ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΖΩΗ

Δρ. Μαρία Αλβανού

Στις 24 Ιανουαρίου 2019, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εξέδωσε μια σημαντική απόφαση ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για τους πολιτικά ενεργούς ευρωπαίους πολίτες. Όπως αναφέρεται στο Δελτίο Τύπου που εξέδωσε ο Γραμματέας του Δικαστηρίου, στην υπόθεση Catt κατά Ηνωμένου Βασιλείου (αριθ. 43514/15), «το Ηνωμένο Βασίλειο παρέλειψε να προστατεύσει το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή ενός χρόνια αφοσιωμένου ακτιβιστή, του οποίου τα προσωπικά δεδομένα εμφανίστηκαν σε βάση δεδομένων όπου καταγράφονταν ονόματα εξτρεμιστών». Η απόφαση εκδόθηκε ομόφωνα και κρίθηκε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο παραβίασε το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων («δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής»).

Η υπόθεση ξεκίνησε με την καταγγελία του κ. John Olroyd Catt, ο οποίος είναι 94 ετών και υπήρξε «για πολλά χρόνια αφοσιωμένος ειρηνικός ακτιβιστής, ενώ παρευρισκόταν τακτικά σε διαφόρων ειδών διαδηλώσεις». Αν και ο αιτών δεν είχε καταδικαστεί ποτέ για κάποιο αδίκημα ούτε είχε βίαιο παρελθόν, η αστυνομία συγκέντρωσε και διατήρησε τα προσωπικά του δεδομένα σε βάση δεδομένων για «εγχώριους εξτρεμιστές». Άσκησε έφεση στις αρμόδιες βρετανικές δικαστικές αρχές και το Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου αποφάσισε ότι η αστυνομία ενήργησε με αναλογικό τρόπο, αφού θεώρησε πως ο φάκελος του κ. Catt δεν ήταν πλέον ασήμαντος. Δεν επιδιώχθηκε άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του, αλλά τα δεδομένα αυτά ήταν χρήσιμα για την εκτίμηση κινδύνου για το κοινό και για σκοπούς αστυνόμευσης λόγω της δραστηριότητας μιας βίαιης οργάνωσης, στης οποίας τις διαδηλώσεις παρευρέθηκε. Το εθνικό νομικό πλαίσιο του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με τη συγκέντρωση και διατήρηση των παραπάνω πληροφοριών, αποτελεί ο Νόμος Περί Προστασίας Δεδομένων 2018 (αντικατέστησε το Νόμο Περί Προστασίας Δεδομένων 1998) και ο Κώδικας Πρακτικής για τη Διαχείριση Πληροφοριών της Αστυνομίας.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εκδίδοντας αυτή την απόφαση, προσπαθεί να εξισορροπήσει την ανάγκη για ασφάλεια (σημαντική για πολλές χώρες λόγω βίαιου εξτρεμισμού και τρομοκρατικής απειλής που απαιτεί πληροφορίες και παρακολούθηση υπόπτων για την πρόληψη επιθέσεων) και το σεβασμό στην ιδιωτική ζωή (βασική πτυχή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών που συχνά κινδυνεύουν από τις πολιτικές για την καταπολέμηση του εξτρεμισμού). Παρότι κρίνει ότι η συλλογή πληροφοριών σχετικά με τον αιτούντα μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη για λόγους ασφαλείας, υποστηρίζει ωστόσο ότι η διατήρηση αυτών των πληροφοριών που αφορούν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα δεν δικαιολογείται.  Επιπλέον, το Δικαστήριο επικεντρώνεται στο ζήτημα της έλλειψης διασφαλίσεων όσον αφορά τη διατήρηση των δεδομένων:

Διαπίστωσε, όπως και το Ανώτατο Δικαστήριο, ότι υπήρχαν καλοί λόγοι από την πλευρά της αστυνομίας για τη συλλογή τέτοιων δεδομένων. Στην περίπτωση του κ. Catt, η συλλογή των προσωπικών του δεδομένων ήταν δικαιολογημένη, επειδή η δραστηριότητα της ακτιβιστικής οργάνωσης Smash EDO ήταν γνωστή ως βίαιη και δυνητικά εγκληματική. Ενώ ο κ. Catt δεν είχε γίνει ποτέ βίαιος ούτε είχε κάποια τάση προς τέτοιου είδους συμπεριφορά, είχε δείξει επανειλημμένως και δημόσια τη στήριξή του στην ομάδα αυτή. Εντούτοις, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η συνεχιζόμενη διατήρηση των δεδομένων στην υπόθεση του κ. Catt ήταν δυσανάλογη, διότι ήταν προσωπικά δεδομένα που αποκάλυπταν πολιτικές απόψεις και είχαν ενισχυμένη προστασία. Είχε γίνει πλέον αποδεκτό ότι ο κ. Catt δεν αποτελούσε απειλή για κανέναν, λαμβάνοντας επίσης υπόψη την ηλικία του, ενώ υπήρχε έλλειψη αποτελεσματικών διαδικαστικών εγγυήσεων. Η έλλειψη εγγυήσεων περιελάμβανε την απουσία χρονικού ορίου όσον αφορά το χρονικό διάστημα που θα πρέπει να διατηρούνται τα δεδομένα, ενώ ο μόνος σαφής κανόνας είναι ότι οι πληροφορίες θα διατηρούνται τουλάχιστον για έξι χρόνια πριν την αναθεώρησή τους. Στην περίπτωση του κ. Catt δεν ήταν σαφές ότι τέτοιες εξαετείς ή άλλες αναθεωρήσεις είχαν λάβει χώρα. Αυτό έρχεται επίσης σε αντίθεση με τα ψηφίσματα ιδιωτικού απορρήτου που εγκρίθηκαν από την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, τα οποία ανέφεραν ότι πρέπει να υπάρχουν μέγιστα χρονικά όρια για τη διατήρηση συγκεκριμένων πληροφοριών. Επίσης, το Δικαστήριο εξέφρασε την ανησυχία του για την αποτελεσματικότητα της ένδικης προσφυγής ως εγγύηση 3 στην προκειμένη περίπτωση, καθώς η αστυνομία διέθετε στην πραγματικότητα περισσότερα δεδομένα για τον κ. Catt κατά τη διάρκεια των εγχώριων διαδικασιών απ'ό,τι είχε αναγνωριστεί προηγουμένως.

