Ακούγονται αρκετές ανησυχητικές φωνές που θεωρούν πως η διακινδύνευση των προσωπικών δεδομένων είναι μια «δίοδος διαφυγής» από την υγειονομική κρίση. Ήδη, το Ινστιτούτο Τόνι Μπλερ για την Παγκόσμια Αλλαγή, που ιδρύθηκε από τον πρώην πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου, σε πρόσφατη συνάντηση του καταλήγει πως η αύξηση της κρατικής επιτήρησης είναι η «τιμή που αξίζει να πληρώσει κανείς» για να νικήσει τον Covid 19. Αυτός ο προβληματισμός έρχεται να προστεθεί στα πολλά ερωτηματικά για την διαχείριση των δεδομένων από το τεράστιο υλικό που έχει δημιουργηθεί από πλατφόρμες τηλεδιάσκεψης για επαγγελματικές συναντήσεις, από ηλεκτρονικά μαθήματα και ηλεκτρονικές επισκέψεις από την οικογένεια. Όλες αυτές οι νέες προκλήσεις προσφέρουν πολλές ευκαιρίες για επαναξιολόγηση του συστήματος προστασίας των δεδομένων.
Ως προς την αντιμετώπιση του κορονοϊου, λίγο ή πολύ, οι κυβερνήσεις έχουν καταλήξει στην ανάπτυξη και χρήση ηλεκτρονικών εφαρμογών ανίχνευσης επαφών, για να παρακολουθούν άτομα που έχουν μολυνθεί με το νέο κορονοϊό και να εντοπίζουν εκείνους με τους οποίους έχουν έρθει σε επαφή.
Πως προστατεύονται τα προσωπικά δεδομένα εκείνων που χρησιμοποιούν αυτές τις εφαρμογές;
Οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο έχουν υιοθετήσει αντιφατικές προσεγγίσεις, καθώς το Ισραήλ συλλέγει μαζικά δεδομένα από τα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας ( έως ότου οι διαμαρτυρίες ανάγκασαν αλλαγή τακτικής), η Κίνα ήδη πολύ εύκολα και συγκεντρωτικά έχει τέτοια μέσα για την παρακολούθηση του ιού στον πληθυσμό, ενώ οι ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γαλλία, η Ελβετία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία ακόμα συζητούν τον τρόπο με τον οποίο θα γίνεται ο έλεγχος των δεδομένων από την εφαρμογή ανίχνευσης επαφών.
Οποιαδήποτε δίοδος και να υιοθετηθεί, αυτή θα πρέπει να έχει επίκεντρο την προστασία της ιδιωτικής ζωής. Η πλήρης διαφάνεια του τρόπου συλλογής των δεδομένων, η αποκεντρωμένη διαδρομή των δεδομένων, και η μη-μαζική επεξεργασία των δεδομένων είναι κάποιες αυτονόητες δικλείδες ασφαλείας που θα πρέπει να υιοθετηθούν. Επιπλέον, ο τρόπος και η έκταση της συλλογής, αποθήκευσης και επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων μας θεωρείται εξαιρετικά σημαντικός και θα πρέπει να είναι γνωστός στα άτομα των οποίων τα δεδομένα επεξεργάζονται.
Η επιτάχυνση της ανάπτυξης της τεχνολογίας δεν θα πρέπει να αποτελέσει ως δικαιολογία για εκπτώσεις στην προστασία των προσωπικών δεδομένων. Το απόρρητο των δεδομένων δεν είναι επιφανειακό θέμα, αλλά αποτελεί ουσιαστικά το σύνολο των στοιχείων της προσωπικότητας μας στον ψηφιακό κόσμο. Τώρα περισσότερο από ποτέ, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο υπάρχει η ευκαιρία προκειμένου να συμπληρωθούν τα εχέγγυα προστασίας του απορρήτου καθώς και να αναθεωρηθεί ο τρόπος με τον οποίο συλλέγονται τα προσωπικά δεδομένα από τις τεχνολογικές πλατφόρμες.
Είναι αδιαμφισβήτητο πως έχουν γίνει σημαντικά βήματα στο ευρωπαϊκό δίκαιο για την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών (βλ. Γενικό Κανονισμό Γενικής Προστασίας Δεδομένων - GDPR), καθώς θεμελιώνεται η υποχρέωση διαφάνειας προς τους χρήστες. Κάθε νόμος, αιτιολογική έκθεση, προοίμιο, κάθε Οδηγία και Κανονισμός που αφορούν το Διαδίκτυο ξεκινούν με την φράση «για την εξασφάλιση της ελευθερίας και της ασφάλειας στο Διαδίκτυο», αλλά δεν φαίνεται να υπάρχει ρεαλιστικό αντίκρισμα. Η κατεύθυνση που παίρνει συνεχώς η Ευρωπαϊκή Νομοθεσία δεν έχει ως γνώμονα την αυστηροποίηση των δικλείδων ασφαλείας από τις λεγόμενες εταιρίες συλλογής δεδομένων, αλλά αντιθέτως δίνεται η προτίμηση στην ενημέρωση των χρηστών για τυχόν ευθύνες από παραβιάσεις, οι οποίες τελικά ευθύνες μετακυλίονται στους χρήστες υπό την μορφή περισσότερων δεσμεύσεων.
Χωρίς την απόλυτη συστράτευση των πολιτών για ουσιαστική θωράκιση του απορρήτου μας, η προστασία της ιδιωτικής ζωής μας θα συνεχίσει να διαβρώνεται και η νομοθετική διαδικασία συνεχώς θα υστερεί επικίνδυνα και θα μένει πίσω από τις εξελίξεις στην τεχνολογία.