Περί βλασφημίας (198 ΠΚ)

Το Υπουργείο Δικαιοσύνης γνωστοποίησε προ ημερών πως το ζήτημα της αποποινικοποίησης του αδικήματος της βλασφημίας έχει τεθεί υπόψιν της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής του νέου Ποινικού Κώδικα. Πρόκειται για τη διάταξη του άρθρου 198 ΠΚ, η οποία έχει ως εξής:
1. Με φυλάκιση μέχρι δύο ετών τιμωρείται όποιος δημόσια και κακόβουλα βρίζει με οποιονδήποτε τρόπο το Θεό.
2. Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ.1, εκδηλώνει δημόσια με βλασφημία έλλειψη σεβασμού προς τα θεία, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών μηνών.

Η εν λόγω διάταξη έχει τεθεί ουκ ολίγες φορές στο στόχαστρο αυστηρών κριτικών και όχι αδίκως. Ωστόσω μεθοδολογικά συνεπές είναι, πριν προχωρήσουμε σε οποιαδήποτε κριτική να εξετάσουμε εγγύτερα τη νομοτυπική μορφή του αδικήματος, όσο και να αναζητήσουμε το προστατευόμενο με τη διάταξη αυτή έννομο αγαθό.

Ποια είναι η κολάσιμη πράξη; Όποιος…βρίζει το Θεό. Όποιος βρίζει και μάλιστα με οποιονδήποτε τρόπο, σε χώρο δημόσιο έχοντας επιπλέον και το ενδιάθετο στοιχείο της κακοβουλίας όταν εξαπολύει τις ύβρεις του.

Αντίστοιχα στην παράγραφο 2 του άρθρου 198 τιμωρείται-ελαφρύτερα βέβαια-η εκδήλωση έλλειψης σεβασμού προς τα θεία.
Οι αρχικές παρατηρήσεις μας επικεντρώνονται στις εκφράσεις του νόμου «με οποιονδήποτε τρόπο» και «κακόβουλα». Γίνεται εμφανές πως ο νόμος καθορίζει έναν εξαιρετικά ευρύ τρόπο τέλεσης του αδικήματος και επιπλέον εισάγει το στοιχείο της κακοβουλίας, το οποίο είναι ενδιάθετο και δυσχερέστατα διαγνώσιμο από το δικαστήριο. Προχωρώντας, με μια απλή ανάγνωση του κειμένου του νόμου, εύκολα διαπιστώνει κανείς πως το «αντικείμενο» των ύβρεων είναι ο Θεός ή εν γένει τα θεία. Μας λέει λοιπόν ο ποινικός νομοθέτης πως Θεός αναμφισβήτητα υπάρχει και μπορεί μάλιστα να καταστεί και δέκτης ύβρεων.

Νομίζω πως εδώ εντοπίζεται ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα της επίμαχης διάταξης. Το ζήτημα της ύπαρξης ή μη του Θεού, των θείων και γενικά κάποιου ανώτερου όντος είναι ζήτημα καθαρά προσωπικό το οποίο έγκειται στη φιλοσοφική στάση του καθενός, στις ιδέες και στις πεποιθήσεις του. Η ύπαρξη Θεού δεν είναι κάτι το οποίο μπορεί να διαγνωστεί αναμφισβήτητα από την επιστήμη και κανείς μας επίσης δε μπορεί να μιλήσει εμπειρικά για την ύπαρξη Θεού. Η ύπαρξη ή μη Θεού είναι εν τέλει θέμα προσωπικής πεποιθήσεως.
Βασική αρχή του ποινικού δικαίου ωστόσο είναι πως για να καταφαθεί η τέλεση ενός αδικήματος πρέπει να πληρούνται όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Εδώ λοιπόν πώς μπορούμε να μιλάμε για πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης τη στιγμή που ο δέκτης των ύβρεων δεν είναι βέβαιο καν ότι υφίσταται; Ή μάλλον, για να το θέσω με άλλα λόγια, για κάποιους υφίσταται, για κάποιους όχι. Για τη νομολογία πάντως ως «Θεός» ή «Θεία» νοείται το Υπέρτατο Ον κατά τις διδαχές της Ορθόδοξης ή άλλης γνωστής στην Ελλάδα θρησκείας. Και εδώ εύλογα μπορεί κανείς να αναρωτηθεί πώς είναι δυνατόν οι διδαχές οποιασδήποτε θρησκείας να λαμβάνουν τόσο σημαντική θέση στη νομολογιακή διαμόρφωση της ερμηνείας του άρθρου 198 ΠΚ; Εξάλλου, ο «Θεός» και τα «Θεία» δεν συνιστούν κάποια αόριστη νομική έννοια, όπως τα χρηστά ήθη, η δημόσια τάξη ή ο πρότερος έντιμος βίος.

