Κατά την εξέλιξη του Ποινικού μας Κώδικα, παρατηρείται μία τάση να δίνεται στον καταδικασθέντα ολοένα και συχνότερα, ολοένα και ευκολότερα, μία "δεύτερη ευκαιρία" και να αποφεύγεται, όσο το δυνατόν, η φυλάκισή του, η οποία, κατά γενική ομολογία, μόνο σε σωφρονισμό δεν οδηγεί, αλλά μάλλον χειροτερεύει τα πράγματα.

Στην εξέλιξη αυτή ασφαλώς συντελεί και ο υπερπληθυσμός στις ελληνικές φυλακές, έτσι ώστε ο εγκλεισμός στη φυλακή να επιλέγεται ως έσχατο μέσο, μόνον για πραγματικά σοβαρά αδικήματα και μόνον εφόσον ο κατάδικος δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις για να λάβει αναστολή ή για να μετατραπεί η ποινή του σε χρηματική.

Το τελευταίο συμβαίνει συνήθως σε άτομα που εμφανίζουν συνεχή παραβατική συμπεριφορά, τους λεγόμενους καθ' έξη ή κατ' επάγγελμα εγκληματίες και όχι σε εκείνους που περιστασιακά εμφάνισαν μία εγκληματική συμπεριφορά, γεγονός που μπορεί να συμβεί κυριολεκτικά στον καθένα, ειδικά στα εξ αμελείας αδικήματα.

Σχετικά με το ποιος δικαιούται λοιπόν να λάβει αναστολή της ποινής του, ο Νόμος διακρίνει σε δύο βασικές περιπτώσεις :
1. Όταν η ποινή φυλάκισης, που επιβάλλεται, είναι μέχρι 3 έτη και
2. Όταν η ποινή φυλάκισης είναι από 3 έως 5 έτη (που είναι και το ανώτατο όριο).

Και στις 2 περιπτώσεις, κοινή προϋπόθεση είναι ο καταδικασθείς,είτε να έχει λευκό ποινικό μητρώο είτε να έχει προηγούμενες καταδίκες, οι οποίες αθροιστικά να μην υπερβαίνουν το ένα έτος. Σημειώνεται ότι στο Δικαστήριο δίνεται και διακριτική ευχέρεια, να μη δόσει αναστολή, εφόσον αιτιολογημένα κρίνει ότι επιβάλεται η εκτέλεση της ποινής (σχετικά σπάνια).

Στην πρώτη περίπτωση, όπου η ποινή είναι κάτω από 3 έτη, η αναστολή δίνεται για χρονικό διάστημα από ένα έως τρία έτη και έχει το νόημα, ότι εφόσον ο καταδικασθείς δε διαπράξει άλλο αδίκημα (ειδικάτο ίδιο ή παρόμοιο) μέσα στο χρόνο της αναστολής, η ποινή διαγράφεται.
Στη δεύτερη περίπτωση, όπου η ποινή είναι από 3 έως 5 έτη φυλάκισης, προβλέπονται επαχθέστεροι όροι αναστολής και μάλιστα υπό επιτήρηση.
Η διάρκεια της αναστολής είναι 3 έως 5 έτη και ως όροι αυτής αναφέρονται ενδεικτικά : η υποχρέωση εμφάνισης σε αστυνομικό τμήμα, η αφαίρεση διπλώματος οδήγησης ή διαβατηρίου, η απαγόρευση επικοινωνίας με ορισμένα πρόσωπα κ.α.
Η συστηματική τώρα και σοβαρή παραβίαση των όρων της αναστολής, μπορεί να οδηγήσει σε τροποποίηση των όρων της ή σε επιμήκυνση ή ακόμα και σε άρση της αναστολής, οπότε εκτελείται και η ποινή.

ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

- Αν παρέλθει ο χρόνος αναστολής και ο καταδικασθείς δεν διαπράξει άλλο αδίκημα εντωμεταξύ, η ποινή δε φαίνεται πλέον στο ποινικό του μητρώο.
-Το Δικαστήριο, εφόσον καταλήξει σε καταδικαστική απόφαση, οφείλεινα εξετάσει πρώτα αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αναστολήςαυτεπαγγέλτως και μετά να προχωρήσει σε τυχόν μετατροπή της ποινής σε χρήμα.
-Για το σκοπό αυτό, πλέον, ο Νόμος ορίζει ότι το Δικαστήριο οφείλει να έχει στο φάκελλο της δικογραφίας, το ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου, ώστε να φαίνεται αν είναι "λευκός" ή έχει καταδίκες και τι ύψους συνολικά. Επειδή όμως, στην Ελλάδα ζούμε και το ποινικό μητρώο συχνά απουσιάζει από το φάκελλο, ρωτάει συνήθως ο/η πρόεδρος τον καταδικασθέντα : έχεις καταδικασθεί ποτέ άλλοτε κλπ ; Την απάντηση την αφήνω πάνω σας, εγώ πάντως ίσως και να μην έλεγα την αλήθεια ή μπορείτε να πείτε δεν θυμάμαι 😉
-Σε περίπτωση που κάποιος καταδικασθεί με αναστολή, πρακτικά αυτό σημαίνει ότι πληρώνει τα δικαστικά έξοδα και αφήνεται ελεύθερος. Ο Νόμος ρητά αναφέρει πάντως ότι η αναστολή δεν εξαρτάται από την προηγούμενη καταβολή των εξόδων !
-Συνεπώς, για να καταλήξει κανείς στη φυλακή, όταν καταδικάζεται σε ποινή φυλάκισης (έως 5 έτη) και όχι κάθειρξης, θα πρέπει : πρώτον, να μην έχει τις προϋποθέσεις αναστολής (π.χ να έχει προηγούμενη καταδίκη 2 ετών) και δεύτερον, να αποφασίσει το Δικαστήριο ότι η μετατροπή της ποινής σε χρήμα δεν είναι αρκετή, αλλά απαιτείται εκτέλεσή της (με συγκεκριμένη όμως και ειδική αιτιολογία).

Και σε αυτή την περίπτωση όμως, αν πρόκειται για Δίκη σε α' βαθμό, το Δικαστήριο-κατά κανόνα-χορηγεί στην έφεση ανασταλτικό χαρακτήρα και έτσι ασκείται έφεση και ο καταδικασθείς αφήνεται ελεύθερος, έως ότου αποφανθεί και το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (σημ. : για ποινές φυλάκισης έως 3 έτη, η έφεση έχει αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα, για ποινές από 3 έως 5 έτη, αποφασίζει το Δικαστήριο).

Πηγή : Νομική Συμβουλή/ Συνεργαζόμενο Blog

Σπύρος Σκιαδόπουλος

Πρώτα ανακάλυψα ότι θέλω να γίνω developer, μετά ανακάλυψα ότι θέλω να γίνω δημοσιογράφος, και μετά πολιτικός μηχανικός. Τελικά έγινα περίπου δικηγόρος. Τι συνέβη;

Leave a reply