Του Σωκράτη Τσαχιρίδη, Δικηγόρου, ΜΔ Πάντειου Πανεπιστημίου
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ολοένα και περισσότερο η άνοδος του θεσμού της διαιτησίας στην Ελλάδα. Η διαιτησία είναι μία σύγχρονη μορφή εναλλακτικής επίλυσης των διαφορών που άπτονται παροχής δικαστικής προστασίας.
Ναι μεν σύμφωνα με τα άρθρα 20 παρ. 1, 87 παρ. 1 και 93 παρ. 1 Σ, η απονομή της δικαιοσύνης γίνεται από τα τακτικά δικαστήρια (διοικητικά, πολιτικά και ποινικά) που συγκροτούνται από δικαστικούς λειτουργούς, αλλά κατά την συνδυαστική ερμηνεία των άρθρων 8 παρ. 1 και 20 παρ. 1 Σ προκύπτει εξ αντιδιαστολής το συμπέρασμα ότι δύναται να διευθετηθούν ορισμένες διαφορές, εφόσον τα μέρη το επιθυμούν, ήτοι εκουσίως και με τη θέλησή τους, από ιδιωτικούς φορείς απονομής δικαιοσύνης, όπως είναι τα διαιτητικά δικαστήρια. Η ως άνω θέση είναι η απολύτως κρατούσα και καταδεικνύει ότι η επίλυση ορισμένων διαφορών με το θεσμό της διαιτησίας είναι επιτρεπτή, δεν αντιστρατεύεται τις συνταγματικές επιταγές, τουναντίον δε, θα λέγαμε ότι συμβαδίζει πλήρως με αυτές.
Έχοντας ήδη διαλευκάνει το γεγονός ότι η απονομή της δικαιοσύνης δύναται να γίνει κατ’ επιλογή των μερών από ιδιωτικά δικαιοδοτικά όργανα, ήτοι τους διαιτητές, κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούν τα ουσιαστικότερα πλεονεκτήματα μίας τέτοιας επιλογής. Πρώτο και σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι κυρίως στις περιπτώσεις που υπάρχει στοιχείο αλλοδαπότητας σε μία διαφορά, όπως λ.χ. όταν τα μέρη είναι διαφορετικής εθνικότητας, η προσφυγή στη διαιτησία και η προσωπική επιλογή αφενός μεν των διαιτητών που θα επιληφθούν, αφετέρου δε του δικαίου που θα εφαρμοστεί, απορροφούν την έλλειψη εμπιστοσύνης και ανασφάλειας του ενός μέρους στο δικαϊκό σύστημα στο οποίο υπάγεται το άλλο μέρος[1].
Επιπλέον, η διευθέτηση μίας διαφοράς με διαιτησία έχει το θετικό στοιχείο ότι προσφέρει άμεση λύση σε συντομότερο χρονικό διάστημα από ότι η διαδικασία ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων[2]. Επίσης, τα έξοδα που ανακύπτουν στα διαιτητικά δικαστήρια είναι μικρότερα σε σχέση με εκείνα που απαιτούνται κατά την προσφυγή στα δημόσια δικαστήρια[3], οι δε συνεδριάσεις είναι ιδιωτικές[4] σε αντίθεση με τη διαδικασία ενώπιων των κρατικών δικαστηρίων (άρθρο 93 παρ. 3 Σ). Τέλος, ένα εξίσου σημαντικό πλεονέκτημα της προσφυγής στα διαιτητικά όργανα είναι ότι η διαδικασία ενώπιόν τους χαρακτηρίζεται από ευελιξία και δεν διέπεται από τους αυστηρούς δικονομικούς κανόνες που υφίστανται στα πλαίσια επίλυσης μίας διαφοράς από τα δημόσια δικαστήρια[5].
Τα ως άνω αναφερόμενα πλεονέκτήματα έχουν οδηγήσει τα τελευταία χρόνια σε σταδιακή διάδοση του θεσμού της διαιτησίας στον ελληνικό χώρο, με συνέπεια να προτιμάται από ολοένα και περισσότερους πολίτες, που επιθυμούν την ταχεία, αυθεντική και ασφαλή επίλυσης της διαφοράς τους. Ωστόσο, για να γίνει κάτι τέτοιο, ήτοι να επιληφθεί μίας διαφοράς ένα διαιτητικό δικαστήριο, θα πρέπει να υπάρξει σχετική συμφωνία μεταξύ των μερών, που απαιτείται να λάβει συγκεκριμένη μορφή και να συμβαδίζει με τους τύπους που ορίζονται στις διατάξεων των άρθρων 867 επ. ΚΠολΔ και του ν. 2735/1999.
Αυτό ακριβώς θα είναι το περιεχόμενο του παρόντος, ήτοι η παράθεση των κρίσιμων ζητημάτων που ανακύπτουν στα πλαίσια σύναψης μίας συμφωνίας διαιτησίας. Μάλιστα, η εν λόγω προσέγγιση θα γίνει τόσο από θεωρητική πλευρά με ανάλυση του θέματος, όπως έγινε από την ελληνική επιστήμη, αλλά και από πρακτική σκοπιά, όπως, δηλαδή, αντιμετωπίστηκε από την νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων.
- ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΡΗΤΡΩΝ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ
Μία ρήτρα διαιτησίας μπορεί να είναι απλή έως και πολύ σύνθετη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μίας κλασικής ρήτρας διαιτησίας είναι η περίπτωση, που μεταξύ των ορών μίας σύμβασης, υπάρχει η πρόβλεψη ότι οιαδήποτε διαφορά προκύψει από την εφαρμοφή της (σύμβασης), θα επιλύεται με διαιτησία. Από την άλλη, υπάρχουν, όπως τονίστηκε, και πιο περίπλοκες ρήτρες διαιτησίας από την προαναφερόμενη, όπως είναι η διαιτητική ρήτρα που συνδέεται με διαμεσολάβηση (πχ. ο Α συνάπτει μία σύμβαση με τον Β, και μεταξύ των ορών της εν λόγω σύμβασης υπάρχει η πρόβλεψη ότι οι διαφορές που θα γεννηθούν από αυτήν, αρχικά θα γίνει προσπάθεια να διευθετηθούν με τη διαδικασία της διαμεσολάβησης που προβλέπεται στο ν. 3898/2010, και αν δεν επιτευχθεί συμφωνία επίλυσης, τότε θα ακολουθήσει η διαδικασία ενώπιον των διαιτητικών δικαστηρίων). Άλλο παράδειγμα σύνθετης και εξαιρετικά ενδιαφέρουσας ρήτρας διαιτησίας είναι η κατά παραπομπή ρήτρα (διαιτησίας), που θα αναλυθεί προσηκόντως κατωτέρω.
- ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΜΙΑΣ ΡΗΤΡΑΣ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ
Για την έγκυρη κατάρτιση μίας συμφωνίας διαιτησίας απαιτείται να τηρηθούν ορισμένες προϋποθέσεις, που από τη μία σχετίζονται με τα πρόσωπα τα οποία συνάπτουν την εν λόγω συμφωνία και από την άλλη έχουν να κάνουν με τον τύπο που πρέπει να ακολουθηθεί. Αναγκαίος όρος για να συναφθεί έγκυρη συμφωνία διαιτησίας καθίσταται τα συμβαλλόμενα μέρη να έχουν ικανότητα για την κατάρτισή της, η δε αυτή ικανότητα θα κριθεί για τα φυσικά πρόσωπα με βάση τις διατάξεις για την δικαιοπρακτική ικανότητα, ήτοι τα άρθρα 127 επ. ΑΚ[6]. Όσον αφορά στη σύναψη συμφωνίας διαιτησίας εκ μέρους νομικού προσώπου, απαιτείται αυτή, προκειμένου να θεωρηθεί έγκυρη, να καταρτιστεί από τον υποκατάστατό του, χωρίς να χρειάζεται εδώ ειδική εξουσιοδότηση, όπως ορίζει το άρθρο 65 παρ. 2 ΚΠολΔ. Εν γένει, όμως, ο αντιπρόσωπος νομικού (ή φυσικού) προσώπου πρέπει να φέρει ειδική εξουσιοδότηση για τον ανωτέρω σκοπό[7]. Σύμφωνα με το άρθρο 49 παρ. 1 ΕισΝΚΠολΔ, για τη συνομολόγηση συμφωνίας εσωτερικής διαιτησίας εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου απαιτείται, πέρα από τον έγγραφο τύπο, και πρόσθετες προϋποθέσεις, ήτοι γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του αρμόδιου Υπουργού[8]. Στην δε κατάρτιση συμφωνίας διεθνούς διαιτησίας οι ως άνω πρόσθετες προϋποθέσεις δεν ισχύουν (άρθρο 8 ν.δ. 736/70)[9].
Μιας και αναφερόμαστε στα πρόσωπα (φυσικά και νομικά) που μπορούν να συνάψουν μία συμφωνία διαιτησίας, κρίνεται σκόπιμο να επισημάνουμε εν συντομία τα πρόσωπα που δύναται αυτή να δεσμεύει. Σίγουρα από την εν λόγω συμφωνία δεσμεύονται αυτοί που υπέγραψαν. Ωστόσο, είναι δυνατόν η ισχύ της να καταλαμβάνει και τρίτα πρόσωπα, που βρίσκονται σε στενή νομική σχέση με τα ως άνω πρόσωπα (π.χ. ο ομόρρυθμος εταίρος συνδέεται στενά με την ομόρρυθμη και την ετερόρρυθμη εταιρία[10]) ή υπεισέρχονται στη θέση των συμβαλλόμενων μερών (ως καθολικοί, οιονεί καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοι)[11]. Επομένως, ναι μεν η συμφωνία διαιτησίας, καταρχήν, ισχύει μεταξύ αυτών που την υπέγραψαν, όμως, δύναται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις να επεκταθεί και σε άλλα πρόσωπα.
ΤΥΠΟΣ
Όσον αφορά στον τύπο, στην ελληνική έννομη τάξη για να έχει ενέργεια μία ρήτρα διαιτησίας, πρέπει να αποτυπωθεί γραπτώς (άρθρο 869 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ)[12], ο δε έγγραφος αυτός τύπος έχει συστατικό χαρακτήρα. Για την διαπίστωση ότι τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος, απαιτείται κατ’ άρθρο 160 ΑΚ η ιδιόχειρη υπογραφή αμφότερων των μερών, που μαρτυρεί την κοινή τους θέληση να καταρτίσουν συμφωνία διαιτησίας. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 869 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ, «έγγραφη θεωρείται η συμφωνία και αν καταρτίστηκε με ανταλλαγή ενυπόγραφων επιστολών, τηλεγραφημάτων, τηλετυπημάτων ή ενυπόγραφων τηλεομοιοτύπων». Ουσιαστικά, το ως άνω άρθρο καθιερώνει ένα πλάσμα δικαίου που εξισώνει την τήρηση του έγγραφου τύπου δια της ανταλλαγής αλληλογραφίας – επικοινωνίας, στην οποία έχουν τεθεί οι υπογραφές των μερών. Συνεπώς, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην διεθνή πρακτική γίνεται δεκτό ότι δύναται να συναφθεί ρήτρα διαιτησίας με αποστολή ηλεκτρονικής αλληλογραφίας (email), υπό την αναγκαία προϋπόθεση τα διαβιβαζόμενα «ηλεκτρονικά μηνύματα» να φέρουν τις υπογραφές των αποστολέων.
Παράλληλα, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 3 εδ. β του ν. 2735/1999 για την διεθνή εμπορική διαιτησία, ο έγγραφος τύπος θεωρείται ότι τηρήθηκε και η συμφωνία διαιτησίας είναι καθ’ όλα έγκυρη όταν το ένα μέρος την επικαλείται σε δικόγραφο και το άλλο δεν αντιλέγει. Ακόμα, ο ως άνω τύπος θεωρείται ότι έχει εκπληρωθεί, εφόσον προφορική συμφωνία διαιτησίας καταγράφεται σε έγγραφο, το οποίο διαβιβάστηκε από το ένα μέρος στο άλλο ή από τρίτον σε όλα τα μέρη, το δε περιεχόμενο του εγγράφου, για το οποίο δεν προβλήθηκαν αντιρρήσεις σε εύλογο χρονικό διάστημα, μπορεί, σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη, να θεωρηθεί ως περιεχόμενο της σύμβασης (άρθρο 7 παρ. 4 του ίδιου ως άνω νόμου).
