Ο επενδυτής-πελάτης της τράπεζας ως καταναλωτής, του Σπύρου Σκιαδόπουλου

Ζήτημα τίθεται κατά πόσο ο ιδιώτης επενδυτής μπορεί να θεωρηθεί ως καταναλωτής. Με βάση το άρθρο 1 παρ. 4 στοιχ. Α΄ του Ν. 2251/1994, λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία του ΔΕΚ,  καταναλωτής είναι το πρόσωπο που συναλλάσσεται για μη επαγγελματικούς σκοπούς, όχι δηλαδή απολύτως συναδελφικά, χωρίς να έχει αποκτήσει γνώσεις, εμπειρία και εν γένει την εξειδικευμένη στο αντικείμενο αυτό διαπραγματευτική ικανότητα στο πλαίσιο του συγκεκριμένου επαγγέλματος, προσόντα που έχει ο προμηθευτής.

Αλλά και σε αυτή την περίπτωση, κατά την οποία δηλαδή ο επενδυτής συναλλάσσεται για προσωπικούς σκοπούς, δεν θεωρούμε την εφαρμογή του ν.2251/94 χωρίς καμία άλλη διατύπωση ή κριτήριο. [1] Προς κατάφαση της ιδιότητας του καταναλωτή θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη συνολικά διάφορα κριτήρια όπως, οι γνώσεις του επενδυτή, το μορφωτικό επίπεδο και η οικονομική του κατάσταση. Πάντως έχει γίνει αποδεκτό πως η αντιμετώπιση πελάτη της τράπεζας και ιδιώτη επενδυτή είναι κοινή.

Τέθηκε λοιπόν ο προβληματισμός, αφενός, κατά πόσο ο πελάτης της Τράπεζας εµπίπτει στην έννοια του κατ’ άρθρο 1 παρ. 4 περ. α΄ ν. 2251/94 «καταναλωτή» και, αφετέρου, το κατά πόσο οι υπηρεσίες που παρέχουν οι τράπεζες εµπίπτουν στο εύρος της «προμήθειας προϊόντων» ή «παροχής υπηρεσιών» (άρθρο 1 παρ. 4 περ. β΄ ν. 2251/94).

Η παραπάνω υπερβολικά ευρεία απόδοση της έννοιας του καταναλωτή, οδήγησε στην ανάγκη ερμηνείας αυτής, τόσο από τη θεωρία όσο και από τη νομολογία του ΔΕΚ αλλά και των εθνικών δικαστηρίων. [2]Αυτό επετεύχθη με  την ΚΥΑ Φ1 - 983/7.3.1991, σχετικά με την καταναλωτική πίστη, η οποία ορίζει στο άρθρο 2 α) ως καταναλωτή «κάθε φυσικό πρόσωπο που µε τις δικαιοπραξίες επιδιώκει σκοπούς που είναι εκτός της επαγγελματικής του δραστηριότητας».[3]

Η ιδιότητα του πελάτη  της τράπεζας έχει αποτελέσει προϊόν ζωηρού επιστημονικού διαλόγου μέχρι και σήμερα.

Κατά τον Ψυχομάνη, ο όρος «προϊόντα» στον νόμο αποτελεί προφανή κακοτεχνία.

Μάλιστα, προκειμένου να ενεργοποιηθεί η προστασία του νόμου δεν χρειάζεται ο καταναλωτής να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες της τράπεζας για επαγγελματικές (ή μη) δραστηριότητες και αρκεί η θέση του ως «τελικός αποδέκτης παροχής» και συνεπώς επεκτείνεται σε κάθε πελάτη ανεξαρτήτως προθέσεως. [4]

Κατά γνώμη Λ.Κοτσίρη[5] ο πραγματικός στόχος των κοινοτικών οδηγιών που αποτέλεσαν την βάση των εγχώριων νομοθετημάτων ήταν η δημιουργία ενός minimum προστασίας του καταναλωτή προς η δημιουργία κοινών όρων ανταγωνισμού μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. Αυτή η διευρυμένη ερμηνεία του καταναλωτή αντιβαίνει σε αυτό το στόχο. Κατ’άλλη άποψη η λύση μπορεί αν βρεθεί στην συσταλτική ερμηνεία του όρου «τελικός αποδέκτης».[6]

