Σύμφωνα με το άρθρο 27 ν.3461/2006, αναγνωρίζεται στον προτείνοντα το δικαίωμα να απαιτήσει τη μεταβίβαση σε αυτόν όλων των κινητών αξιών (δικαίωμα εξαγοράς/squeeze-out) εφόσον κατέχει το 90% του συνόλου των δικαιωμάτων ψήφου[1].
του Σπύρου Σκιαδόπουλου, Δικηγόρου Κέρκυρας
ΜΔΕ Εμπορικού & Οικονομικού Δικαίου ΑΠΘ.
Το δικαίωμα αυτό ασκείται: α) εντός τριών μηνών από τη λήξη της περιόδου αποδοχής, β) εφόσον έχει συμπεριληφθεί στο πληροφοριακό δελτίο η δυνατότητα αυτή και γ) το τίμημα της εξαγοράς ισούται τουλάχιστον με το αντάλλαγμα της πρότασης. Γίνεται δεκτό πως το δικαίωμα εξαγοράς δεν προσβάλλει συνταγματικά προστατευόμενα δικαιώματα των μετόχων της μειοψηφίας, εφόσον προβούμε και στην αντίστοιχη στάθμιση των δικαιωμάτων, καθώς η υποχρεωτική εξαγορά δεν είναι μέτρο επαχθέστερο σε ένταση, έκταση και διάρκεια σε σύγκριση με κάποιο άλλο μέτρο, ειδικά συνεκτιμώντας τον τρόπο υπολογισμού της αποζημίωσης των μετόχων (όμοιο με την δπ), των εγγυήσεων κατά την διαδικασία (πρότερη γνώση από το πληροφοριακό δελτίο) και την ίση μεταχείριση των μετόχων μειοψηφίας και πλειοψηφίας.[2]
Στον αντίποδα, προβλέπεται δικαίωμα εξόδου (sell out) από τους μετόχους της μειοψηφίας, αναγκάζοντας τον πλειοψηφούντα μέτοχο να αγοράσει τις μετοχές τους. Αυτό το δικαίωμα τους προστατεύει από τον μονόδρομο να επιλέξουν ή όχι την αλλαγή ελέγχου της εταιρίας χωρίς να την συγκρίνουν με την πρότερη κατάσταση, απαλλάσσοντας τους από πρακτικές που ενδεχομένως δεν τους ευνοούν. Επιπλέον, δεν μένουν εκτεθειμένοι στο δικαίωμα εξαγοράς του πλειοψηφούντος μετόχου.
Ομοίως με την εξαγορά, έτσι και στο δικαίωμα εξόδου το τίμημα των αξιών πρέπει να είναι δίκαιο και εύλογο, και να ισούται με το αντάλλαγμα της δπ. Παράλληλα το δικαίωμα μπορεί να ασκηθεί εφόσον ο πλειοψηφούν μέτοχος που απέκτησε με δπ κατέχει το 90% των δικαιωμάτων ψήφου και οι κάτοχοι των κινητών αξιών μειοψηφίας να ασκήσουν το δικαίωμα τους εντός 3 μηνών.
Σημειωτέον πως πρόσφατα δικαίωμα εξαγοράς συμπεριλήφθηκε και στο δίκαιο μη εισηγμένων ανώνυμων εταιριών δυνάμει των άρθρων 49α, 49β και 49γ ν. 2190/1920. Ειδικότερα οι τελευταίες δύο διατάξεις μπορούν να εφαρμοσθούν εν προκειμένω με την επιφύλαξη της εφαρμογής των ειδικότερων διατάξεων του ν.3461/2006. Συνεπώς για όσο διάστημα είναι εφαρμοστέες οι διατάξεις του ν. 3436/2006 δεν άρχονται οι προθεσμίες των άρθρων 48β και 49γ.[3]
Ειδικότερα, το δικαίωμα του άρθρου 49α προσομοιάζει με δικαίωμα εξόδου του μετόχου μειοψηφίας [4]καθώς ασκείται με την προϋπόθεση η παραμονή του μετόχου μειοψηφίας να είναι «ασύμφορη». Η ασύμφορη παραμονή μπορεί να στοιχειοθετηθεί όταν διαψεύδονται βασικές οικονομικές προσδοκίες του μετόχου (πχ δημιουργία υψηλού παθητικού με σοβαρό αντίκτυπο στα κέρδη της εταιρίας, δυσχέρειες στην παρακολούθηση της λειτουργίας και την εποπτεία της επιχείρησης) ή ακόμα και όταν τίθενται ηθικά ζητήματα, κυρίως στις μικρές, οικογενειακές ΑΕ. Το ασύμφορο θα πρέπει να καταδεικνύεται «κατά τρόπο προφανή», ειδικά όταν καθίσταται μη ανεκτό και δικαιοπολιτκώς άδικο να συνεχίζει ο μέτοχος της μειοψηφίας να παραμένει. Η απλώς «μη ωφέλιμη» παραμονή ή η απλή «δυσανεξία παραμονής» δεν αρκούν για την στοιχειοθέτηση του δικαιώματος[5]. Η εξαγορά μπορεί να ζητηθεί χωρίς περαιτέρω διευρεύνηση στις περιπτώσεις τις παρ.2 του άρθρου 49α ήτοι : α) όταν η ΓΣ αποφάσισε μεταφορά της έδρας της σε άλλο κράτος, β) όταν εισάγονται περιορισμοί μεταβίβασης μετοχών, γ) όταν αποφασισθεί αλλαγή σκοπού της εταιρίας και δ) σε άλλες περιπτώσεις που προβλέπει το καταστατικό.[6] Το σχετικό δικαίωμα πρέπει να ασκηθεί εντός τριών μηνών από την σχετική τροποποίηση του καταστατικού, άλλως αποσβήνεται οριστικώς το δικαίωμα.