Επίσης, πριν κλείσουμε το ζήτημα του τύπου της διαιτητικής ρήτρας, δεόν να σημειωθεί ότι δύναται να γίνει δεκτή ρήτρα διαιτησίας που καταρτίστηκε με ανταλλαγή μηνυμάτων, εφόσον, όμως, οι συμβαλλόμενοι ήταν έμποροι, δηλαδή πρόσωπα με αυξημένη πείρα στο χώρο των συναλλαγών. Σε κάθε περίπτωση, ναι μεν υπάρχουν κάποιοι γενικοί κανόνες αναφορικά με τον τύπο των διαιτητικών ρητρών, αλλά ορθότερο είναι αυτοί να εξειδικεύονται και να εξετάζονται ad hoc, ήτοι υπό το πρίσμα και την συναλλακτική εμπειρία των μερών που εμπλέκονται.
Ναι μεν κατά το άρθρο 159 ΑΚ δικαιοπραξία για την οποία δεν τηρήθηκε ο τύπος που ορίζεται, είναι άκυρη, όμως, στην περίπτωση της διαιτησίας δεν πρέπει να τηρείται άκρατη τυπικότητα και εφόσον τα εμπλεκόμενα μέρη εμφανιστούν ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου και πάρουν ανεπιφύλακτα μέρος στη διαδικασία, τότε η έλλειψη του έγγραφου τύπου πρέπει να θεραπεύεται, με αποτέλεσμα η συμφωνία διαιτησίας να θεωρείται έγκυρη (άρθρο 869 παρ. 1 εδ. γ ΚΠολΔ)[13].
- ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ
Ζήτημα γεννήθηκε κατά πόσο δύναται στη ρήτρα διαιτησίας να συμφωνήσουν τα μέρη, ότι η απόφαση που θα εκδοθεί από το διαιτητικό δικαστήριο δε θα έχει την ισχύ γνήσιας δικαστικής απόφασης. Κατά κανόνα η απόφαση που εκδίδεται από τα διαιτητικά όργανα αναπτύσσει την ίδια ενέργεια με μία απόφαση των πολιτικών δικαστηρίων, ήτοι δημιουργεί δεδικασμένο και έχει εκτελεστότητα. Όμως, σύμφωνα με μία γνώμη, τα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν ότι η κρίσιμη απόφαση που θα εκδοθεί από το διαιτητικό δικαστήριο δεν θα είναι δεσμευτική για αυτούς. Πάντως, κατά την μάλλον κρατούσα άποψη, εφόσον έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο, ήτοι ότι η διαιτητική απόφαση δε θα έχει ισοδύναμη ενέργεια με μία απόφαση δημοσίου δικαστηρίου, θεωρείται ότι δεν πρόκειται για συμφωνία διαιτησίας[14], αλλά για άλλο συμβατικό μόρφωμα.
Ένα ακόμα φλέγον θέμα που ανακύπτει στα πλαίσια σύναψης συμφωνίας διαιτησίας και σχετίζεται με το περιεχόμενο της είναι το εύρος της, ήτοι ποιές διαφορές της υπό κρίση σύμβασης θα υπάγονται σε αυτήν. Σε αυτήν την περίπτωση ανακύπτει θέμα ερμηνείας της κρίσιμης διαιτητικής συμφωνίας. Κατευθυντήρια γραμμή αποτελούν τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ. Αφού ξεκαθαρίσει, καταρχήν, ότι υφίσταται, πράγματι, έγκυρη ρήτρα διαιτησίας, η τάση είναι να ερμηνεύεται αυτή διασταλτικά, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, ώστε να υπάγονται σε αυτήν, αν όχι όλες, οι περισσότερες των διαφορών που προκύπτουν από τη σύναψη μίας σύμβασης. Πάντως, καλό είναι μία συμφωνία διαιτησίας να είναι ρητή, σαφής και να βασίζεται στη κοινή βούληση των μερών, ώστε να μην υπάρχει το ενδεχόμενο να κηρυχθεί άκυρη[15], το δε διαιτητικό δικαστήριο οφείλει να αποφαίνεται επί των διαφορών που εμπίπτουν, βάσει της συμφωνίας, στην δικαιοδοσία του.
Ιδιαίτερη σημασία, επίσης, έχει η ανεύρεση του εφαρμοστέου δικαίου σε μία συμφωνία διαιτησίας. Το εν λόγω ζήτημα είναι αρκετά δυσχερές και θα εξαρτηθεί από το στάδιο, κατά το οποίο ανακύπτει. Αν η προβληματική ανακινηθεί πριν την έκδοση της διαιτητικής απόφασης, τότε η λύση θα δοθεί βάσει του άρθρου 25 ΑΚ, που ορίζει ότι εφαρμοστέο δίκαιο είναι αυτό που επέλεξαν τα μέρη ρητά ή σιωπηρά (lex voluntatis), επικουρικά δε το ελληνικό δίκαιο (και όχι το δίκαιο που αρμόζει στη σύμβαση). Από την άλλη, αν προκύψει ανάγκη να εντοπιστεί το εφαρμοστέο δίκαιο μετά την έκδοση της διαιτητικής απόφασης, τότε βάση αποτελεί το δίκαιο στο οποίο τα μέρη υπήγαγαν τη συμφωνία διαιτησίας και επικουρικώς βρίσκει έρεισμα το άρθρο 34 παρ. 2 περ. α υποπερίπτωση αα του ν. 2735/1999. Παραπλήσια λύση υιοθετεί και το άρθρο 5 παρ. 1 περ. α ΣΝΥ[16].
Αναφορικά δε με τη νομική φύση μίας συμφωνίας διαιτησίας έχουν εκφραστεί κατά καιρούς διάφορες απόψεις. Παλαιότερα υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για μία ιδιόρρυθμη σύμβαση, που διέπεται από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου και συνεπώς θα ρυθμίζεται με βάση τα όσα έχουν συμφωνήσει τα μέρη (άρθρο 869 ΚΠολΔ). Αντίθετη προς αυτή τη θέση ήταν η γνώμη που θεωρούσε ότι η συμφωνία διαιτησίας είναι δικονομικού χαρακτήρα, καθώς σε αυτό το πεδίο αποτυπώνονται οι κύριες συνέπειές της και βρίσκει εφαρμογή η λειτουργία της[17] και ως εκ τούτου ισχύουν σε αυτή οι κανόνες του κοινού δικονομικού δικαίου.