Η ευρεία απόδοση του όρου του καταναλωτή δημιουργεί ερμηνευτικούς προβληματισμούς, οδηγώντας ίσως στην άγνοια υπαγωγής από την ολιστική διατύπωση του νόμου. Λαμβάνοντας υπόψη τη συνεχή εξάπλωση των μαζικών συναλλαγών µε προσχώρηση του ασθενέστερου οικονοµικά µέρους σε µονοµερώς διατυπωμένους όρους, καταρχήν φαίνεται αποδεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή στα πλαίσια των τραπεζικών συναλλαγών, είτε ο τελευταίος ικανοποιεί προσωπική είτε επαγγελµατική του ανάγκη καθώς δεν γίνεται διάκριση.  Δικαιοπολιτικά, φαίνεται να είναι η δικαιότερη λύση, συνυπολογίζοντας την ασθενή θέση του πελάτης της τράπεζας, ειδικά στο σημερινό τραπεζοφιλικό περιβάλλον. Η παραπάνω κρίση μπορεί ίσως να εδραιωθεί στην αρχή της ισότητας. Επιπλέον όμως ήδη η αριθμούμενη (2) σκέψη  στις προοιμιακές σκέψεις της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ η οποία ενσωματώθηκε με τους νόμους  3607/2007 , 3606/2007 κτλ αναφέρει «Ο αριθμός επενδυτών που συμμετέχουν ενεργά στις χρηματοπιστωτικές αγορές αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια και το φάσμα των υπηρεσιών και των μέσων που τους προσφέρονται διευρύνθηκε και έγινε πιο πολυσύνθετο.» σε συνδυασμό με την 31η «Ένας από τους στόχους της παρούσας οδηγίας είναι η προστασία των επενδυτών. Τα μέτρα προστασίας των επενδυτών θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένα στις ιδιαιτερότητες καθεμιάς από τις διάφορες κατηγορίες επενδυτών (ιδιώτες, επαγγελματίες και αντισυμβαλλόμενοι).» σε πρώτη φάση σίγουρα πλάθουν την ανάγκη προστασία των επενδυτών υπό προϋποθέσεις.

Η πρόσφατη εγχώρια νομολογία έλαβε θέση επί του ζητήματος θέτοντας ίσως μια τελολογική συστολή στην ερμηνεία το ορισμού του καταναλωτή , υπό το πρίσμα της καταχρηστικής επίκλησης αυτής της ιδιότητας. Συγκεκριμένα η υπ’αριθμ. 13/2015 απόφαση Ολομέλειας του Άρειου Πάγου διατύπωσε το εξής : «Έτσι υπάγονται στην προστασία του ν. 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών, χωρίς να αποκλείεται όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση η εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ……………… όταν ο δανειολήπτης δεν υφίσταται έλλειμμα αυτοπροστασίας, διότι διαθέτει εμπειρία στο συγκεκριμένο είδος συναλλαγών ή έχει τέτοια οικονομική επιφάνεια και οργανωτική υποδομή, ώστε να μπορεί να διαπραγματευθεί ισότιμα τους όρους της δανειακής του σύμβασης». ( Δείτε το πλήρες σκεπτικό -> εδώ.)