 Ένα ανώτατο όριο διατήρησης ευαίσθητων πληροφοριών θεωρείται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ως απαραίτητο για την κατοχύρωση αποτελεσματικών διαδικαστικών εγγυήσεων, πράγμα που σημαίνει αποτελεσματική προστασία από την κατάχρηση της αστυνομίας, ιδιαίτερα στη σύγχρονη εποχή της προηγμένης τεχνολογίας παρακολούθησης. Το όριο αυτό είναι ζωτικής σημασίας, καθώς ο απεριόριστος χρόνος διατήρησης δεδομένων που σχετίζεται με τις δραστηριότητες των πολιτών ή ακόμη και με τις πολιτικές τους απόψεις (ή σε ορισμένες περιπτώσεις με τη θρησκεία των πολιτών, όταν παρακολουθούνται πιθανές απειλές ισλαμικού εξτρεμισμού) δημιουργεί ένα περιβάλλον ανασφάλειας και δίνει υπερβολική, πιθανά επικίνδυνη εξουσία στην αστυνομία. Η σχέση μεταξύ πολιτείας και πολίτη δεν πρέπει να καταλήξει σε μια κατάσταση «τα βλέπουμε όλα» - «τα γνωρίζουμε όλα» - «τα καταγράφουμε όλα», χωρίς όρια και αποτελεσματικούς τρόπους για τους πολίτες να αμφισβητήσουν τις πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν σχετικά με αυτούς, πόσο καιρό αποθηκεύονται και πώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει ασχοληθεί και στο παρελθόν με την πρακτική της αστυνομίας του Ηνωμένου Βασιλείου για τη διατήρηση πληροφοριών πολιτών στην απόφασή ΜΜ κατά Ηνωμένου Βασιλείου ΕΔΔΑ (που εκδόθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2012, αριθ. 24029/07). Με βάση την προηγούμενη αυτή απόφαση, το Δικαστήριο αναφέρεται πλέον σε κείμενα του ευρωπαϊκού νομοθετικού πλαισίου, όπως οι κανονισμοί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των προσώπων έναντι της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα 1981, η Επεξηγηματική Έκθεση της Σύμβασης, το Πρωτόκολλο για την τροποποίηση της σύμβασης για την προστασία των προσώπων έναντι της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η Οδηγία για την προστασία των δεδομένων, ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων και η Οδηγία (ΕΕ) 2016/680.

Το Δικαστήριο έκανε ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όταν σε πολλές χώρες η νομοθεσία και τα μέτρα για την καταπολέμηση του εξτρεμισμού και της τρομοκρατίας έθεταν σε κίνδυνο τις πολιτικές ελευθερίες. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, κοινωνικοί και οικονομικοί λόγοι έχουν οδηγήσει τους ανθρώπους στους δρόμους να διαμαρτύρονται για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Από την ελεύθερη άσκηση της θρησκείας, μέχρι τη συμμετοχή σε διαδηλώσεις ή πολιτικές διαμαρτυρίες και το να είναι κάποιος ακτιβιστής (όλα τα παραπάνω, ακόμη και χωρίς οποιαδήποτε ανάμειξη στη βία) μπορούν να αποτελέσουν λόγους για τους οποίους οι αρχές επισημαίνουν ένα άτομο και συγκεντρώνουν πληροφορίες γι’αυτό, δημιουργώντας αρχείο στις υπηρεσίες ασφαλείας χωρίς να δικαιολογείται η χρησιμότητά του έναντι της αναλογικότητας. Ο λόγος για τον οποίο η προστασία της ιδιωτικής ζωής από τις βάσεις δεδομένων για την καταπολέμηση του εξτρεμισμού έχει σημασία (και ως εκ τούτου η απόφαση του ΕΔΔΑ είναι σημαντική για τους Ευρωπαίους) περιγράφεται ξεκάθαρα από την αντίθετη γνώμη του Λόρδου Touson υπέρ του αιτούντος, η οποία σημειώθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου και ήταν αυτή που έφερε την υπόθεση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο:

Έχει σημασία, διότι στη σύγχρονη κοινωνία το κράτος έχει πολύ εκτεταμένες εξουσίες να διατηρεί αρχεία των πολιτών του. Εάν οι δραστηριότητες ενός πολίτη είναι νόμιμες, δε θα πρέπει το κράτος να είναι σε θέση να διατηρεί αρχείο, εκτός αν, και μόνο για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ένα τέτοιο αρχείο πρέπει πραγματικά να διατηρηθεί για το δημόσιο συμφέρον.

*Η μετάφραση έγινε από τη Βαλεντίνα Κουμούλου, προπτυχιακή φοιτήτρια του Τμήματος  Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας Κέρκυρας. (jurist.org)

Αναστασία Λιτζερίνου

Τελειόφοιτη Τμήματος Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, που πιστεύει ότι η καλύτερη σειρά είναι το Stranger Things.

Leave a reply