Προσφυγή κατά Απόφασης Καταλογισμού αχρεωστήτων παροχών από κληρονόμο - Α184/2021 ΔΠΚερκ - Ουσιαστικός ο δόλος του κληρονόμου στην είσπραξη των παροχών - Δέχεται την προσφυγή. Ακυρώνει την πράξη ελλείψει τήρησης προηγούμενης ακρόασης. Όταν η αναζήτηση στρέφεται κατά τρίτου προσώπου διαφορετικού από τον εισπράξαντα, όπως κατά κληρονόμου του τελευταίου, ο δόλος, που αποτελεί τη νομική βάση της εν λόγω αναζήτησης σε περίπτωση παρόδου ευλόγου χρόνου, πρέπει να βεβαιώνεται με πλήρως αιτιολογημένη κρίση, και πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του τρίτου αυτού προσώπου και, ειδικότερα, πρέπει να αποδεικνύεται ότι ο καθ’ ου η αναζήτηση τρίτος γνώριζε, επεδίωκε και συμμετείχε στην παράνομη είσπραξη της παροχής
η παρούσα δημοσιεύεται από τον Σπ.Σκιαδόπουλο, Δικηγόρο Κέρκυρας, ο οποίος άσκησε την προσφυγή και παραστάθηκε κατά τη συζήτηση για λογαριασμό της προσφεύγουσας
Απόφαση υπ’ αριθμ. A184/2021
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΕΡΚΥΡΑΣ
ΤΜΗΜΑ 2° - ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Ιουνίου 2020, με δικαστή τον Χρήστο Μακρή, Πρωτόδικη ΔΔ, και γραμματέα την Σταυρούλα Κατσούρη, δικαστική υπάλληλο,
για να δικάσει την προσφυγή με αριθμό καταχώρισης ΠΡ280/09-12-2016,
της Αλεξάνδρας , κατοίκου Κέρκυρας, οδός
, η οποία δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, αλλά παραστάθηκε με την από τις -2020 δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, του πληρεξούσιου δικηγόρου της Σπυρίδωνος Σκιαδόπουλου,
κατά του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ - ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ» (ΙΚΑ - ΕΤΑΜ), και ήδη του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» (ΕΦΚΑ), που από την 01η-03-2020 μετονομάστηκε «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΗΣ» (e-ΕΦΚΑ), εδρεύει στην Αθήνα, εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή του και παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, ο διάδικος που παραστάθηκε ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το νόμο
- Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε παράβολο ποσού τριάντα (30,00) ευρώ [βλ. το από τις 09-12-2016 κατατεθέν υπ’ αριθμ.
/07-12-2016 διπλότυπο είσπραξης της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (ΔΥΟ) Κέρκυρας τύπου Α’ και Σειράς Θ’], ζητείται, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, η ακύρωση της υπ’ αριθμ. 399/Συν.65η/19-09-2016 απόφασης της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (ΤΔΕ) του Τοπικού Υποκαταστήματος Κέρκυρας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, κατά το μέρος αυτής με το οποίο απορρίφθηκε η υπ’ αριθμ. πρωτ. /11-12-2015 ένσταση της
προσφεύγουσας, εξ αδιαθέτου κληρονόμου του αποβιώσαντος ασφαλισμένου του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ , κατά της υπ’ αριθμ. πρωτ. /03-11-2015
απόφασης του Διευθυντή του ίδιου Υποκαταστήματος. Με την τελευταία αυτή απόφαση, αφού είχε κριθεί ότι στον πατέρα της προσφεύγουσας, που
[ΐ]
απεβίωσε στις 28-03-2013, καταβαλλόταν αχρεωστήτως από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, κατά το χρονικό διάστημα από την 01 η-07-1994 έως τις 31-03-2013 (οπότε και διακόπηκε λόγω θανάτου η συνταξιοδότησή του), η προσαύξηση οικογενειακού επιδόματος για το προστατευόμενο μέλος της οικογένειάς του (σύζυγό του),:
α) είχε καταλογιστεί σε βάρος των κληρονόμων του πατέρα της προσφεύγουσας: α1) το ποσό των 6.905,36 ευρώ (κεφάλαιο), που αντιστοιχούσε στην προσαύξηση οικογενειακού επιδόματος που ο κληρονομούμενος πατέρας της είχε λάβει αχρεωστήτως κατά το χρονικό διάστημα από την 01 η-01 -1996 έως τις 31-03-2013 [εντός του χρόνου της εικοσαετούς παραγραφής της σχετικής αξίωσης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, κατά τη διάταξη της περ. 2 της υποπαραγράφου ΙΑ.6 του πρώτου άρθρου του ν. 4093/2012 (Α’ 222/12-11-2012), όπως εφαρμόσθηκε από τον ως άνω Διευθυντή], εντόκως με επιτόκιο 5% επί του ως άνω κεφαλαίου, και α2) τόκοι ποσού 3.898,65 ευρώ, β) είχε καταλογιστεί ειδικώς εις βάρος της προσφεύγουσας, υπό την ιδιότητά της ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του πατέρα της και κατά τον λόγο της κληρονομικής της μερίδας (συγκεκριμένα, σε ποσοστό 37,50% εξ αδιαιρέτου επί της κληρονομιάς), το συνολικό ποσό των 4.051,50 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στην αναλογία του κληρονομικού μεριδίου της επί του ποσού της προσαύξησης οικογενειακού επιδόματος που ο κληρονομούμενος πατέρας της είχε λάβει κατά το χρονικό διάστημα από την 01 η-01 -1996 έως τις 31-03-2013 αχρεωστήτως και στην έντοκη προσαύξηση αυτού (αναλογία επί του κεφαλαίου ποσού 2.589,51 ευρώ και αναλογία επί των τόκων ποσού 1.461,99 ευρώ) και γ) είχε οριστεί ότι το καταλογισθέν εις βάρος της προσφεύγουσας ποσό των 4.051,50 ευρώ έπρεπε να εξοφληθεί εφάπαξ. Επικουρικά, με την κρινόμενη προσφυγή ζητείται να μεταρρυθμιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση ούτως ώστε να μην καταλογιστούν εις βάρος του προσφεύγουσας οι ως άνω τόκοι ποσού 1.461,99 ευρώ, ούτε όσοι τόκοι γεννήθηκαν μέχρι τη συζήτηση της προσφυγής.
- Επειδή, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εξετάσει την κρινόμενη προσφυγή. Εξάλλου, η δίκη νόμιμα συνεχίζεται από τον συσταθέντα με το άρθρο 51 παρ. 1 του ν. 4387/2016 (Α’ 85) «ΕΝΙΑΙΟ ΦΟΡΕΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ», οιονεί καθολικό διάδοχο από την 01 η-01 -2017 (οπότε και άρχισε η λειτουργία του) του ενταχθέντος σε αυτόν ΙΚΑ- ΕΤΑΜ, χωρίς να επέρχεται διακοπή της δίκης [βλ. άρθρα 70 παρ. 9, 53 παρ. 1, 62 παρ. 3 περ. Δ' του ν. 4387/2016, όπως η παράγραφος αυτή του άρθρου 62 αντί καταστάθηκε, αφότου ίσχυε, με το άρθρο 31 του ν. 4445/2016, Α’ 236 (βλ. ΣτΕ 384/2019, 2393/2018, 1576/2017)], ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 1 του πρώτου μέρους του ν. 4670/2020 (Α’ 43/28-02-2020), ήδη από την 01η -03-2020 ο ΕΦΚΑ μετονομάστηκε «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΗΣ» (e-ΕΦΚΑ).
- Επειδή, περαιτέρω, για την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής καταβλήθηκε, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην 1η σκέψη της παρούσας απόφασης, παράβολο ποσού . Τούτο διότι η κρινόμενη Οίκη αφορά σε προσφυγή της προσφεύγουσας ως κληρονόμου ασφαλισμένου σε φορέα κοινωνικής ασφάλισης, ήτοι στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ εν προκειμένω, και άρα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 277 παρ. 2 εδ. τελευταίο του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α’ 97), για το παραδεκτό της κρινόμενης προσφυγής απαιτείται καταβολή παράβολου ποσού 25,00 ευρώ. Ως εκ τούτου, ανεξαρτήτως της έκβασης της δίκης, πρέπει να επιστραφεί στην προσφεύγουσα το υπερβάλλον παράβολο των πέντε (5,00) ευρώ, κατ’ άρθρο 277 παρ. 2 και 11 του ΚΔΔ. Κατά τα λοιπά, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές διαδικαστικές προϋποθέσεις, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη νομική και την ουσιαστική βασιμότητά της.