Καταρχήν λοιπόν, σε όλες οι τραπεζικές εργασίες εφαρμόζεται ο ν.2251/1994. Ο Άρειος Πάγος δηλαδή θεωρεί κρίσιμο επιπρόσθετο κριτήριο την ανάγκη προστασίας του καταναλωτή υπό την έννοια της έλλειψης γνώσεων, πόρων, οργάνωσης, εμπειρίας στις συναλλαγές και γενικώς το έλλειμμα διαπραγματευτικής δύναμης του.  Εφόσον αυτή η διαπραγματευτική αδυναμία απουσιάζει, πράγμα το οποίο μπορεί να κρίνεται ad hoc, τότε δεν γίνεται χρήση των διατάξεων περί προστασίας του καταναλωτή, και η επίκληση της σε στην περίπτωση αυτή μπορεί να θεμελιώσει την κατάφαση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Η κατάχρηση της θέσης του καταναλωτή δεν απαιτεί την ύπαρξη «πλεονάσματος» διαπραγματευτικής ισχύς, και ούτε καν σχετική ισοτιμία μεταξύ τράπεζας και πελάτη, αλλά αρκεί η ύπαρξη γνώσεων κτλ, όπως αναφέρεται και ανωτέρω. Σημειωτέον όμως πως ο ΑΠ δεν θεωρεί πως στην περίπτωση που ο πελάτης δεν έχει έλλειμμα διαπραγματευτικής δύναμης, έχει  απολέσει την ιδιότητα του ως καταναλωτή το δίχως άλλο, αλλά η επίκλησης της καταναλωτικής ιδιότητας που   «εμφανίζεται ως καταχρηστική» είτε δεν τον προστατεύει , είτε επαναφέρει το φάσμα του δικαιώματος σε μη καταχρηστικά πλαίσια.

Ο οποιοσδήποτε καταναλωτής έχει τη δυνατότητα να επικαλείται την προστασία του νόμου 2251/1994 ως προς την ακυρότητα των καταχρηστικών Γενικών Όρων Συναλλαγών που επιβάλει η τράπεζα, των συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος, την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών , στις περιπτώσεις έμμεσων πιστώσεων αλλά και στην τραπεζική διαφήμιση και γενικά έναντι των αθέμιτων ατομικών πρακτικών.

Η παρέχουσα τις υπηρεσίες τράπεζα υπέχει αδικοπρακτική ευθύνη έναντι του πελάτη της με τις διατάξεις του 914 ΑΚ, με την διαφοροποίηση βάρους απόδειξης απότι στην κλασσική περίπτωση αδικοπραξίας. Εδώ ο πελάτης αρκεί να αποδείξει την παροχή, την ζημιά και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ υπηρεσίας και ζημίας. Συνεπώς χρειάζεται να αποδείξει το παράνομο/υπαίτιο της ζημιάς και η τράπεζα επωμίζεται το βάρος απόδειξης έλλειψης του παράνομου/υπαίτιου της ζημίας ή της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ άδικης συμπεριφοράς και προκληθείσης ζημίας. [7]

Αντλώντας επιχειρήματα από το δίκαιο της Κεφαλαιαγοράς[8], ίσως μπορεί να υποστηριχθεί πως εκτός από ευθύνη του 914 είναι δυνατόν να στοιχειοθετηθεί υποχρέωση για αποζημίωση των ζημιωθέντων επενδυτών λόγω προσβολής των χρηστών ηθών σύμφωνα με το άρθρο 919 ΑΚ. Η νομική βάση του άρθρου 919 ΑΚ ενεργοποιείται όταν η ζημία προκαλείται από πρόθεση με συμπεριφορά αντίθετη στα χρηστά ήθη. Η πρόθεση αναφέρεται καταλαμβάνει και κάθε πράξη ή παράλειψη από τη γενική ατομική ελευθερία όχι αποκλειστικά στον παράνομο ή ανήθικο χαρακτήρα της πράξης ενώ αρκετή θεωρείται και η ελαφρά αμέλεια.[9] Δεν απαιτείται συγκεκριμένη γνώση για το ύψος της ζημίας, αλλά αρκεί και η γενική εκτίμηση του είδους της.

Κρατούσα άποψη στην θεωρία τελολογικά δέχεται πως το δίκαιο Κεφαλαιαγοράς δεν προστατεύει αυτοτελώς τον επενδυτή αλλά μόνο αντανακλαστικά μέσα από την προστασία της εύρυθμης προστασίας της αγοράς. Επομένως δεν θεμελιώνεται προστασία των επενδυτών , καθώς υπάρχει ασάφεια ως προς το προστατευόμενο δικαίωμα με ανάγκη παραβίαση συγκεκριμένου συμφέροντος[10].

