Όταν υφίσταται διχογνωμία σε πολιτικό επίπεδο σε σχέση με την συνταγματικότητα ενός νόμου, μιας υπουργικής απόφασης, μιας αστυνομικής διάταξης κλπ, τότε επιστρατεύονται τα μεγάλα ονόματα για να θολωθεί η κατάσταση και να παιχτεί το πολιτικό παιχνίδι κατά τα πολιτικά συμφέροντα. Έτσι και τώρα «το δικαίωμα του συνέρχεσθαι» μπήκε στο κρεβάτι του Προκρούστη για τις εφήμερες ανάγκες της παμφάγας πολιτικής αντιπαράθεσης. Και έτσι το πολύπαθο Σύνταγμα μας, του οποίου, παρεπιπτόντως, η πιστή τήρηση επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων (άρθρο 120), δέχεται ακόμη ένα ράπισμα από αυτούς που δήθεν επιστημονικώς έχουν αναλάβει εργολαβικώς να το ερμηνεύουν.
Tο δικαίωμα στη δημόσια συνάθροιση (δικαίωμα του συνέρχεσθαι) είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο στο άρθρο 11 του Συντάγματος, και εμπεριέχεται στο σκληρό πυρήνα των δικαιωμάτων του πολίτη, καθώς συνδέεται άμεσα με το δικαίωμα στην προσωπικότητα (άρθρο 5 του Συντάγματος) και με την ελευθερία της έκφρασης (άρθρο 14 παρ.2 Συντάγματος). Το ίδιο το άρθρο 11 στην παρ. 2 θέτει από μόνο του σχετικό περιορισμό του δικαιώματος αυτού. Έτσι ορίζει ότι «Οι υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής γενικά, αν εξ αιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, σε ορισμένη δε περιοχή, αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, όπως νόμος ορίζει». Άρα, η απαγόρευση της όποιας συγκεκριμένη συνάθροιση που σχεδιάζεται να πραγματοποιηθεί σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο.
Οι ανωτέρω περιορισμοί της ελευθερίας του συνέρχεσθαι δεν δικαιολογούν την επιβολή οποιωνδήποτε προληπτικών υποχρεώσεων ή απαγορεύσεων στους πολίτες κατά γενικό τρόπο. Το ίδιο το Σύνταγμα (εδ.β’ παρ.2 αρθ. 11) περιέχει μια διπλή επιφύλαξη, δηλαδή μια ειδική επιφύλαξη του νόμου για την in concreto (συγκεκριμένα) απαγόρευση: α) η απαγόρευση θα πρέπει να αφορά σε τοπική συνάθροιση και β) θα πρέπει να γίνεται με αιτιολογημένη απόφαση.
Η γενική - καθολική απαγόρευση δημόσιων συναθροίσεων μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 48 του Συντάγματος που αφορά στην κατάσταση πολιορκίας, σύμφωνα με τη διαδικασία και τις συνταγματικές εγγυήσεις που προβλέπονται σε αυτό, δηλαδή απόφαση από τη Βουλή, και μόνο σε περιπτώσεις πολέμου, επιστράτευσης, άμεσης απειλής της εθνικής ασφάλειας, καθώς και αν εκδηλωθεί ένοπλο κίνημα για την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος, και μάλιστα για περιορισμένο χρονικό διάστημα.
Η αντίθετη άποψη υποστηρίζει, δημοσιογραφικά, (δεν έχω βρει εγγράφως διατυπωμένη τη θέση αυτή) ότι τη δυνατότητα απαγόρευσης δημόσιων συναθροίσεων σε ορισμένη περιοχή ή ακόμη και σε ολόκληρη τη χώρα, εξ αιτίας της τρέχουσας πανδημίας, επιτρέπει ρητά η πράξη νομοθετικού περιεχομένου (ΠΝΠ) του περασμένου Μαρτίου, την οποία έχει από καιρό κυρώσει η Βουλή (άρθρο 68§2 ν. 4683/2020). Ορίζει επίσης ως προϋπόθεση και την διατύπωση γνώμης της Εθνικής Επιτροπής Δημόσιας Υγείας.