- Επειδή, στο άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «2. Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του». Στο δε άρθρο 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 (Α' 45), ορίζεται ότι: «1. Οι διοικητικές αρχές, πριν από κάθε ενέργεια ή μέτρο σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων συγκεκριμένου προσώπου, οφείλουν να καλούν τον ενδιαφερόμενο να εκφράσει τις απόψεις του, εγγράφως ή προφορικώς, ως προς τα σχετικά ζητήματα. 2. Η κλήση προς ακρόαση είναι έγγραφη, αναφέρει τον τόπο, την ημέρα και την ώρα της ακρόασης, προσδιορίζει δε το αντικείμενο του μέτρου ή της ενέργειας. Η κλήση κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο τουλάχιστον πέντε (5) πλήρεις ημέρες πριν από την ημέρα της ακρόασης. Ο ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα να λάβει γνώση των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων και να προβεί σε ανταπόδειξη. Η τήρηση της προαναφερόμενης διαδικασίας, καθώς και η λήψη υπόψη των απόψεων του ενδιαφερομένου, πρέπει να προκύπτουν από την αιτιολογία της διοικητικής πράξης. [...] 4. Οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται και όταν οι σχετικές με τη δυσμενή διοικητική πράξη διατάξεις προβλέπουν δυνατότητα άσκησης διοικητικής προσφυγής.». Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, οι διοικητικές αρχές, πριν από την έκδοση δυσμενούς πράξης που στηρίζεται σε υποκειμενική συμπεριφορά, οφείλουν να καλούν εγγράφως τον ενδιαφερόμενο να εκφράσει τις απόψεις του. Τυχόν παράλειψη τήρησης της διαδικασίας ακρόασης του ενδιαφερομένου συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, η οποία δεν καλύπτεται με την άσκηση εκ μέρους του ενδικοφανούς προσφυγής κατά της εκδοθείσας διοικητικής πράξης (ΒΛ. ΣτΕ 2348-2350, 2900/2015, 3516/2014, 2180/2013 7μ.). Εξάλλου, ενόψει του ότι η άσκηση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης αποβλέπει στην παροχή δυνατότητας στον διοικούμενο, τον οποίον αφορά η δυσμενής διοικητική πράξη, να προβάλει συγκεκριμένους ισχυρισμούς ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, ώστε να επηρεάσει την λήψη από αυτό της απόφασης, ύστερα από διαφορετική εμφάνιση ή εκτίμηση του πραγματικού υλικού, για το λυσιτελές της προβολής λόγου περί μη τήρησης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης πριν από την έκδοση δυσμενούς πράξης απαιτείται παράλληλη αναφορά και των ισχυρισμών που θα προέβαλε ο διοικούμενος ενώπιον της Διοίκησης, αν είχε κληθεί (βλ. ΣτΕ Ολομ. 4447/2012, ΣτΕ 2348-2350/2015, 2180/2013 7μ.), οι δε ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να είναι ουσιώδεις, υπό την έννοια ότι θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στην εκτίμηση των πραγμάτων από την Διοίκηση (βλ. ΣτΕ 434-4366/2020, 2765/2019 7μ., 37, 157/2017, 689, 1098/2016, 2301, 2611/2015, 1369, 4226, 2646/2014, 3578/2013). Ειδικότερα, τούτο απαιτείται προκειμένου το Δικαστήριο να κρίνει, όχι εάν η άσκηση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης θα οδηγούσε οπωσδήποτε το αρμόδιο διοικητικό όργανο σε διαφορετική κρίση, αλλά εάν δεν θα μπορούσε να αποκλεισθεί ότι θα το οδηγούσε σε διαφορετική κρίση (βλ. ΣτΕ 2611/2015, 2180/2013 7μ.). Προς τούτο, πάντως, δεν απαιτείται πανηγυρική διατύπωση από τον προσφεύγοντα ειδικού και συγκεκριμένου ισχυρισμού αναφορικά με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς (συμπεριλαμβανομένων, αναλόγως του περιεχομένου τους, και ισχυρισμών περί των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων) που αποστερήθηκε της δυνατότητας να θέσει υπόψη της Διοίκησης, πριν από την έκδοση της επίδικης πράξης της, αλλά αρκεί αυτός να αναφέρει τους εν λόγω ισχυρισμούς του με την προσφυγή του, όπως τυχόν συμπληρώνεται παραδεκτώς με δικόγραφο πρόσθετων λόγων, κατά τρόπο ειδικό και ορισμένο (βλ. ΣτΕ 88-92/2018). Ενόψει της ως άνω απαίτησης περί αναφοράς (έστω και μη πανηγυρικής) στα σχετικά δικόγραφα των ουσιωδών ισχυρισμών που ο διοικούμενος θα προέβαλε ενώπιον της Διοίκησης, το διοικητικό δικαστήριο οφείλει, όταν κάνει δεκτό λόγο περί μη τήρησης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, να διαλάβει σχετική ειδική κρίση περί της λυσιτελούς προβολής του (βλ. ΣτΕ 434-436/2020, 88, 91/2018). Εφόσον, δε, εκδοθεί πράξη χωρίς την τήρηση του εν λόγω ουσιώδους τύπου, η Διοίκηση οφείλει να επαναλάβει τη διαδικασία, τηρώντας τον, οπότε εκδίδεται νέα πράξη, με την οποία ρυθμίζεται εκ νέου η ίδια υπόθεση (πρβλ. ΣτΕ 1400/2004).
- Επειδή, στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 29 του α.ν. 1846/1951 (Α' 179), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 825/1978 (Α’ 189), οριζόταν ότι: «Το ποσόν της συντάξεως λόγω αναπηρίας ή γήρατος προσαυξάνεται διά την σύζυγον κατά το ποσόν ενός και ημίσεος του εκάστοτε ισχύοντος ημερομισθίου ανειδικεύτου εργάτου εφόσον δεν ασκεί επάγγελμά τι ή δεν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού ή Ν.Π.Δ.Δ. ή του Δημοσίου. [...]». Η ως άνω παρ. 3 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 29 παρ. 4 του ν. 3518/2006 (Α’ 272/21-12-2006 και κατόπιν διόρθωσης σφαλμάτων Α’ 2/02-01-2007) ως εξής: «3. Το ποσό της σύνταξης λόγω αναπηρίας ή γήρατος προσαυξάνεται για το σύζυγο ή τη σύζυγο κατά το ποσό του ενός και μισού ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη, όπως αυτό ισχύει κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης, εφόσον ο σύζυγος ή η σύζυγος δεν ασκεί επάγγελμα ή δεν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού ή Ν.Π.Δ.Δ. ή του Δημοσίου. Η ανωτέρω προσαύξηση μετά τη χορήγηση της αποτελεί τμήμα του συνολικά καταβαλλόμενου ποσού σύνταξης και αναπροσαρμόζεται εφεξής κατά το ποσοστό αύξησης των συντάξεων του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ.». Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, ερμηνευόμενης εν όψει τόσο των περί ισότητας των φύλων και προστασίας της οικογένειας συνταγματικών διατάξεων όσο και της μεταβολής των κοινωνικών συνθηκών από την άποψη της παροχής εργασίας κατά κανόνα και από τους δύο συζύγους και όχι μόνο από τον άνδρα, όπως συνέβαινε συνήθως το χρόνο κατά τον οποίο αρχικώς θεσπίσθηκε η διάταξη αυτή, το ποσό της σύνταξης λόγω αναπηρίας ή γήρατος που λαμβάνει ο ένας από τους συζύγους προσαυξάνεται, ανεξάρτητα από το φύλο του άλλου συζύγου, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου, δηλαδή εφόσον ο σύζυγος του συνταξιούχου δεν εργάζεται ή δεν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού, του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ (βλ. ΣτΕ 1261/1994 7μ„ 2219/1997, 2466/1998, 1124/2007, 3587/2009, 4430/2014, ΔΕφΘες 814/2011). Η προσαύξηση αυτή της σύνταξης, που αποτελεί πρόσθετη ασφαλιστική παροχή, χορηγείται για την ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος των συνταξιούχων του ΙΚΑπου είναι ασθενέστεροι από οικονομική άποψη (βλ. τις ως άνω αποφάσεις), τέτοιοι δε θεωρούνται, καταρχήν οι έγγαμοι συνταξιούχοι των οποίων ο σύζυγος δεν εργάζεται ή δεν λαμβάνει σύνταξη από το Δημόσιο, ΝΠΔΔ ή ασφαλιστικό οργανισμό. Συνεπώς, δικαιολογείται η προσαύξηση της σύνταξης των συνταξιούχων αυτών με τη χορήγηση ποσού ίσου με ενάμισι ημερομίσθιο ανειδίκευτου εργάτη, όπως το ημερομίσθιο αυτό ισχύει κάθε φορά (βλ. ΣτΕ 1070/2014).