Πλέον η απολύτως κρατούσα γνώμη δέχεται ότι η συμφωνία διαιτησίας είναι μεικτού χαρακτήρα, ήτοι ότι συγκεντρώνει αφενός μεν στοιχεία ουσιαστικού δικαίου, αφετέρου δε έχει γνωρίσματα δικονομικής φύσεως. Μάλιστα, η ως άνω άποψη, που έχει γίνει πλήρως αποδεκτή από τη θεωρία, παρατηρεί ότι κατά την κατάρτιση της συμφωνίας διαιτησίας προέχουν τα στοιχεία του ουσιαστικού δικαίου, όμως, όσο τείνουμε προς την έκδοση της διαιτητικής απόφασης, βρίσκουν ολοένα και περισσότερο εφαρμογή οι αρχές του δικονομικού δικαίου, όπως το δεδικασμένο και η εκτελεστότητα. Με άλλα λόγια, η ως άνω θέση καταλήγει σε έναν επιτυχή συγκερασμό της ουσιαστικής και της δικονομικής θεωρίας περί τη νομική φύση της συμφωνίας διαιτησίας.
- ΔΙΑΙΤΗΤΕΥΣΙΜΟΤΗΤΑ
Όπως έχει γίνει αντιληπτό, απαρέγκλιτη προϋπόθεση για να οδηγηθούν τα μέρη στο μονοπάτι της διαιτητικής επίλυσης των διαφορών τους είναι να συναφθεί μεταξύ τους ορισμένη συμφωνία, ήτοι μία διαιτητική συμφωνία. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 2735/1999, που εισήγαγε στην ελληνική έννομη τάξη τον Πρότυπο Νόμο της UNCITRAL (Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για το Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο) για τη διεθνή εμπορική διαιτησία, «συμφωνία διαιτησίας είναι η συμφωνία με την οποία τα μέρη υπάγουν σε διαιτησία όλες τις διαφορές ή ορισμένες διαφορές που έχουν προκύψει ή ενδέχεται να προκύψουν μεταξύ τους από μια έννομη σχέση, συμβατική ή μη συμβατική».
Προσεγγίζοντας λέξη προς λέξη τον ανωτέρω ορισμό διαπιστώνουμε ότι μία διαιτητική συμφωνία δύναται να αφορά διαφορές που έχουν ήδη ανακύψει (submission agreements) από μία έννομη σχέση (συμβατική ή εξωσυμβατική[18]) ή πρόκειται να ανακύψουν στο μέλλον από αυτήν (arbitration clause). Μάλιστα, η εν λόγω θέση έχει αποτυπωθεί ρητά και στα άρθρα 868 παρ. 1 και 870 παρ. 1 ΚΠολΔ, που ορίζουν κατ’ αντιστοιχία ότι «συμφωνία για διαιτησία που αφορά μελλοντικές διαφορές είναι έγκυρη μόνο αν είναι έγγραφη και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές» και «αν είναι εκκρεμής δίκη στα τακτικά πολιτικά δικαστήρια για τη διαφορά που συμφωνείται να επιλυθεί διαιτητικά, η υπαγωγή της στη διαιτησία πρέπει να προτείνεται κατά τη συζήτηση μετά τη συνομολόγηση της συμφωνίας ..». Ναι μεν η συμφωνία διαιτησίας συνήθως αφορά μελλοντικές διαφορές, αλλά αυτό δεν αποκλείει τη δυνατότητα να έχει ως αντικείμενό της διαφορές που έχουν ήδη γεννηθεί. Η ανωτέρω θέση είναι η απολύτως κρατούσα και ορθή[19].
Επιπρόσθετα, αναφορικά με το ζήτημα ποιές διαφορές δύναται να αποτελέσουν αντικείμενο διαιτησίας, το άρθρο 867 εδ. α ΚΠολΔ ορίζει ότι «διαφορές ιδιωτικού δικαίου μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία με συμφωνία, αν εκείνοι που τη συνομολογούν έχουν την εξουσία να διαθέτουν ελεύθερα το αντικείμενο της διαφοράς». Ουσιαστικά, στην ως άνω διάταξη περιγράφονται οι διαφορές που είναι επιδεκτικές συμφωνίας διαιτησίας (arbitrability). Ο όρος που χρησιμοποιείται στην ελληνική έννομη τάξη για την απόδοση της ως άνω έννοιας είναι η αντικειμενική διαιτητευσιμότητα[20].
Κατά το ελληνικό δίκαιο σε διαιτησία υπάγονται οι διαφορές εκείνες που εμπίπτουν στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (άρθρα 1 εδ. α ΚΠολΔ και 94 παρ. 2 Σ) και παράλληλα είναι δεκτικές (αντικειμενικά και υποκειμενικά) εξουσίας διάθεσης. Συνεπώς, μόνο όσες υποθέσεις δύναται να εισαχθούν παραδεκτά στα πολιτικά δικαστήρια, υπάρχει δε για αυτές εξουσία διάθεσης εκ μέρους των μερών, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαιτησίας. Έτσι, υποστηρίζεται σθεναρά ότι οι διαφορές οικογενειακού δικαίου[21] καθώς και αυτές που αφορούν το δικαίωμα στην προσωπικότητα εκπίπτουν της δυνατότητας υπαγωγής σε διαιτησία, ο δε δικαιολογητικός λόγος εδράζεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει αντικειμενική εξουσία διαθέσεως των εν λόγω διαφορών, με την έννοια ότι δεν αφορούν από τη φύση τους αλλοτριωτα δικαιώματα[22].