Συνοψίζοντας, κεντρικό κριτήριο αποτελεί η θέση του προσώπου σε συγκεκριμένη σύµβαση σε σχέση µε τη φύση και το σκοπό αυτής και όχι μόνο η υποκειμενική κατάσταση του ιδίου αυτού προσώπου ( η οποία βέβαια μπορεί να μας οδηγήσει σε ένα περισσότερο ασφαλές συμπέρασμα) . Ουσιαστικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό του συμβαλλομένου ως καταναλωτή, πρέπει να φαίνεται ακριβώς η ερασιτεχνική ιδιότητα του αντισυμβαλλόμενου μέρους που λαμβάνει την υπηρεσία/αγαθό, σε κάθε συγκεκριμένη συναλλαγή βέβαια. [11] Έτσι, ένα και το αυτό πρόσωπο µπορεί να θεωρηθεί ως καταναλωτής στο πλαίσιο ορισμένων πράξεων και ως επαγγελματίας στο πλέγμα άλλων πράξεων. [12]Από τα παραπάνω προκύπτει ότι δεν προστατεύεται ο οποιοσδήποτε ασθενέστερος συναλλασσόμενος, αλλά µόνον εκείνος που συνάπτει την επίµαχη σύµβαση εκτός του πλαισίου των επαγγελματικών του σχέσεων. Η πραγματική ανάγκη προστασίας θα πρέπει να κρίνεται από το δικαστήριο ad hoc.

Ενόψει της προσπάθειας κατανομής αντικειμενικών κριτηρίων, ο νόμος διαχωρίζει τους επενδυτές σε κατηγορίες ανάλογα με τα οικεία χαρακτηριστικά τους, διαφοροποιώντας και την αντιμετώπιση της κάθε κατηγορίας.

______________________________________________________________________________________

[1] Ψυχοµάνη Σπύρ.,Τραπεζικό Δίκαιο, 1999, σελ. 17 επ.

[2] Μον.Πρωτ.ΑΘ. 299/2012

[3] Ύστερα και από τη νομολογία του ΔΕΚ, ΕφΑθ 3884/2006

[4] Σπύρος Ψυχομάνης, σελ.372

[5] Η έννοια του καταναλωτή (γνμ.) ΔΕΕ 2005, σελ 1128 επ.

[6] Καρακώστας, Ο αποδέκτης τραπεζικών υπηρεσιών ως καταναλωτής, 2003

[7] Σπύρος Ψυχομάνης, σελ. 386

[8] Η εισηγμένη ανώνυμη εταιρεία, Αυγητίδης Δημήτρης

[9]  Σε περίπτωση αδικοπραξίας στρεφόμενης κατά ομόρρυθμης εταιρείας, μόνον αυτή νομιμοποιείται να ζητήσει αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση και όχι τα μέλη της.

[10] Δεν είναι δυνατόν το ιδιωτικό οικονομικό περιουσιακό συμφέρον, με τα συμφέροντα κάποιων επιχειρήσεων να υπερισχύουν τελικά της ασφάλειας των συναλλαγών και της

[11] https://analuseto.gr/ennia-tou-katanaloti-sto-dikeo-prostasia-tou-katanaloti-grafi-o-spiros-skiadopoulos/

[12] Μον.Πρωτ.Αθ. 6915/2014 «Η επίκληση και υπαγωγή στο προνομιακό καθεστώς προστασίας των διατάξεων του καταναλωτικού δικαίου, ιδιωτών επενδυτοδν, οι οποίοι, με γνώση και εμπειρία της αγοράς και σημαντική οικονομική επιφάνεια, ασχολούνται συστηματικά με προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, αποβαίνει καταχρηστική, καθώς οι ανωτέρω συναλλασσόμενοι υπερβαίνουν κατά πολύ το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή και δεν είναι απαραίτητα το αδύνατο μέρος της συγκεκριμένης συναλλαγής (ΕφΛαρ 806/2010 ΕπισκΕμπΔ 2011,461, Εφθεσ 317/2009 ΔΕΕ 2009,819).»

Σπύρος Σκιαδόπουλος

Πρώτα ανακάλυψα ότι θέλω να γίνω developer, μετά ανακάλυψα ότι θέλω να γίνω δημοσιογράφος, και μετά πολιτικός μηχανικός. Τελικά έγινα περίπου δικηγόρος. Τι συνέβη;

Leave a reply