Βασικές διαφοροποιήσεις με το δικαίωμα εξαγοράς των εισηγμένων εταιριών αποτελούν α) η αναγκαστική στοιχειοθέτηση της «ασύμφορης παραμονής», β) η εξαγορά των μετοχών από την εταιρία, γ) η κατ’αρχήν γέννηση του δικαιώματος από τροποποίηση του καταστατικού και δ) το αντάλλαγμα ορίζεται από το δικαστήριο [7]και πρέπει να είναι δίκαιο και να ανταποκρίνεται στην πραγματική αξία της μετοχής συνεκτιμώντας όχι μόνο τον ετήσιο ισολογισμό , αλλά και τα αφανή αποθεματικά, την πελατεία, την φήμη, την οργάνωση και την απόδοση της εταιρείας.
Περαιτέρω, τα άρθρα 49β και 49γ προβλέπουν παρόμοια δικαιώματα εξαγοράς μετοχών από την μειοψηφία και τον πλειοψηφούντα μέτοχο αντίστοιχα. Όπως και για τις εισηγμένες εταιρίες (και σε αντίθεση με το 49α) , και εδώ δεν χρειάζεται η επίκληση συγκεκριμένου σπουδαίου λόγου. Ο πλειοψηφούν μέτοχος για το άρθρο 49β είναι εκείνος που έχει δικαίωμα κυριότητας επί των μετοχών ακόμα και αν έχει παραχωρήσει εμπράγματα δικαιώματα επί των μετοχών πχ επικαρπία, ενέχυρο[8] ενώ για το άρθρο 49γ είναι αναγκαία και η άσκηση του δικαιώματος ψήφου. [9] Εκ της γραμματικής αποτύπωσης του άρθρου στα ποσοστά του πλειοψηφούντος μετόχου (όπως και στις εισηγμένες) συνυπολογίζονται τα ποσοστά των συνδεδεμένων με αυτόν επιχειρήσεων , του/της συζύγου και των συγγενών μέχρι τρίτου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, ωστόσο τα άρθρα δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση που οι μέτοχοι του 95% έχουν εξωεταιρική συμφωνία από κοινού ασκήσεως των δικαιωμάτων τους επί των μετοχών, ακόμα και εάν αυτό κατ’αποτέλεσμα δημιουργεί de facto έλεγχο της εταιρίας.
Βασικές διαφοροποιήσεις με τις διατάξεις των εισηγμένων εταιριών είναι οι εξής : α) Το αντάλλαγμα αποτιμάται από το δικαστήριο κατά την πραγματική του αξία όπως στο άρθρο 49α , β) ο πλειοψηφούν μέτοχος ή τα συνδεδεμένα με αυτόν πρόσωπα πρέπει να διαθέτει το 95% των μετοχών (αντί του 90%) , γ) το δικαίωμα αποσβήνεται μετά την πάροδο 5ετίας από την απόκτηση του 95% (αντί του τριμήνου), δ) ο έλεγχος των μετοχών θα πρέπει να είναι προϊόν (άμεσης ή έμμεσης) κυριότητας και όχι εξωεταιρικής συμφωνίας όπως συμβαίνει στο άρθρο 27 ν. 3461/2007.
_______________________________________________________________________________________________
[1] Αμφισβητείται εάν η ρύθμιση σχετικά με το δικαίωμα εξαγοράς καταλαμβάνει μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου , Λέκκας, Το θεσμικό και κανονιστικό πλαίσιο της ενιαίας Ευρωπαϊκής Κεφαλαιαγοράς, 2009, 248 επ, Τουντόπουλος, ο.π. σελ 256
[2] Ι.Βενιέρης, Αγωγές & Αιτήσεις Α.Ε., Ερμηνεία, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2016, σελ. 363-364, Κηπουργού, ο.π. σελ 21
[3] έτσι και Τέλλης, ΕπισκΕΔ 2008, σελ 429
[4] Και ουδέποτε μπορεί να εφαρμοσθεί στις εισηγμένες εταιρίες.
[5] Ι.Βενιέρης, ο.π. σελ 370
[6] Ευνόητο είναι πως οι μέτοχοι προκειμένου να ζητήσουν την εξαγορά, οφείλουν να παρευρεθούν στην σχετική ΓΣ και να αντιλέξουν, εκτός εάν ορίζεται διαφορετική συμπεριφορά στις καταστατικές περιπτώσεις δικαιώματος εξαγοράς. Η μη παράσταση δεν αρκεί, εκτός εάν δεν έχει παρασχεθεί στον μέτοχο το δικαίωμα ή η δυνατότητα παράστασης ή αντίθεσης.
[7] Το οποίο είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας δικάζον κατά την τακτική διαδικασία. Ο μέτοχος δεν δύνται να ζητήσει την προσωρινή ικανοποίηση του δικαίωματος του με ασφαλιστικά μέτρα, καθώς μόνο τελεσίδικη απόφαση οδηγεί σε εξαγορά μετοχών ( αρ. 949 ΚΠολΔ), ωστόσο δύναται να ζητήσει τη λήψη μέτρων συντηριτικής κατάσχεσης της εταιρικής περιουσίας, προσημείωσης υποθήκης ή εγγυοδοσίας , ι.Βενιέρης, ο.π. σελ 376
[8] Ι.Βενιέρης , ο.π. σελ 387
[9] Ι.Βενιέρης, ο.π. σελ 397 , ώστε να δικαιολογηθεί η διασταλτική ερμηνεία του 49γ