Ακόμη, στην Ελλάδα δεν επιτρέπεται ο καταναλωτής να καταρτίσει μία συμφωνία διαιτησίας, καθώς η εν λόγω συμφωνία ανήκει στην κατηγορία των per se απαγορευμένων και άκυρων πράξεων. Τουναντίον, διεθνώς γίνεται δεκτό ότι ο καταναλωτής δεν απαγορεύεται εκ των προτέρων να συνάψει διαιτητική ρήτρα με το σκεπτικό ότι η εν λόγω πράξη δεν είναι μεταξύ αυτών που απογορεύονται αυτομάτως και δίχως άλλο. Πάντως, συνηθίζεται στη διεθνή πρακτική η εγκυρότητα μίας τέτοιας ρήτρας, όταν συμβαλλόμενο μέρος είναι καταναλωτής να εξετάζεται in concreto,
Παρόμοια, αν και όχι ταυτόσημη, θεωρείται ότι είναι η περίπτωση των εργατικών διαφορών. Στο άρθρο 867 εδ. β ΚΠολΔ ορίζεται ρητά ότι «διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 663 δεν μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία»[23]. Παράλληλα, αντικειμενική αδυναμία ρύθμισης μίας διαφοράς με συμφωνία διαιτησίας υπάρχει στην περίπτωση που η διευθέτηση της διαφοράς είναι αποκλειστικά έργο συγκεκριμένων οργάνων, που κινούνται εκτός του κύκλου της δικαστικής εξουσίας, με άμεση συνέπεια να εκφεύγει η δυνατότητα διάθεσης της διαφοράς[24]. Στον αντίποδα από την αντικειμενική αδυναμία διαθέσεως μίας διαφοράς σε διαιτησία, υπάρχει και η υποκειμενική αδυναμία διαθέσεως, που σχετίζεται με την έλλειψη εξουσίας διαθέσεως εκ μέρους των εμπλεκόμενων μερών της υπό κρίση διαφοράς[25].
Επίσης, απασχόλησε ιδιαίτερα την θεωρία και τη νομολογία κατά πόσο δύναται να υπαχθούν σε διαιτησία διαφορές δημοσίου δικαίου. Το παραπάνω θέμα λύθηκε με την υπ’ αριθ. 24/1993 ΑΕΔ, που έκρινε κατά πλειοψηφία ότι είναι επιτρεπτή η υπαγωγή των εν λόγω διαφορών σε διαιτητική επίλυση, με την αιτιολογία ότι δεν προβλέπεται συνταγματικώς αποκλειστική δικαιοδοσία των δημόσιων δικαστηρίων, πέρα από τις ακυρωτικές διαφορές που υπάγονται αυστηρά μόνο στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας (άρθρο 95 Σ), και ως εκ τούτου δύναται να επιλυθούν διαιτητικά[26]. Ναι μεν η ως άνω θέση είναι η μάλλον κρατούσα, ωστόσο, δεν λείπουν και οι ερμηνείες που κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Αξίζει, επιπλέον, να αναφερθούμε εν συντομία στις διαφορές που δύναται να υπαχθούν σε διεθνή διαιτησία, ήτοι σε διαιτησία που εμφανίζει στοιχείο αλλοδαπότητας (κατά την μεικτή θεωρία)[27], καθώς τα ως άνω αφορούσαν την εσωτερική μορφή της διαιτησίας. Η κρίση για το αν μία διαφορά υπάγεται ή όχι σε διεθνή διαιτησία θα γίνει με βάση τις διατάξεις του οικείου δικονομικού διεθνούς δικαίου. Στην Ελλάδα κατευθυντήρια γραμμή αποτελεί το άρθρο 903 αριθ. 2 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι διαφορά με στοιχεία αλλοδαπότητας δύναται να αποτελέσει αντικείμενο διεθνούς διαιτησίας, εφόσον υπάγεται σε διαιτησία κατά το ελληνικό δίκαιο. Υπερ της αποδοχής της παραπάνω άποψης συνηγορεί και το άρθρο 1 παρ. 4 εδ α του ν. 2735/1999.
Έχοντας ήδη επισημάνει τις διαφορές που μπορούν, με τη σύναψη συμφωνίας διαιτησίας, να υπαχθούν σε αυτή, κρίνεται ενδεδειγμένο να αναφερθεί ο σκοπός που αυτή επιτελεί, αλλά και το περιεχόμενο που δύναται να λάβει. Ειδικότερα, η ύπαρξη διαιτητικής ρήτρας σε μία σύμβαση αποκλείει την δυνατότητα προσφυγής των μερών στα δημόσια δικαιοδοτικά όργανα. Με άλλα λόγια, στην περίπτωση που έχει καταρτιστεί συμφωνία διαιτησίας από τα μέρη, μειώνεται η δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων να επιληφθούν της διαφοράς, καθώς τα μέρη δεν μπορούν να απευθυνθούν πλέον σε αυτά για την επίλυσή της και η μοναδική οδός είναι το διαιτητικό δικαστήριο. Ουσιαστικά, με τη θέση ρήτρας διαιτησίας σε μία σύμβαση αποκόπτεται η εξουσία των δημόσιων δικαστηρίων να επιληφθούν της διαφοράς, το δε δικαιοδοτικό έργο εναποτίθεται στα διαιτητικά όργανα.
- ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΡΗΤΡΑ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ
Στις περισσότερες των περιπτώσεων η υπαγωγή στη διαιτησία συμφωνείται με ρήτρα (διαιτησίας), που εμπεριέχεται στη σύμβαση, την οποία και αφορά, και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της, που ορίζει ότι οι διαφορές οι οποίες ανακύπτουν από την συγκεκριμένη σύμβαση θα επιλύονται με διαιτησία. Πάρα ταύτα, ορισμένες φορές είναι δυνατόν στην κύρια σύμβαση των μερών να υπάρχει όρος, που δεν διαλαμβάνει άμεσα ρήτρα διαιτησίας, αλλά παραπέμπει ευθέως σε άλλο κείμενο, το οποίο εμπεριέχει αυτό τη συμφωνία διαιτησίας (π.χ. ρήτρα κατά παραπομπή σε ΓΟΣ). Σε αυτή την περίπτωση γίνεται λόγος για κατά παραπομπή ρήτρα διαιτησίας. Αυτού του είδους η ρήτρα διαιτησίας δεν αντιμετωπίζεται ενιαία, αλλά εξετάζεται κατά πόσο ισχύει υπό δύο διαφορετικές βαθμίδες.
