...74/2006 πληρεξουσίου της συμβ/φου Ι. Χ. (άρθρ. 214 ΑΚ). Αναμφίβολη είναι η θετική γνώση τόσο των ανωτέρω αντιπροσωπευομένων τέκνων του πρώτου εναγομένου, όσο και της αντιπροσώπου μητέρας των τέκνων τους, ότι τα οφέλη του πρώτου εναγομένου πατέρα τους και συζύγου, αντίστοιχα, ήταν ασήμαντα, ότι μοναδικό περιουσιακό στοιχείο αποτελεί το παραπάνω ακίνητο, και σε κάθε περίπτωση, ότι αποτελεί το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο του πρώτου εναγομένου...Επομένως, συντρέχουν οι απαιτούμενες από τις διατάξεις του άρθρου 479 ΑΚ προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της από το νόμο σωρευτικής αναδοχής, από το δεύτερο και την τρίτη των εναγομένων, του ανωτέρω χρέους του πρώτου εναγομένου έναντι του ενάγοντος, όπως βάσιμα υποστηρίζει ο τελευταίος, με την κρινόμενη αγωγή του, ήτοι απαίτηση αυτού κατά του πρώτου εναγομένου, γεννημένη πριν από την ένδικη μεταβίβαση του ανωτέρω μοναδικού περιουσιακού στοιχείου του, καθώς και για τους τόκους...και γνώση από τον δεύτερο και την τρίτη των εναγομένων, αλλά και από την αντιπρόσωπο αυτών, Δ. Α., που είναι σύζυγος του πρώτου εναγομένου, γνώστρια της ασήμαντης ωφέλειας του από την ατομική και εταιρική δραστηριότητά του, καθώς και του γεγονότος, ότι το μεταβιβασθέν ακίνητο αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο του πρώτου εναγομένου και σε κάθε περίπτωση αποτελούσε το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο του ...".

Με βάση τις παραδοχές αυτές το εφετείο, αφού δέχτηκε την έφεση και τους προσθέτους αυτής λόγους, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και, δεχόμενο εν μέρει την αγωγή κατά την κύρια από το άρθρο 479 ΑΚ βάση της, αφενός υποχρέωσε καθένα από τους δεύτερο και τρίτη των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων να καταβάλλουν στο Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος, νομιμοτόκως το ποσό των 22.963,60 ευρώ και αφετέρου αναγνώρισε, ότι καθένας από αυτούς οφείλει να καταβάλλει στο Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος νομιμοτόκως το ποσό των 22.963,60 ευρώ και περαιτέρω προσδιόρισε, τόσο αναφορικά με την καταψηφιστική, όσο και με την αναγνωριστική διάταξη, ότι το σύνολο του καταβληθέντος ποσού εκ μέρους των άνω εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων (δευτέρου και τρίτης) δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των 80.000 ευρώ για τον καθένα (και όχι των 100.000 ευρώ, που είχε προσδιορίσει το πρωτόδικο δικαστήριο, αναβιβάζοντας την αξία του μεταβιβασθέντος ακινήτου σε 200.000 ευρώ και όχι σε 160.000 ευρώ, που δέχτηκε το εφετείο). Έτσι που έκρινε το εφετείο, διέλαβε στον υπαγωγικό συλλογισμό του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με τις προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 479 ΑΚ και ειδικότερα ως προς τη γνώση του δεύτερου και της τρίτης των αναιρεσειόντων αλλά και της αντιπροσώπου αυτών, μητέρας τους, που συμβλήθηκε, ως ειδική πληρεξουσία τους, στη σύμβαση μεταβίβασης του άνω ακινήτου, λόγω γονικής παροχής ότι, κατά το χρόνο μεταβίβασης, το μεταβιβασθέν ακίνητο αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της περιουσίας του μεταβιβάσαντος, πατέρα τους και σε κάθε περίπτωση το σημαντικότερο μέρος αυτής. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης, κατά το πρώτο μέρος του, από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος. Κατά τα λοιπά, κατά το μέρος, που με το λόγο αυτό πλήττεται η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των αναφερομένων σ' αυτόν επί μέρους παραδοχών της προσβαλλομένης απόφασης, σε σχέση με την άνω γνώση των αναιρεσειόντων, καίτοι, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, αυτοί απουσίαζαν στο εξωτερικό, αλλά και με το ότι η πολυετής ατομική και εταιρική δραστηριότητα του τελευταίου, κατά τον ίδιο χρόνο δεν ήταν σημαντική και δεν απέφερε σ' αυτόν σημαντικές απολαβές και οφέλη, καίτοι υπήρχαν στο πρόσωπο του μεταβιβάσαντος πατέρα τους σημαντικά περιουσιακά στοιχεία, όπως μετοχές σε εταιρείες και συμβάσεις σε εξέλιξη, ως κατ' ουσίαν εσφαλμένη, ο λόγος είναι απαράδεκτος, διότι δεν μπορεί να θεμελιωθεί επ' αυτών λόγος από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθόσον η επ' αυτών κρίση του δικαστηρίου της ουσίας αφορά στην εκτίμηση πραγματικών περιστατικών και δεν ελέγχεται αναιρετικά, κατ' άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ.

