*του Πέτρου Παπαδόπουλου, Δικηγόρου Άρτας, μεταπτυχιακός φοιτητής Δίκαιoυ των Επιχειρήσεων και Εργασιακό Δίκαιο ΔΠΘ.
Για να χαρακτηριστεί μια δραστηριότητα εμπορική πρέπει να έχει αξιόλογη έκταση, οργάνωση και εγκατάσταση. Κατ΄ επέκταση της σκέψης αυτής, οι κανόνες του Εμπορικού Δικαίου αλλά και οι συνέπειες απόκτησης της ιδιότητας του εμπόρου, πρέπει να μη βρίσκουν εφαρμογή σε συμπεριφορές ήσσονος οικονομικής σημασίας.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα διενέργειας πράξεων ήσσονος οικονομικής σημασίας αποτελεί ο ''μικρέμπορος''. Το πρόσωπο αυτό ασκεί κατ΄αρχήν εμπορικές πράξεις κατά το β.δ του 1835, όμως ούτε αξιόλογη εγκατάσταση διαθέτει, ούτε δραστηριοποιείται σε αβέβαιη κερδοσκοπική διαμεσολάβηση, παρέχοντας κατ΄ουσίαν την προσωπική του εργασία. Για την κατηγορία των μικρεμπόρων δε συναντούμε καμία ρύθμιση στο δίκαιό μας. Μόνο το Σχέδιο του Εμπορικού Κώδικα στο άρθρο 3 παρ. 2 όριζε σχετικά πως: ''δεν είναι έμπορος όποιος ασκεί επαγγελματική εμπορική δραστηριότητα ή επιχείρηση, εφόσον έχουν περιορισμένη σημασία και το εισόδημα εμφανίζεται ως αμοιβή σωματικής καταπόνησης''.
Όμως, παρά την έλλειψη ρητής διάταξης στον νόμο με την οποία να εξαιρούνται του χαρακτηρισμού τους ως εμπόρων, γίνεται παγίως δεκτό από την επιστήμη και από την νομολογία ότι οι μικρέμποροι δεν αποκτούν την εμπορική ιδιότητα, ή με άλλη διατύπωση ότι δεν υφίστανται τις δυσμενείς συνέπειες της εμπορικής ιδιότητας.
Για την έννοια και τις προϋποθέσεις ώστε κάποιος να χαρακτηριστεί ως μικρέμπορος, έχουν διατυπωθεί από την θεωρία και την νομολογία οι κάτωθι απόψεις:
α) ότι μικρέμπορος είναι το πρόσωπο που διενεργεί εμπορικές πράξεις κατά σύνηθες επάγγελμα, ωστόσο, η δράση του αυτή δεν είναι κερδοσκοπική αλλά συνίσταται κατά κύριο λόγο σε προσωπικό μόχθο του επαγγελματία, έτσι ώστε το εισόδημά του ν' αποτελεί αμοιβή της καταπόνησης αυτής και όχι επιχειρηματικό κέρδος[1]
β)Ότι, εφόσον, με τα κριτήρια εμπορικότητας που ανωτέρω αναφέρθηκαν, η εμπορικότητα χαρακτηρίζει εκείνη την οικονομική δράση, πού έχει βαρύτητα τέτοια , ώστε να δικαιολογεί την προσοχή του δικαίου και την πρόβλεψη ειδικών ρυθμίσεων ή την πρόσδοση ειδικών συνεπειών στη δράση αυτή,[2] το εμπορικό δίκαιο κατευθύνεται στη ρύθμιση της οικονομικά ουσιώδους συμπεριφοράς. Έτσι λοιπόν, ο μικρέμπορος, ο οποίος διενεργεί εμπορικές πράξεις κατ΄ επάγγελμα χωρίς κοινωνικοικονομικό αντίκτυπο και σημασία , πρέπει να αποκλεισθεί από τις σχετικές συνέπειες της εμπορικής ιδιότητας λόγω της οικονομικά επουσιώδους επαγγελματικής του δράσης .[3]
γ)Ότι ένα πρόσωπο δε γίνεται έμπορος αν το εισόδημά του είναι προϊόν, κύρια, του μόχθου του δικού του ή και των μελών της οικογένειάς του και έτσι οριοθετείται σωστά και δίκαια το εμπορικό δίκαιο, αφήνοντας έξω από την σκληρότητά του αυτούς που στην ουσία είναι ελεύθεροι εργάτες ή που αυτοπασχολούνται, αυτούς που μέσα στην χρόνια κρίση της οικονομίας ψάχνουν να βρουν και να δώσουν δουλειά στον εαυτό τους και στους δικούς τους.[4] Μάλιστα, είναι δυνατό να χρησιμοποιείται και κάποιο προσωπικό, αρκεί να συντρέχει μια προϋπόθεση: αρκεί το εύρος της δουλειάς του να είναι τόσο που να μην του αφήνει εισόδημα αν δεν δουλέψει ο ίδιος ή και τα μέλη της οικογένειάς του.[5]