Η πρώτη εκκινεί από τη θέση αν το κατά παραπομπή κείμενο που εμπεριέχει τη ρήτρα διαιτησίας είναι γνωστό στα συμβαλλόμενα μέρη. Σε περίπτωση θετικής απόκρισης, ορθότερο κρίνεται να υποστηριχθεί ότι η υπό εξέταση ρήτρα διαιτησίας θα δεσμεύει τα μέρη, καθώς αυτά θεωρείται ότι τελούν σε γνώση της εν λόγω ρήτρας. Η ίδια λύση πρέπει να ακολουθηθεί και όταν από τον τρόπο παραπομπής αναδύεται ευλόγως το συμπέρασμα από έναν μέσο συνετό άνθρωπο ότι οδηγούμαστε σε ρήτρα διαιτησίας. Πάντως, για να αναπτύξει πλήρως ενέργεια η εν λόγω ρήτρα, θα πρέπει τα μέρη να την κατέστησαν ρητώς, ειδικώς και αναμφισβήτητα μέρος της σύμβασης[28].
Η δεύτερη βαθμίδα υπό το πρίσμα της οποίας ερευνάται αν είναι έγκυρη η κατά παραπομπή ρήτρα διαιτησίας είναι όταν το κείμενο είναι άγνωστο για τα συμβαλλόμενα μέρη. Στην περίπτωση αυτή, προκειμένου να οδηγηθούμε σε ορθή λύση, κρίνεται επιβεβλημένο να διακρίνουμε σε εσωτερική και διεθνή διαιτησία. Η διεθνής εμπορική διαιτησία έχει λάβει τόσο ευρείς διαστάσεις, που όταν γίνεται παραπομπή σε ένα άλλο κείμενο, είναι απολύτως αναμενόμενο, με βάση τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών χρηστών ηθών, να εμφανιστεί ρήτρα διαιτητικής επίλυσης των διαφορών που σχετίζονται με την υπό κρίση σύμβαση. Τουναντίον, στην εσωτερική πρακτική δεν μπορεί να θεωρηθεί η διαιτησία (ακόμα τουλάχιστον) το συνήθως συμβαίνον και ως εκ τούτου μία κατά παραπομπή ρήτρα διαιτησίας σε ένα άγνωστο κείμενο για τα μέρη δεν μπορεί να έχει ενέργεια[29].
- ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑ ΡΗΤΡΑΣ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ
Βασική αρχή στο δίκαιο της διαιτησίας αποτελεί η αυτοτέλεια της ρήτρας διαιτησίας έναντι της σύμβασης στην οποία εμπεριέχεται με την έννοια ότι ακόμα και αν κριθεί άκυρη η εν λόγω σύμβαση, η ως άνω ρήτρα θα παραμείνει σε πλήρη ισχύ, εφόσον η ακυρότητα δεν σχετίζεται με αυτήν. Με άλλα λόγια, έχει επικρατήσει παγίως να διατηρείται η αυτονομία και η ανεξαρτησία της διαιτητικής ρήτρας, παρά το γεγονός ότι η σύμβαση στην οποία περιλαμβάνεται πάσχει από ελαττώματα. Επομένως, η ρήτρα διαιτησίας ακολουθεί ξεχωριστή νομική πορεία, που δεν σχετίζεται και δεν εξαρτάται από τη εγκυρότητα ή όχ της σύμβασης στο εσωτερικό της οποίας βρίσκεται. Η ως άνω θέση είναι η απολύτως κρατούσα και μάλιστα έχει αποτυπωθεί νομοθετικά στο άρθρο 16 παρ. 1 ν. 2735/1999[30].
Παράδειγμα
Η εταιρεία Α και η εταιρεία Β συνάπτουν σύμβαση πώλησης είκοσι (20) μεταχειρισμένων φορτηγών με τους κάτωθι ειδικούς όρους:
- Η Α υποχρεούται να μεταβιβάσει την κυριότητα των εν λόγω φορτηγών στη Β.
- Η Β καλείται να καταβάλει στην Α για τον ανωτέρο λόγο το ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.00) ευρώ.
- Τα κρίσιμα φορτηγά έχου καταγράψει 700.000 - 800.000 χλμ.
- Κάθε διαφορά (συμβατική ή αδικοπρακτική) που γεννιέται από την παρούσα θα επιλύεται με διαιτησία.
Μετά την συναλλαγή (καταβολή τιμήματος) και τη διενέργεια των απαιτούμενων μεταβιβάσεων στη Διεύθυνση Μεταφορών διαπιστώνεται ότι τα «κοντέρ» των υπό κρίση φορτηγών είχαν υποστεί «επεξεργασία», ήτοι τα χιλιόμετρα που είχαν διανύσει δεν ήταν τα απεικονιζόμενα (700.000 -800.000 χλμ.), αλλά πολύ περισσότερα (1.300.000 χλμ.).
Κατόπιν τούτου, συνάγεται ότι ένας βασικός όρος της σύμβασης (υπ’ αριθ. 3) δεν τηρήθηκε και άρα πάσχει, δύναται δε να ακυρωθεί. Όμως, το γεγονός αυτό, ήτοι ότι η εν λόγω σύμβαση πάσχει λόγω απάτης, δεν επηρεάζει τον υπ’ αριθ. 4 όρο της σύμβασης, δηλαδή ότι οιαδήποτε διαφορά από την εκτέλεση της υπό εξέταση σύμβασης θα επιλύεται με διαιτησία. Συνεπώς, για να στραφεί η Β κατά της Α θα ακολουθήσει την διαιτητική οδό, καθώς η εν λόγω συμφωνηθείσα ρήτρα διαιτησίας παραμένει σε ισχύ, λόγω της ανεξαρτησίας που την χαρακτηρίζει.
Η συμφωνία διαιτησίας που συνάπτουν τα μέρη προς επίλυση της διαφοράς τους από ιδιωτικά δικαιοδοτικά όργανα δύναται να παύσει να ισχύει, οι δε λόγοι μπορεί να είναι αφενός μεν γενικοί[31], ήτοι λόγοι που απαντώνται σε κάθε σύμβαση, αφετέρου δε ειδικοί, δηλαδή λόγοι που αναφύονται αποκλειστικά ενόψει της λειτουργίας της συμφωνίας διαιτησίας. Ως προς τους ειδικούς λόγους παύσεως μίας συμφωνίας διαιτησίας, αυτοί αποτυπώνονται στο άρθρο 885 ΚΠολΔ και είναι α) αν οι διαιτητές ή ο επιδιαιτητής που ορίστηκαν με τη συμφωνία ή κατόπιν όρισαν από κοινού οι συμβαλλόμενοι αποβίωσαν ή δεν αποδέχτηκαν τον ορισμό τους και δεν έχουν οριστεί αντικαταστάτες ή ο τρόπος της αντικατάστασής τους, β) αν περάσει η προθεσμία της ισχύος της συμφωνίας που ορίστηκε από την ίδια τη συμφωνία ή η προθεσμία για την έκδοση της διαιτητικής απόφασης ή η προθεσμία που τάσσεται κατά το άρθρο 884 και γ) αν οι συμβαλλόμενοι συνομολόγησαν εγγράφως την κατάργηση της συμφωνίας.