- Επειδή, στο ισχύον κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο άρθρο 40 παρ. 4 εδ. α’ του α.ν. 1846/1951 οριζόταν ότι: «4. Πάσα παροχή εις χρήμα αχρεωστήτως καταβληθείσα υπό του Ι.Κ.Α. ως και η αξία των εις είδος τοιούτων, τα της αποτιμήσεως των οποίων θέλει προσδιορίσει Κανονισμός, επιστρέφονται εντόκως προς 5%, αναζητούνται δε κατά τας διατάξεις περί αναγκαστικής εισπράξεως των καθυστερουμένων εισφορών του Ιδρύματος. [...]».
- Επειδή, στο άρθρο 1710 του μεταφερθέντος στη δημοτική με το πδ 456/1984 (Α 164) Αστικού Κώδικα (ΑΚ) ορίζεται ότι; «Κατά το θάνατο του ττροσώττου η περιουσία του ως σύνολο (κληρονομιά) περιέρχεται από το νόμο ή από διαθήκη σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμοι). Η κληρονομική διαδοχή από το νόμο επέρχεται όταν δεν υπάρχει διαθήκη, ή όταν η διαδοχή από διαθήκη ματαιωθεί ολικά ή μερικά.», στο άρθρο 1711 του ΑΚ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3089/2002 (Α' 327), ορίζεται ότι: «[...] Χρόνος της επαγωγής είναι ο χρόνος θανάτου του κληρονομουμένου.», στο άρθρο 1813 ορίζεται ότι: «Ως κληρονόμοι εξ αδιαθέτου στην πρώτη τάξη καλούνται οι κατιόντες του κληρονομουμένου. Ο πλησιέστερος απ’ αυτούς αποκλείει τον απώτερο της ίδιας ρίζας [...] Τα τέκνα κληρονομούν κατ’ ισομοιρία.», στο άρθρο 1820 ότι: «Εκείνος από τους συζύγους που επιζεί καλείται, ως κληρονόμος εξ αδιαθέτου, με τους συγγενείς της πρώτης τάξης στο τέταρτο και με τους συγγενείς των άλλων τάξεων στο μισό της κληρονομιάς. [...]», στο άρθρο 1846 ορίζεται ότι: «Ο κληρονόμος αποκτά αυτοδικαίως την κληρονομιά μόλις γίνει η επαγωγή [...]», στο άρθρο 1847 ότι: «Ο κληρονόμος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομιά μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών που αρχίζει από τότε που έμαθε την επαγωγή και το λόγο της. [...]» και στο άρθρο 1856 ορίζεται ότι: «Αν ο κληρονόμος αποποιηθεί την κληρονομιά η επαγωγή προς εκείνον που αποποιήθηκε θεωρείται ότι δεν έγινε. Η κληρονομιά επάγεται σ' εκείνον που θα είχε κληθεί, αν εκείνος που αποποιήθηκε δεν ζούσε κατά το θάνατο του κληρονομούμενου. Η επαγωγή θεωρείται ότι έγινε κατά το θάνατο του κληρονομουμένου.». Ακόμη, στο άρθρο 1884 του ΑΚ ορίζεται ότι: «Αν οι κληρονόμοι είναι περισσότεροι, η κληρονομιά γίνεται κοινή κατά το λόγο της μερίδας του καθενός. [...]», στο άρθρο 1885 του ΑΚ ορίζεται ότι ότι: «Οι απαιτήσεις και τα χρέη της κληρονομιάς διαιρούνται αυτοδικαίως μεταξύ των συγκληρονόμων ανάλογα με τη μερίδα του καθενός.» και, τέλος, στο άρθρο 1901 ότι: «Ο κληρονόμος ευθύνεται και με τη δική του περιουσία για τις υποχρεώσεις της κληρονομιάς [...]».
- Επειδή, σύμφωνα με γενική αρχή του δικαίου των κοινωνικών ασφαλίσεων, που συμπορεύεται με τις ως άνω διατάξεις, η αναζήτηση ποσών που εισπράχθηκαν από συνταξιούχο παρανόμως, πλην καλοπίστως, αποκλείεται μετά την πάροδο εύλογου-ικανού χρόνου από την είσπραξή τους, λόγω των απρόβλεπτων οικονομικών συνεπειών, που συνεπάγεται το μέτρο αυτό εις βάρος του συνταξιούχου. Ο εύλογος χρόνος κρίνεται ανάλογα με τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης και, πάντως, ελλείψει αντίθετης ειδικής διάταξης, καθορίζεται κατά τις γενικές διατάξεις περί ανάκλησης των διοικητικών πράξεων [άρθρο μόνο του α.ν. 261/1968 (Α’ 12)] και δεν μπορεί να είναι μικρότερος των πέντε ετών (πρβλ. ΣτΕ 177/2019, 612/2012, 177/2009, 3321/2008, 2586/2007, 2612/2006, 168/2005). Κατά δε την έννοια των ίδιων ως άνω διατάξεων, επιβάλλεται η αναζήτηση από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ (και ήδη τον e-ΕΦΚΑ) των ποσών αυτών, αν το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της είσπραξης και της αναζήτησης είναι μικρό, εκτός εάν αυτός που έχει εισπράξει, παρανόμους πλην καλοπίστως, τις χρηματικές ασφαλιστικές παροχές, έχει επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η επιστροφή τους στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ (και ήδη στον e-ΕΦΚΑ) θα επιφέρει εις βάρος του απρόβλεπτες και δυσμενείς για τη διαβίωσή του συνέπειες (βλ. ΣτΕ 1138/2017, 3333/2014, 1316/2014, 3415/2013, 6/2011, 928/2009, 153/2008, 525/2006). Με άλλα λόγια, και στην περίπτωση που δεν παρήλθε εύλογο χρονικό διάστημα από την είσπραξη των αχρεωστήτως καταβληθεισών ασφαλιστικών παροχών, η αναζήτησή τους αποκλείεται, εάν αυτός που τις έχει εισπράξει, παρανόμως πλην καλοπίστως, επικαλεστεί και αποδείξει ότι η επιστροφή τους στο ΙΚΑ θα είχε ως συνέπεια τον σοβαρό κλονισμό της οικονομικής του κατάστασης (βλ. ΣτΕ1138/2017, 3333/2014, 1316, 3053/2014, 3415/2013, 814/2012, 6/2011, 928/2009, 153/2008, 525/2006). Αντιθέτως, η αναζήτηση των παροχών αυτών επιτρέπεται σε κάθε περίπτωση, εφόσον κριθεί ότι αυτός ο οποίος έχει εισπράξει τα αναζητούμενα ποσά τελούσε, κατά την είσπραξή τους, σε δόλο έναντι του οργανισμού, η κρίση δε περί της συνδρομής του δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς (βλ. ΣτΕ 2562/2019, 1138, 3146/2017, 3699/2015, 1316, 1318, 3053, 3333/2014, 2533, 3415/2013, 814, 2354/2012, 478, 587/2011, 590, 2070/2010, 2291, 2694-2695/2009, 154/2008, 1835, 1601/2007, 1619, 2010/2006 7μ., ΔΕφΘες 321, 381/2020, 2454/2019, 814/2011). Ως δόλια δε ενέργεια του ασφαλισμένου νοείται και η εκ μέρους του αποσιώπηση ουσιώδους πραγματικού γεγονότος, που δικαιολογεί τη διακοπή της περαιτέρω καταβολής των χορηγούμενων παροχών (βλ. ΣτΕ 2562/2019, 3146/2017, 1318/2014, 3587/2011, 1835/2007), ενώ είναι αυτονόητο ότι αποσιώπηση υπάρχει όταν υφίσταται γνώση της υποχρέωσης γνωστοποίησης του γεγονότος αυτού στον αρμόδιο ασφαλιστικό οργανισμό και παρά τη γνώση ο υπόχρεος δεν το πράττει, προκειμένου να αποφύγει τις δυσμενείς γι’ αυτόν συνέπειες (βλ. ΔΕφΘες 1136/2019, 1921/2018). Περαιτέρω, ο δόλος, που αποτελεί τη νομική βάση της αναζήτησης σε περίπτωση παρόδου ευλόγου χρόνου, κατά τα ανωτέρω, και που πρέπει να βεβαιώνεται με πλήρως αιτιολογημένη κρίση, πρέπει να συντρέχει στο πρόσωπο του εισπράξαντος, από τον οποίο αναζητείται, καταρχήν, η αχρεωστήτως καταβληθείσα παροχή (βλ. ΔΕφΘεσ 1136/2019, 1921/2018). Ειδικότερα, η ειδική αιτιολογία περί της συνδρομής του δόλου μπορεί και να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ωστόσο το στοιχείο του δόλου, ως ερείσματος για την αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών, πρέπει να αναφέρεται ρητά στην καταλογιστική απόφαση περί επιστροφής (βλ. ΔΕφΘες 1136/2019). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 40 του α.ν. 1846/1951, η καταβολή τόκων για ποσό, που έχει κριθεί ότι καταβλήθηκε αχρεωστήτως, δεν προϋποθέτει τη συνδρομή οποιοσδήποτε υποκειμενικής προϋπόθεσης, όπως είναι υπαιτιότητα ή δόλος του εισπράξαντος αχρεωστήτως την παροχή, αλλά εξαρτάται μόνο από το αντικειμενικό γεγονός της ύπαρξης σχετικής υποχρέωσης για επιστροφή συγκεκριμένου ποσού -η οποία και μόνο σχετίζεται με την ύπαρξη δόλου του ασφαλισμένου-, επιβάλλεται δε ανεξαρτήτως της οικονομικής κατάστασης του ασφαλισμένου.
- Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 1710 και 1901 του ΑΚ προκύπτει ότι οι κληρονόμοι ευθύνονται για τα χρέη της κληρονομιάς, αντικείμενο δε της κληρονομιάς αποτελεί και η έναντι του κληρονομουμένου αξίωση ασφαλιστικού οργανισμού προς επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθεισών ασφαλιστικών παροχών (η οποία γεννάται από την καταβολή των εν λόγω παροχών), ανεξάρτητα αν η σχετική καταλογιστική πράξη δεν έχει εκδοθεί μέχρι το θάνατο αυτού (βλ. ΔΕφΘες 1136/2019, 1921/2018, 2465/2014, πρβλ. ΔΕφΘεσ. 1523/2011, 1149/2019), καθόσον η αντίστοιχη αξίωση του ασφαλιστικού οργανισμού για την επιστροφή του εν λόγω ποσού, η οποία γεννάται από την καταβολή των εν λόγω παροχών, είχε ήδη γεννηθεί κατά το χρόνο θανάτου του παραπάνω συνταξιούχου, αποτελώντας χρέος της κληρονομιάς (πρβλ. ΑΠ 2091/2013). Δηλαδή, σε περίπτωση που αποβιώσει το φυσικό πρόσωπο που έχει εισπράξει αχρεωστήτως περιοδικές ασφαλιστικές παροχές, υπόχρεοι για την επιστροφή των εν λόγω παροχών είναι οι κληρονόμοι του, οι οποίοι υπεισέρχονται στη θέση του θανόντος ασφαλισμένου και ευθύνονται έναντι του εκάστοτε ασφαλιστικού οργανισμού για την επιστροφή των συγκεκριμένων παροχών κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας (πρβλ. ΣτΕ 614/2019, 1199/1991). Ειδικότερα, αναφορικά με τους ασφαλισμένους του πρώην ΙΚΑ- ΕΤΑΜ, από τον συνδυασμό των προπαρατεθεισών διατάξεων της ασφαλιστικής νομοθεσίας και του Αστικού Κώδικα συνάγεται ότι, σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου του πρώην ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, η κατά το άρθρο 40 παρ. 4 του α.ν. 1846/1951 αναζήτηση των περιοδικών ασφαλιστικών παροχών, που είχαν καταβληθεί σε αυτόν αχρεωστήτως, χωρεί στο όνομα των κληρονόμων του (βλ. ΣτΕ 1522/1987 7μ., πρβλ. ΣτΕ 3203/2011, 5061/1996), εφόσον η εν λόγω αναζήτηση, υπό τις εκάστοτε συντρέχουσες περιστάσεις, δεν αντίκειται στην αρχή της χρηστής διοίκησης, κατά τα γενόμενα δεκτά στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας απόφασης (βλ. ΣτΕ 3146/2017, 1318/2014, 814/2012, 1619/2006 7μ.). Στην εκδιδόμενη δε προς τούτο καταλογιστική πράξη πρέπει να προσδιορίζονται ονομαστικά οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος συνταξιούχου του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ και το ποσό της οφειλής για τον καθέναν από αυτούς, κατά τον λόγο της κληρονομικής του μερίδας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1885 του ΑΚ. Εξάλλου, εάν η αναζήτηση στρέφεται κατά τρίτου προσώπου διαφορετικού από τον εισπράξαντα, όπως κατά κληρονόμου του τελευταίου, ο δόλος, που αποτελεί τη νομική βάση της εν λόγω αναζήτησης σε περίπτωση παρόδου ευλόγου χρόνου, κατά τα ανωτέρω, και πρέπει, όπως ήδη αναφέρθηκε στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας απόφασης, να βεβαιώνεται με πλήρως αιτιολογημένη κρίση, πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του τρίτου αυτού προσώπου και, ειδικότερα, πρέπει να αποδεικνύεται ότι ο καθ’ ου η αναζήτηση τρίτος γνώριζε, επεδίωκε και συμμετείχε στην παράνομη είσπραξη της παροχής (πρβλ. ΣτΕ 612/2012, 2341/1987, 925/1975, 2321/1968 Ολομ., βλ. ΔΕφΑΘ 4625, 3639/2018, 3701, 3950/2015, 8315/2009, 2318, 2922/2007, ΔΕφΘες 381, 1380/2020, 1939/2017, 900/2004, ΔΕφΠειρ 886/2019, ΔΕφΙωαν 354/2018, ΔΕφΚομ 388/2019, ΔΕφΠατρ 192/2019, ΔΕφΛαρ 1/2019). Και τούτο διότι η αναζήτηση ποσών από τους κληρονόμους χωρεί, ομοίως, υπό το πρίσμα της αρχής της χρηστής διοίκησης και διενεργείται προδήλως υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν για τον κληρονομούμενο, προσωποπαγή δε στοιχεία, όπως ο δόλος, δεν είναι κληρονομητά.
- Επειδή, στο άρθρο 79 παρ. 3 περ. β’ του ΚΔΔ ορίζεται ότι: «3. Το δικαστήριο ακυρώνει την πράξη και αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση για να ενεργήσει τα νόμιμα: [...] β) αν συντρέχει παράβαση ουσιώδους τύπου της Διαδικασίας, που έχει ταχθεί για την έκδοση της πράξης, [...]».
- Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με την υπ’ αριθμ. 2289/17-07-1987 απόφαση του Διευθυντή του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Ιωαννίνων του ΙΚΑ και σε συνέχεια της υπ’ αριθμ. πρωτ. 2201/03-03-1987 αίτησης του πατέρα εν ζωή της προσφεύγουσας, χορηγήθηκε σε αυτόν πλήρης σύνταξη λόγω γήρατος από τις 03-03-1987, με συνολικό χρόνο ασφάλισης 5.264,00 ημέρες εργασίας και με βάση υπολογισμού την 9η ασφαλιστική κλάση. Επιπλέον, με την ανωτέρω απόφαση χορηγήθηκε στον προσαύξηση οικογενειακών βαρών για τη σύζυγο και ήδη χήρα του, , η οποία, σύμφωνα με την προαναφερθείσα υπ’αριθμ. πρωτ. /03-03-1987 αίτηση - υπεύθυνη δήλωση του του , δεν εργαζόταν, δεν επιδοτούνταν, ούτε και συνταξιοδοτούνταν από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ή από άλλο ελληνικό ή ξένο ασφαλιστικό οργανισμό. Εξάλλου, στην ίδια από τις 03-03- 1987 αίτηση-υπεύθυνη δήλωση του αναγραφόταν ότι: «Αναλαμβάνω την υποχρέωση να ειδοποιήσω το ΙΚΑ εγγράφως αν στο μέλλον εγώ ή τα μέλη της οικογένειάς μου, για τα οποία θα λάβω προσαύξηση στη σύνταξη, εργασθούν ή πάρουν σύνταξη ή επίδομα καθώς και εάν μεταβληθεί η οικογενειακή μας κατάσταση (γάμος, διαζύγιο, γέννηση, θάνατος) ή μεταβληθεί η διεύθυνση κατοικίας μου.». Περαιτέρω, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. πρωτ. /28-04-2014/29-04-2014 βεβαίωση του Προϊσταμένου του II Τμήματος Μητρώου Συνταξιούχων του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ), η σύζυγος του ήταν συνταξιούχος του ΟΓΑ λόγω γήρατος (βασική και πρόσθετη σύνταξη) από τον Ιούλιο του έτους 1994 έως και τον Μάιο του έτους 2013, οπότε διακόπηκε η καταβολή της βασικής σύνταξης της από τον ΟΓΑ λόγω συνταξιοδότησής της από άλλον ασφαλιστικό οργανισμό και έκτοτε «δικαιούται μόνο τη σύνταξη του κλάδου πρόσθετης ασφάλισης (του ΟΓΑ)». Όμως, ο δεν γνωστοποίησε, ως όφειλε, στην αρμόδια υπηρεσία του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ το γεγονός της από την 01 η-07-1994 συνταξιοδότησης της συζύγου του από τον ΟΓΑ και συνεπώς αυτός, κατά το χρονικό διάστημα από την 01 η-07- 1994 έως και τον Μάρτιο του έτους 2013, που απεβίωσε, εισέπραττε μεγαλύτερο ποσό σύνταξης από αυτό που δικαιούταν, λόγω της προσαύξησης οικογενειακών βαρών. Όπως προκύπτει από το υπ' αριθμ. πρωτ. 28837/04-04-2013 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών που εξέδωσε η Προϊσταμένη του Τμήματος Δημοτικής Κατάστασης της Δημοτικής Ενότητας Αχίλλειων του Δήμου Κέρκυρας, ο που είχε γεννηθεί στις 21-03-1929, απεβίωσε στις 28-03-2013 αφήνοντας, κατά το χρόνο του θανάτου του, ως πλησιέστερους συγγενείς την εν ζωή σύζυγό του , την προσφεύγουσα θυγατέρα του, και τον υιό το. Στη συνέχεια, κατόπιν σχετικού ελέγχου, εκδόθηκε η προαναφερθείσα υπ’ αριθμ. πρωτ. 427/03-11-2015 καταλογιστική απόφαση του Διευθυντή του Τοπικού Υποκαταστήματος Κέρκυρας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, με την αιτιολογία ότι στον πατέρα της προσφεύγουσας, , καταβαλλόταν αχρεωστήτως από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, κατά το χρονικό διάστημα από την 01 η-07-1994 έως τις 31-03-2013 (οπότε και διακόπηκε λόγω θανάτου η συνταξιοδότησή του), η προσαύξηση οικογενειακού επιδόματος για το προστατευόμενο μέλος της οικογένειάς του του (σύζυγό του), καθότι «ο συνταξιούχος είχε αναλάβει την υποχρέωση να αναφέρει στο Υποκατάστημα του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ από το οποίο πληρωνόταν κάθε μεταβολή που αφορούσε την προσωπική και οικογενειακή του κατάσταση (ανάληψη εργασίας, συνταξιοδότηση συζύγου, γάμος, διαζύγιο, θάνατος κλπ)», πλην :ομως «στην προκειμένη περίπτωση ο συνταξιούχος δεν δήλωσε ότι η σύζυγός του Ελένη συνταξιοδοτήθηκε από τον ΟΓΑ από τον 07/1994 [...] και η υπηρεσία μας μετά τον θάνατό του διαπίστωσε ότι συνέχισε να λαμβάνει προσαύξηση οικογενειακών βαρών και μετά τη συνταξιοδότηση της συζύγου του, δηλαδή από την 01 η-07-1994 μέχρι και τις 31-01-2013, .οπότε και διεκόπη η σύνταξή του λόγω θανάτου.». Συγκεκριμένα, με την ως άνω απόφαση του Διευθυντή του Τοπικού Υποκαταστήματος Κέρκυρας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ κατ’ επίκληση του άοθρο 40 παρ. 4 του α.ν. 1846/1951: α) καταλογίστηκε σε βάρος των εξ αδιαθέτου κληρονόμνυν του πατέρα της προσφεύγουσας: α1) το ποσό των 6.905,36 ευρώ (κεφάλαιο), που αντιστοιχούσε στην προσαύξηση οικογενειακού επιδόματος που ο κληρονομούμενος πατέρας της είχε λάβει αχρεωστήτως κατά το χρονικό διάστημα από την 01 η-01 -1996 έως τις 31-03-2013 (εντός του χρόνου της εικοσαετούς παραγραφής της σχετικής αξίωσης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, κατά τη διάταξη της περ. 2 της υποπαραγράφου ΙΑ.6 του πρώτου άρθρου του ν. 4093/2012, όπως εφαρμόσθηκε από τον ως άνω Διευθυντή, ενώ «για τον παραπάνω λόγο το διάστημα από την 01 η-07-1994 έως τις 31-12-1995 δεν αναζητείται.»), εντόκως με επιτόκιο 5% επί του ως άνω κεφαλαίου, και α2) τόκοι ποσού 3.898,65 ευρώ, β) καταλογίστηκε ειδικώς εις βάρος της προσφεύγουσας, υπό την ιδιότητά της ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του πατέρα της και κατά τον λόγο της κληρονομικής της μερίδας (συγκεκριμένα, σε ποσοστό 37,50% εξ αδιαιρέτου επί της κληρονομιάς), το συνολικό ποσό των 4.051,50 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στην αναλογία του κληρονομικού μεριδίου της επί του ποσού της προσαύξησης οικογενειακού επιδόματος που ο κληρονομούμενος πατέρας της είχε λάβει κατά το χρονικό διάστημα από την 01 η-01 -1996 έως τις 31-03-2013 αχρεωστήτως και στην έντοκη προσαύξηση αυτού (αναλογία επί του κεφαλαίου ποσού 2.589,51 ευρώ και αναλογία επί των τόκων ποσού 1.461,99 ευρώ), γ) καταλογίστηκε ειδικώς εις βάρος της μητέρας της προσφεύγουσας, , υπό την ιδιότητά της ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του εν ζωή συζύγου της και κατά τον λόγο της κληρονομικής της μερίδας (συγκεκριμένα, σε ποσοστό 25,00% εξ αδιαιρέτου επί της κληρονομιάς), το συνολικό ποσό των 2.701,01 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στην αναλογία του κληρονομικού μεριδίου της επί του ποσού της προσαύξησης οικογενειακού επιδόματος που ο κληρονομούμενος είχε λάβει κατά το χρονικό διάστημα από την 01 η-01 - 1996 έως τις 31-03-2013 αχρεωστήτως και στην έντοκη προσαύξηση αυτού (αναλογία επί του κεφαλαίου ποσού 1.726,34 ευρώ και αναλογία επί των τόκων ποσού 974,67 ευρώ), δ) καταλογίστηκε ειδικώς εις βάρος του αδελφού της προσφεύγουσας, , , υπό την ιδιότητά του ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του πατέρα του και κατά τον λόγο της κληρονομικής του μερίδας (συγκεκριμένα, σε ποσοστό 37,50% εξ αδιαιρέτου επί της κληρονομιάς), το συνολικό ποσό των 4.051,50 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στην αναλογία του κληρονομικού μεριδίου του επί του ποσού της προσαύξησης οικογενειακού επιδόματος που ο κληρονομούμενος είχε λάβει κατά το χρονικό διάστημα από την 01 η-01 - 1996 έως τις 31-03-2013 αχρεωστήτως και στην έντοκη προσαύξηση αυτού (αναλογία επί του κεφαλαίου ποσού 2.589,51 ευρώ και αναλογία επί των τόκων ποσού 1.461,99 ευρώ) και ε) ορίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι το καταλογισθέν εις βάρος της προσφεύγουσας ποσό των 4.051,50 ευρώ έπρεπε να εξοφληθεί εφάπαξ, παραγγέλθηκε δε η είσπραξη να γίνει σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων [ΚΕΔΕ-ν.