Με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 του ΚΠολΔ, (όπως ισχύει από 1.1.2002 μετά την απάλειψη της φράσης "ή δεν διέταξε απόδειξη γι' αυτά" με το άρθρο 17 παρ. 2 του Ν. 2915/2001, λόγω της κατάργησης του κατά τα άρθρα 341 επόμ. του ΚΠολΔ συστήματος της διεξαγωγής των αποδείξεων με την έκδοση παρεμπίπτουσας (προδικαστικής) περί αποδείξεων απόφασης), ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο ανωτέρω λόγος ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχεται πράγματα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά, ή όταν δεν εκθέτει, έστω και γενικά, από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη γι' αυτά, χωρίς να απαιτείται η επί μέρους αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων ή η εξειδίκευση των εγγράφων, ούτε η ιδιαίτερη αναφορά των εγγράφων που λήφθηκαν υπόψη για άμεση ή έμμεση απόδειξη, προκειμένου το δικαστήριο της ουσίας να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα (ΑΠ 667/2018, ΑΠ 886/2017, ΑΠ 34/2016, ΑΠ 10/2008). Ο όρος "πράγματα" στη διάταξη αυτή είναι ταυτόσημος με τον αντίστοιχο όρο του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, νοούνται δηλαδή ως "πράγματα" οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, ή αντένστασης, όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις ή οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων και προβάλλονται προς υποστήριξη των απόψεων των διαδίκων, ούτε οι νομικοί ισχυρισμοί και η νομική επιχειρηματολογία του διαδίκου ή τα πορίσματα των αποδείξεων, τα οποία το δικαστήριο εκτιμά ανελέγκτως, ούτε οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι ισχυρισμοί (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 667/2018, ΑΠ 34/2016, ΑΠ 1209/2010). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, το εφετείο σχημάτισε την κρίση του και κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, αφού έλαβε υπόψη τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά, τα έγγραφα, που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι, καθώς και την υπ' αριθ. ....42/2010 ένορκη βεβαίωση των Δ. Δ. και Δ. Α., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, που έγινε με την επιμέλεια των εναγομένων μετά από νόμιμη κλήτευση του ενάγοντος. Επομένως, το εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, δεν δέχθηκε ως αληθινούς, χωρίς απόδειξη τους αγωγικούς ισχυρισμούς του αναιρεσίβλητου-ενάγοντος, ότι το μεταβιβασθέν στους δεύτερο και τρίτη των αναιρεσειόντων-εναγομένων ακίνητο ήταν το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο του πατέρα τους και σε κάθε περίπτωση το σημαντικότερο και ότι αυτοί είχαν γνώση των στοιχείων αυτών, αλλά με πλήρη επί μέρους αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, ανεξαρτήτως ότι τούτο δεν απαιτείται, κατέληξε σ' αυτό και ο αντίθετος από τον αριθ. 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δεύτερος κατά το δεύτερο μέρος του λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.