Ο ως άνω πρώτος ειδικός λόγος κατάργησης της ρήτρας διαιτησίας στηρίζεται σε αντικειμενικά γεγονότα, τα οποία έχουν σχέση με ορισμένα πραγματικά περιστατικά (θάνατος διαιτητών ή επιδιαιτητή, μη αποδοχή του ορισμού τους και η μη αντικατάστασή τους), που μπορούν εύκολα να γίνουν αντιληπτά από τα εμπλεκόμενα μέρη. Σε περίπτωση που συντρέχει ένα από τα ανωτέρω γεγονότα, η συμφωνία διαιτησίας αποστερείται πλέον την ισχύ της.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο δεύτερος λόγος κατάργησης της συμφωνίας διαιτησίας που σχετίζεται με την άπρακτη παρέλευση ορισμένων προθεσμιών. Ειδικότερα, αν τα μέρη έχουν ορίσει στη συμφωνία διαιτησίας συγκεκριμένη προθεσμία ισχύος αυτής και αυτή περάσει, τότε παύει η ισχύς της. Επιπλέον, αν παρέλθει η προθεσμία που ενυπάρχει στη συμφωνία για την έκδοση διαιτητικής απόφασης εκ μέρους των διαιτητών και παρόλα αυτά, αυτή δεν έχει εκδοθεί, σε αυτή την περίπτωση καταργείται αυτομάτως η εν λόγω συμφωνία που είχε συναφθεί. Σύμφωνα με το άρθρο 884, όταν, όμως, η έκδοση της διαιτητικής απόφασης καθυστερεί ή γενικότερα καθυστερεί η διεξαγωγή της διαιτησίας και δεν έχει οριστεί στη συμφωνία προθεσμία για την περάτωσή της, τότε δύναται το αρμόδιο δικαστήριο, κατόπιν αιτήσεως του ενός από τα μέρη, να ορίσει εύλογη προθεσμία για τον ανωτέρω σκοπό. Αν παρέλθει η προθεσμία που τάχθηκε από το δικαστήριο και ουδεμία εξέλιξη υπάρχει, ήτοι δεν έχει εκδοθεί διαιτητική απόφαση, τότε η κρίσιμη συμφωνία απολείπει την ισχύ της κατ’ άρθρο 885 αριθ. 2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 884 ΚΠολΔ.
Πέρα από τους λόγους κατάργησης που αναφέρονται στο άρθρο 885 ΚΠολΔ, τα μέρη δύναται να συμφωνήσουν και άλλους ή να αποκλείσουν ορισμένους από αυτούς, που προβλέπονται στο νόμο, καθώς η εν λόγω διάταξη είναι ενδοτικού δικαίου («...εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από την ίδια...»)[32].
Αποφάσεις σχετικές με τα ανωτέρω αναλυόμενα ζητήματα είναι ενδεικτικώς η υπ΄αριθ. 1894/2014 ΑΠ, η υπ' αριθ. 1791/2014 ΑΠ, η υπ' αριθ. 1790/2014 ΑΠ, η υπ' αριθ. 1558/2014 ΑΠ και η υπ' αριθ. 102/2012 ΑΠ.
[1] Η επιλογή ουδέτερου δικαιοδοτικού οργάνου, όπως τα διαιτητικά δικαστήρια, αποτελεί την εξισορροπητική λύση μεταξύ των μερών από διαφορετικά κράτη.
[2] Η απονομή δικαιοσύνης από τα τακτικά δικαστήρια είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα, ενώ η διαδικασία ενώπιον ενός διαιτητικού δικαστηρίου δύναται να διαρκέσει το μέγιστον περίπου δύο (2) χρόνια.
[3] Στα διαιτητικά δικαστήρια δεν καταβάλλεται δικαστικό ένσημο, πράγμα που αποτελεί τον κανόνα στα τακτικά πολιτικά δικαστήρια.
[4] Μόνο αν τα μέρη επιθυμούν την παρουσία και άλλων προσώπων και δώσουν σχετική άδεια δύναται να υπάρξει ακροατήριο.
[5] Δεν υπάρχουν οι ασφυκτικές προθεσμίες και ο περιορισμός στην εξέταση των μαρτύρων, που υφίσταται στην πολιτική δίκη. Ακόμα, χαρακτηριστικό παράδειγμα που καταδεικνύει σε υπερθετικό βαθμό την ελαστικότητα της διαιτητικής διαδικασίας είναι η δυνατότητα του ενάγοντος να συμπληρώσει ή να τροποποιήσει το αγωγικό αίτημα. Βλ. άρθρο 23 παρ. 2 ν. 2375/1999.
[6] Απ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Έκδοση Δ’, 2012, σ. 353 επ.
[7] Αγ. Φουστούκος, Διαιτησία, (Μελέτες, Άρθρα, Παρεμβάσεις), 2000, σ. 24-34 και Στ. Κουσούλης, Δίκαιο της Διαιτησίας, 2006, σ. 37-38.
[8] Φουστούκο, οπ, σ. 27.
[9] Βασιλακάκης /Γραμματικάκη- Αλεξίου /Παπασιώπη- Πασιά, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, Έκδοση Ε’, 2012, σ. 475-476, Κουσούλη, οπ, σ. 38. και Φουστούκο, οπ, σ. 27.