δ. 356/1974 (Α 90)]. Κατά της ανωτέρω καταλογιστικής απόφασης η προσφεύγουσα άσκησε την υπ’ αριθμ. πρωτ. 1-12-2015 ένσταση ενώπιον της ΤΔΕ του Τοπικού Υποκαταστήματος Κέρκυρας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, το περιεχόμενο της οποίας συμπλήρωσε με το υπ’ αριθμ. πρωτ. ' 30-12-2015 έγγραφό της που επιγραφόταν «συμπληρωματική ένσταση-προσφυγή.». Με την ένστασή της η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι ο δικαιοπάροχος πατέρας της δεν τελούσε σε δόλο κατά την είσπραξη της ένδικης προσαύξησης της σύνταξής του για τη σύζυγό του, ενώ, εξάλλου, ούτε την ίδια βαρύνει κάποιας μορφής υπαιτιότητα, καθόσον αγνοούσε τόσο την καταβολή αυτή όσο και το αχρεώστητο της λήψης της. Ακόμη, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι η αναζήτηση των ένδικων αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου και την «μακροχρόνια καταβολή της παροχής» αντίκειται στις αρχές της χρηστής διοίκησης, της αναλογικότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης καθώς και ότι η αναζήτηση και αναγκαστική είσπραξη του καταλογισθέντος εις βάρος της ποσού θα της επιφέρει απρόβλεπτες και δυσμενείς οικονομικές συνέπειες. Επίσης, η προσφεύγουσα, μεταξύ άλλων, προέβαλε με την ένστασή της ότι η παραπάνω καταλογιστική απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του ουσιώδους τύπου της προηγούμενης ακρόασής της. Ως προς την ουσία της υπόθεσης η προσφεύγουσα με την ένστασή της εξέθεσε ότι: «[...] Ο παραπάνω συνταξιούχος γεννήθηκε το έτος 1929 και δεν πήγε ούτε στο Δημοτικό Σχολείο και προφανώς ενεργούσε (εισέπραττε) καλόπιστα είτε ευρισκόμενος σε πλάνη είτε από άγνοια νόμου λόγω του μειωμένου μορφωτικού επιπέδου του. [...] Ο θανών γεννήθηκε το 1929 και δεν τελείωσε ούτε το Δημοτικό Σχολείο της εποχής και από το 2007 και ύστερα έπασχε από άνοια. Ασχολούνταν κυρίως με χειρωνακτικές εργασίες (οικοδόμος), γνώριζε ελάχιστα ανάγνωση και γραφή και σίγουρα δεν μπορούσε να αντιληφθεί την υποχρέωσή του να γνωστοποιήσει γεγονός διακοπτικό της καταβολής της παροχής που λάμβανε, πόσο μάλλον να κατανοήσει το ακριβές ασφαλιστικό του δικαίωμα. Ειδικά, ελλείψει ειδικής πληροφόρησης, ανυπαρξία ηλεκτρονικού συστήματος της εποχής, ώστε να διασταυρωθεί από την αρμόδια υπηρεσία το διακοπτικό γεγονός (και γενικώς επαρκούς συστήματος) είναι αδύνατο ένας άνθρωπος με τις προαναφερθείσες γραμματικές γνώσεις να εντοπίσει αυτή του την υποχρέωση, πόσο μάλλον να αντιληφθεί ότι κακώς τα εισπράττει. [...] Επιπλέον, βρίσκομαι σε κακή οικονομική κατάσταση, καθώς η κρίση επηρέασε και εμένα. Δεν έχω εισοδήματα και σχεδόν κανένα αξιοποιήσιμο περιουσιακό στοιχείο. Οποιοσδήποτε εξαναγκασμός καταβολής εκ μέρους μου θα ήταν καταστροφικός για την καθημερινή μου διαβίωση και δυσαναλόγως δυσμενής, προσβάλλοντας παράλληλα και την αξιοπρέπειά μου. [...] Όσον αφορά το πρόσωπό μου, νυμφεύτηκα τον Ιωάννη Σκιαδόπουλο του Σπυρίδωνος το έτος 1967 και μετοίκισα με το σύζυγό μου, 20 έτη προτού ο θανών συνταξιούχος λάβει σύνταξη και 27 προτού η μητέρα μου λάβει σύνταξη γήρατος. Ναι μεν είχα επαφή με τους γονείς μου, επικοινωνούσα μαζί τους τακτικά, ωστόσο δεν είχα άμεση γνώση σε σχέση με τις κινήσεις του θανόντος ως προς τα οικονομικά του, ούτε θα μπορούσα να γνωρίζω εάν ο θανών-πατέρας μου λάμβανε ή δεν λάμβανε ένα μικρό επιπλέον επίδομα-παροχή και από ποιο διάστημα μέχρι ποιο. Ουδέποτε χειρίστηκα τα οικονομικά του, με τα οποία δεν είχε καμία σχέση καθώς είχα μετοικήσει, απασχολούμουν με τη διαπαιδαγώγηση των τέκνων μου και επιπλέον καμία γνώση οικονομικών δεν έχω, καθώς τελείωσα το τότε δημοτικό, εν έτει 1960. [...] Τονίζοντας εν τέλει πως κανένα τρόπο δεν είχα να γνωρίζω τα ακριβή οικονομικά του θανόντος, πόσο μάλλον σε καμία περίπτωση δεν συμμετείχα στην είσπραξη των παροχών από τα οποία δεν καρπώθηκα τίποτα, πράγμα που το ΙΚΑ δεν απέδειξε με κανένα στοιχείο ούτε καν αιτιολόγησε, ακριβώς επειδή δεν συνέβη ποτέ και επομένως όσον αφορά το πρόσωπό μου δεν συντρέχει ούτε καν γνώση των πραγματικών περιστατικών, πολλώ δε μάλλον δόλος.». Κατά την εκδίκαση της παραπάνω ένστασης στις 19-09-2016 ενώπιον της ΤΔΕ του Τοπικού Υποκαταστήματος Κέρκυρας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ παραστάθηκε η προσφεύγουσα δια πληρεξούσιου δικηγόρου και προέβαλε ότι: «η κ. (προσφεύγουσα) παντρεύτηκε το 1967 και μετά μετοίκησε με τον σύζυγό της. Ουσιαστικά δεν είχε κανένα δόλο, καμία ανάμειξη, ήταν σε άλλο σπίτι με τα παιδιά της. Δεν μπορούσε να αντιληφθεί ο πατέρας της τις υποχρεώσεις του αφού είχε Αλτσχάιμερ. [...]». Η ΤΔΕ του παραπάνω Υποκαταστήματος, αφού έλαβε υπόψη της τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, την από τις 17-05-2016 απορριπτική εισήγηση του Διευθυντή του Τοπικού Υποκαταστήματος Κέρκυρας (σύμφωνα με την οποία, μεταξύ άλλων: «ο συνταξιούχος έλαβε ενυπόγραφα γνώση ότι υποχρεούται να δηλώσει στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ εγγράφως εάν στο μέλλον η σύζυγός του, για την οποία έλαβε προσαύξηση στη σύνταξή του, εργαστεί ή πάρει σύνταξη ή γενικά αν μεταβληθεί η οικογενειακή του κατάσταση (θάνατος, διαζύγιο κλπ). [...] Επειδή, το ΙΚΑ- ΕΤΑΜ υπενθύμιζε την υποχρέωση αυτή σε τακτά χρονικά διαστήματα με την αποστολή τρίμηνων ενημερωτικών σημειωμάτων. [...]» καθώς και «τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης και λοιπά στοιχεία και δεδομένα που αναπτύχθηκαν προφορικά κατά την ακροαματική διαδικασία», με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 399/Συν.65η/19-09-2016 απόφασή της απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την ένσταση της προσφεύγουσας.