Κατά το άρθρο 338 παρ. 1 ΚΠολΔ κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Με τη διάταξη αυτή επιβάλλεται στους διαδίκους το δικανικό βάρος απόδειξης των πραγματικών γεγονότων, τα οποία ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου προϋποθέτει γενικά και αφηρημένα για να ισχύει η έννομη συνέπεια, της οποίας διώκεται η δικαστική διάγνωση. Το βάρος απόδειξης διακρίνεται σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό προσδιορίζει το διάδικο, στον οποίο το δικαστήριο πρέπει να επιβάλει με απόφαση του την ευθύνη προσκομιδής του αποδεικτικού υλικού προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό της πλήρους δικανικής πεποίθησης των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων. Αντίθετα αντικειμενικό βάρος απόδειξης είναι ο κίνδυνος που διατρέχει ο διάδικος στη περίπτωση αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γένεσης της επίδικης έννομης συνέπειας. Η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, με την έννοια του εσφαλμένου προσδιορισμού, του φέροντος τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γένεσης της επίδικης έννομης συνέπειας διαδίκου, στοιχειοθετεί τον προβλεπόμενο από τον αριθ. 13 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης (ΑΠ 232/2018, ΑΠ 791/2017, ΑΠ 493/2015, ΑΠ 606/ 2015). Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 13 ΚΠολΔ, κατά την οποία επιτρέπεται αναίρεση, αν το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξης, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός αναίρεσης συντρέχει, όταν το βάρος της απόδειξης επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα, ενώ κατά το νόμο (άρθρ. 338 ΚΠολΔ) αυτός δεν το έφερε, με αποτέλεσμα ο σχετικός ισχυρισμός του να απορριφθεί για έλλειψη ή ανεπάρκεια αποδείξεων ή ανάλογα παρά την έλλειψη ή ανεπάρκεια των αποδείξεων να γίνει σε βάρος του δεκτός ισχυρισμός του αντιδίκου του, αν και θα έπρεπε η έλλειψη ή η ανεπάρκεια των αποδείξεων να οδηγήσουν στην παραδοχή του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος ή στην απόρριψη του ισχυρισμού του αντιδίκου του, με επίρριψη έτσι ορθά στον τελευταίο του βάρους της απόδειξης. Ο αναιρετικός δηλαδή αυτός λόγος προϋποθέτει ότι το δικαστήριο, μετά την εξάντληση όλων των νόμιμων αποδεικτικών μέσων, αμφιβάλλει, οπότε ελέγχεται αναιρετικά η εσφαλμένη κατανομή ανάμεσα στους διαδίκους του κινδύνου της αμφιβολίας του δικαστηρίου, δηλαδή αν ο αμφίβολος ισχυρισμός ορθά κρίθηκε ως βάσιμος ή αβάσιμος (ΑΠ 1596/2014). Με τον δεύτερο κατά τρίτο σκέλος του λόγο της αίτησης αναίρεσης προσάπτουν οι αναιρεσείοντες στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 13 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενοι ότι το εφετείο δέχτηκε την πλήρη θετική τους γνώση αναφορικά με τα περιουσιακά στοιχεία του πατέρα τους, ότι δηλαδή το μεταβιβασθέν σ' αυτούς ακίνητο ήταν το μοναδικό περιουσιακό του στοιχείο και σε κάθε περίπτωση το σημαντικότερο, καθώς και ότι οι μετοχές του και οι εν εξελίξει συμβάσεις του δεν αποτελούσαν σημαντικό περιουσιακό στοιχείο του, χωρίς να έχουν προσκομισθεί από την αντίδικη πλευρά, που έφερε το βάρος της απόδειξης, αποδεικτικά στοιχεία, αντιστρέφοντας ανεπίτρεπτα το βάρος απόδειξης σε βάρος τους. Ο λόγος αυτός της αίτησης αναίρεσης, είναι αβάσιμος, αφού από την παραδεκτή επισκόπηση των σχετικών παραδοχών της προσβαλλόμενης, που εκτίθενται αναλυτικά στον αμέσως προηγούμενο λόγο της αίτησης αναίρεσης, προκύπτει ότι το εφετείο δεν δέχθηκε ότι, μετά την εξάντληση όλων των νόμιμων αποδεικτικών μέσων, αμφιβάλλει ως προς τη γνώση των αναιρεσειόντων σε σχέση με τα άνω στοιχεία και παρά ταύτα δέχθηκε την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, οπότε και μόνο θα ελεγχόταν αναιρετικά στο πλαίσιο του αριθμού 13 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ η εσφαλμένη κατανομή ανάμεσα στους διαδίκους του κινδύνου της αμφιβολίας του δικαστηρίου, δηλαδή ότι ο ως άνω αμφίβολος ισχυρισμός εσφαλμένα κρίθηκε ως βάσιμος κατ' ουσία. Αντίθετα προκύπτει, ότι ο άνω αγωγικός ισχυρισμός του ενάγοντος- αναιρεσίβλητου περί της γνώσης των αναιρεσειόντων έγινε δεκτός, επειδή θεωρήθηκαν επαρκείς οι προσκομισθείσες από αυτόν (ενάγοντα-αναιρεσίβλητο), που έφερε το βάρος απόδειξης, σχετικές αποδείξεις. Για τον ίδιο λόγο έγινε δεκτός και ο αγωγικός ισχυρισμός ότι το μεταβιβασθέν σ' αυτούς ακίνητο ήταν το μοναδικό περιουσιακό του στοιχείο και σε κάθε περίπτωση το σημαντικότερο, δεδομένου ότι ο ισχυρισμός των εναγομένων-αναιρεσειόντων, ότι κατά το χρόνο της μεταβίβασης του ακινήτου προς αυτούς ο μεταβιβάσας πατέρας τους είχε και άλλα σημαντικά περιουσιακά στοιχεία, όπως μετοχές και συμβάσεις σε εξέλιξη, συνιστά αιτιολογημένη άρνηση στον άνω αγωγικό ισχυρισμό και αυτοί, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, οι οποίοι, σημειωτέον, όφειλαν ανταποδεικτικά να αποδείξουν την αναλήθεια αυτού του αγωγικού ισχυρισμού, δεν κατόρθωσαν να κλονίσουν την πεποίθηση του εφετείου για το θέμα αυτό. Κατ' ακολουθίαν, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί, κατά την παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η εισαγωγή του παραβόλου των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ, που καταβλήθηκε από τους αναιρεσείοντες, στο Δημόσιο Ταμείο. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις, πρέπει, κατά το σχετικό αίτημά του, να επιβληθούν σε βάρος των αναιρεσείοντων, λόγω της ήττας τους (άρθ. 176, 183, 189 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την αναίρεση........

Σπύρος Σκιαδόπουλος

Πρώτα ανακάλυψα ότι θέλω να γίνω developer, μετά ανακάλυψα ότι θέλω να γίνω δημοσιογράφος, και μετά πολιτικός μηχανικός. Τελικά έγινα περίπου δικηγόρος. Τι συνέβη;

Leave a reply