δ)Ότι μικρέμπορος είναι το πρόσωπο εκείνο που κατά σύνηθες επάγγελμα ασκεί εμπορικές πράξεις, αλλά το κέρδος του από αυτή τη δραστηριότητα , λόγω του είδους και της έκτασής της, εμφανίζεται σαν αμοιβή της σωματικής του καταπόνησης ή των μελών της οικογένειάς του, ενώ στοιχεία που μπορούν να βοηθήσουν στη διαπίστωση του είδους και της έκτασης της δραστηριότητάς του είναι: ο αριθμός των εργασιών, ο τρόπος δράσης, το κεφάλαιο που χρησιμοποιείται, η συχνότητα εκτέλεσης εργασιών, η χρήση πιστώσεων, η χρησιμοποίηση ξένων εργατικών χεριών. [6]
ε)Ότι κρίσιμο στοιχείο για τον χαρακτηρισμό κάποιου ως μικρεμπόρου είναι το αντάλλαγμα από την κατ΄ επάγγελμα διενέργεια εμπορικών πράξεων να έχει χαρακτήρα, αποκλειστικά ή κύρια, αμοιβής σωματικής καταπόνησης [7]
Ακόμα ένα κρίσιμο στοιχείο για να χαρακτηριστεί κάποιος ως μικρέμπορος είναι το εάν εκείνος εργάζεται για λογαριασμό όσων του αναθέτουν εργασίες, όπως βιοτεχνίες και βιομηχανίες. Επιπλέον, είναι κομβικής σημασίας το εάν το υπό κρίση πρόσωπο διαθέτει σταθερό κατάστημα στο οποίο προβάλλει την δουλειά του με διαφημίσεις, προθήκες, διαφημιστικά φυλλάδια ενώ για να αποδοθεί η ιδιότητα του μικρέμπορου θα πρέπει το πρόσωπο αυτό να προβαίνει σε αγοραπωλησίες προϊόντων τα οποία θα χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για το έργο του.
Με βάση τα ανωτέρω, οι χαρακτηρισθέντες ως μικρέμποροι δεν έχουν εμπορική ιδιότητα, άλλως δεν υφίστανται τις αρνητικές συνέπειες και κατά συνέπεια μπορούν και αυτοί να υπαχθούν στον νόμο για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, αρκεί να αποδείξουν οι ίδιοι την ιδιότητά τους ως μικρεμπόρων.
Υπάγονται δηλαδή στον νόμο 3869/2010 οι έμποροι εκείνοι, για τους οποίους το κέρδος που προκύπτει από την άσκηση εμπορικών πράξεων δεν αποτελεί αποτέλεσμα κερδοσκοπικών συνδυασμών, αλλά αμοιβή του σωματικού τους μόχθου. Χαρακτηριστικά παραδείγματα μικρεμπόρων είναι ο λαχειοπώλης, η μοδίστρα, ο υπαίθριος πωλητής δηλαδή «βιοπαλαιστές έτοιμοι να τραπούν εις άλλα βιοποριστικά επαγγέλματα από εποχής εις εποχήν και επομένως δεν έχουν κατά τα ισχύοντα στον ΠτΚ πτωχευτική ικανότητα''[8]
_________________________________________________________________________________________________
[1] Ε. Περάκης , Γενικό Μέρος του Εμπορικού Δικαίου , εκδ. 2011 , σελ 121
[2] Ε. Περάκης , Γενικό Μέρος του Εμπορικού Δικαίου , εκδ. 2011 , σελ 6-19
[3] Σπ. Ψυχαμάνης , Εμπορικό Δίκαιο , Γενικό Μέρος , εκδ. 2004, σε΄245-246
[4] Κ.Παμπούκη – Π. Παπαδρόσου - Αρχανιωτάκη , Εμπορικό Δίκαιο – Εισαγωγή Θεμελιώδεις Έννοιες , εκδ. 2001 , σελ. 48 επ.
[5] Κ. Παμπούκη , Εισηγήσεις Εμπορικού Δικαίου , εκδ. 1990 , σελ. 54-55
[6] Ε. Σκαλίδης , Εμπορικό Δίκαιο, εκδ. 1997 , σελ . 143-146
[7] Λ. Γεωργακόπουλος , Εγχ. Εμπορικού Δικαίου , Τομ. 1 , εκδ. 1995, σελ 79
[8] ΕφΑθ 11982/1989, Δημισίευση ΝΟΜΟΣ