Ο νομοθέτης λοιπόν προκαταλαμβάνει την οποιαδήποτε αντίθετη άποψη σχετικά με το ζήτημα της ύπαρξης Θεού και ουσιαστικά επιβάλλει μέσω της διάταξης αυτής την άποψη πως Θεός υπάρχει και μάλιστα καθίσταται και αποδέκτης ύβρεων. Στην πραγματικότητα δηλαδή ο ποινικός νομοθέτης ασχολείται με τις πεποιθήσεις των πολιτών και τάσσεται ουσιαστικά υπέρ των ένθεων. Δεν υπάρχει εξάλλου αντίστοιχη διάταξη που να αναφέρεται σε ύβρεις κατά των πεποιθήσεων των αθέων. Θες δε θες λοιπόν, Θεός υπάρχει. Σου το διδάσκει και ο νόμος σαν να βρισκόμαστε σε κατηχητικό.

Φυσικά δεν υιοθετούμε το επιχείρημα πως δεν υπάρχει λόγος ύπαρξης της διάταξης γιατί «ο Θεός δεν έχει ανάγκη δικαστή». Ο Θεός και τα Θεία αποτελούν μέρος της αντικειμενική υπόστασης του εγκλήματος, αλλά πάντως όχι και το προαστατευόμενο έννομο αγαθό, το οποίο είναι σύμφωνα με τη νομολογία η θρησκευτική ειρήνη και το θρησκευτικό συναίσθημα. Πρόκειται σίγουρα για έννοιες εξαιρετικά ευρείς, των οποίων το αίτημα διατήρησης και ασφάλειας παραπέμπει σε περιστάσεις όπου το δίκαιο εφαρμόζεται ώστε να εξυπηρετηθεί «το κοινό καλό» , «η ασφάλεια του δικαίου» και εν γένει παρόμοιες «ανώτατες» αρχές που πολλές φορές αποτελούν εργαλείο περιορισμών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και καταστρατήγησης βασικών αρχών του κράτους δικαίου.

Εξάλλου, όσον αφορά το θρησκευτικό συναίσθημα αυτό και πάλι καθορίζεται από τον καθένα και διαμορφώνεται με τρόπο διαφορετικό σε κάθε πρόσωπο. Κάποιος ιδιαίτερα έυθικτος λόγου χάριν θα θεωρούσε και μια απλή κριτική στο Θεό του ή στο θρήσκευμά του ως την χειρότερη ύβρη και προσβολή που θα μπορούσε να δεχθεί.

Πρέπει επιπλέον να αναλογιστούμε τους περιορισμούς που η επίμαχη διάταξη θέτει στα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα της ελευθερίας της έκφρασης και της ελευθερίας της τέχνης. Θυμόμαστε όλοι τις υποθέσεις του Γέροντα Παστίτσιου, αλλά και άλλες όπως η παράσταση Corpus Christi με επεισόδια έξω από το θέατρο Χυτήριο και την κάπως πιο παλιά υπόθεση της προβολής στους κινηματογράφους του Τελευταίου Πειρασμού του Μάρτιν Σκορτσέζε βασισμένου στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη.

Τέλος αξίζει να τονίσουμε πως οι καθημερινές περιπτώσεις βλασφημίας (ναι, οι βρισιές που κατά κανόνα εξαπολύονται σ’ έναν τυπικό καβγά μεταξύ εκνευρισμένων οδηγών μια Δευτέρα πρωί σε μποτιλιάρισμα) δεν έχουν σε καμία περίπτωση εξαλειφθεί ή μειωθεί μετά από τόσα χρόνια ισχύος των διατάξεων. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η αποτελεσματικότητα ενός νόμου κρίνεται από τον κοινωνικό του αντίκτυπο.

Σε κάθε περίπτωση, ακόμα κι αν η βλασφημία κριθεί ανήθικη και αισθητικά άκομψη, το ποινικό δίκαιο δεν έχει κανένα λόγο να ασχοληθεί με τη δήθεν καταστολή της. Η κατάργηση των επίμαχων διατάξεων θα αποτελέσει ένα μεγάλο βήμα στο χώρο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

*της Ανθής Γιάγκα. Ασκούμενης Δικηγόρου Λάρισας, μεταπτυχιακής φοιτήτριας Ιστορίας, Φιλοσοφίας, Κοινωνιολογίας του Δικαίου Νομικής ΑΠΘ

Leave a reply