[10] Η σύνδεση είναι τόσο στενή, ώστε βάσει εκτελεστού τίτλου κατά της εταιρίας, δύναται να επιχειρηθεί αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του ομόρρυθμου εταίρου (άρθρο 920 ΚΠολΔ). Θέμα επέκτασης της συμφωνίας διαιτησίας που δεσμεύει την εταιρία τέθηκε και στην περίπτωση που παρατηρείται άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου ανώνυμης εταιρίας (lifting the corporate veil), με αποτέλεσμα ο κυρίαρχος μέτοχος να δεσμεύεται από τη συμφωνία διαιτησίας που κατήρτισε το νομικό πρόσωπο. Βλ. Κουσούλη, οπ, σ. 47 σε συνδυασμό με Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, 2009, Τεύχος Β, σ. 191-192.
[11] Όπως τα βάρη ακολουθούν την πορεία του ακινήτου στο οποίο ενεγράφησαν, έτσι και η ρήτρα διαιτησίας διατηρεί την ισχύ της στη σύμβαση στην οποία τέθηκε ανεξαρτήτως αν αυτή μεταβιβάστηκε.
[12] Σε ορισμένες Σκανδιναβικές χώρες (Δανία και Νορβηγία) γίνεται δεκτό, κατ’ εξαίρεση, ότι δύναται να συναφθεί ρήτρα διαιτησίας, πέρα από τον έγγραφο τρόπο, και προφορικά. Η εν λόγω τακτική γίνεται κατά βάση αποδεκτή στις ναυτικές συναλλαγές.
[13] Φουστούκο, οπ, σ. 22-23 και Κουσούλη, οπ, σ. 40-42.
[14] Βλ. Κουσούλη, οπ, σ. 21-23.
[15] Βλ. Βασιλακάκης /Γραμματικάκη- Αλεξίου /Παπασιώπη- Πασιά, οπ, σ. 470
[16] Η διαφοροποίησή της έγκειται στο γεγονός ότι επικουρικά δέχεται την εφαρμογή του δικαίου βάσει του οποίου εξεδόθην η διαιτητική απόφαση.
[17] Κυριάρχο στοιχείο στη συμφωνία διαιτησίας είναι ότι με αυτή καθορίζονται τα δικαιοδοτικά όργανα που είναι αρμόδια για την επίλυση των διαφορών που αφορά, γεγονός που είναι ζήτημα δικονομικού δικαίου. Βλ. Βασιλακάκης /Γραμματικάκη- Αλεξίου /Παπασιώπη- Πασιά, οπ, σ. 473.
[18] Για την υπαγωγή μίας διαφοράς σε διαιτησία δεν είναι κρίσμο αν αυτή είναι συμβατική ή εξωσυμβατική, καθώς αμφότερες οι κατηγορίες είναι δεκτικές διαιτητικής επίλυσης.
[19] Βλ. Κουσούλη, οπ, σ. 21 και Βασιλακάκης/Γραμματικάκη- Αλεξίου /Παπασιώπη- Πασιά, οπ, σ. 474.
[20] Βλ. Βασιλακάκης/Γραμματικάκη- Αλεξίου/Παπασιώπη- Πασιά, οπ, σ. 476.
[21] Π.χ. σχέσεις μεταξύ συζύγων, σχέσεις γονέων και τέκνων, διαζύγιο κ.α.
[22] Βλ. Φουστούκο, οπ, σ. 18-20.
[23] Ωστόσο, έχει υποστηριχθεί ότι η ως άνω διάταξη πρέπει να ερμηνευθεί συσταλτικά, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα εφαρμογής της συμφωνίας διαιτησίας στο άρθρο 663 αριθ. 4 ΚΠολΔ. Βέβαια, η μάλλον κρατούσα άποψη επιλύει αρνητικά το θέμα απορρίπτοντας εν γένει την υπαγωγή των εργατικών διαφορών σε διαιτησία.
[24] Π.χ. ζητήματα προσβολής του ελεύθερου ανταγωνισμού ως θεσμού επιλύονται αποκλειστικά και μόνο από την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Προσοχή απαιτείται, καθώς ζητήματα αποζημίωσης από αθέμιτο ανταγωνσμό δύναται να υπαχθούν σε διαιτησία.
[25] Ο οφειλέτης που κηρύχθηκε σε πτώχευση αποστερείται την εξουσία διοίκησης και διάθεσης της πτωχευτικής περιουσίας, που ανατίθεται στον σύνδικό (άρθρο 17 ΠτΚ).
[26] Κουσούλη, οπ, σ. 32-33 και Βασιλακάκης /Γραμματικάκη- Αλεξίου /Παπασιώπη- Πασιά, οπ, σ. 476.
[27] Η μεικτή θεωρία για τον χαρακτηρισμό μίας διαιτησίας ως διεθνούς λαμβάνει υπόψη της, τόσο το αν τα μέρη προέρχονται από διαφορετικές χώρες, όσο και το αν η συγκεκριμένη διαφορά σχετίζεται με περισσότερες από μία χώρες. Αποτελεί, δηλαδή, ένα συγκερασμό της υποκειμενικής και αντικειμενικής θεώρησης μίας διαιτησίας ως διεθνούς, Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 περ. γ του ν. 2735/1999, διεθνής θεωρείται η διαιτησία όταν τα μέρη συμφώνησαν ότι το αντικείμενο της διαφοράς συνδέεται με περισσότερες χώρες
[28] Ρήτρα διαιτησίας κατά παραπομπή προβλέπεται στο άρθρο 7 παρ. 6 του ν. 2735/1999, που ορίζει ότι όταν σε φορτωτική γίνεται ρητή αναφορά σε ρήτρα διαιτησίας που περιέχεται σε σύμβαση μεταφοράς, τότε πρόκειται, χωρίς αμφιβολία για έγκυρη ρήτρα διαιτησίας.
[29] Κουσούλη, οπ, σ. 42-44.
[30] Θεμελιώδης εκδήλωση της αρχής της αυτοτέλειας της διαιτητικής ρήτρας έναντι της υπόλοιπης σύμβασης είναι και το γεγονός ότι δύναται αυτή να διέπεται από διαφορετικό δίκαιο σε σχέση με το επιλεγέν για την σύμβαση εν γένει.
[31] Π.χ. υπαναχώρηση από τη συμφωνία και καταγγελία για σπουδαίο λόγο.
[32] Κουσούλη, οπ, σ. 57-58
Ο Σωκράτης Τσαχιρίδης είναι δικηγόρος Αθηνών, μεταπτυχιακός διπλωματούχος Πάντειου Πανεπιστημίου. Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να καλέσετε στο 211 400 5285.