- Επειδή, ήδη, με την κρινόμενη προσφυγή, όπως αναπτύσσεται με το νομοτύπως κατατεθέν στις 16-06-2020 υπόμνημα, η προσφεύγουσα ζητεί να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση της ΤΔΕ του Υποκαταστήματος Κέρκυρας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, κατά το μέρος που την αφορά, και να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η παραπάνω ένσταση, προβάλλοντας, κατ’ αρχάς, ότι, πριν από την έκδοση της υπ’ αριθμ. πρωτ. 427/03-11-2015 καταλογιστικής απόφασης του Διευθυντή του Τοπικού Υποκαταστήματος Κέρκυρας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, δεν κλήθηκε να εκφράσει τις απόψεις της, παρά το γεγονός ότι η Διοίκηση αποδίδει, κατ’ ουσίαν, δόλο στον κληρονομούμενο πατέρα της για την αχρεώστητη είσπραξη της σχετικής προσαύξησης, σε περίπτωση δε που η ίδια καλούνταν, θα προέβαλε λυσιτελώς ενώπιον της Διοίκησης όλους τους λόγους που προβάλλει με την κρινόμενη προσφυγή της, ενώ η παράβαση του εν λόγω ουσιώδους διαδικαστικού τύπου, κατά την έκδοση της ως άνω καταλογιστικής απόφασης, δεν καλύφθηκε με την άσκηση της ως άνω ένστασης. Ειδικότερα, με το δικόγραφο της υπό κρίση προσφυγής, η προσφεύγουσα επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς που είχε αναφέρει στην ένστασή της και παρατίθενται αναλυτικά στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας απόφασης. Συνοπτικά, η προσφεύγουσα, μεταξύ άλλων και πέραν του παραπάνω λόγου περί μη τήρησης του ουσιώδους διαδικαστικού τύπου της προηγούμενης ακρόασης, προβάλλει ότι: α) ο δικαιοπάροχος πατέρας της δεν τελούσε σε δόλο κατά την είσπραξη της ένδικης προσαύξησης της σύνταξής του για τη σύζυγό του, ενώ, εξάλλου, ούτε την ίδια βαρύνει κάποιας μορφής υπαιτιότητα, καθόσον αγνοούσε τόσο την καταβολή αυτή όσο και το αχρεώστητο της λήψης της, β) η αναζήτηση των ένδικων αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου αντίκειται στις αρχές της χρηστής διοίκησης, της αναλογικότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και γ) η αναζήτηση και αναγκαστική είσπραξη του καταλογισθέντος εις βάρος της ποσού θα της επιφέρει απρόβλεπτες και δυσμενείς οικονομικές συνέπειες, «αφού η Διοίκηση με την παρούσα διοικητική πράξη με εξαντλεί οικονομικά σε ένα περιβάλλον με εξαιρετικά χαμηλή ρευστότητα και εξασφαλίζει την οικονομική μου καταρράκωση». Προς απόδειξη των ισχυρισμών της, η προσφεύγουσα προσκομίζει και επικαλείται, μεταξύ άλλων, τα εξής έγγραφα: α) τις υπ’ αριθμ. /16-06-2020 και Π6-06-2020 ένορκες βεβαιώσεις που έδωσαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Κέρκυρας ο του , αντιστοίχως, με τις οποίες επιβεβαιώνουν τους ουσιαστικούς ισχυρισμούς της, β) την υπ’ αριθμ. /29-05-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Κέρκυρας , σύμφωνα με την οποία στις 29-05-2020 επιδόθηκε στο καθ’ ου η συνημμένη σε αυτήν από τις 28-05-2020 εξώδικη κλήση της ίδιας προς το καθ’ ου για την εξέταση των ως άνω μαρτύρων, γ) το από τις 13-09-2019 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης που εξέδωσε η Προϊσταμένη του Τμήματος Δημοτικής Κατάστασης του Δήμου Κεντρικής Κέρκυρας και Διαποντίων Νήσων, σύμφωνα με το οποίο η ίδια παντρεύτηκε στις 16-07-1967 τον , που απεβίωσε στις 11-03-2018, από το δε γάμο αυτό απέκτησαν δύο τέκνα, δ) την από τις 03-03-2020 γνωμάτευση του νευρολόγου Κέρκυρας , σύμφωνα με την οποία αυτός είχε εξετάσει τον πατέρα της στις 12-01-2012 διαγιγνώσκοντας «άνοια-νόσος ΑΙζηθίπίΘΓ [...] προχωρημένη μείωση των ανώτερων νοητικών λειτουργιών με απώλεια χρονικού και χωρικού προσανατολισμού, σοβαρή διαταραχή της προσοχής και πρόσφατης μνήμης. [...]», ενώ «η έναρξη του προβλήματος δεν μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς, αλλά με βάση τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων μπορεί χρονικά να τοποθετηθεί τουλάχιστον 2-3 χρόνια πριν.», ε) την από τις 06-03-2020 γνωμάτευση του , σύμφωνα με την οποία η ίδια στ) τις πράξεις διοικητικού προσδιορισμού φόρου που εξέδωσε ο Διοικητής της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) για τη φορολογία εισοδήματος της κατά τα φορολογικά έτη 2016-2018, σύμφωνα με τις οποίες η ίδια δήλωσε ότι είχε συνολικό εισόδημα ποσού ευρώ και ευρώ κατά τα φορολογικά έτη 2016-2017, αντιστοίχως, καθώς και μηδενικό εισόδημα κατά το φορολογικό έτος 2018, ζ) δύο (2) από τις 11-04-2018 εκδοθείσες «αποδείξεις διατραπεζικών οφειλών» του υποκαταστήματος Πλατείας Σαρόκου Κέρκυρας της ΑΙρΙια ΒθπΚ, σύμφωνα με την οποία η ίδια κατέβαλε αυθημερόν στο καθ’ ου το ποσό των ευρώ και ευρώ προς εξόφληση της ένδικης οφειλής της, με ρητή επιφύλαξή της περί μη αναγνώρισης της οφειλής, η) βεβαιώσεις της δηλωθείσας περιουσιακής της κατάστασης κατά την 01 η-01 -2019 και την 01-01-2020, θ) διάφορους λογαριασμούς επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας που έχουν εκδοθεί στο όνομά της καθώς και στο όνομα του ήδη αποβιώσαντος συζύγου της και ι) το υπ’ αριθμ. πρωτ. 61 /ΒΠΣ13/24-05-2016 πιστοποιητικό σπουδών της Διευθύντριας του 12θέσιου Δημοτικού Σχολείου Κυνοπιαστών, σύμφωνα με το οποίο ο πατέρας της «γράφτηκε το σχολικό έτος 1940-1941 στη Στ’ τάξη του Σχολείου μας [...], παρακολούθησε τα μαθήματα κανονικά, κρίθηκε άξιος απολύσεως με γενικό βαθμό έξι (6) και έλαβε το απολυτήριο με [...] ημερομηνία 15 Ιουνίου 1941.». Αντιθέτως, το καθ’ ου με την υπ’ αριθμ. πρωτ. 3338/04-05-2020 έκθεση απόψεων του Διευθυντή του Τοπικού Υποκαταστήματος Μισθωτών Κέρκυρας του ΕΦΚΑ καθώς και με το νομίμως κατατεθέν στις 18-06-2020 υπόμνημά του ζητεί την απόρριψη της κρινόμενης προσφυγής προβάλλοντας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε νομίμως, καθότι, μεταξύ άλλων, «ο συνταξιούχος έχει υποχρέωση να γνωστοποιεί στον ασφαλιστικό φορέα πάσα μεταβολή της προσωπικής και οικογενειακής του κατάστασης (ανάληψη εργασίας, διαζύγιο, συνταξιοδότηση κλπ) και η σχετική υποχρέωση του υπενθυμίζεται με τα τριμηνιαία ενημερωτικά σημειώματα (καταβολής σύνταξης).».