Από την παραπάνω λοιπόν διατύπωση εξάγεται το συμπέρασμα κατά τους προφορικούς ισχυρισμούς ότι μια Π.Ν.Π, ο κυρωτικός αυτής νόμος και η γνώμη της Εθνικής Επιτροπής Δημόσιας Υγείας μπορούν, σύμφωνα με τον κ. Αλιβιζάτο να καταργήσουν βασικές διατάξεις του Συντάγματός μας με μόνη την έκδοση μιας αστυνομικής διατάξεως!
Αυτό είναι το επιστημονικό συμπέρασμα, αν έχω κατανοήσει ορθά τα λεγόμενα του, του καθ όλα και κατά τα άλλα εξαιρετικού συνταγματολόγου κ. Μανιτάκη και το εννοώ πλήρως.
Μα το ζητούμενο δεν είναι και μόνη η ύπαρξη του νόμου που επικύρωσε την ΠΝΠ από τον οποίο έλκει την ισχύ η επίμαχη αστυνομική διάταξη αλλά αν κατά περιεχόμενο τόσο η ΠΝΠ και ο νόμος που την κυρώνει όσο και η κατόπιν εξουσιοδοτήσεως του νόμου αυτού εκδοθείσα αστυνομική διάταξη είναι συνταγματικοί. Αυτό είναι το ερώτημα. Στο σημείο αυτό είναι ευνόητο ότι πρέπει να τονισθεί ιδιαίτερα πως το άρθρο 68§2 ν. 4683/2020 αποτελεί κύρωση της από 20.3.2020 Π.Ν.Π. που ρυθμίζει «Κατεπείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεπειών του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID-19». Όμως μια Π.Ν.Π. αποτελεί ιδιότυπη νομοθετική πράξη, που ναι μεν έχει ισχύ τυπικού νόμου, αλλά δεν αποτελεί ουσιαστική πρωτογενή βούληση του νομοθέτη, υπό την έννοια ότι θεσπίστηκε για να ρυθμίσει έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης χωρίς τα εχέγγυα της κοινοβουλευτικής διαδικασίας (θέση σε ανοικτή διαβούλευση, συζήτηση κτλ) και εν συνεχεία και μόνο κυρώθηκε, χωρίς την απαραίτητη κοινοβουλευτική βάσανο, και συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ουσιαστικός «νόμος» που έρχεται και συμπληρώνει το άρθρο 11 παρ. 2 του Συντάγματος, αλλά μόνο ως τυπικός κατακυρωτικός νόμος πολύ χαμηλότερης ουσιαστικής ισχύος. Σε αυτό απαντά ο κ. Μανιτάκης;
Επίσης, λησμονεί να κάνει αναφορά στην επί της ουσίας συνταγματικότητα η μη του εξεταζόμενου νόμου ν. 4683/2020, υπό το πρίσμα του γεγονότος πως έτσι και αλλιώς το αγαθό της δημόσιας ασφάλειας διαφοροποιείται από το αγαθό της προστασίας της υγείας και πως η προστασία της τελευταίας δικαιολογεί ναι μεν το περιοριστικό μέτρο της ελεύθερης κυκλοφορίας, αλλά για τους ασθενείς και μόνο που εγκλείουν κίνδυνο επιδημίας, όπως ορίζονται στις σχετικές πράξεις της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας, και όχι γενικώς και αορίστως.
Συνεπώς, είναι απολύτως ορθή η θέση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων ότι η γενική-καθολική απαγόρευση συναθροίσεων σε ολόκληρη την χώρα συνιστά ανεπίτρεπτη απαγόρευση συναθροίσεων και γι’ αυτό το λόγο είναι αντισυνταγματική, και κατ’ ακολουθία η υπ' αρ. 1029/8/18 (ΦΕΚ 5046 Β’/ 14-11-2020) απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας συνιστά ανεπίτρεπτη αναστολή του άρθρου 11 του Συντάγματος.
Εξ άλλου οι δικαστές θα κρίνουν την συνταγματικότητα της ΠΝΠ , του κυρωτικού Νόμου και εν τέλει της επίμαχης αστυνομικής και Χρυσοχοϊδικής αντίληψης διάταξης.
Και υπεράνω όλων κριτής είναι ο λαός.