- Επειδή, σύμφωνα με όσα δεκτά στην 8η σκέψη της παρούσας απόφασης, στις περιπτώσεις που περιοδικές ασφαλιστικές παροχές έχουν μεν καταβληθεί αχρεώστητα από ασφαλιστικό οργανισμό, ο ασφαλισμένος όμως τις έχει εισπράξει καλόπιστα, δεν επιτρέπεται η αναζήτησή τους μετά την πάροδο εύλογου χρόνου από την είσπραξή τους ή όταν η επιστροφή τους θα είχε ως συνέπεια τον σοβαρό κλονισμό της οικονομικής κατάστασης του ασφαλισμένου, ακόμη και αν, στην περίπτωση αυτή, το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της είσπραξης και της αναζήτησης είναι μικρό. Δεδομένου δε ότι το επιτρεπτό της αναζήτησης των ανωτέρω παροχών συνδέεται με την υποκειμενική συμπεριφορά του ασφαλισμένου, απαιτείται, κατά τα αναφερόμενα στην 4η σκέψη, η κλήση του σε ακρόαση πριν από την έκδοση της σχετικής καταλογιστικής πράξης. Με βάση τα ανωτέρω νομικά και πραγματικά δεδομένα και λαμβανομένου υπόψη ότι: α) ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ούτε, άλλωστε, το καθ’ ου αντιτείνει ότι η προσφεύγουσα είχε κληθεί, πριν από την έκδοση της υπ’ αριθμ. πρωτ. /03-11-2015 καταλογιστικής απόφασης του Διευθυντή του Τοπικού Υποκαταστήματος Κέρκυρας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, να εκφράσει τις απόψεις της, β) το καταλογισθέν σε βάρος της προσφεύγουσας ποσό, που αντιστοιχεί στην αναλογία του κληρονομικού της μεριδίου επί της αχρεωστήτως χορηγηθείσας στον κληρονομούμενο πατέρα της οικογενειακής προσαύξησης κατά το χρονικό διάστημα από την 01 η-01 -1996 έως τις 31-03-2013, αναζητήθηκε μόλις στις 03-11-2015, οπότε εκδόθηκε η ως άνω καταλογιστική απόφαση μετά την πάροδο είκοσι ενός (21) και πλέον ετών από την έναρξη της αχρεώστητης είσπραξής της ένδικης παροχής την 01 η-07-1994, γ) η εν λόγω αναζήτηση των ένδικων αχρεστήτως καταβληθεισών παροχών στον πατέρα της προσφεύγουσας εχώρησε σε χρόνο καταφανώς πέραν του ευλόγου, δ) η ανωτέρω δυσμενής για την προσφεύγουσα διοικητική πράξη συνδέεται με υποκειμενική συμπεριφορά, καθώς για την αναζήτηση εκ μέρους του καθ’ ου των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών προσαύξησης στον κληρονομούμενο πατέρα της, μετά την πάροδο εύλογου χρόνου από την είσπραξή τους, απαιτείται η κατάφαση της ύπαρξης δόλου στο πρόσωπο του εισπράξαντος συνταξιούχου πατέρα της (βλ. ΔΕφΘες 321, 381/2020, 2454/2019, 814/2011) καθώς και στο πρόσωπο της προσφεύγουσας ως κληρονόμου αυτού, κατά τα γενόμενα δεκτά στην 9η σκέψη της παρούσας απόφασης, ε) κατά το χρόνο της εκ μέρους του πατέρα της προσφεύγουσας υποβολής της ως άνω υπ’ αριθμ. πρωτ. 2201/03-03-1987 αίτησης συνταξιοδότησής του προς το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, η εν ζωή σύζυγός του, , δεν λάμβανε σύνταξη γήρατος από τον ΟΓΑ, καθότι την έλαβε μόλις τον Ιούλιο του έτους 1994 (βλ. την υπ’ αριθμ. πρωτ. 6088/28-04-2014/29-04-2014 βεβαίωση του Προϊσταμένου του II Τμήματος Μητρώου Συνταξιούχων του ΟΓΑ), στ) με το δικόγραφο της κρινόμενης προσφυγής η προσφεύγουσα προβάλλει ουσιώδεις, εκτενείς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, στηριζόμενους σε διάφορα επιχειρήματα και στοιχεία, με τους οποίους, μεταξύ άλλων, αμφισβητεί την συνδρομή δόλου ως προς την είσπραξη της ένδικης προσαύξησης τόσο στο πρόσωπο του δικαιοπαρόχου πατέρα της, όσο και στο δικό της πρόσωπο, ενώ ακόμη υποστηρίζει την καλοπιστία τους και, επιπροσθέτως, αντιτείνει ότι από την είσπραξη των εν λόγω ποσών έχει παρέλθει ο εύλογος χρόνος, ενώ η απειλούμενη είσπραξη του επίδικου καταλογισθέντος χρηματικού ποσού θα της επιφέρει απρόβλεπτες οικονομικές συνέπειες, ζ) η προσφεύγουσα προς απόδειξη των ισχυρισμών της προσκομίζει σχετικά έγγραφα στοιχεία, η) οι ισχυρισμοί αυτοί δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι επικαίρως προβαλλόμενοι και εξεταζόμενοι από το αρμόδιο όργανο του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ (και ήδη του e- ΕΦΚΑ), στο πλαίσιο ακρόασης της προσφεύγουσας πριν από την έκδοση της ως άνω καταλογιστικής απόφασης, θα οδηγούσαν την Διοίκηση σε διαφορετική κρίση, ακόμη και σε κρίση περί πλήρους απαλλαγής της προσφεύγουσας από την υποχρέωση επιστροφής των ένδικων αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών (πρβλ. ΣτΕ 2611/2015, 926/2015, 2180/2013 7μ., βλ. ΔΕφΘες 381/2020) και θ) η μη κλήση της προσφεύγουσας σε προηγούμενη ακρόαση δεν δύναται να θεραπευθεί από την άσκηση, κατά της υπ’ αριθμ. πρωτ. 427/03-11-2015 καταλογιστικής απόφασης του Διευθυντή του Τοπικού Υποκαταστήματος Κέρκυρας, της υπ’ αριθμ. πρωτ. /11-12-2015 ενδικοφανούς προσφυγής (ένστασης), όπως αυτή παραδεκτώς συμπληρώθηκε με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 19638/30-12-2015 έγγραφο και επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση της ΤΔΕ, το Δικαστήριο κρίνει ότι, εάν και έπρεπε, δεν τηρήθηκε, εν προκειμένω, κατά τη διαδικασία έκδοσης της προαναφερθείσας καταλογιστικής απόφασης, ο ουσιώδης τύπος της προηγουμένης ακρόασης, κατά τον λυσιτελώς και βασίμως προβαλλόμενο λόγο της κρινόμενης προσφυγής (πρβλ. ΔΕφΘες 381/2020, 2454/2019), ενώ κάθε περί του αντιθέτου ισχυρισμός του καθ’ ου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ως εκ τούτου, η ΤΔΕ του Τοπικού Υποκαταστήματος Κέρκυρας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, που με την προσβαλλόμενη απόφασή της απέρριψε, σιωπηρώς, τον προβληθέντα με την ένσταση της προσφεύγουσας ισχυρισμό περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, έσφαλε και, κατ’ επέκταση, η προσβαλλόμενη απόφαση καθώς και η ενσωματωθείσα σε αυτήν υπ’ αριθμ. πρωτ. 427/03-11-2015 απόφαση του Διευθυντή του παραπάνω Υποκαταστήματος του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ πρέπει να ακυρωθούν, κατά το μέρος που αφορούν την προσφεύγουσα, ενώ παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων της κρινόμενης προσφυγής.
- Επειδή, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη προσφυγή να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 399/Συν.65η/19-09-2016 απόφαση της ΤΔΕ του Τοπικού Υποκαταστήματος Κέρκυρας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ καθώς και η ενσωματωθείσα σε αυτήν υπ αριθμ. πρωτ. 427/03-11-2015 απόφαση του Διευθυντή του ίδιου Υποκαταστήματος, κατά το μέρος που αφορούν την προσφεύγουσα. Επίσης, πρέπει να αναπεμφθεί η υπόθεση στην Διοίκηση, κατά το μέρος που αφορά στην προσφεύγουσα, προκειμένου να τηρηθεί ο τύπος της προηγούμενης ακρόασής της, σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ. 3 περ. β’ του ΚΔΔ. Ακόμη, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στην προσφεύγουσα του νομίμως καταβληθέντος παράβολου ποσού είκοσι πέντε (25,00) ευρώ, κατ’ άρθρο 277 παρ. 9 εδ. α’ του ΚΔΔ, και του αχρεωστήτως καταβληθέντος παράβολου ποσού πέντε (5,00) ευρώ, κατ’ άρθρο 277 παρ. 2 και 11 του ΚΔΔ. Τέλος, πρέπει να απαλλαγεί το καθ’ ου, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, από τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας, κατ’ άρθρο 275 παρ. 1 εδ. ε’ του ΚΔΔ.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Δέχεται την προσφυγή.
Ακυρώνει την υπ’ αριθμ. 399/Συν.65η/19-09-2016 απόφαση της ΤΔΕ του Τοπικού Υποκαταστήματος Κέρκυρας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ καθώς και την ενσωματωθείσα σε αυτήν υπ’ αριθμ. πρωτ. 427/03-11-2015 απόφαση του Διευθυντή του ίδιου Υποκαταστήματος, κατά το μέρος που αφορούν την προσφεύγουσα.
Αναπέμπει την υπόθεση στην Διοίκηση, κατά το μέρος που αφορά στην προσφεύγουσα, προκειμένου να τηρηθεί ο τύπος της προηγούμενης ακρόασης της τελευταίας.
Διατάσσει την απόδοση στην προσφεύγουσα του νομίμως καταβληθέντος παράβολου ποσού είκοσι πέντε (25,00) ευρώ και του αχρεωστήτως καταβληθέντος παράβολου ποσού πέντε (5,00) ευρώ.
Απαλλάσσει το καθ' ου από τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στην Κέρκυρα, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, κατά την έκτακτη δημόσια συνεδρίαση της - -2021.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κατεβάστε την απόφαση εδώ ανωνυμοποιημένη :
[https://skiadopouloslaw.gr/wp-content/uploads/2022/08/α184.2021-σκιαδοπουλος.pdf]